ΤΟΜΟΣ 8 ΑΡΙΘ. 1 - 4 1 &20 ΔΕΛΤΙΟ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ Ιίερνοόικο τ^μημένο μέ τό Zd^rtgio ^í«r.8eTo 6λο τό Σνλλογο γ ια τή ν ¿νίβχνοη χ6>ν Ελληνικών οποι:δ<ον οτό Πα^Ιοι. Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α 1. Λ. ΓίΑΛΑΜΑ Ό π ο ιη τή ς I. Ν· Γ ρυπ άρης 2. Π . 2 . ΔΕΛ ΤΑ Τ ά καινούρια αναγνω στικά μας 8. Π . Κ Ο Ν Σ Τ Α Ν Τ ΙΝ Ο Π 0Υ Λ Ο Υ Οί νεοελληνικές παραδόσεις στό δη­ μοτικό σχολείο 4. Μ. Τ ΡΙΑ Ν Τ Α Φ Υ Λ Λ ΙΔ Η Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 5. Μ. Π Α Π Α Μ Α Υ ΡΟ Υ Ό Ι>γ· L ie tz κ α ί τό εργο ιου 6. Μ. Τ ΡΙΑ Ν Τ Α Φ Υ Λ Λ ΙΔ Η Τ ό λεξιλόγιο τώ ν vécov αναγνωστικών 7. ΕΥ Θ . Γ Ρ Η Γ Ο Ρ ΙΟ Υ Τ ά δ ικατάληκτα έπ ίθ ετα σέ - o t - οι· στό δημοτικό σχολείο 8. Α. Γ ΣΑ Λ Ο Υ ΡΗ Τ ό γλω σσικό ζή τη μ α στήν Π όλη Ü. Ά π ό τή σχολική καθιέρω ση τής δημ οτικής ’Επιθεώ ρηση — 'Α π ’ όσα μάς γράφουν — Διάφορα. Α Θ Η Ν Α 1 9 2 0 Β ΙΒ Λ ΙΟ Π Ω Λ ΕΙΑ Σ1.ΛΕΡΗ, ΟΔΟΣ ΣΤΑΔΙΟΥ. ΕΛ ΕΥ Θ ΕΡΟΥ ΛΑΚ!!. ΠΛ. ΣΥ ΝΤΑ ΓΜ Α ΤΟ Σ Τ ιμή δ ρ . 8 · ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ Σ ω μ α τ ε ί ο α ν α γ ν ω ρ ισ μ έ ν ο μ ε τή ν α π ό φ α σ η τ ο ν Π ρ ω τ ο δ ικ ε ίο υ Ά & η ν ώ ν ά ρ . 7 1 6 3 , 2 8 Δ ε κ . 1 9 1 4 . Δ ιο ικ η τ ικ ή έ π ι τ ρ ο π ή : Α . Δελμοΰζος, Κα Π . Δέλτα, I . θ ε ο δ ω ρ ίδ η ς (πρόε­ δρος), Γ . Κ ω στανταράκης (γραμματέας), Δ. Π ετροκοκκινος (ταμίας), Μ. Τ ριαυταφυλλίδης, Α. Φωκάς. Μ έλ η α ν α π λ η ρ ω μ α τ ι κ ά : I. Δοανίδης, θ . θ ω μ ό π ο υλ ο ς, Δ. Κ υριαζής, Κ® Β. Αέκα, Κ. Τριανταφυλλόπουλος. ‘Ε λ ε γ κ τ έ ς : I . Κ αμπίρης, Σ τ. Π αντερμαλής. ' Ιδ ρ υ τ έ ς Ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ ό ν Ό μ ιλ ο ν : Α. Δελμοΰζος, Κ. Δ εμερτζής, Α. Δ ιομήδης, I . Δραγούμης, Κ. Μ ελάς, Ν. Π ά ππος, Δ. Π ετροκοκκινος, Γ . Σ ω τη ρ ιά δη ς, + Κ. Τ οπάλης, Μ. Τσιριμώ κος, Φ. Φ ω τιάδης (έκαμαν τή ν π ρ ώ τη έκκληση γ ια νά ίδρυθή ένα Π ρότυπο δ η μ ο ­ τικό σχολείο). Π . ’Αποστολίδης, Π . Ά ργυρόπουλος, γ Βλ. Γ αβριηλ ίδης, Χ ρ. Γκόφας, ·(■ Λ. Δελμοΰζος, ΐ . θ εο δ ω ρ ίδ η ς , Ν . Κ αζαντζάκης. Π . Κ αραπάνος, Α. Καρ- καβίτσας, Κ. Κ ατσίμπαλης, Α. Κεφαλληνός, Ά ρ . Κ ουρτίδης, Γ. Κ αφαντά- ρης, Κλ. Λάκιο'.-, f Λ. Μ αβίλης, Ν . Μ αυρουδής, Ά λ . Μ υλωνάς, Ά λ . Π ανχα­ ζής, Ά λ . Π απαναστασίου, Κ. ΙΙασαγιάννης, θ ρ . Π ετμεζάς, ή Χ ρ. Ράγκος, Δ. Σ αριίτσης, Μ. Στελλάκης, Κ. Τριανταφυλλόπουλος, Δημ. Φωκάς. Ό ’Ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ ό ς " Ο μ ι λ ο ς Ιδρύθηκε μέ σκοπό ν ά βοηθήση τήν άναγέννηση τής π α ιδε ία ς στήν 'Ε λλάδα . Τ ό Δ ε λ τ ί ο του Ε κ π α ιδ ευ τικ ο ύ Ό μ ίλ ο υ βγαίνει σέ 4 α ρ ιθμούς μέ 2 0 0 - 300 σελίδες τό χρόνο. Τ ά γ ρ α φ ε ί α τού Ε κ π α ιδ ευ τικ ο ύ 'Ο μ ίλου ε ίνα ι στήν οδό Λ έκα 4. Ή σ υ ν δ ρ ο μ ή σ τ ο ν Ό μ ι λ ο είναι δρ. 10. — Γ ιά τούς δημ οδιδα σ κά ­ λους κ α ί ελληνοδιδασκάλους δρ 5. Γ ι ά ν ά γ ί ν η κ α ν ε ί ς μ έ λ ο ς τ ο ύ Ό μ ί λ ο υ πρ έπει νά τό ζητήση μέ γρ ά μ μ α άπό τό γρα μμ ατέα τού Ό μ ίλ ο υ , λέγοντας ό τ ι συμ μερ ίζετα ι τό πρό­ γρ α μ μ α τού ’Ε κπαιδευτικού Ό μ ίλ ο υ , δπω ς α ναγράφ ετα ι στό καταστατικό του (σελ. 1 4 -1 6 ) . Ή αίτηση αυτή πρ έπει νά συνοδεύεται μέ γρα πτή πρόταση δ ύ ο μελών τού Ό μ ίλ ο υ . Τ ό καταστατικό στέλνεται σέ όπο ιον τό ζητήση. Ή σ υ ν δ ρ ο μ ή σ τ ό Δ ε λ τ ί ο ε ίνα ι δρ. 5 τό χρόνο. Σ υ ν δ ρ ο μ η τ ή ς γ ί ν ε τ α ι όπο ιος τό ζητήση ά πό τό γρα μμ ατέα τού Ό μ ί ­ λου συνοδεύοντας τήν α ίτηση του μέ τό α ντ ίτιμο τή ς συνδρομής του. Ή φ τ η ν ό τ ε ρ α σ υ ν δ ρ ο μ ή τ ώ ν 2 δ ρ . χ α τ α ρ γ ή & η κ ε . ΔΕΛΤΙΟ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ D ie io b m ii τ ιμ η μ έ ν ο μ έ τ ό Ζάππεω β ρ α β ε ίο « -& τ ό Σ ύ λ λ ο γ ο Υ*Α τ ή * ίνίσχυση τ ώ ν ε λ λ η ν ικ ώ ν σ π ο υ δ ώ ν σ τ ό Π α ρ ίσ ι . ΤΟΜΟΣ 8 (1920) Α Θ Η Ν Α 1920 Μ Ε Λ Ε Τ Ε Σ 1 . Λ Ε Α Ν Τ Ρ Ο Υ ΠΑΛΑΜ Α Ο Π Ο Ι Η Τ Η Σ I. Ν. Γ Ρ Υ Π Α Ρ Η Σ 1. Γά βυοιαηκά toü ποιηιιχο ϋ τον κόομον .— Ό Αρχαίος κόομος. — Τό έλλη- νικό οονέτο.— Κοινά γνωρίσματα μέ ΐή ν έποχή του.—Ή πρωτοτυπία κ ι ή άτομι- χότητΑ του.—Ό νϊοκλααιχιβμός του. — 'Η μορφή τοΟ δφους τοο. — Ό ήδονισμός του. —Ti χαραχτηρίζτι τό ποιητικό του 5ν«ιρο·—01 «Τίρακότβς καί Σκαραβαίοι». —Σέ t i ήτανε ρομαντικός ό χαραχτήρας τους· — Ά λ λ α ποιήματα. — Κλαοικώ- τερη ποιητική Αντίληψη. 2. Γέιακώτερα π ο ιη τικ ά γνω ριομ ατα .— Πδς ή ποίηση, οέ γενικώτατη αντίληψη, Απλώνεται οτή ζωή, οτή φύση καί στήν Ιστορία. — Ή σχέση τοδ ΓρυπΑρη μέ τά παραπάνω.—Π δς τά γνωρίσματα αυτά συνυπάρχουν στήν ποίησή του.—Έ ουσία τοδ λυρισμού του. —Ή γενική έννοια πού μδς 8ίνει ή ποίησή του. 3. Το μ ιια φ ρ α ο ι ικ ό το ν έ'ργο. — Ό αρχαϊκός δημοτικισμός τοδ Πολυλα. — 'Ο μεταφραστικός τρόπος τοδ Πάλλη. — Ή σχέση τοδ ΓρυπΑρη μέ τούς παραπΑνω. Ό Ί . Ν. Γρυπάρης είναι Ινας ποιητής πού ζή άκόμα σήμερα καί πού τ ' δνομά του θά μείνη στήν ίστορία τής -νεοελληνικής λογοτε­ χνίας. Δέν ξέρω νά πώ άπδ τώρα τή θέση καί τή σημασία πού θά πάρη, γιατί τό μέτρο τής δύναμής του δέ μάς δόθηκε όλόκληρο, ίμως δέ διστάζω νά βεβαιώσω πώς θά χαρίση στήν πρωτόπαιχτη λύρα τής πατρίδας του μιά νέα φωνή. *0 περισσότερος κόσμος δέν έχει άκουστά τ’ δνομα τοδ Γρυπάρη. Ό ποιητής αύτός, πού γεννήθηκε σ’ Ινα νησί τών Κυκλάδων, στή Σίφνο, πού μεγάλωσε καί σπούδασε στήν Πόλη, κι ύστερα πέρασε τά χρόνια τής ζωής του στις Ιπαρχίες μας, σχολάρχης πρώτα κι ύστερα καθηγητής καί γυμνασιάρχης, είναι άγνωστος. Ό άγνωστος αύτός δμως θαυμάζεται μέ ξεχωριστή λατρεία άνάμεσα ατούς νέους καί τού; λίγου; εκείνου; πού παρακολουθοδνε μέ περισσότερη προσοχή τό έργο τής τέχνης. Μ* δσα κιάν θέλησαν νά πουν, ή τέχνη δέν είναι γιά τούς πολλούς, άλλά πρώτα πρώτα είναι γτ^ τούς λίγους. ’Από την άγάπη τών λίγων πηγάζει κάθε καλλιτεχνική καί διανοητική 1 2 Λ. Παλαμα φήμη, καί πρωτοπαίρνει άπ ' αυτούς τήν καθιέρωσή της. Φήμη γιά τούς πολλούς είναι νά παραδέχωνται άπό συνήθεια, κάποτε άκόμη καί ν’ άγαπούν, πολύ άάριστα κι ¿συνειδητά δμως, κάτι πού τούς έμαθαν νά παραδέχωνται άλλοι' λέω άσυνείδητα, γιατί κοντά σέ κάτι σημαντικό,· θαυμάζουν δμοια τδ κοινό καί.τό τυχαίο. Νομίζω πώς ή φήμη, μιά πλατύτερη γνωριμία άν θέλετε, δέ θ’ άργήση ν’ άπλωθή καί γιά τόν ποιητή Γρυπάρη. Ή ποιητική έποχή. τού Γρυπάρη είναι ή σύγχρονη λογοτεχνική έποχή τής ’Αθήνας. Μιά άπό τις τάσεις πού φέρνει ί Παλαμάς στον ποιητικό του κόσμο, είναι ό δμνος καί τό γνώρισμα τής αρχαιότητας. Έ να άπό τά κοινά γνωρίσματα τού Γρυπάρη μέ τήν έποχή του, είναι ή τάση του νά φέρη τή θύμηση τού άρχαίου' κόσμου, μέσα σέ μιά προσωπική καί δική του, μέσα σέ μιά ξανανιωμένη ποιητική μορφή. Μόνο μέ τή δημοτική, μόνο μέ τή γλώσσα τής λαϊκής παράδοσης, ζωντάνεψε καί σέ μάς καί γύρισε πίσω ή θύμηση τών άρχαίων. Τού κάκου προσπάθησε νά κάνη τό ίδιο κι ή λόγια παράδοση μέ τήν καθαρεύουσα. Κι δταν άκόμη μέ τήν έντέλεια τής ποιητικής μορ­ φής ό ’Αλέξανδρος Ραγκαβής μάς δίνει τό * ΠλοΟς Διονύσου», ή ό Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, μέ τήν πνοή τού φιλοσοφικού του πάθους, τόν «Όρφέα», τό γλωσσικό τ’ δργανο άφαιρεϊ άπό τά ποιή­ ματα αύτά κάθε καλλιτεχνική άλήθεια καί κάθε διάρκεια άπό τή ζωή τους' κι έτσι σήμερα τά ποιήματα αύτά είναι γιά μάς άψυχα καί νεκρά. Καθώς θά δείξω παρακάτω, ό Γρυπάρης συχνά γίνεται Εκφρα­ στικός καί πιό χαραχτηριστικός στήν τέχνη του,δταν έρχεταισ’Ιπαφή μέ τόν άρχαΐο κόσμο, κι δταν ό στίχος του μάς δίνη τήν έντύπωση πνοής άρχαίου τραγουδιού. Έ δώ θάπρεπε νά θυμηθούμε πώς ό ποιητής αύτός είναι γεννη­ μένος στίς Κυκλάδες, θάπρεπε νά θυμηθούμε πώς είναι νησιώτης, καί πώς γιά τή γέννηση, καί τήν Ιξέλιξη στήν ποίηση τού τόπου μας, πρωτοστάτησαν τά νησιά. Στήν Κύπρο άνθησαν τά τραγούδια τού Διγενή καί τής Άροδαφνούσας· μιά έρωτική χάρη άκούστηκε άπό τή Ρόδο- στήν Κρήτη άντιλάλησε μουσικά τό πάθος τού Έριο- τόκριτου· τά νεώτερα ποιητικά χρόνια βλάστησαν μέ τό Σολωμό κοντά στ’ ακρογιάλια τών Ε φ τά νησιών τό τραγούδι τής Ρούμε­ λης έφυγε άπό τή στεριά γιά νά ξανακουστή σ’ Ινα νησί μέ τό Βαλαωρίτη’ κι ό Παπαδιαμάντης, ό πεζογράφος αύτός ποιητής, είναι νησιώτης. Έ να άλλο ποιητικό γνώρισμα τού Γρυπάρη μέ τήν έποχή του, *0 ποιητής I. Ν. Γρυπάρης 3 •στή στιχουργική του μορφή αύτή τή φορά, βρίσκομε στήν ιστορία τού δλληνιχον οονέτον. Πρωτογράφεται στή γλώσσα μας μέ τόν Ιϊολυλά, στά δυό μοναδικά του σονέτα, κι άκολουθούν δ Μαρτζώκης, •δ Γρυπάρης, ό ϋαλαμάς, ό Μαβίλης. Ό Γρυπάρης δμως πρώτα άπ’ δλα είναι ποιητής πρωτότυπος -κι άτομικός, κι δ τι τόν ξεχωρίζει άπό άλλους σύγχρονους όμοτέχνους του, είναι ή ζωηρή του Ατομική φναιογνωμία. ’Αλλά τόν πρωτότυπο αύτόν ποιητή δέν μπορούμε νά φανταστούμε έξω άπό τά χρόνια τού Ψυχάρη καί τού Παλαμά, άπό τά χρόνια έκεϊνα πού χαραχτηρί* :ζουν τήν τελευταία λογοτεχνική κίνηση τής ’Αθήνας, πού φανερώ­ νονται στούς τελευταίους τόμους τού περιοδικού «Εστία» καί ξεπρο­ βάλλουν καθαρώτερα μέ τήν έκδοση τής «Τέχνης», πού βγαίνοντας -σημείωνε στό πρώτο της φύλλο: « άρχισε μιά κάποια συνείδηση νά μορφώνεται καί σέ μάς, δταν ίσα ίσα άφού τίναξε τό ξενικό βάρος -καΐτήν ξερή μίμηση πού τήν έπνιγαν, ξυπνημένη ή ρωμαίικη ψυχή, -πασχίζη σέ κάθε είδος νά βάλη τή σφραγίδα της, καί τήν άληθινή της γλώσσα νά πλάση σύμφωνα μέ τή φύση τής Ιδέας της....» Εκτός άπό τή γλωσσική συνείδηση, τό Γρυπάρη, μαζί μέ τούς άλλους συγ­ χρόνους του, τόν χαραχτήριζε καί κάποια άνήσυχη νεωτεριστική τάση, :πού φανέρωναν τότε οί περισσότεροι συνεργάτες τής «Τέχνης». Είπα πώς ό Γρυπάρης είναι ποιητής πρωτότυπος- θάλεγα άκόμη •πώς είναι καί ποιητής άγενεαλόγητος, άφού δέ βρίσκομε όλόκληρη τήν ποιητική του άπαρχή μέσα σ’ έναν άλλο, καθώς βρίσκομε τόν Τυπάλδο στό Σολωμό, ή τόν Κρυστάλλη στό Βαλαωρίτη. Ά λλά ποιός ποιητής είναι άληθινά άγενεαλόγητος, στή βαθύτερη σημασία τού δρου’αύτο0; Κανένας ποιητής δέν έγραψε χωρίς νά συνέχιση άπό μιά, άποψη τήν ποιητική παράδοοη τού τόπου του, κανένας δέν τραγού­ δησε ξεχνώντας όλότελα τό τραγούδι τών άλλων. Έ νας ποιητής •μπορεί νά φέρη νέες Ιδέες καί νέες ψυχικές δρμές, άλλα δνειρα καί μηνύματα· μπορεί νά ξυπνήση νέους ήχους καί ρυθμούς, καί νά δώση ,μιάν άνοιξη στή γλώσσα του καί μέσ’ άπό τό βαρύτερο χειμώνα. Οί ποιητικοί του πρόγονοι δμως έχουν άφήσει τό πέρασμά τους μές στό •έργο του—άλλοτε άπό συγγένεια στό ψυχικό περιεχόμενο τής φαντα­ σίας, άλλοτε άπό έπίδραση στήν ποιητική μορφή τού Οφους—κι δταν άκόμα τό έργο αύτό φτάνη σέ δική του άτομικότητα καί μάς δίνη νέους δικούς του τύπους. ‘Η δύναμη αύτή είναι δμοια γιά τή λογο­ τεχνία κάθε τόπου. Ό Σπένσερ κι δ Σαίξπηρ ξαναβρίσκονται συχνά ;μέσα στό ποιητικό έργο κάθε νεώτερου άγγλου ποιητή. Στή γαλ­ 4 Λ. Παλαμδ λική λογοτεχνία 6 Βίκτωρ Οδγκώ ξαναβρίσκεται στήν ποίηση, όλό- κλήρου τού αιώνα του. Πριν καταπιαστώ μέ τή.ν άνάλυση τών τραγουδιών τοΟ Γρυπάρη, θά ήθελα νά ^ξεχωρίσω μερικές γενικές του ιδιότητες. Ό ποιητής αδτός μάς δξνει τήν Εντύπωση Ενός νεοχλαοιχον, ένός άλεξαντρινοΰ, ένός άνθρωπιστή, άν προτιμάτε. Μάς θυμίζει τάν καλλιτέχνη τής άναγέννησης, τόν ποιητικό νοΟ ποό είναι θρεμμένος μέ τή σοφία καί τή μάθηση, μέ τήν τέχνη καί τήν όμορφιά τοΟ άρχαίου πολυθεϊκού κόσμου. Κι είναι άλήθεια πώς πίσω άπό τόν ποιητή αδτόν κρύβεται Ινας φιλόλογος. Στά πρώτα του ποιήματα ό Γρυπάρης μεταχειρίστηκε τό ^σονέτο, τή μετρική μορφή πού πρωτοφαίνεται στήν άναγέννηση, γιά νά Ικφράση δλη τήν έρωιική φλόγα τής Εποχής Εκείνης. Τά θαυμαστά του αδτά δεκαπεντασύλλαβα σονέτα, μάς δίνουν έναν πολύ­ μορφο μικρόκοσμο άπό όμορφιά καί κλασική μάθηση. Ό ποιητής μ«ς ταξιδεύει άπό τή Νεκρή θάλασσα καί τό χορό -τής Σαλόμης, ώς τό ειδύλλιο τοΟ Έ ρω τα μέ τήν Ψ υχή κι ώς τόν δπνο τοΟ βοσκού Απόλλωνα στά Τέμπη τής Θεσσαλίας. Καί δέν είναι μόνο τά θέματα πού κάνουν τόν ποιητή αότόν δυσκολονόητο κι έκλεχτικό. Εκτός άπό τούς ύπαινιγμούς καί τις μεταφορές του άπό τήν άρχαία φιλο­ λογία, οί σπάνιες, άσυνήθιστα διαλεγμένες, κάποτε άκόμα έκζητημένες κι ιδιωματικές λέξεις τής δημοτικής γλώσσας, πάντα όμως Εκφραστι­ κές κι αισθητικά χρήσιμες, κάνουν τόν ποιητή αύτόν δυσκολοδιάβα- στο καί δυσπρόσιτο. » Ο νεοκλασικός αύτός λυρικός, είναι άκόμα ποιητής τής μορφής, Ινας μορφολάτρης, Ινας καλλιτέχνης πού δίνει ξεχωριστή σημασία στή μΰρφή τον Ζφονξ. Μεταχειρίζεται πάντα μέ ιδιαίτερη φροντίδα τή λέξη, δείχνοντας ξεχωριστή-λατρεία στή μορφή καί στόν ήχο της. Καί μέ τόν δρον αύτό-ά σχετα βέβαια άπό τό βαθύτερο νόημα τής μορφής πού είναι συνώνυμο μέ τή φαντασία καί πού είναι τό πιό ούσιαστικό γνώρισμα τής τέχνης — μέ τόν δρο αύτό θέλω νά φανε­ ρώσω ^τήν Εξωτερική μορφή τού στίχου καί τού δφους, τή μουσική του σύσταση, αότή τήν όλική όμορφιά καί γοητεία τής γλώσσας, αδτή τήν άσύλληπτη διαίσθηση πού μάς προξενεί ή έσωτερική μορφή καθε λέξης. 'Ο Όσκάρ Οδάιλντ Ιλεγε στούς στοχασμούς του: «Τό δλικό πού μεταχειρίζεται γιά τήν τέχνη του ό ζωγράφος κι ό γλύ- πτης, είναι πενιχρό μπροστά στό δλικό τής γλώσσας. Ή λέξη δέν ίχει μόνο μουσική σάν τά βιολιά καί τις φλογέρες, πλούσιο ζωντανό χρώμα, πού μάς κάνει ν’ άγαποΰμε τούς πίνακες τής Βενετίας καί 'Ο ποιητής I. Ν. Γρυπάρης 5 τής ’Ισπανίας, πλαστική μορ'φή χαραγμένη δμοια καθώς άπάνω σΐό μάρμαρο καί στόν όρείχαλκο· ή λέξη Ιχει δική της σκέψη, δικό της πάθος καί δική της πνευματική δύναμη». Κι ή ποίηση του Γρυπάρη μεταχειρίζεται τόσες όμορφες καί δυσκολόβρετες λέξεις τής μεσαιω­ νικής καί τής νεώτερης δημοτικής, μέ ξεχωριστό χρώμα καί μέ δική τους ζωή, πάντα Εκφραστικές καί χαραχτηριστικές. Έ νας σύγχρονος λογοτέχνης έγραφε άλλοτε πώς «μεταξύ τών νέων ποιητών ή φαντα­ σία βοηθεϊ τόν κ. Γρυπάρη στό στεφάνωμα τής πιό γενναίας ποιή- σεως μέ τά πιό σοφά διαλεγμένα Επίθετα τής μεσαιωνικής γραμμα­ τολογίας». Γιά τόν ποιητή αύτόν θά μπορούσαμε νά ξαναπούμε δ τι είπαν γιά τό Μίλτονα: «'Η γοητεία τής ποίησής του Ιχει κάτι πολ­ λαπλό. Τά ύφος του είναι μιά σύνθεση άπό ώραΐες παραδόσεις». Κι άληθινά, στήν άρχαιόφιλη ποίηση τού Γρυπάρη ξεπροβάλλει Ινας ποιητής τών άλεξαντρινών χρόνων. Μέ τήν παλαιική γλωσσική του μορφή ξαναζή σε πολλούς του στίχους ένας ίπποτικός ποιητής τού βυζαντινού μεσαίωνα. Μέ τό λαογραφικό κόσμο πού άγγίζουν μερικά του άλλα ποιήματα, μάς φέρνει στήν ποιητική παράδοση καί τή φυλετική φαντασία του λαού μας. Ό μορφολάτρης αύτός ποιητής, μέ. τήν όρατή όμορφιά τής ποιη­ τικής εικόνας καί τή μουσικότητα τού στίχου του, μάς θυμίζει άκόμα πώς «κάθε ώραιότητα Ιχει νά κάμη άποκλειστικά μέ τή μορφή, καί πώς κι δταν άκόμα μέσα στό ώραίο μπορούνε νά χωρέ- σουν κι άλλα πολλά, χωρίς τή μορφή δέ θά μπορούσε ποτέ νά ύπαρξη». Τόν ποιητή Γρυπάρη δέν μπορούμε νά τόν φανταστούμε ίξω άπό τήν πλαστική καί παραστατική όμορφιά τού Βφους του, έξω άπό τήν ύποβολή πού μάς γεννούν οί ρυθμικοί καί μετρικοί του τρόποι- είναι αλήθεια πώς δέν τόν χαραχτηρίζει ή μεγάλη έμπνευση, τό ποιητικό άκράτητο, τό άφταστο πέταμα τής λυρικής πνοής, ή άπέραντη συμπαθητική δύναμη τής φαντασίας, τό άνήσυχο γύρισμα τής άτομικότητάς του πρός κάθε φαινόμενο τού κόσμου καί τής ζωής. "Αλλά πίσω άπό τόν Εντεχνο καί φιλόλογο αότόν ποιητή, κρύβεται .μιά παθητική ένταση στή σύλληψη, Ινα λαχταριστό κοίταμα τού κόσμου, μιά άσυνήθιστη διάθεση ζωής. Κι ό μορφολάτρης αδτός ποιητής, μέ τή λατρεία καί τήν ήδονή τής άκριβής του τέχνης, τότε φτάνει στή μεγαλύτερη εδτυχία της, δταν μέ τήν Εντέλεια τού περί­ τεχνου. άνταμώνει τήν έκφραση τού παθητικού. Ό ήόοησμός είναι μιά άλλη ιδιότητα τής ποίησης τρυ. 'Ο τεχνί­ της αδτός είναι αίσθησιογενής, Ινας ήδονιστής, Ινας ήδονολάτρης. 6 Λ. Παλαμα Καί χωρίς νά θέλω θ’ Αναφέρω πάλι τήν Ιποχή τής ’Αναγέννησης. "Ενας ίστορικός Ιγραφε πώς «Ανάμεσα σέ πολλά άλλα, ή Άναγέν- νηση σημαίνει Ακόμα καί τόν έρχομό μιάς Ανθρωπότητας μέ ζεστό­ τερο αίμα». Τό ζεστότερο αύτό αίμα τρέχει καί μέσα στις φλέβες τοϋ ποιητή Γρυπάρη, πού τοΟ άρέσει ν’ άντικρίζη τήν ¿μορφιά δεμένη Αχώριστα μέ τή χαρά τής ύλης. Μέσα Από τή λαχταριστή θέρμη τού αίσθητοΟ κόσμου καί τούς γήινους πόθους πού τόν πλημμυροΟν, ζητεί νά φτάση ώς τήν ήδονιστική έκσταση τής ζωής. Τό πάθος του· έχει κάτι έπικουρικό, καί μέσα στή φαντασία του κυριαρχεί ή αίσθηση καί ή χαρά της. Δέν εδφραίνεται μόνο μέ τήν δράση καί τήν Ακοή, τά δυό πιό πνευματικά αισθητήρια τοΟ Ανθρώπου, πού μ’ αύτά τρέφε­ ται κάθε ποίηση καί τέχνη· τού Αρέσει τό ζωντανό ξύπνημα καθε­ μιάς αίσθησης, Από τήν Αφή ώς τήν όσφρηση, καί συχνά μάς δίνει μιάν Ιντύπωση Αποκλειστικά αίσθησιόγονη. θ ά σημειώσω μερικούς του στίχους γιά νά γίνω φωτεινότερος. Σ ’ Iva του σονέτο έξαφνα πού- Αναπολεί τήν πεθαμένη Αγάπη του: ΜΑ όταν τ ις νύχτες μου π ερ νώ στόν τά φ ο τη ς τριγύρω , κ α ί μουρχετα ι ά π ’ τό χώ μ α του τό ίδ ιο εκείνο μύρο πού ζω ντανή τή ν π ότισ ε β α θ ιά ώ ς τά κόκαλά της, κ ι ά φ ρός στή γή τη ς τά στερνά λουλούδια ξεχειλίζουν, τό ν πρ ώ το τή ς ά γά π η ς μας δπνο σάν νά θυμ ίζουν , κλίνη θ α ρ ώ τό μνήμα τη ς πού μέ κ αλεΐ κοντά της. Καί σ’ Iva Αλλο σονέτο: Ας ερ θ η ό χάρος· σέ ξανθούς κ ι άζάρω τους κροτάφους τά κρούσταλλά του δάκτυλα ν ' άγγίξη τώ ρ α π ρ έ π ε ι......... Καί σ’ Iva άλλο του δίστιχο πού λέει: Σάν κάπο ιο χ έρ ι κρούσταλλο μοδ ψ άχνει τά φ λογισμένα σπλάχνα μου................ Τήν ίδια ήδυπάθεια, πού καταλήγει ώς τόν τρόμο τοΟ μυστικι- σμού, ξαναβρίσκομε στό ποίημά του «ό Νυμφίος:» Ι δ ο ύ ό Ν υμφ ίος έρ χετα ι: Έ λ α έκλεχτέ, σ φ ιχτοπερ ιπλοκέ μου, ή ελ π ίδα μου κ ι ή γλυκαπαντοχή μου, έλα , έκλεχτέ πού ¿καρτεράω , κ α ί π ιέ μου, ροδέμνοστε κ α ί παγκαλόμορφέ μου, στή φ ούχτα μου έδώ μέσα τή ν ψ υχή μου. Καί γιά νά θυμηθώ Ακόμη Iva άλλο του δίστιχο, «ιών ΰμεναίων τό ποθοκέραομα— ταίρι κερνά και ταίρι níven, ό ποιητής αύτός μάς Ό ποιητής I. Ν. Γρυπάρης 7 δίνει περισσότερο τόν Ιρωτικό πόθο καί τή φυσική έπιθυμία, παρά τόν έσωτερικό καημό καί τό ήθικό φέγγος τής άγάπης. Ό Γρυπάρης, σάν όλους τούς νεώτερους λυρικούς,, είναι κι αύτός λάτρης τοΟ όνείρου. Ά ς δώσουμε στή λέξη όνειρο όλη του τή σημα­ σία. Μ’ αύτό Αρχίζει καί μ’ αύτό τελειώνει ή λυρική ποίηση. 'Ο ποιητής αύτός δέν είναι όνειρο πόλος μόνον δταν σκύβη γιά νά Αντλήση Από τήν Ατομική του ζωή, Από τούς κρυφούς του καημούς καί πόθους. Τό λυρικό ποιητικό όνειρο μπορεί ν’ άπλωθή σ’ όλη του την Αντικειμενικότητα, στή φύση καί στήν ιστορία. Πόσο ώραΐα ό Γρυπάρης μάς παρουσιάζεται Ιπικολυρικός σέ μερικά του σονέτα! Καί τότε τ’ όνειρό του γίνεται τό γαληνεμένο κι άτάραχο κοίταμα, μέ τά μάτια τής φαντασίας, ένός κόσμου πού διάβηκε. Ό ποιητής μας αύτός πηγαίνει συχνά Απάνω στό χρυσό βράχο τής ίστορίας γιά ν’ Αντικρίση τό νοσταλγικό πέρασμα μιάς ζωής πού τελείωσε. Τό Αντί­ κρισμα αύτό είναι Ινας Από τούς τρόπους πού ό Γρυπάρης γίνεται ώραιότερος. Ποιός δέ μαγεύτηκε διαβάζοντας τό σονέτο, πού σ’ Ινα νοσταλγικό ταξίδι ό Ιλληνας ναύτης Αράζει σέ μιά πόλη τής Σικε­ λίας, στόν "Ερυκα, γιά νά θυμηθή μέσα στίς ίέρειες τής θεάς ’Αφροδίτης τή δική του τήν άραβωνιαστικιά; "Ο σα καρά β ια τά νερά τή ς Μ εσογείου σχίζουν· σάν περ ισ τέρ ια δλόασπρα διπλώ νουν τό φ τερό των μπρός σου, Έ ρ υ κ ίνη . Κ α ί ξανθή μητέρα τώ ν Ε ρ ώ τω ν σέ σέ λ ιβάνι άγνό, σ τες κόρες σου χρυσόν κομίζουν. Καλό ταξίδι, ώ Ε ΰπλοια , τούς δ ίνεις κ ι Αρμενίζουν π ρ ίμ α μέ τό βοριά κ α ί π ά λ ι π ρ ίμ α μέ τόν νότον, στήν α γω νία τή ς τρ ικυμ ίας δέ χύνουν τόν Ιδρό των κ α ί τ ’ α γα θ ά , σ·τά πέρ ατα τή ς γή ς πού θησαυρίζουν. Τ ώ ρ α γυρνά φ α ιδρ ό ς ό ναύτης κ ι ό καραβοκύρης κ α ί π ρ ιν σιμώση δλότελα τό π λο ίο έκεΧ στό βράχο, τούς περιμένουν ή Μ αργώ , ή Γ α λ α νθ ίς κ ι ή Φ λύρις. Π ολύ, Μ αργώ μου, σ’ ά γα π ώ μ’ δση καρδ ιά μοδ μένει, γ ια τ ί έτσ ι π άντα βο η θό τήν ’Α φροδίτη νάχω τή ς κόρης μο ιά ζε ις πού π ισ τή στήν Ί μ β ρ ο μέ προσμένει. "Ενα άλλο του σονέτο, πού γράφτηκε Απάνω στήν παράδοση τού Θάνατου τής Αρχαίας μούσας, είναι τό μακαρισμένο μοιρολόι τής Σαπφώς, γεμάτο Από φεγγοβολή χά ρ η : Κ αί τού Λ ευκάτα ή θάλασσα ή μακραντιλαλούσα χυτή π ερ ίσ σ ια α πλώ νετα ι σάν σ μα ραγδέν ιο ι κάμποι, τρ ίσ β α θ α αΰγή Απόκρυφη σ τήν άβυσσό τη ς λάμπει δτα ν τά κύματα σ τρω θούν κ α ί πέση ή άνεροδσα. 8 Λ. ΙΙαλαμα Δίχω ς τραγούδια ή Ά λκιιώ ν περνά ή κελαδοΰσα γκ ιτ ί στά δάση ιώ ν φ υκιώ ν πού βόσκει ή Ίπ π ο κ α μ π η , μες τά κοράλια, άνάμεσα στά σ ιντεφένια θάμ π η τή ς μαργαριταρόρ ιζας, κ ο ιμ ά το ι ή Μ οΰοα . . . . ή Μούσα. Τ ή λύρα γ ιά παντοτεινό προσκέφ αλό τη ς Ιχει ν -ακουη κ α ί σ ιό ν ύπνο τη ς σρν όνειρο νά τρέχη καινούριος π άντα ό άντίλαλος ά π ’ τά π α λ ιά τη ς π ά θ η . Κ ι ό ήλ ιος όλο του τό φ ώ ς άπάνω τη ς μαζεύει, , θ α ρ ρ ε ίς κ α ί είνα ι ό Φ ά ω ν α ς . . . . Μ ετάνιωσε κ ι έστάθη κα ί τής νεκρής αγάπης του τή ν κεφαλή χαϋδεύει. "Οταν δημοσιεύτηκαν τά πρώτα σονέτα άπό τή σειρά «Τερρα- κοτες και Σκαραβαίοι», έγιναν άφορμή ν’ άνοιξη φιλολογική συζή­ τηση γύρω άπό τ’ δνομα τοΟ Γρυπάρη. Ή άτομική φλέβα του ποιητή, τό πολύμορφο, σά μοσαϊκό, περιεχόμενο τών σονέτων του, μέ τά τόσο διαφορετικά τους γνωρίσματα, ρομαντικά καί κλασικά, τό παράξενο καί κάποτε άγριο πάθος, ό σοφός του ήδονισμός, ό πλούσιος φραστι­ κός του τρόπος, ό έκλεκτισμός καί κάποτε ή Ικκεντρικότητα τής τεχνοτροπίας του, έκαναν πολλούς νά κοιτάξουν μέ δυσάρεστο ξάφνι- σμα τό νέον άκόμη ποιητή. Μ’ δλο τό κλασικό περιεχόμενο τών στίχων του, ό^ποιητής συχνά έδώ ήταν ρομαντικός, άν μέ ρομαντική ποίηση έννοήσωμε πλατύτατα τήν άγάπη καί τήν άναζήτηση τής παράξενης καί αλλόκοτης ¿μορφιάς. Γστερα άπό τα σονέτα «Τερρακότες καί Σκαραβαίοι» ό Γρυπά· Ρήί μ*» έδωσε δείγματα κι άπό άλλη σειρά ποιημάτων του, άπό τά Ίντερμέδια. Τά τραγούδια του αύτά μάς έδειξαν μιά νέα όψη του- γύρευε νά μάς δώση άμεσώτερα κάτι άπό τήν άτομική του ζωή κι άπό τήν προσωπική του διαίσθηση: Ά π ό ιό ν ύπνο τό βαρύ πού μες στή μνήμη ιιοιι έκοιμήθης, εβγα· ιό φ ώ ς νά σέ χ«ρή σ ιό π ε ίσ μ α τή ς στερνής σου λήθης. Π άρε κ ο ρμ ί σου τόν άφρό του ροδοσύννεφου κ α ί φόνου, πάρε τό μύρο τό αλαφρό του άκρόνοιχτου ροδοστεφάνου, η ντύσου τό άστροφώ ς τό άχνό ανάερη ψ υχή , σάν χνούδι, μά κάλλιο , νά μή σέ ξεχνώ, γ ίνε κ α ί μπρόβαλε τραγούδι. Ό ποιητής I. Ν. Γουπάρης 9 Δοκιμάζει άκόμη τήν τέχνη του στή μπαλάντα, ότό λιγόστιχο άφηγηματικό ποίημα, μέ τήν δχτασύλλαβη ή δεκασύλλαβη στροφή, τήν ιαμβική ή· τροχαϊκή· στούς στίχους του αύτούς μάς παρουσιάζει κάποιο χρώμα λαϊκοϋ τραγουδιού. "Ενα άπό τά στοιχεία πού άγα- ποΰμε στά ποιήματά του αύτά, καθώς καί ατό άπόσπασμα άπό τό «Βιβλίο τού Τρύφωνα καί τής Χρυσόφρυδης», πού θά δούμε πάρα κάτω, είναι ό άντίλαλος άπό τή νεοελληνική λαογραφία, άπό τόν παραμυθένιο κόσμο τής λαϊκής παράδοσης: Σ τή ν κουπαστή σου αποκοιμήθηκες· κ ά τω οτήν ά μμουδιά τή βελουδένια δεμένη ή βάρκα σου* μεσάνυχτα, φ εγγά ρ ι μέρα, δ ύπνος δ ίχω ς έννοια. Π ά ρ ω ρ α ξύπνησες, δέν ξύπνησες; στή μέση του π ε λ ά ο υ .. . . τά ε ίδες, δέν τά ε ίδ ε ς ; μονάχη τη ς ή βάρκα αρμένιζε κα ί μέσα τρ ε ις νεράιδες, τρ ε ις νεράιδες! πού ο ί δυό τους τά κουπ ιά σου έλάμνανε κ ι ή βάρκα σου πετούσε σάν γερ ά κ ι κ ι ή π ιό όμορφ η στήν π ρ ύμ να ¿κάθονταν νά κυβέρνα τού τιμονιού τό δ ιάκι. Ά π ό τήν ίδια σειρά παίρνω άκόμα ένα άλλο τραγούδι, πού ή πικρή του χάρη γίνεται άκόμα πιό έκφραστική μέ τήν άλήθεια τής ιδέας πού συμβολίζει: Στόν ψ ηλό τόν π ύργο στό γιαλό θλ ιβ ερ ά γλυκά τρα γούδ ια ψ άλλει ή κόρη. — Σύρετε, καράβια , στό γιαλό. πού γυρνάτε στό τραγούδι τη ς τήν πλώ ρη. Μ αύρη βάρκα ρ ίχνει στό γιαλό, λάμνουν δέκα ναύτες τόν καραβοκύρη. —Σ ύ ρετε μαρνέροι στό καλό π ρ ιν ό ήλιος πού σας φ έγγε ι άκόμα γείρη- —Σ τό ν ψ ηλό τόν π ύργο στό γιαλό δέν τά ψ άλλω τά τρα γούδ ια μου γ ιά σένα. Σύρε καπετάνιο στό καλό, ψ άλλω γ ιά τά μαύρα μου τά πεθαμ ενα . Κάποια άλλα τραγούδια του στήν ίδια σειρά, κάτω άπό τή ζωηρή καί πρωτότυπη ποιητική εικόνα, περιέχουν μιά γνωμική σοφία, μιά δυνατή ήθική έννοια. Νά ένα άπ’ αύτά: 10 Λ. ΓΙαλαμα Μ άθε τόν πόνο τό γερό βουβός στά δόντια σου ν ' άλέθης, χύνε τή ς λή θη ς τό νερό μες στό τρελό κρα σ ί τή ς Μ έθης. Θ ά πάη κ ι α ύτό μ ιάν ¿μορφ ιά κ α ί π ρ ιν νά γείρη ά χό μ α ό χρόνος Ιχ ε ι δ Θ εός! Τ ά εφ τά κ α ρ φ ιά θ εν ά μας βάλη δ νέος ό πόνος. Στήν ίδια σειρά βρίσκεται κι ή Μανταλένια' Ιχει στίχους πού είναι ξεχωριστά έκφραστικοί. Αντίθετα μέ άλλους, δέν είναι άπό τά ποιήματα τού Γρυπάρη πού άγαπώ περισσότερο. Προσπαθεί νά άπλώση ώς τό μεγαλύτερο βαθμό τή δύναμη τού γλωσσικού του ύλικοΟ, μέ κάποια δπερβολική άκολασία στό φραστικό πλούτο καί κατάχρηση στήν παρήχηση, μέ τήν έντόπωση τής στιγμής καί τήν όργιαστική διάθεση πού φτάνει στό κορύφωμά της. Τό άπόσπασμα άπό τό «Βιβλίο τον Τρύφα/να χαΐ τής Χρυοό- φρνδης* είναι μιά ξωτική, μιά λαγκεμένη μπαλάντα μ’ ένα μυστι- κόπαθο ήδονισμό, μέ κάτι σαν παράξενο κι άφιονισμένο πάθος: Ή ρ θ ε ά π ’ τή ν Π όλη ν ιό ς πραματευτής μέ δ ιαλεχτή πραμ άτεια , μ’ αση μ ικά κ α ί χρυσικά κ α ί μέ γλυκά κ α ί μαΰρα μάτια. Κ ι ο ί ν ιές π οθοπλα ντάζουν του χω ριού στις π όρτες κ α ί τά π αραθύρ ια , κ ι ο ί παντρεμένες ξενυχτάν γ ιά τά σ μ ιχτά γρ α φ τά του φρύδια. Τ ρίζω στη ζώ νη ολόχρυση φ ορεΐ οέ δαχτυλ ίδ ι μέση, κα ί π ιά ή ώ ρα ία ή χ ή ρ α δέ βαστά. «Π ραματευτή , πολύ μ ’ αρέσει ή ζώ νη πού φ ο ρείς κ ι ό τ ι νά πής σού τά ζω κ ι αλλα τό σ α .. . . > — «Δέν τή ν πουλώ μέ ούδέ φ λουριά μέ ούδ ' δσ α κ ι άλλα τόσ α γρόσα- ετσ ι — ώ ραία , ώ ραία , πώ ς νά σέ πώ , ρόδον ή κρίνο ; ένα μού κόστισε φ ιλ ί κ ι δπου έβρω δυό τή δίνω». — «Σύρε τα χ ιά στήν Ώ ρ ια τή Σ πηλιά , πραματευτή μ έ τά ώ ρ ια μάτια, κ α ι κ ε ΐ σού φ έρνω τή ν τιμή κα ί πέρνω τή ν πραμάτεια» . Ό ποιητής I. Ν. Γρυπάρης 11 Τ ρα β ά ει τα χ ιά στήν Ώ ρ ια τή Σ π η λ ιά κ α ί οτοΰ μεσημεριού τή στάλα φ τά νε ι στήν "Ω ρια τή Σ πηλ ιά σέ μούλα χρυσοκάπουλη καβάλα. Δένει τή μούλα στήν ξ ινομ η λ ιά πού ισκιώ νει έμ π ρ ο ς στό σπήλιο, στά μ ά τια του πού τό ν πλανάν β ά ζει συχνά τό χ έ ρ ι αντήλιο, κ α ί τρ ώ ει κ α ί τρ ώ ε ι τή σ τρά τα τού χωριού- δέ φ α ίνετα ι κ ι ούδέ γρ ικ ιέτα ι, κ α ί μπ α ίνε ι μέσα οτή σπηλιά κ ι ά π ο κ ο ιμ ιέ τ α ι................................. Ύστερα άπό τής ποιητικές του αύτές σειρές, δ Γρυπάρης μάς έδωσε καί άλλα διάφορα ποιήματα του, δημοσιεμένα έδίδ καί κεΐ. Σέ πολλά άπ’ αύτά, καί μάλ ιστα στά τελευταία του, ξεχνά τούς πολύπλοκους καί περισσότεχνους Ικφραστικούς τρόπους, γιά νά φτάση σέ μιά κλασικώτερη μορφή τέχνης, καί μαζί μ’ αύτή σέ μιά έγκαρ- τέρηση ζωής καί σέ μιά πνοή πιό γαληνεμένη. Ύστερα άπό τήν περίπλοκη τεχνοτροπία του, πού τήν ώνόμασα παραπάνω ρομαντική τέχνη, μέ άρχή τήν άναζήτηση τής παράξενης δμορφιάς, δ Γρυπάρης μάς παρουσιάζει μια χίαοιχώτερη ποιητική άντίληψη, πού είναι ή άναζήτηση κι ή άγάπη αύτής τής άπλής δμορφιάς. «Τής διάφανης, ένεργητικής καί ξεκούραστης τέχνης», γιά νά Θυμούμε τόν περίφημο δρισμό τού S a in t Beuve, ή τά ώραΐα λόγια τού Μίλτονα γιά τήν ποίηση, πού τή φαντάζεται «άπλή, αίσθησιόγονη κι άτάραχη». Παίρνω παρακάτω Ινα του ποίημα, τδ ’Απόβροχο. Ή τεχνική του μορφή, χωρίς καμιά χλιδή ύφους αύτήν τή φορά, θυμίζει τήν κλα­ σική μορφή -τής τέχνης, καί τό περιεχόμενό του, μέ τό δροσερό καί φωτεινό άντίκρισμα τού φυσικού κδσμου, μάς προξενεί τήν Ιντυπωση άρχαίου χορικού τραγουδιού: Τ ή ν ύ χτα άπόψ ε ή θλ ίψ η τη ς μ ' άνάσ ιησ ε ή τρανή τή θ λ ίψ η μας σά ν ά ε ίχ ε μελετήσει, τή νύχτα ά πόψ ε άνοιξαν* ο ί έβδομο ι ούρανοί κ α ί π ότισ ε νερό κατακλυσμός τή ν κτίση. Σ τ ά σκοτεινά ¿ξεχείλισαν τώ ν θλ ίψ εω ν ο ί πηγές κ α ί χύθηκαν ο ί κρατημένο ι ο ί θρ ήνο ι κ ι έλ π ίδα π ιά δέν έμεινε γ ιά νέες π ά λ ι αύγές τ ή νύχτα, π ο ύ ε ίπ ε ς ή σ τε ρ ν ή -π ώ ς θ ά ε ίχ ε μείνει. Μ ά Ιδω κ ε κ α ί ξημέρω σε ή άνέλπιστη αύγή κ α ί στή δροσιά τού ά πόβροχου λουσμένη σά « ά μ α νέο πεντοβολά κ ι ανα γα λλιάζει #, γη, όσο ό χρυσός ό θ ρ ία μ β ο ς τού ή λ ιο υ προβαίνει. Σ τό μυριοθορυβούμενο κ ι ήλ ιόβολο γιαλό ο ι ν ο δ τ ίς τα π α ν ια xcóv π λο ίω ν άνοιγονν κ α ί ίδέ- φ αντάζουν τ ' άρμ ενα στό κύμα τό ψηλό π ώ ς π ρ ίμ α καρτερούνε τόν κα ιρό νά φύγουν. Π ώ ς μας πλανεύει τ ’ δνειρο τή ς εύτυχίας ξανά σάν ν ά ή τα ν μ ιά φ ο ρά νά μάς γελάση. 2 έ νέα τα ξ ίδ ια μάς καλούν τά πλοία , στά γαλανά τά κύματα , πού ώ ς νά ή π ια ν φ ώ ς κ ι έχουν χορτάσει. Κ ιάν τά κρατούνε ο ι άγκυρες τ ’ άρμενα έκ ε ϊ στή γης κ ιά ν τα τ ιμ ό ν ια στή σ ιε ρ ιά βγαλμένα, κρυφή λαχτά ρα έπέρασε τά β ά θ η μ ιάς ψ υχής κ ι άνατρ ιχ ιάζουν τά φ τερά τά διπλω μένα. Κ ι ή ρ θ ε κ ι έστάθη ή μ ιά ψ υχή σε άπόψ ηλη κορφή κ α ί τ ις ζυγές φτερούγες δοκιμάζει, ξεχνώ ντας πού τ ις λάβω σε—ψυχή, π ικρή αδερφ ή; τ ’ άστροπελέκι τό π α λ ιό κ α ί τό χαλάζι. * * * Ό Γρυπάρης άγαπά γενικά τήν έπική είκόνα καί τή μυθολογική θύμηση, καί κεΐ άκόμα πού είναι ό’ποιητής τού δικοΟ του Ισώψυχου κρσμου, μιάς απαλής καί ήσυχα έρωτικής ζωής. Σ ’ Ινα του σονέτο τα Χελιδόνια μ ’ δλη τήν τρυφερή πνοή πού κλείνει—πέστε Ινα ειδύλ­ λιο τής άκρογιαλιάς τό ποίημα παίρνει.κάτι σάν επικό περπάτημα, τήν ώρα πού άντηχεί νοσταλγικά τό βούκινο σημαίνοντας τήν ώρα του μισεμού. 2 ’ Ινα άλλο του ποίημα, πού χύνει μέσα στόν δπνο του άνεξηγητα μυστικά δάκρυα γιά τά πάθη τής ψυχής του, ξεπειιούν- ται μπροστά του σάν άπό έφιάλτη, ή· Ε κάβη μέ τούς πενήντα γιούς της: Γ ια τ ί νεκρούς, γ ια τ ί χλομούς σάν μαραμένα κ ίτρ α μές στά παράξενα πολύ κ α ί ά γρ ια όνειρα μου, ε ίδ α κ α ί τούς πενή ντα γιούς του παλα ιού Π ριάμου κ α ί τή ν Έ χ ά β η επάνω τους βουβή μοιρολογήτρα. Κάποιο άλλο του σονέτο, γραμμένο άπάνω στό γνωστό μύθο τού Ερωτα καί τής Ψυχής, είναι παράπονο στοχαστικό άπό τήν καθη­ μερινή πείρα τής άνθρώπινης ζωής μας. Σ ’ Ινα άλλο του σονέτο παρμένο άπό τήν έλληνική πλάση, πού περιγράφεται κάποιο έλλη- 1¿ Λ. Παλαμά Ό ποιητής I. Ν. Γρυπάρης 15 νικό ξημέρωμα γύρω άπό τή Ροδόπη, θάλεγε κανείς πώς τού προ­ ξενεί τή ζωντανή έντύπωση ένός ΕστορικοΟ τοπείου. Άλλοτε πάλι, γ ια νά μάς δώση Ινα άτομικό του συναίσθημα, άπλόνεται έξω άπό τόν έαυτό του, σέ μιά ζωηρή, σέ μιά παραστα­ τική είκόνα τοδ φυσικού κόσμου: Λ ιώ νω α δερφ ή , κι άπόκρυφη σέ σώ νει ψ υχοπόνια, φ εύγουν ο ί μαύροι γερα νο ί κ α ί παίρνουνε σ τά μαύρα το υ ς φ τερά τά χελιδονιού Ό «Κισσός», Ινα τραγούδι βγαλμένο μέσα άπό τήν έλληνική χλωρίδα, είναι τό έλεγείο τή ; ίδιας του ψυχής. Τό ποίημα αύτό είναι σημαντικό γιά τόν τρόπο πού άνταμώνει τήν πλαστική ένάργεια τής κλασικής τέχνης μέ τήν δποβλητική κι άπόκρυφη μουσικότητα τής μεσαιωνικής ή ρομαντικής ποίησης. Τό «Μελτέμι» είναι μιά όμορφη ρεαλιστική εικόνα τής θάλασσας· κι ό «Πανικός», τό έξαίσιο βουκο­ λικό είδύλλιο τού ’Απόλλωνα, είναι δροσερώτερο κι άπό λάλημα φλο­ γέρας πού θ’ άκούγαμε νά μάς έρχεται άπό βάθη λαγκαδιάς. Ό ποιητής Γρυπάρης βρίσκει συχνά τήν έκφραση του στή φύση καί στήν ιστορία, όταν μέ τήν τελευταία αδτή λέξη έννοήσουμε πλατύ­ τατα τΙς διάφορες μορφές τής ζωής καί τής φαντασίας άπό τόν κόσμο των περασμένων. Μαζί μέ τήν άνθρώπινη ζωή, ή φύση κι ή Εστορία είναι τά τρία έκεΐνα θέματα πού βρίσκονται, λιγώτερο ή περισσότερο, σέ κάθε άληθινό ποιητή. Ή ζωή, ή άνθρώπινη φύση, δ έσωτερικός κόσμος τού κάθε άτόμου, τά πολλαπλά συναισθήματα καί πάθη τού ανθρώπου, ό άνθρωπος στήν πάλη του μέ τόν άνθρωπο, είναι τό γενι- κώτατο κι απαραίτητο δλικό γιά κάθε τέχνη, καί πρώτ’ άπ’ δλα στήν τέχνη τή δραματική. Ή φύση είναι ό αισθητός κόσμος πού μάς τριγυρίζει, κάθε δργανική κι άνόργανη δλη του γύρω μας κόσμου» ή δημιουργία μέ όλόκληρη τήν είκόνα της· Ινα στοιχείο τόσο σημαν­ τικό γιά τήν ποίηση, καί περισσότερο γιά τήν έπική καί γιά τή νεώτερη λυρική ποίηση. Κι δστερα ή Εστορία, οί μορφές τών περα­ σμένων, είτε οί ατομικές μορφές τής ιστορίας, είτε οί ιδανικές μορφές τής τέχνης· τό άτομικό καί νοητό πέρασμα τού άνθρώπου μέσα άπό τή ζωή, τό μακρινό μήνυμα τών έργων του, ό άνθρωπος μέσα σ’ Ινα ώρισμένο τόπο καί χρόνο, κάθε γνώριμη κι άξέχαστη μορφή, είτε άπό τά έργα καί τήν πάλη τών άνθρώπων, είτε άπό τή μυθολο­ γία καί τήν ποιητική φαντασία. Τή ζωή, τή φύση καί τήν Εστορία, τις τρεις αύτές πηγές δημιουργικής φαντασίας, θά τις βρούμε λιγώ- 14 Λ. Γϊαλαμά t«po ή περισσότερο, σ’ δ ποιαν έποχή, σ’ δποιον ποιητή κιάν γυρί- σωμε τά μάτια. 'Ο "Ομηρος, ΙκεΤ πού ιστορεί τά έπικά κατορθώ­ ματα τών ’Αχαιών γύρω άπό τήν Τροία, μάς συγκινεΖ πρώτ’ άπό δλα μέ τή βαθιά άνθρώπινη ζωή τών ήρώων τοο, καί μαγεύει τό νοϋ μας μέ τό φωτεινό καί μακαρισμένο δραμα τής χαρούμενης φύσης πού τούς κυκλώνει. Ό Σαίξπηρ, πού περισσότερο άπ’ δλους μάς συν­ τρίβει μέ τ’ άνθρώπινα καί τραγικά του πάθη, συχνά ταξιδεύει στήν ■ιστορία καί 'στήν παράδοση, γιά νά διαλέξη άπεκεΐ τούς ήρωες καί τις άνθρώπινες μορφές του, καί συχνά ό στίχος του γίνεται λυρικός καί μοσκοβολά άπό τά πράσινα λιβάδια τής πατρίδας του. Κι Ινας ποιητής τού νεώτερου κόσμου, ό Σέλλεϋ, πού γίνεται Ινα μέ τήν τρι­ γύρω πλάση καί χάνεται περνώντας μέσα στό φυσιολατρικό του κόσμο σά μετέωρο, δταν δέ βυθίζεται στό άνθρώπινο δνειρο τής ίδιας του ψυχής, άνασταίνει τις ποιητικές του μορφές στήν ίστορία καί στό μύθο. Ό Γρυπάρης, ό λυρικός αδτός ποιητής, δέ χάνει'ποτέ τόν έαυτό του, κι δταν άκόμα Ικφράζεται μ’ Ιναν ιστορικό μύθο ή μέ μιά εικόνα άπό τή φύση. Μέσα στόν Ιξωτερικό του κόσμο ξεχωρίζουμε τήν άτο· μική του φυσιογνωμία, μιά δική του χαραχτηριστική. διάθεση, πού •δίνει νέα κι άτομική ζωή καί στά πιό ξένα άπ’ αυτόν, καί στα πιό άπομακρυσμένα κι άρχαία περιστατικά. Μέ όλους αύτούς τούς χαραχτηρισμούς γιά τά θέματα του ποιητή μας, θέλησα νά δείξω τά έξωτερικά ή άντικειμενικά έκεΐνα γνωρί­ σματα πού άπαρτίζουν τόν ποιητικό του κόσμο. Τό ούσιαστικώτερο ■όμως γνώρισμα τοΟ τραγουδιού του είναι πώς κάτω άπό τά στοιχεία αύτά φανερώνει μιά δική του ψυχική διάθεση, μιά παθητική σύλ­ ληψη, μιά αίσθησιόγονη ένταση, Ιναν ύποβλητικό καί μουσικό παλμό, μιά κρουστή κι άρρενωπή δροσερότητα. Αδτές είναι οί πρώτες έκεΐ- νες Ιδιότητες τής ψυχής πού μάς δίνουνε τό σπέρμα τού λυρισμού, πού αλλάζει καί μετουσιώνει σέ τραγούδι, σέ φαντασία, σέ αίσθημα, σέ μουσική καί εικονική ¿μορφιά, κάθε πραγματικότητα τής καθη­ μερινής ζωής, κάθε Ιντύπωση άπό τό αισθητό φαινόμενο τής ζωής.. Καί τωρα θά ρωτούσα, άπ’ όλα αύτά τά γενικά γνωρίσματα πού ξεχώρισα παραπάνω, άπ’ όλες αδτές τις έσωτερικές ιδιότητες τού Γρυπάρη, ποιά είναι ή άφηρημένη έκείνη σκέψη καί ή γενικώτερη •έννοια, πού άναβρύζει μέ βαθύτερη αίσθηση άπό τό έργο τού Γρυ­ πάρη ; Γιατί άπό κάθε ποιητικό έργο, κι δταν άκόμα δέν ξεκινά νά φτάση θεληματικά σέ μιά ίδέα, ν’ άνεβή συνειδητά σ' ένα παραστα­ Ό ποιητής I. Ν. Γρυπάρης 15 τικό σύμβολο, ξεπετιέται αδθόρμητα μιά ζωντανή έννοια τού κόσμου, μιάν άνθρώπινη στάση μπροστά στή ζωή. Ό Γρυπάρης, ό σύγχρονος αδτός λυρικός μας, τραγουδεί μαζί μέ τούς άλλους, τις ίδιες αίώνιες ίστορίες καί τά ίδια θέματα, τόν έρωτα καί τό θάνατο, τ’ δνειρο καί τήν δμορφιά. Πρώτα άπ’ δλα όμως στούς στίχους του μάς δείχνεται ένας άπαισιόδοξος κι ένας ήΙυπα- θής. Τόν βασανίζει περισσότερο άπό κάθε άλλο ή συναίσθηση τής φθοράς, ή γήινη ¿μορφιά πού πέφτει σέ παρακμή καί πού χάνεται. "Ομως ή ζωή τόν τραβά άδιάκοπα, μέ τούς μαγικούς καί μεθυσμέ­ νους άντίλαλους πού τού στέλνει, καθώς μάς λέει σέ κάποιους στί­ χους του: Δέ δεν’ άράξωμε oüte βράδυ ουτε αύγή, κι ό θάνατος μας ζώνει πρίμα πλώρη. Μά κάτι μυρουδιές μάς φέρνει 6 άνεμος αχνές κι Αλαργινές, σάν τί δέν |έρω ....... Κι οί μυρουδιές αύτές, ξαφνίζουνε άδιάκοπα τήν ξυπνημένη του αίσθηση, καί τού δίνουν άκόμα πιό ζωηρά τόν άνεξάντλητο πόθο τής γή [νης χαράς καί τής άπόλαψης. Τόσο, πού σ’ Ινα του σονέτο, προ- σκαλεΐ τό θάνατο όσο είναι κανείς νέος,, γιά νά κρατήση τό έρωτικό όνειρο τής ζωής καί μέσα στούς τάφους. "Ομως μαζί μέ τή δίψα τού πόθου του, ή τέχνη του μάς τόν δεί­ χνει σάν Ινα μάγο, δσες φορές, μαζί μέ τό φλογισμένο του τόν καημό, γυρεύει νά σκορπίση μιά υποβλητική, μιά παράξενη όμορφιά στό τραγούδι του. Καί μόνο στά τελευταία του ποιήματα, δταν πιά ό ποιητής δοκιμάζη κι άδειάζη όλόκληρη τήν πείρα τού πόνου του, μάς παρουσιάζεται μέ μιά παρατημένη άλλά καί πιό γαλήνια διά­ θεση, καί μέ μιά φιλοσοφικώτερη έγκαρτερηση τής ζωής. *χ * * Ό ποιητής Γρυπάρης είναι άκόμα ό μεταφραστής τής Τριλογίας τον Αισχύλον1 καί «τό μεγάλο κέρδος είναι πού γεννήθηκε γιά μάς ό Αισχύλος μέ τό Ιργο τούτο». Ή σημασία τής μετάφρασης αύτής δέν είναι μικρότερη άπό τή σημασία τού πρωτότυπου Ιργου τού Γρυ­ πάρη. Είναι μιά μετάφραση ποιητική, Ινα άληθινό ποιητικό Ιργο. Μόνο μιά φυσιογνωμία μέ τά πολλαπλά χαρίσματα τού Γρυπαρη ' A i 3 χ ύ λ ο υ, Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες, μετάφ. I. Γρυπάρη, “Εκδ. Γ.Α. Φέξη, 1911- μπορούσε νά καταπιαστή μέ το έργο αύτό καί νά ξαναδώση στη γλώσσα μα^τδ άρχαίο δράμα τού Αισχύλου. Κάθε μετάφραση στήν καλλιτεχνική της άποψη είναι καί πρωτότυπη εργασία, άφοΟ ζωντα­ νεύει ^κανείς μιά παλιά-συγκίνηση σέ νέα δική του καλλιτεχνική μορφή. 'Ο Γρυπάρης έρχεται στήν ίδια σειρά μαζί μέ τούς πιδ γνω­ στούς έργάτες γιά τά ζωντάνεμα τών αρχαίων. Έ Τριλογία του συν- τροφεόει την «Όδύσσεια» τού Πολυλά καί τήν «Ίλιάοα» τού Πάλλη. Δυό είναι οί τρόποι πού άκολούθησαν ώς τώρα στή λογοτεχνία μας για τή μετάφραση τών άρχαίων στή δημοτική. Ό πρώτος τρό­ πος μάς φέρνει σ’ Ινα Πολυλά. Ό Πολυλας μεταχειρίζεται τή δύναμη καί τδ χρώμα τής δημοτικής γιά νά ζωντανέψη στή γλώσσα μας τδ άρχαίο έπος. Ή δημοτική γλώσσα του δμως κρατεί κάποιο άρχαϊκδ χρώμα, μιά πρωτόγονη καί μεσαιωνική χάρη· στδ τυπικό της καί στδ λεχτικδ δεν είναι όμαλή δημοτιή. Σέ πολλά μέρη θέλει νά κρατήση τήν αίσθηση τοΟ άρχαίου, δχι μόνο γιατί νομίζει πώς πολλοί παλιοί τύποι είναι άμετάφραστοι καί δέ βρίσκουνε τήν άντίστοιχη άναλογία τους στή σημερινή ζωή, άλλά γιατί Ιχει τήν ιδέα, πώς κιάν άκόμα μπορούσε ν'ά τούς μεταφέρη στδ σύγχρονο κόσμο, Θά μάς έδινε κάτι άλλίώτικο, πού Θά ξέφευγε άπό τήν άμεση εντύπωση τού άρχαίου κοσμου. Έ τσ ι ό (Ιολυλάς ζητεί νά φέρη τή ζωή τού σύγχρονου δημο­ τικού τραγουδιού, χωρίς δμως νά παύη νά τό χαραχτηρίζει κάποια άρχαίκή άπόχρωση. Ό . τρόπος πού Ιγκαίνιασε ó *AUf Τίάλλης είναι αλλιώτικος· Θέλησε νά κάνη τδ όμηρικό έπος δημοτικδ τραγούδι, καί μόνο δημο­ τικό τραγούδι τού καιρού μας. Προσπάθησε νά κάμη σύγχρονη κάθε μορφή τών δμηρικών χρόνων καί νά φέρη τήν έννοια τής άρχαίας ιστορίας στή δική μας τή σύγχρονη ζωή. Γ ι' αυτό «ξανακάνει δικά του τή γλώσσα καί τό πνεύμα τ ' όμηρικό- θέλει νά δώση στούς συγ- χρόνους του τήν έντύπωση πού θά τούς ξυπνούσαν οί ραψωδίες στδ δικό τους τόν καιρό * 1 Βρίσκω πώς 6 μεταφραστής Γρυπάρης έχει πάρει κι άπό τά δυδ αύτά παραδείγματα. "Οταν νομίζη πώς ή άρχαία ζωή είναι άμετά- φραστη, ή πώς μένοντας έτσι φτάνει σέ μεγαλύτερη έκφραση καί γνησιώτερο χρώμα, μάς δίνει τδν άρχαίο τύπο χωρίς νά τόν άλλάξη. Από τήν άλλη μεριά δέ δείχνεται δειλός καί συντηρητικός, δπως ό 16 Λ. ΙΊαλαμά J e a n P s i c h a r i , L ’Ilia d e d 'H o m è re , R ev u e C ritiq u e d ’H is to ire e t d e L itd é ra tu re , 17 ’Ιουνίου, σ. 464. Ό ποιητής I. Ν. Γρυπάρης 17 Πολυλάς, στδ μεταχείρισμ« τής δημοτικής του, πού είναι πάντα ζωηρή καί παραστατική. Καθώς σημειώνει δ Πέτρος Βλαστός, ή δημο­ τική του είναι «κρουστή καί πλουτόχρωμη». Ό Γρυπάρης, δπως καί στήν άλλη του ποίηση, δείχνεται καί δώ Ικλεχτικός στή γλώσσα καί στήν ποιητική του φράση, καί μεταχει­ ρίζεται τολμηρά καί τούς δυδ τρόπους πού έδειξα παραπάνω γιά νά φτάση στδ σκοπό του, δσο κιάν είναι μέρη πού τά άνόμοια αύτά στοιχεία έχουνε κάτι τδ άταίριαστο, κι όστερούνε σέ γλωσσική ivó- τητα κι 'άρμονία. Γιά τδ διάλογό του πήρε τδν Ιαμβικό δεκατρισύλ- λαβο, τήν τόσο πολύτροπη καί τεχνική αύτή μετρική μορφή, θά είχα νά παρατηρήσω πώς μεταχειρίζεται τδ στίχο αύτδ μέ πολλές μετρικές άνωμαλίες στδν τονισμό του, κάποτε άκόμα μέ άμέλεια στή φωνητική του άρμονία. Στά χορικά δοκιμάζει τδν Ιλεύθερο ίαμβικδ στίχο. Καί δώ ξανα­ βρίσκει πιδ εύκολα καί πιδ άνετα τή δική του ποιητική μορφή, κι ή τέχνη του μάς ξαναδίνει τούς άρχαίους στίχους, μ’ δλη τή χαραχτη- ρισμένη καί προσωπική τεχνοτροπία τού Γρυπάρη. Παίρνω ένα κομ­ μάτι άπό τδ πρώτο χορικό τού Άγαμέμνονα, έκεί πού περιγράφεται ή.θυσία τής ’Ιφιγένειας: Κ αί μιά πού μπή κε σ τή ς ανάγκης τό ζυγό κ ι άνεμος δυσσεβείας γύρισε τό νοδ του, μηδ’ όσιο μηδ’ ιερό λ ο γ ιά ζε ι π ιό κ α ί τόν ν ικά ή άποκοτιά του λογισμού του. Γ ια τ ί τό π ρ ώ το β ή μ α στό ά θλ ιο τό κακό ε ίν α ι άχρεΐος σύμβουλος κ ι ά πομ ω ρα ίνει τοδ α νθρώ που τό συλλογικό. Κ ι έτσι λοιπόν γ ιά τό γυναικείο τόν πόλεμο, κ α ί νά εγκαινίαση τώ ν καραβιώ ν τό δρόμο, τό βάσταζε τή ν κόρη του νά θυσ ιάση. Τ ά δ ιπλοπαρακάλια τη ς, πατέρα , πατέρα ! δ έ λόγιασαν, κ ι ούδέ τά τρυφ ερά τη ς ν ιά τα ο ί πολεμόχαροι αρχηγο ί, κ α ί πρόσταζε τούς δούλους ό πατέρα ς νά τή σηκώσουν ύστερα άπό τή ν εύχή σάν ρ ίφ ι, μές στούς πέπλους τυλιγμένη , γορ γά , ψ ηλά κ α ί προύμυτα έπάνω α π ’ τούς βωμούς κ α ί νά τη ς φ ράζουν τ ’ όμορφ ο τη ς στόμα μέ δύναμη . . ϋ φ ίμω τρου βουβή, μήν τύχη κ α ί τό σ π ίτ ι του καταραστή. 2 18 Λ. Παλαμδ Στή γης κυλδ ιό φόρεμά της τό ζαφρά καί ή κόρη τούς δημίους της χτυπά ενα Ινο, μέ των ματιών της σαϊτιές πονετικές. Κι έμοιαζε σάν οέ ζουγραφιά πώς νάθελε νά τούς μιλήση. Γιατί στά πλούσια τού πατέρα της τραπέζια πολλές φορές τούς είχε τραγουδήσει, κι αγνή, μέ τή φωνή της τήν παρθενικιά, τ ’ άγαπητού πατέρα της από καρδιάς · τόν καλορίζικο έψαλε παιάνα. ^Οί στίχοι «ύτοί—καί τέτοιους θά μπορούσε νά βρή κανείς πολ­ λούς ξεφυλλίζοντας τήν αίσχυλική τριλογία τού Γρυπάρη— έχουν μιαν άσυνήθιστη λιτότητα καί δύναμη στη φράση τους, κάτι σάν άρρε- νωπή άπλότητα καί σά δωρική ¿μορφιά. Μέ τά λίγα αύτά άποσπάσματα προσπάθησα νά δώσω μιά γενική ίδέα, κι άς είναι άμυδρή, γιά τήν ποίηση τού Γρυπάρη. Είναι κρίμα πού ώς τήν ώρα μάς δόθηκε τόσο λίγο άπό τό έργο του, κι αύτό πού μάς δόθηκε βρίσκεται σκορπισμένο Ιδώ καί κεΐ, Τό σημείωμά μου αί^ό γράφτηκε γιά νά θυμίση περισσότερο, παρά γιά νά κρίνη τήν ποίηση τού Γρυπάρη. Εύχομαι γλήγορα ν’ άκολουθήση μιά έκδοση, πού θά δώση όλόκληρο καί φροντισμένο τό ποιητικό του έργο. Τά διάφορα ποιήματα του πού μάς είναι γνωστά ώς τήν ώρα, φτάνουνε γιά νά μάς ξεχωρίσουν τήν έκλεχτική καί ποιητική φυσιο­ γνωμία τού Γρυπάρη, μέ τις σπάνιες ποιητικές καί καλλιτεχνικές του ιδιότητες. 1918 2. Π. Σ. Δ Ε Λ Τ Α ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΑΝΑΓΝΠΣΤΙΚΑ Μ ΑΣ1 ’Α σ υ ν α ρ τ η σ ί ε ς είναι γεμάτος δ «Πέτρος Αάρας». Τόν βλέ­ πομε άρρωστο (σ. 29)· γιατί είναι καί αύτό άναπόφευκτο· πρέπει κάθε άναγνωστικό νά Ιχη τουλάχιστον άπό Ινα άρρωστο παιδί τό καθένα. Έ χ ε ι φτάσει πιά τά 16, δπως μάς πληροφορεί (σ. 24), είναι άρρω­ στος βάριά καί ή μητέρα του τόν φροντίζει. «Μέ πιό πολλή λαχτάρα έσφιγγε στήν άγκαλιά της τό μονάκριβο τώρα άγοράκι της, τόν Πέτρο της». Ίσ ω ς νά είχε ιδρώσει τό μουστάκι τού μονάκριβου άγο- ρακ'ιοΟ. Γίνεται 19 χρονών (σ. 31), καί φεύγει κρυφά! ’Απαντά τρικυμία: «Κάποτε φαρδύς πλατύς πέφτει άπάνω στό κατάστρωμα καί δέν μπο­ ρεί νά σηκωθή, τόν έπιασε ζάλη. Κλαίει, φωνάζει, μά ποιός τόν άκούει;» (σ. 33) Ά λ λ η τρικυμία μέ άλλους φόβους καί τρεμούλες τού Πέτρου (σ. 35). 4 «Κατά τό βράδυ ξαστέρωσε ό ούρανός. Ό Πέτρος ήσύχασε καί ζωήρεψε πάλι. ’Έτρεχε τριγύρω στο κατάστρωμα, χαιρόταν γιά τόν ξάστερο ούρανό καί γιά τά κύματα πού λαμποκοπούσαν». Ξέχασε άραγε ό συγγραφέας πώς δ ήρωάς του ήταν 19 χρονών; Ό ίδιος αύτός άντρας, δέκα Ιννιά χρονών, κατάλαβε βαθιά καί καθαρά ύστερα άπό τό ναυάγιο, πώς δ καλός θεός τόν έσωσε. «Γονάτισε τότε, έκαμε τό σημείο τού σταυρού, σταύρωσε ύστερα τά χέρια του καί είπε: Πατέρα μου πού είσαι στόν ούρανό, ζώ!» {σ. 41).— Ό Πέτρος διψά. «Έ ψ αξε παντού μά πουθενά δέ βρήκε νερό νά πιή». Σωριάζεται χάμω καί κάνει μιά προσευχή άνάλογη μέ τήν παραπάνω. «Σέ λίγο όμως άκουστηκε κάτι» (σ. 43). "Ήταν ή πηγή πού ό άπό μηχανής θεός τού έβαλε έκεΐ, άφοϋ αύτός δέν μπορούσε πιά άπό τήν κούραση νά πάη νά τή βρή μακρύτερα. Ά λλω στε σ’ δλο τό διήγημα ό άπό μηχανής «καλός θεός» Ιξα- 1 Συνέχεια άπό τόν 7. τόμο τοδ Δελτίου, ο. 44-73. κολουθεί νά τού κάνη τά χατήρια του δποτε τού τό ζητήση. Κι έτσι δταν πείνασε καί «φώναξε καί άρχισε νά κλαίη δυνατά» (σ. 44), άφού «έψαξε, μά δλα τά δέντρα γύρω του ήταν άκαρπα καί κάτω είχε μόνο ξερό χορτάρι», δστερα άπό μιά τρίτη παρόμοια προ­ σευχή, «μόλις προχώρησε λίγο είδε ένα φυτό πολύ γνωστό», «μιά καλαμποκιά μέ τρία μεγάλα καλαμπόκια». Σημειώσετε πώς τό νησί ήταν γεμάτο μπανάνες, κοκκοκάρυδα, πορτοκάλια, λεμόνι« κτλ., δπως βλέπομε παρακάτω, θ ά είχε κανείς πολλά νά πή, γιά τόν άψυχολόγητο χαρακτήρα τοδ δειλού Πέτρου, πού ξαφνικά γίνεται λιοντάρι καί εύκολα εύκολα στρώνει κάτω δυό άγριους ώπλισμένους μέ ρόπαλα (σ. 111)—γιά τό άφύσικο ξάφνισμα τού άγριου δταν κάηκε {σ. 115) Ινώ οί άγριοι γνώριζαν τή φωτιά (σ. 109)— γιΑ τήν άσάφεια καί άπι- θανότητα πού έχει δλο τό κεφάλαιο τής δεύτερης άρρώστιας (σ. 76 ά ) δπου δ άναίσθητος Πέτρος ζή μέρες ; . . . . έβδομάδες;.. . . μήνες; χωρίς τροφή καί ξυπνά καί βρίσκει άνοιξη, άπό κεΐ πού περίμενε χειμώνα κτλ. Ά λλα τόσα θά. είχε νά πή κανείς γιά τις κουραστικές, άνευλαβεΐς, μπορώ νά πώ, έπικλήσεις τού Πέτρου πρός τό θεό, κάθε φορά πού θέλει κάτι καινούριο, έξαφνα ένα καλό φαγί, καί άποφασί- ζει πώς «σήμερα πρέπει νά βρώ καινούρια τροφή· πρέπει νά φάω κατιτί πολύ νόστιμο» — αύτή ήταν ή πρώτη του σκέψη. Έ καμ ε τό σταυρό του, σταύρωσε τά χέρια του καί είπε» — «θεέ μου, πολύ σέ παρακαλώ, κάμε μου τή χάρη νά μέ βοηθήσης νά βρώ δσα μού χρειάζονται (σ. 54)». Αφήνω καί άμέτρητα άλλα παραδείγματα παρόμοια, άπό φόβο μήν κουράσω τόν άναγνώστη· άρκεί μόνο ένα τελευταίο νά σημειώσω « Ό Πέτρος έσκυψε ν’ άρμέξη μιά γίδα. Τότε άκουσε άπό πίσω του: Πέτρο, άγαπημένε μου Πέτρο, πού είσαι; Γιατί δέν έρχεσαι· — Ό Πέτρος ξαφνιάστηκε. Πώς; ό άγριος ξέρει έλληνικά; Πώς γίνεται αύτό; Πού έμαθε τ’ δνομά μου; 'Ο Πέτρος γύρισε στή στιγμή νά δή. Μά καί δ άγριος είχε μείνη θαμπωμένος μέ όλάνοιχτο τό στόμα καί τά μάτια. Καί πού κοίταζε; Πρός τό μέρος τοδ παπαγάλου.— Ό Κοκός λοιπόν είχε πεί τά λόγια «ύτά, τά είχε άκούσει πολλές φορές άπό τόν Πέτρο. Χωρίς νά καταλαβαίνη τίποτα άπό αύτά, είχε άκούσει τόν ήχο, καί σάν παπαγάλος πού ήταν είχε μάθει νά λέη τά λόγια (σ. 113). 1 'Ωστε δ Πίτρος προσφωνούσε τόν έαυτό του μέ έκφράσεις τρυ­ φερές ; Καί φώναζε τόν έαυτό του καί τόν ρωτούσε πού είναι καί γιατί δέν έρχεται; Δέν έρχεται πού; Πρός τόν έαυτό του; 20 Π, Σ . Δέλτα Τό παράδειγμα αύτό άρκεΐ γιά νά πείση τόν άναγνώστη πώς τό βιβλίο είναι κατώτερο άπό κάθε κριτική. Καί δμως γιά Ινα χρόνο είναι ή σχεδόν άποκλειστική πνευματική τροφή γιά χιλιάδες έλλη- νόπουλα πού πηγαίνουν στό σχολείο νά μορφωθούν. ** * Ά λλο όλότελα τό βιβλίο τ ή ς Κ«« Κ α ζ α ν τ ζ ά κ η · τά καλά του είναι πολλά· τά Ιλαττώματά του βρίσκονται σ’ άλλο έπίπεδο άπό κείνα τών άλλων άναγνωστικών, άνήκουν σέ λεπτότερη άνάλυση, άπό ήθική έποψη είναι άνώτερο άπό τ’ άλλα. Τό ύφος στρωτό, έλαφρό τρέχει· οί λέξεις έρχονται μονάχες στή θέση τους· ή φράση άπλή, σεμνή, εύκολη, φυσική σάν κουβέντα, θ ά ήταν έκεΤνο πού χρειάζεται γιά παιδιά, άν ήταν πιό σεμνό στίς αισθηματολογίες, άν έλειπαν τά πολλά τά κλάματα, πού σέ μερικά μέρη είναι καί άψυχολόγητα, άν άπ’ δλο μαζί τό βιβλίο έβγαινε κάποια άτμοσφαίρα τονωτική, πού γενικά λείπει άπ’ δλα τά βιβλία πού γράφονται γιά τά παιδιά μας. Ή κ. Καζαντζάκη μεταχειρίζεται τήν πένα της δπως θέλει, μέ τέχνη. ΓΓ αύτό έχομε καί μεγαλύτερες άπαιτήσεις γιά τό σχολικό βιβλίο πού ύπογράφει. Τό θέμα είναι τό ίδιο τού Πέτρου Λάρα, παρμένο ίσως άπό τό ίδιο πρωτότυπο, άν καί δέν τό δηλώνει ή κ. Καζαντζάκη. Βρισκόμα­ στε πάλι στό ίδιο νησί μέ μπανάνες, μεγάλα'δέντρα, παπαγάλους· ξετυλίγονται τά ίδια έπεισόδια: ναυάγιο, κουτσή κατσίκα, άρρώστια μέ τά ίδια χαροπαλέματα’ φτειάνονται τά ίδια τσουκάλια μέ τό ίδιο -κοκκινόχωμα, τίς ίδιες άποτυχίες: λιώσιμο στό νερό, σπάσιμο στή •φωτιά, τέλος ψήσιμο στό φούρνο· άπαντούμε τούς ίδιους άγριους άνθρωποφάγους μέ τίς ίδιες φωτιές, τά μονόξυλα, τούς αιχμαλώτους· άκοΰμε τόν ίδιο παπαγάλο πού μαθαίνει καί μιλά κτλ. Μόνο πού στή θέση τού ένός ροβινσόνόυ Πέτρου Λάρα, Ιδώ είναι τρεις ροβιν- σόνοι, άκόμα παιδιά. «Οί τρεις Φίλοι» είναι χαρακτήρες τίμιοι, μέ άξιέπαινη προσπά­ θεια στήν δπερηφάνεια καί τήν άξιοπρέπεια. Τό βιβλίο δμως έχει • ά π ρ ο σ ε ξ ί ε ς καί ά κ υ ρ ο λ ε ξ ί ε ς , πού ξαφνίζουν σέ συγγραφέα μέ τήν περιωπή τής κ. Καζαντζάκη. Λείπει άπό μέσα ή π ρ ω τ ο ­ τ υ π ί α . Έπεισόδια παρμένα άπό άλλα γνωστά βιβλία παρουσιά­ ζονται κάποτε άδέξια διασκευασμένα καί άλλοτε άψυχολόγητα. Ά λ λ α έπεισόδια δέ συναρμολογούνται άναμεταξύ τους. Τά καινούρια δναγνωστικά μας 21 22 Π. Σ. Δέλτα β ^ ? κ 2 ί λ έ τέ βί6λί0. δείΧν6ί Λ Ψ Ρ ^ ^ ί , φαίνεται γραμμένο βίαστιχά, άμελέτητα, πρόχειρα, σάν χά η πού δέν άξίζει κο)ό Ι Τ \ Γ ^ 'άκίμ“ ·* **■“ . ·'»■ χ*- '^ \ :ΐτ ί^ μ' πΓο딣 γ·* * ^ ^ *2 ^ - * * — μ - ΖΤΪΜ ■£ "Ή *? ^ Μ“Ρί“’ ,Κ“ "ΰ' * *** τής ά ρ γ ΐ Κ * ί 2* 6Ρφή τ°υ ή Μβρία είναί < Τασούλα % * « Λ ί ακ0λ^ θεΙ Ρέ τίί Μαρία ώς τδ τέλος. 8λο τό βιβλίο δυδ σκύλοι παρουσιάζονται- 6 Ιν»,- Λ*λ „ , τού Παύλου (σ. 3), καί 6 άλλος στδ βαπόρι (σ. 20) πού ά κ ο λ ο ϊτ τ* » » Μ „ 6 , , α1. Κ, οι δ„4 είναι άλλωστε τό μοιραίο δνομα σκυλιού σάν καλούπι, δλων σχεδέν των άναγνωστικδν. Επίσης μάς λέει ό Παύλος: «Μαζί μου ταξίδευε (« Ά ) Α ύ Χ δ Γ Ύ Τ " Χ ' / ™ ’ & ΝίΧΟί’ ' το° άνιου» • Α ν Ι λ ί ? χ μπ0δίζ6ί νά * * 4Πίσω I“ “ * Νίκος καί ή Ανθουλα έτρεμαν άπδ τδ φόβο τους, τα καημένα» (σ. 42), καί «είχα' " ί* 0 * * * * Ανθ^ α βέβαια, μά τί να σού κάμουν δυδ μικρά *ταν ^ * * κ· Καζα- ^ 0 ^ ^ Ι ΐ 9^ Ρ0β'ν°?ν0£ παΡ « ^ Ρ ^ ν σημάδια πού μαρτυρούν πέρα· δεΤτράκΓσΓδ ! " ? *“ * ^ (Λ ^ *Κ* ^ Λ κ ν τ χ Βέον ί Τ Γ ’ παρμένη άπέ κάποι° Ρι6λί° ΐ0 ° Ιουλίου Βέρν, άν χρίνωμε άπδ τήν ύπογραφή ΜεχεΓ καί ΒταίαΜ , καί πού Γ β ά θ ο Γ τ Π 6; τή ^ δείχνει ** άΐΐ:;στδ βάθος, τδν Ινα μέ τουφέκι, κι έμπρδς τρέχοντος τρομαγμένα τοία ? τό δΡ°Ρ?° ξδνικδ ζώο της ζωγραφιάς δέν είναι * σ τ η ΐ Γ ; V Γ “ στή ΥίδΚ τ°° ΐ0π0υ Ή λ«»4ν θά συλλογι- νομίσΤ πώςΤέΤοΓ' 7 ^ ^ ζαρ*αδΐ°0’ * θά πώο β λ ίΓ . λ<7 Μ« * * 19ί« έννο« ί *«* ζαρκάδι, η θ’ άποφασίση πως βλέποντας ζαρκάδι μπορείς καί νά τ’ δνομάσης'κατσίκα, έπίσης Τά καινούρια Αναγνωστικά μας 23 καί τήν δρνιθα πετεινδ, τδ άλογο μουλάρι κτλ. Τδ αιώνιο «περίπου» δπου σκοντάφτει τδ ρωμαίικο δλδκληρο, καί που διδάσκεται άπδ τά πρώτα βήματα στδ σχολικό βιβλίο. Ά ν θέλη Ινας συγγραφέας νά γράψη ίστορία Ροβινσόνων, θά τδ κάνη βέβαια μέ σκοπδ νά μάθη τού παιδιού πράματα Ιξω άπδ τδν δρίζοντα τής πατρίδας του· άλλιώς δέν Ιχει νόημα νά τοποθετήση τδ διήγημά του σέ ξένο τόπο. Μά τότε πρέπει νά μελετήση, πρώτα αύτός, τδν τόπο πού θέλει νά περιγράψη, μέ τρδπο πού δ τι πή νά είναι θετικό, δπως είναι πραγματικώς τδ κλίμα εκείνο· καί ίν έχη ζαρκάδια νά τά δνομάζη ζαρκάδια, καί άν έχη κατσίκες καί ή ζωγρα­ φιά νά δείχνη κατσίκες. Νά μή βάζη δνόματα γνωστά σέ προϊόντα καί ζώα άγνωστα στδ παιδί, γιατί άντί νά τδ διδάξη, μέ τδν τρόπο αύτδν συγχύζει τίς γνώσεις καί τήν κρίση του. Συγγραφικές άπρο- σεξίες καί άνακριβολογίες πρέπει συστηματικά νά λείπουν άπδ τδ βιβλίο τού παιδιού, πού παρατηρεί κάθε λεπτομέρεια. "Ενας δρος τής παιδαγωγικής είναι ή κυριολεξία καί ή άκρίβεια στήν έκφραση τής σκέψης. Καί δχαν στδ παραμύθι τής Ελένης (σ. 92) διαβάζη τδ παιδί πώς ή Ε λένη «σαν είδε τδ πρόσωπό της μέσα στδ νερδ τρό­ μαξε. Τόσο ήταν μαύρη καί άσχημη»—γιατί τήν είχαν άλείψει μέ καρυδόζουμο — «έβρεξε τδ χέρι της, έπλυνε τά μάτια της, καί τδτε Ιλαμψε πάλι τό δέρμα της», τδ σχολικό βιβλίο μαθαίνει στδ παιδί νά λέη περίπον τή σκέψη του- γιατί άν έπλυνε ή 'Ελένη τά μάτια της μόνο, δέν μπορεί νά έλαμψε τδ δέρμα δλου τού προσώπου, δπως βγαίνει άπδ τό διήγημα. Τό ίδιο, μετά τδ ναυάγιο (σ. 20) μάς λέει δ Παύλος πώς τδν έβαλαν σέ μιά βάρκα μέ τά παιδιά τού καπετάνιου καί έξακολουθεΐ: «Ά πδ τή στιγμή έκείνη δέ θυμούμαι πιά τίποτα. "Ενα κύμα ήρθε καί μάς σκέπασε, έπειτα ή βάρκα χτύπησε σ’ Ινα βράχο κι έγινε χίλια κομμάτια, θυμούμαι άκόμη πώς άρπαξα μιά σανίδα, πάλεψα ώρες δλόκληρες μέ τά κύματα, ώσπου τέλος πιάστηκα άπδ ένα βράχο. Έ κ εϊ έμεινα λιποθυμισμένος ώς τδ πρωί. Ά π δ τή στιγμή πού «δέ θυμοδνταν πιά τίποτα», περιγράφει λεπτομερώς τί Ικαμνε γιά «ώρες δλόκληρες». Αδτά είναι λάθη προσοχής· ύπάρχουν δμως στούς «Τρεις Φίλους» καί λ ά θ η π α ι δ α γ ω γ ι κ ά κ α ί ψ υ χ ο λ ο γ ι κ ά πού είναι σοβαρώτερα. "Οσο καί άν προσπαθή δ Παύλος νά μάς βεβαιώση πώς είναι ύπερήφανος, άξιόπρεπος, είλικρινής, άπδ μέσα άπδ τή διήγησή του 24 Π . Σ. Δέλτα ξεθυμαίνει καποια ταπεινοσύνη, κάποια δποκρισία' ή προσπάθεια του νά φανή καλός προέχει φανερά. Νιώθομε πώς διδάχθηκε ήθική άρκετή, άλλα πως τά μαθήματα έμειναν κακοχωνεμένα. Αγαπά τά μεγάλα λόγια: «Καλύτερα 8λα τά κακά νά τά κρατώ γιά τόν -έαυτό μου» (σ. 47) καί νά μήν τρομάζη τούς συντρόφους του. Καί πάλι στδ τέλος: «Σ’ ευχαριστώ, θ εέ μου, πού μοΟ έδωσες τόσο θάρρος καί δπομονή καί νίκησα» (σ. 140). Στό πλοίο πλησιάζει ό Παύλος τό γιό τού καπετάνιου, πού καθώς τό είχε ήδη άντιληφθή «ήταν τόσο περήφανο αυτό τό παιδί πού ποτέ δέν καταδέχτηκε νά μέ χαιρετήση» (σ. 21), καί τού ζητά «μιά μεγάλη χάρη», νά τού δανείση Ινα άπδ τά χρυσοδεμένα βιβλία ταυ. Ό άλλος τού άρνείτας λέγοντας: «Δέ δανείζω τά βιβλία μου! Ποιδς είσαι;» Ό Παύλος στενοχωριέται καί έτοιμάζεται νά τού πή: «Είμαι ίσος μέ σένα, άς είμαι φτωχός». Μά δέ λέει τίποτα καί συλλογίζεται: «Γιατί νά φανώ κακός; Πρέπει νά είμαι άνώτερός του καί νά τόν συγχωρέσω μέ δλη μου τήν καρδιά». Μέ τό νά φαντάζεται ό Παύλος, χωρίς προηγούμενο, πώς ό άλλος τόν περιφρονεΐ γιά τή φτώχεια του, δείχνει πώς μέσα του Ιχει ό ίδιος τήν ταπεινή συναίσθηση δτι ή φτώχεια μπορεί νά έμπνεύση κατα­ φρόνια. Μέ τό νά παρακαλή Ινα ξένο άκατάδεχτο παιδί, μ’ εύγένειες πού πλησιάζουν τήν ταπεινοσύνη, νά τού κάμη «μιά μεγάλη χάρη», δείχνει πώς τού λείπει κάποια άξιοπρέπεια καί πώς ό ίδιος βάζει τόν έαυτό του σέ δποδεέστερη θέση, προπάντων πού στό τέλος, μετά τήν προσβολή, δέχεται « Ινα άπό τά ώραΐα βιβλία πού είχαν» καί πού τού φέρνει ή άδελφή τού Νίκου. ’Από τά μεγάλα λόγια τού τέλους, «γιατί νά φανώ κακός;», λείπει ή ειλικρίνεια. Δέν άπαντά ό Παύλος, δχι γιατί είναι άνώτερός άπό τόν άλλο, άλλ’ άπεναντίας γιατί νιώθει πώς άρπαξε μιά προσβολή πού τού άξιζε, άφού ήξερε τόν άλλο όπερήφανο καί άκατάδεχτο καί δμως πήγε καί τόν παρα- κάλεσε γιά «μιά μεγάλη χάρη», πού ό άλλος δέν είχε καμιάν δπο- χρέωση νά τού τήν κάμη. Α ντί νά κρύβη τήν ντροπή του κάτω άπό άνειλικρινείς μεγαλολογίες, εύγενικώτερο καί πιό ίσιο θά ήταν νά μάς ώμολογούσε ό Παύλος πώς έκαμε λάθος, πράμα πού καί στόν άξιο- πρεπέστερο μπορεί νά συμβή, καί πώς ή προσβολή θά τού γίνη μάθημα άλλη φορά νά μή ζητά χάρες άπό ξένους. Ά λ λ η φορά πάλι ξεμολογιεται 6 Παύλος (σ. 130) «μιά μεγάλη άμαρτία» πού δέν έκαμε. Λέει πώς ήταν εύτυχισμένος στό χωριό του καί δμως δέν έμενε εδχαριστημένος, γιατί « ήθελα νά φύγω, νά γνω­ Τά- καινούρια άναγνωστικα μας 25 ρίσω καί άλλους τόπους, νά ζήσω μακριά άπό τήν πατρίδα μου» κτλ. Κ ι έφυγε, Ινώ θά προτιμούσαν οί γονείς του νά τόν κρατησουν. 1ά λόγια του φυσικά προκαλοΰν διαμαρτυρίες τών συντρόφων του, πού τόν .βεβαιώνουν πώς άφού έφυγε μέ τό θέλημα τών δικών του καί μέ τήν εύχή τους, δέν έκανε καμιάν άμαρτία. Ή δπερβολική αύτή δήθεν εύσυνειδησία τού Παύλου, πού Ικδη- λώνεται ύστερα άπό κάποιο άνάγνωσμα τού Εύαγγελίου, τά μεγάλα του λόγια, μυρίζουν νοσηρότητα καί άνειλικρίνεια. Ε κτός δμως άπ’ αύτό, σκοτίζουν καί τήν κρίση τού παιδιού πού διαβαζει, λέγον- τάς του πώς είναι κακό νά θέλη νά γνωρίση τόν κόσμο έξω άπό τό στενό του δρίζοντα, Ινώ τό παιδί μέ τήν κοινή του κρίση ξέρει πολύ καλά πώς ό ζωντανός Παύλος είχε πολύ δίκαιο νά θέλη νά μάθη καί νά δή περισσότερα άπ’ δ τι θά έβλεπε καί θά μάθαινε στό χωριό του, δίκαιο πού άναγνώρισαν άλλωστε καί οί γονείς του, πού τού δίνουν τήν εύχή τους κι έτσι φεύγει. Ε π ίσης ψεύτικη ή σκηνή τού Νίκου (σ. 132), πού ύστερα άπό δυό χρόνων κοινό βίο στό νησί, θυμάται τήν ιστορία τού χρυσοδεμένου βιβλίου. «Κι δταν συλλογίζωμαι πόσο κακά σού φέρθηκα στό πλοίο τή μέρα πού μού ζήτησες ένα βιβλίο, δέν μπορώ νά κρατήσω τά δάκρυα. Αδερφέ μου Παύλο, θά μού τό συγ- χωρέσης αύτό ποτέ; — Καί βέβαια, καλέ μου φίλε, μά δλη μου τήν καρδιά.—Σ’ εύχαριστώ, σ’ εύχαριστώ, φώναξε ό Νίκος κι έπεσε στήν άγκαλιά μου». Ψ ε ύ τ ι κ ο καί σ α χ λ ό τό ύφος* μετάνοια καί συγχώρεση άφυ· σικα, δυσανάλογα μέ τό φταίξιμο. Αλλού πάλι (σ. 57) δ Παύλος μάς μιλεί ό ίδιος γιά τή «σβησμένη» του φωνή. Στήν άρχή τού βιβλίου βρίσκομε ένα ποίημα δπου τό χάδι τού Ιγώ καί ή σάχλα είναι άποκρουστικά.— «Σήκωσε τά χεράκια σου στόν Πλάστη ταπεινό—σήκωσε τά ματάκια σου— ψηλά στόν ούρανό— κι άς πουν τ’ άθώα χείλη σου(!) άθώα προσευχή» κτλ. (σ. 110). ^ Πώς τό παιδί είναι άθώο, το ξέραμε μεΐς οί γονείς· γιά νά^μεινη δμως αύτό άθώο πρέπει νά μήν τό ξέρη. Τέτοιου είδους ποιήματα, καί δταν είναι δμορφα άκόμα, δέν είναι γιά παιδικά βιβλία. Τό δ ι η γ η μ α τ ι κ ό μ έ ρ ο ς τού βιβλίου είναι καί κείνο άδού- λευτο καί άμελέτητο. Έ χ ε ι μέρη άσυνάρτητα, άλλα Αψυχολόγητα. Π. χ . τό έπεισδδιο τών άγρίων στό νησί μένει Αδικαιολόγητο, άσυ- ναρμολόγητο. Ό π ω ς στό Ροβινσόνα τού D anie l Foe, στόν «Πέτρο Λάρα» καί στί; Αμέτρητες διασκευές τού Ροβινσόνα, 6 Παύλος βλέ­ πει πατημασιές, φωνές, χορούς άγρίων, σέ διάφορες έποχές, σώζει 26 Π . Σ. Δέλτα αιχμαλώτου?, δλα αύτά μέ άσήμαντες παραλλαγές. Σάν πάντα γίνε­ ται μάχη, νικούν οί άσπροι, φεύγουν οί μαύροι καί δέν ξανάρχονται πια. Μα τί τού? φέρνει τού? άνθρωποφάγους στό έρημο νησί; Τί δικαιολογεί τόν Ιρχομό τών κυνηγημένων δσο καί κείνων πού τούς κυνηγούν; Καί αύτοί καί κείνοι έχουν τις πατρίδες τους τόσο μακριά, πού μέ δλη τήν εύσυνειδησία νά έκτελέσουν τήν ύπόσχεσή τους, οί ελευθερωμένοι άγριοι άφήνουν μήνες νά περάσουν πριν στείλουν βοή- θεια στά παιδιά πού τούς Ισωσαν. Καμιάν Ιξήγηση δέ βρίσκομε στό βιβλίο. Φαίνονται νά ήλθαν μόνο καί μόνο γιά νά κυνηγήσουν καί να κυνηγηθούν. Τό έπεισόδιο μένει ξεκολλημένο, άδικαιολόγητο, άδέ- ξια φερμένο «γιά νά γίνη ή ίστορία». Αψυχολόγητο είναι τό χωριατόπουλό ό Παύλος, πού διδάχθηκε δσα μπορούσε ένας καλός μαθητής νά μάθη στό σχολείο τού χωριού του, πού λαχταρά σάν κάτι σπάνιο, τά χρυσοδεμένα βιβλία τού Νίκου, καί που έν τούτοι? στό νησί βγαίνει τόσο πολήξερος, ώστε διδάσκει εγκυκλοπαιδικές γνώσεις περί πρώτων άνθρώπων (σ. 77-79), άκόμα καί στό Νίκο, τό συνομήλικό του, γ ιό . καπετάνιου πού ξέρει κ«ί αγγλιχα (σ. 126) καί πού είχε τόσα βιβλία, Ινώ ό άλλος δεν'είχε, άρφ που μοιραία θά είναι πιο άναπτυγμένος άπό τό χωριατόπουλό. Ά λλά άκομα πιό άψυχολόγητο τό πρόσωπο τού ναυαγού, πού είκοσι χρόνια πρωτύτερα ήλθε καί έπεσε στό νησί. Στό πρόσωπο αύτό άναγνωρί- ζομε καί τόν πολιτισμένο εύεργέτη πλοίαρχο Νέμο τής «Μυστηριώ- δους Νήσου», τού ’Ιουλίου Βέρν, καί τόν κατάδικο Άυρτόν, πού άφού έζησε καί αδτός δώδεκα χρόνια στό νησί του καταντά στήν κατά­ σταση τού κτήνους. Φυσικά, στήν προσπάθεια νά συγχωνεύση τά δύο αύτά άσυγχώ- νευτα πρόσωπα, ή κ. Καζαντζάκη πέφτει έξω. Πώς μπορεί τωόντι ό Αποκτηνωμένος πιά Έλληνας, πού μάς παρουσιάζεται σά «μαϊμού» καί «θηρίο» μέ «σουβλερά δόντια» (σ. 119) καί «χοντρά τριχωτά χέρια» (σ. 123), πού «είχε ξεχάσει τή γλώσσα του» καί είχε γίνει «θηρίο, άγριο ζώο», πού «παράτησε τό σπίτι χ 41 γύριζε στά δάση» (σ- 124), πως είναι δυνατό νά έχη διατηρήσει ύστερα άπό είκοσι όλό- κληρα χρόνια τά λεπτεπίλεπτα αισθήματα πού μάς ξεμολογιέται πρ.ν πεθανη-αίσθήματα πού τόν κάνουν νά σώζη τό Νίκο καί νά τού βάζη ^ μπανάνες πλάγι του, μήν πεθάνη άπό πείνα· νά φεύγη άπό τή σπηλιά του γιά νά τήν άφήση στά παιδιά καί νά κρύβεται αύτός στό πηγάδι, στό ίδιο πηγάδι τής «Μυστηριώδους Νήσου» γιά νά μήν τα έν ο χλ ή σ η -δ λ α αύτά σημειώσετε, χωρίς νά ξέρη πώς είναι έλ- Τά καινούρια Αναγνωστικά μας 27 ληνόπουλα, καί πριν τ’ ά γα π ή σ η ^νά μαθαίνη έλληνικά.στόν παπα­ γάλο γιά νά τά παρηγορή· καί πάνω καί λεπτότερα άπ’ δλα αύτά, νά κρύβεται καί ν’ άποφεύγη τά παιδιά γιατί « πώς νά παρουσια­ στώ; Δέ μέ βλέπετε; Ντρεπόμουν» (σ. 124). Μά άν είναι ξαναγυρι· σμένος στήν κατάσταση τού πρωτόγονου άνθρώπου, σέ βαθμό που νά μή.χωρίζη άπό «πίθηκο» (σ. 122), νά έχη δόντια «σουβλερά» (;) καί ¿νά τόν σκεπάζουν μεγάλες τρ£χες(;) Απαράλλαχτα δπως τ’ άγρια ζώα» (σ. 110)— άν έχη ξεχάσει πατρίδα, θρησκεία καί γλώσσα σέ βαθμό πού δταν πρωτάκουσε πάλι έλληνικά, «στήν άρχή λίγα λόγια καταλάβαινε» (σ. 124)—καί στό τέλος «πολεμούσε μέ φοβερό άγώνα νά θυμηθή τις λέξεις (σ. 123), πώς μπορούσε νά έχη διατη­ ρήσει τό πολύ λεπτό αίσθημα τής ντροπής γιά τόν ξεπεσμό του; Ό ’Ιούλιος Βέρν μάς παρουσιάζει τόν Άυρτόν ξαναγυρισμένο στήν κατάσταση τού πρωτόγονου άνθρώπου, άλλά μαζί μέ τήν άλλαγή τής μορφής του μάς δείχνει καί τόν ήθικό του ξεπεσμό, μάς παρου­ σιάζει τόν άνθρωποπίθηκο πού «βγάζει μόνο ξεφωνητά», δπως μάς τό περιγράφει καί ή κ. Καζαντζάκη (σ. 110), καί πού έχει δλα τα ένστικτα τού κτήνους, καί τήν πονηριά καί τή δύναμη καί τή σκλη­ ρότητα. Κι έτσι άπό τό βιβλίο του τό παιδί μαθαίνει μιά φυσική άλήθεια, πώς ή μοναξιά ξαναφέρνει τόν άνθρωπο στήν πρωτόγονη του κατάσταση. Ένώ τό βιβλίο τής κ. Καζαντζάκη μόνο σύγχυση καί μισές γνώσεις θά δώση στό παιδί πού θά τό διαβάση. Στό παράδειγμα αύτό, περισσότερο παρά σέ κάθε άλλο φαίνεται ή μ ί μ η σ η χ ω ρ ί ς έ κ λ ο γ ή κ α ί σκέψη. Τό πρόσωπο τού άπο* κτηνωμένου Άυρτόν είναι βέβαια χτυπητό, ταιριάζει σ’ ένα διήγημα Ροβινσόνων άλλο τόσο θελκτικό τό εύγενικό πρόσωπο τού σοφού πολύ πικραμένου ’Ινδού καπετάν Νεμό. Τά παίρνει καί τά δυό ή κ. Καζαντζάκη, άλλά γιά νά μήν άντιγράφη άκριβώς τή Μυστηριώδη νήσο, τά ένώνει καί τά κάνει ένα, χωρίς δμως καί νά τά μελετήση, νά τά ψυχολογήση, νά πολυσκεφθή άν είναι ποτέ δυνατό νά συγχω­ νεύση δυό τόσο άσυναρμολόγητα πρόσωπα, καί μάς παρουσιάζει τό ψεύτικο, τό άνύπαρκτο πρόσωπο τού εύγενικού κτήνους. Ά λλο τόσο φιιαστά καί άνειλικρινή είναι τά μέρη δπου μάς μιλεί γιά εύαγγέλιο, γιά προσευχές, γιά τήν πίστη τής Άνθοόλας, πού σάν τή ρωτούν (σ. 129) «πού βρίσκεις τήν έλπίδα;» άπαντά δείχνοντας τό εύαγγέλιο: ίέδώ. Ό καλός Χριστός μέ παρηγορείκαί μού δίνει θάρρος». Τό ϊδιο'καί οί π α τ ρ ι ω τ ι κ έ ς έ κ δ η λ ώ σ ε ι ς τών παιδιών δσο 28 Π . Σ . Δέλτα καί τού έτοιμοθάνατου πιθηκανθρώπου φίλου τους, πού τήν ώρα πού ξεψυχά (σ. 124, 125) τούς λέει τί αίσθάνθηκε δταν άκουσε νά τρα­ γουδούν τόν έθνικό ύμνο. Τά λόγια του μένουν άψυχα. Ή κ. Καζαντζάκη μάς τά λέει γιά νά συμμορφωθώ) μέ τό σχολικό πρόγραμμα, πού θέλει λίγη θρησκεία καί λίγο πατριωτισμό στό σχολικό βιβλίο· άλλα δέ συγκινεΐται δταν τά γράφη, καί γ ι’ αδτό δέ μάς συγκινεΐ οδτε μάς. Αύτά καί άλλα κατεβάζουν τήν άξία τού βιβλίου, άδυνατίζουν τά καλά του. *Αν καί πουθενά δέν άκούμε φωνές, δέ βλέπομε καμιά σκηνή άντιπαιδαγωγική, δέν άπαντούμε καμιά προστυχιά, έν τούτοις άπά μέσα άπό τά φύλλα του ξεθυμαίνει κάποια άτμοσφαίρα άπό άνειλι- κρίνεια καί π ρο σ π ο ί η σ η πού θά τό άπέκλειε άπό τόν κατάλογο τών βιβλίων πού είναι κατάλληλα γιά παιδιά. ΤοΟ λείπει ή τονωτική άτμο σφαίρα τής άλήθειας, πού δέν άφή- νει άμφιβολίες καί δισταγμούς στό πνεΟμα τοΟ παιδιοΟ, καί πού περισ­ σότερο άπό κάθε διδαχή μορφώνει τήν κρίση του καί τήν ψυχή του, άτμοσφαΐρα πού τή βρίσκομε π. χ. στό βιβλίο τής Κ«ς Ι ο υ λ ί α ς Δ Δ ρ α γ ο ύ μ η , «Τρία Παιδιά». Μέ δλη τή διαφορά της γλώσσας καί μερικά πιό άσήμαντα ψεγάδια, τό βιβλίο αδτό ξεχωρίζει άπ’ δλα τά παιδικα μας βιβλία καί μπορεί νά δπο'δειχθή σάν δπόδειγμα καλοΟ βιβλίου γιά τά παιδιά μας. ** * Τά παιδιά τής κ. Δραγούμη είναι σκάνταλα, κάνουν τρέλες καί άταξίες, εύτυχώς! άλλιώς δέ θά ζοΟσαν, θά ήταν καί αδτά τά ψεύ­ τικα καλούπια τών καλών παιδιών τοΟ σχολικοΟ μας άναγνωστι- κοΟ. ’Αλλά οί άταξίες τους καί οί σκανταλιές τους δέν άλλάζουν τήν τίμια άτμο σφαίρα τοΟ βιβλίου, άκόμα καί δταν βλέπωμε τήν παιδική πονηριά νά γίνεται σέ βάρος τών μεγάλων, καθώς δταν ή Άνδρο- μάχη πέφτη στό νερό γιά νά ξεφύγη τό μάθημα (σ. 158). Μένει ή άτμοσφαΐρα τοΟ βιβλίου τίμια, γιατί περιγράφοντας τήν πολύ νόστιμη καί διασκεδαστική αδτή σκηνή, ή κ. Δραγούμη δέ ζητά οδτε μια στιγμή νά μικρέψη τήν άταξία τής Ανδρομάχης, καί τό παιδί πού διαβάζει, δσο καί- άν γελάση, δέ γελιέται, ξέρει πώς ήταν άταξία πού θά τιμωριοΟνταν αδστηρά άν είχε άνακαλυφθή, καί χαί­ ρεται γιά τήν ήθικότητα τών άλλων παιδιών, πού δέν προδίνουν τήν άδελφή τους. Τά καινούρια αναγνωστικά μας 29 Ή διαφορά τού βιβλίου τής κ. Δραγούμη είναι πού καί στις τρεις ιστορίες δέ νιώθομε οδτε μιά φορά τό διδακτικό, δέ βρίσκομε πουθενά μάθημα ήθικής, διδαχή πατριωτισμού ή θρησκείας. Καί δμως άπό μέσα άπ’ δλο τό βιβλίο βγαίνει μιά άτμοσφαΐρα πάστρας ήθικής, τιμιότητας, φιλαλήθειας, εύλάβειας, άγάπης βαθιάς καί ζεστής γιά τό χώμα, τόν ούρανό, τά πεύκα) τή θάλασσα τής πατρίδας— άγάπη γιά τήν ψυχή τού έλληνισμοϋ πού ζή, σέ δλα τά διηγήματα. Τέτοια βιβλία χρειάζονται στά παιδιά μας, βιβλία δπου τό έλλη* νικό αίσθημά τους νά ξυπνά καί ν’ άνθίζη μέσα τους· δχι βιβλία πού' μέ κοπανιές κτυποΰν στό κεφάλι τού παιδιού καί άντιπαθητικάκαλού- πια «πατρίδα», «θρησκεία», «καθήκον», »τιμιότης», «φιλαλήθεια», «θυσία», «άρετή»,—δλα αύτά, λόγια άψυχα, σέ μιάν άτμοσφαΐρα προ­ στυχιάς, κρυφής άσχημιάς, δπισθοβουλίας, άνειλικρίνειας. Τέτοια βιβλία χρειάζονται, δπου νά βλέπη καί νά νιώθη τό παιδί πώς ή δειλία είναι ντροπή· πώς δταν τρεις καί δυό ένώνονται έναν- τίον ένός είναι άνανδρία. Πώς δταν ένας δυνατός κτυπά έναν άδύ- νατο, είναι έπίσης άνανδρία. Πώς δταν Ιχης μιά γνώμη καί δέν τολμάς νά τήν όμολογήσης, δταν θυσιάζης μιάν Ιδέα στήν άσφάλεια τής ζωής σου, είναι πάλι άνανδρία. Πώς ή φροντίδα τού έαυτού μας δταν παίρνη τήν πρώτη θέση στή σκέψη μας, είναι προστυχιά. Πώς ή ζωή δέν άξίζει παρά άν ξοδεύεται. Πώς τό άτομο δέν άξίζει παρά δσο χρησιμεύει. Πώς χρωστά νά θυσιαστή, Ιστω, στό γενικό καλό. Πώς νά φυλάγωμε τόν έαυτό μας γιά νά μήν τόν κουράζωμε καί νά μήν κακοπάθη ή στενοχωρεθή, είναι ποταπό. Νά μάθη τό παιδί πώς ή ζήτια είναι ντροπή. Πώς νά δέχεται Ιλεημοσύνη είναι έξευτελισμός. Νά μάθη νά σέβεται τή γνώμη τού άλλου. Νά σέβεται :τήν έλευθερία, τήν περιουσία, τήν άσφάλεια, τήν άξιοπρέπεια τού άλλου. Νά μάθη πώς δταν οίκειοποιήται κάτι ξένο είναι κλεψιά, καί πώς ή κλεψιά είναι έγκλημα. Πώς καί ή κακολο- γία είναι άτιμία. Καί ή συκοφαντία είναι άτιμία. Πώς Ιλαστική συνείδηση είναι καί κείνη άτιμία. Πώς τό σόφισμα είναι τό κατα­ φύγιο έκείνου πού δικαιολογεί, έν γνώσει του, Ινα ψέμα. Πώς ή ύβρη. είναι τό έπιχείρημα έκείνου πού δέν έχει έπιχείρημα. Πώς λερώνει εκείνον πού τό ξεστομίζει, δχι έκεΐνον στόν όποιο άποτείνεται. Νά μάθη τό παιδί πώς ή πονηριά είναι κακή. Πώς ή άπάτη είναι άτιμία" πώς τό ψέμα λερώνει. Νά είναι έπιεικής γιά τόν άλλο, άλύ- πητος γιά τόν έαυτό του. Νά μάθη τό παιδί, ό αδριανός πολίτης, πώς πατριωτισμός δέν είναι 30 Π. 2. Δέλτα νάβραχνιάζη ξεφωνίζοντας «ζήτω», άλλά δίνοντας δ xt ξχει στήν 3 f i L l ’ / ept0U? a ’.° 0|X^ P0VXa’ ” * * * , δ^ > άχόμ« χαί πεποιθήσεις, άκόμα χαί πίστη. Νά μάθη Ιθνική ύπερηφάνεια, άξιο- πρέπει« άλληλεγγυη Ιθνιχή. Νά μάθη όχι μόνο τά δ.καιώματά του έΛί ευ0εΡ°« άλλά ιδίως τάς δποχρεώσεις του -Να μάθη πώς πατρίδα δέν είναι μόνο ή χώρα ή τδ χωριό δπου « ° ^ aSt Τ* μ [κΡ°μπ« ^ λ ιχ ό του ή τήν χαλύβα του, άλλά χάθε ε ίν Ι ιΤ ί ™ Χϋμβτίζεΐ ή έλλϊ,νίκή ^ aia· Πώ< άδέλ? “* τβυ“ 1 Ελληνες, ε!χε έλεύθεροι είναι είτε δποδουλωμένο; χαί Ζ θ υ σ ί α ^ *C τήν Αύτά χαί άλλα παρόμοια ήθιχά μαθήματα νά διδάσκουν τά σχο- λιχά μας βι6λι« ^ λ ά νά τά διδάσκουν χωρίς ποτέ νά προέχη τδ ιδακτικό· χωρίς να νιωση τδ παιδί πώς διδάσκεται, παρά μονάχο του, ώς συμπέρασμα νά βγάζη τδ ήθικδ μάθημα. 1,0,0 r f '* ’ 64 !χωμ6 W “ “ 4 °χ«λ™* 19 Μαρτίου 1918 3 . Π . Κ Ω Ν ΣΤ Α Ν Τ ΙΝ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ ΟΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Τώρα πού ή γλωσσική πρόληψη άρχίζει σιγά σιγά νά ξεριζώνε­ ται καί τδ Δελτίο κυκλοφορεί σέ κάπως πλατύτερους δασκαλικούς κύκλους, κοντά στις Ιπιστημονικές μελέτες καί τά διαφωτιστικά άρθρα του δέ θά ήταν άσκοπα καί δημοσιεύματα πού νά καθοδηγούν τούς δημοδιδασκάλους μέ κάποιες λεπτομέρειες στδ καθημερινό τους Ιργο. Τδ άρθρο τής Δδαί Ζ. Ναυπλιώτη γιά τις δημοτικές παραδόσεις πού δημοσιεύτηκε στδν περασμένο τόμοι, καθώς καί δσα δημοσιεύτη­ καν γιά τδ ζήτημα αύτδ στδν Εκπαιδευτικό Έ ρευγητή2, είναι άρκετά διαφιίτιστικά καί πείθουν κάθε δάσκαλο γιά τήν παιδαγωγική .άξία τών παραδόσεων. Αύτδ δμως δέν είναι άρκετό. "Οταν άποφασίση ό δάσκαλος νά έρθη στήν πράξη καί νά διδάξη μιά παράδοση, θά στα- ματήση σ’ 2να πολύ σοβαρό έμπόδιο. Δέν κατέχει τήν Ολη, γιατί οί πολλές παραδόσεις, καθώς Ιγώ τουλάχιστον γνωρίζω, είναι στούς δασκάλους μας άγνωστες. Τδ πολύ πολύ ξέρουν μερικές άπδ τις πανελλήνιες έθνικές, καί άν τύχη νά ξέρη κανείς καί καμιά άλλη τοπική, δέν είναι πάντα εύκολο νά κρίνη γιά τήν παιδαγωγική της άξία. Τδ έργο τού κ. Πολίτηa δέν μπορεί νά τδ άποκτήση κάθε δάσκαλος, ώστε νά 2χη πρόχειρη τήν Ολη, καί σύμφωνα μέ τίς δδη- γίες πού Ιχουν δοθή νά κάνη Ικεί τήν έκλογή. IV αύτδ στδ συνέ- 1 Ζ. Ν α υ π λ ι ώ τ η , 01 δημοτικές παραδόσεις στό σχολείο, Δελτίο Έ κ π α ι- . δευτικοΰ ‘Ομίλου, 7, (1919), 196-208. 2 Τό παιδαγωγικόν φροντιστήριον, Ε κπα ιδευτικός ’Ερευνητής, τ . 3, (1919), άρ. 85, σ. 6-8. 3 Ν. Π ο λ ί τ η , Μελεται περί τοΟ βίου κ α ί τής γλώσσης του έλληνικοδ λαοδ. Παραδόσεις, μέρ. Α ', 1904, σ. 1-624, μέρ. Β ', 1904, σ. 625-1348 κ α ί 6 π ίνακες, στή Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Παράρτημα άρ. 5, άρ. 255-258, 259-262. 32 Π. Κωναιαντινοπουλου 8ρ» τών έπιθεωρητών τήν περασμένη άνοιξη διατυπώθηκε καί μιά εύχή δταν συζητήθηκε τό θέμα αύτό: Επιτροπή άπό ειδικούς νά κάμη μιά έκλογή άπό τις παραδόσεις κι δστερα νά τυπωθούν α6τές σέ βιβλίο καί νά δοθούν στούς δασκάλους. Δέν ξέρω άν θά πραγματοποιηθή ή εύχή αύτή καί πότε. 'Ως τότε θά μπορούσε κανείς νά δημοσιέψη γιά τούς δημοδιδασκάλους μερικές άπδ τις παραδόσεις, τουλάχιστον Ικεΐνες γιά τις όποιες δέν Ιχει καμιά άμφιβολία, ούτε καί άντίρρηση γιά τή διδακτική τους άξία. Λίγες σημειώσεις γιά τδ περιεχόμενο καί μερικές σύντομες όδηγίες γιά τό χρόνο καί τόν τρόπο τής διδασκαλίας τής καθεμιάς, βγαλμέ- νες άπό τή συζήτηση πού έγινε στό συνέδριο τών έπιθεωρητών, νομίζω πώς θά είναι πολύ έπιβοηθητικές στήν έργασία τού δασκά­ λου. Φυσικά θά περιοριστώ ν’ άναγράψω δσες παραδόσεις άναφέρον- ται σέ γνωστά ιστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τόπους, καί σέ γνωστά ζώα, φυτά κτλ., γιατί οί περισσότερες άπ’ αότές Ιχουν πανελλή­ νια διάδοση καί σημασία, καί έτσι μπορούν νά διδαχτούν σέ δλα τά σχολεία. Πρίν μπούμε δμως στό θέμα μας, άς άφήσωμε πρώτα πρώτα τήν ίδια τήν Παράδοση^νά μιλήση γιά τόν έαυτό της καί γιά τήν άξία της μέ τήν πένα τού ποιητή Δροσίνη: . « Π οιά ε ίμ α ι θ ές ν ά μ ά θ η ς ; Π ο ΰ θ ’ έρχομαι, πού πάω ;» — «Γ εννήθηκα, π α ιδ ί μου, μ α ζί μ’ αύτή τήν πλάση. Χ ιλ ιάδες χρόνια τώ ρ α τόν κόσμο τρ ιγυρνάω κα ί θ ά π εθ ά νω μόνον, όταν ή γη χαλάση! Σ ιο ιις βράχους, στά ποτά μ ια , μές σ τις σπηλιές, σ ιά δάση, στά κάστρα κ α ί στούς πύργους γυρνώ όλα μου τά χρόνια· Μ υριόχρον’ ή ζω ή μου έκεΐ Ι χ ε ι περάσει κ α ί κ ε ϊ θ ε ν ά περνάη α ιώ νια, α ιώ ν ια ! ■Έχω βα ρ ιά κατάρα· π άντα ν ά ζ ώ κλεισμένη μέσα στής γ η ς . τ ά σπλάχνα, στό κρύο τό σκοτάδι. Ό λ η μ ε ρ ίς νά μένω σά ζω ντανή θαμ μένη κ α ί μοναχά τις νύχτες νά βγαίνω άπό τό ν "Αδη. Κ ι δμω ς έγώ ε ίμ α ι μόνη βασίλισσα τού κόσμου. Ό λ ο ι ο ί λαο ί δ ικ ο ί μου, δ τ ι τούς π ώ μ’ άκοΰνε, κ ι ά κό μ α κ ι ο ί μεγάλο ι πού μέ περιφρονούνε, ταπεινω μ ένο ι σκύφτουν πολλές φ ορές εμ π ρ ό ς μου. Μ έ τά σοφά μου λόγια στόν κόσμο βασιλεύω, π α ιδ ιά κ α ί ν ιο ί κ α ί γέρ ο ι, δ λ ' ε ίν ’ υπήκοο ί μου, κ ι αλίμονο σέ δπο ιον μέ κάνει κ ι α γ ρ ιε ύ ω ! Γ ίνετ’ οργή κυρίου κ α ί κόλα σ ' ή φ ω νή μου. Ο ί νεοελληνικές παραδόσεις στό δημοτικό σχολείο 33 Μ ’ άπ* όλες μου τ ις χάρες ή π λ ιό αγαπημένη, έ χ ε ι πού σ τά π α λ ιά μου λαμ πρές η μ έρ ες είδα , έ χ ε ι π ο ύ χ θ ε ς άκόμ α γυρνοΰσα δοξασμένη, είν ’ ή δική σας χώ ρα , ή έμορφ η πατρίδα . ’Από τά μαύρα χρόνια πού χάσ ατε τή ν Π όλη κ ι ο ί Τ ο ύρ κο ι τή ν "Ελλάδα πατήσαν π έρ α πέρα, κ α ί σ ιή σκλαβιά τους γ ε ϊρ α ν α πελπ ισ μένο ι όλοι, μόνον εγώ μηνούσα έλευθερ ιδς ήμέρα. Κ αί τώ ρα , δ τα ν δειλ ιάζη κ αμ ιά φ ο ρά ή ψ υχή σας, π ρ ο φ η τικ ά σάς κ ρ ά ζε ι τό ίδ ικό μου στόμα. Π ώ ς ζ ή δ Κ ω νσταντίνος, β α θ ιά κ ο ιμ ά ι’ άκόμα, κ α ί σάν θ ε ν ά ξυπνήσ η—ή Π όλη είνα ι δ ική σας! Π ο ιό ε ίνα ι τ ’ δνομά μ ο υ ; Ά λ λ ο ι μέν λέν άλήθεια , έκδίκηση, κ α τά ρ α — ή Σ τρ ίγκ λ α τή ς έρήμου, ή μ ιά γρ ιά πού ξέρει νά λέη π αρα μύθ ια ·— Τ ’ α λη θ ινό μου ε ίνα ι Π αράδοσ ις , π α ιδ ί μου». . Τις παραδόσεις μπορούμε νά τις χ-ωρίσωμε σέ παραδόσεις πού Ιξυπηρετούν τά φ ρ ο ν η μ α τ ι σ τ ι κ ά μαθήματα καί σέ κείνες πού έξυπηρετούν τά φ υ σ ι ο γ ν ω σ τ ι κ ά . Στις πρώτες άνήκουν οί ιστο­ ρικές παραδόσεις, πού μιλούν γιά τήν Πόλη καί τήν Αγια-Σοφιά, καθώς καί άλλες, πού άναφέρονται σέ μυθικά πρόσωπα καί φανταστικά δντα. Αότές θά διδαχτούν φυσικά στις άνώτερες τάξεις τού δημοτι­ κού σχολείου, παράλληλα μέ τήν δλη τής έλληνικής ιστορίας πού άναγράφει τό πρόγραμμα ή καί στό μαθημα τής άναγνωσεως, δταν παρουσιάζεται εόκαιρία. "Αν ή παράδοση θά λέγεται στήν άρχή τής μεθοδικής ένότητας στό σχετικό ιστορικό μάθημα, στή μέση ή στό τέλος, είναι ζήτημα πού μόνον ό δάσκαλος μπορεί νά τό καθορίση. Σ τις παραδόσεις πού δημοσιεύονται πάρα κάτω , μιά κ α ί προορίζονται γ ιά τό δημοτικό σχολείο, ήταν άνάγκη νά συμμοργωθή κάπω ς κ α ί ή γλώσσα τους στόν τύπο τή ς κοινής δημοτικής, πράμα Αναγκαίο γιά μερικές προπάντων παραδόσεις, μέ πολλούς Ιδιωματισμούς. "Ετσι γ ιά παράδειγμα άντί π α ο ι α μ ο ν , oovyhae, το ονπα , ν γ ιό ς , δντα ς , άπουπάνον γράφηκε πασα μ ο υ , σούβλισε, τρ ν π α , γιος , οταυ, άπ οπάνω , άντ! ά ννποψ τα γράφηκε ¿»ύποπτα, άντί ο χ ο ιώ θ η , ά ν ιβ η , ή φ ιρ ι , ( μ α ο · ρειγε, γέλαγε ο χο τώ β η χε , άνέβηχε, Ιφ ερ ε , μ π ο ρ ο ΰσ ε, γελούσε. Α . Π α ρ α δ ό σ ε ι ς γ ι ά Ι σ τ ο ρ ι κ ά γ ε γ ο ν ό τ α κ α ί π ρ ό σ ω π α , Ι σ τ ο ρ ι κ ο ύ ς τ ό π ο υ ς κ α ί μ υ & ι κ ά ή φ α ν τ α σ τ ι κ ά δ ν τ α . 1. ‘Ο Μαρμαρωμένος βασιλιάς. "Οταν ήρθε ή ώρα νά τουρκέψη ή Πόλη καί μπήκαν μέσα οί Τούρκοι, ετρεξε δ βασιλιάς μας καβάλα στ’ άλογό του νά τούς έμπο- 3 34 Π . Κωνστΰντινοπούλου δίση. Ή τα ν πλήθος άρίφνητο ή Τουρκία, χιλιάδες τόν έβαλαν στή μέση, καί κείνος χτυπούσε κι έκοβε άδιάκοπα μέ το σπαθί του. Τότε σκοτώθηκε τ’ άλογό του, κι Ιπεσε κι αυτός. Και κεΐ πού ένας άρά- πης σήκωσε τό σπαθί του νά χτυπήση τό βασιλιά, ήρθε άγγελος Κυρίου· καί τόν άρπαξε καί τόν πήγε σέ μια σπηλιά βαθιά στή γή κάτω, κοντά στή Χρυσόπορτα. Εκεΐ μένει μαρμαρωμένος ό βασιλιάς καί καρτερεί τήν ώρα νάρθη πάλι ό άγγελος νά τόν σηκώση. Ο ί Τούρκοι τό ξέρουν αύτό, μά δεν μπορούν νά βρουν τή σπηλιά που είναι δ βασιλιάς· γ ι’ αύτό έχτισαν τήν πόρτα πού ξέρουν πώς άπ’ αυτή θά μπή δ βασιλιάς γιά να τους παρη πίσω τήν Πόλη. Μά δταν είναι τό θέλημα τού Θεοΰ, θά κατεβή δ άγγελος στή σπηλιά καί θά τόν ξεμαρμαρώση καί θά τού δώση στό χέρι πάλι τό σπαθί, πού είχε στή μάχη. Καί θά σηκωθή 6 βασιλιας και θα μπή στην Πόλη άπό τή Χρυσόπορτα καί κυνη­ γώντας μέ τά φουσάτα του τους Τούρκους θά τούς διώξη ως τήν Κόκκινη μηλιά. Καί θά γίνη· μεγάλος σκοτωμός, πού θά κολυμπήση τό μοσκάρι στό αίμα. Τήν παράδοση αό:ή τήν έχει ποιητικά διασκευασμένη 6 Β ι ζ υ η - ν ό ς καί σ δλους τους δασκάλους είναι γνωστό τό ποίημα «Τόν είδες μέ μάτια σου, γιαγια, τά Β ασιλέα;. . .» . Είναι, τόσο πολύτιμη δσο καμιά άλλη έθνική παράδοση. . . : Ά π ό τά μανρα χρόνια πού χάσαμε την Πόλη καϊ στή σκλαβιά τονς γειραν απελπισμένοι δλοι, μόνον αύτή μηνοΰσεν έλενάεριας ήμερα. Άποιίάτω άπό τό μυθικό πέπλο της εύκολα διακρίνει κανείς τή μεγάλη ιστορική άληθεια πού κρύβει, γιατί ή παράδοση κατά τόν ποιητή «πάντοτε κρύβει μέσα στό ψέμα τήν άληθεια». Καί ή άλήθεια αύτή είναι, δ ιι ή έλπίδα στήν άνόρθωση καί τήν άποκατάσταση της φυλή; μας δέν Ιλειψε ποτέ άπό τήν ψυχή τού έλληνικοΟ λαού μ’ δλες τις συμφορές πού τοΟ έφερε ή σκλαβιά. Τήν ίδια βαθιά ιστο­ ρική άλήθεια βλέπει κανείς καί στις άκόλουθες παραδόσεις. 2. ‘Ο παπάς τής 'Αγια-Σοφιάς. Τήν ώρα πού μπήκαν οί Τούρκοι στήν Ά για -Σ οφ ιά δέν είχε τελειώσει άκόμη ή λειτουργία. Ό παπάς πού έκανε τή λειτουργία · πήρε άμέσως τό άγιο δισκοπότηρο, ανέβηκε στά κατηχούμενα, μπήκε σε μια θυ ρ α κ α ιή θυρα έκλεισε άμέσως Ο ί Τούρκοι πού τόν κυνή­ Ο ί νεοελληνικές παραδόσεις στό δημοτικό σχολείο 35 γησαν, είδαν νά γίνη άφαντος καί ήβραν έμπρός των τοίχο· πολέ­ μησαν νά τόν χαλάσουν μέ .τά δπλα τους καί δέν μπόρεσαν. “Εφεραν ύστερα χτίστες, καί κείνοι δέν έκαμαν τίποτα. Προσκάλεσαν κατόπι δλους τούς χτίστες τής Πόλης, έβαλαν τά πάντα σ’ ένέργεια νά γκρε­ μίσουν έκεΐνον τόν τοίχο, αλλά καί αυτών οί κόποι πήγαν χαμένοι. Ούτε μέ λοστούς ούτε μέ δλα τά σύνεργα δέν μπόρεσαν νά χαλά­ σουν τόν τοίχο. Γιατί είναι θέλημα θεοΰ ν’ άνοιξη ή θύρα μόνη της, δταν έρθη ή ώρα, καί νά βγή άπό κεΐ ό παπάς νά τελειώση τή λειτουργία στήν Ά για-Σόφιά , δταν θά πάρωμε πίσω τήν Πόλη. $. Ό παπάς τής ‘Αγια-Σοφιάς. “Οταν οί Τούρκοι μπήκαν στήν Ά για-Σοφιά , ένας παπάς έκανε λειτουργία. Ο ί χριστιανοί πού ήταν μαζεμένοι σκόρπισαν, κι ένας γιενίτσαρος σήκωσε τό σπαθί του νά σκοτώση τόν παπά. ’Αλλά δέν μπόρεσε νά τόν κόψη, γιατί άφανίστηκε άπό μπρός του, καί θά γυρίση πάλι νά τελειώση τή λειτουργία τόν καιρό πού ή Ά για -Σ οφ ιά θά γίνη πάλι δική μας. 4. Τά τηγανισμένα ψάρια. Τόν καιρό πού είχαν ζώσει τήν Πόλη οί Τούρκοι, ένας καλόγε­ ρος τηγάνιζε έφτά ψάρια στό τηγάνι, Τά είχε τηγανίσει άπό τή μιά μεριά κι δ τι ήταν νά τά γυρίση άπό τήν άλλη, έρχεται ένας καί τού λέει πώς πήραν οί Τούρκοι τήν Πόλη. « Ποτέ δέ θά πατήσουν τήν Πόλη οί Τούρκοι» λέει 0 καλόγε­ ρος. Τότε θά τό πιστέψω αύτό, δν αυτά τά ψάρια τά τηγανισμένα ζωντανέψουν!» Δέν απόσωσε τό λόγο καί τά ψάρια πήδησαν άπό τό τηγάνι ζωντανά κι έπεσαν σ’ ένα νερό ΙκεΙ κοντά. Καί είναι ώς τά σήμερα τά ζωντανεμένα έκεΐνα ψάρια στό Μπαλουκλί, καί θά βρίσκωνται έκεΐ μισοτηγανισμένα καί ζωντανά, ώς νάρθη ή ώρα νά πάρωμε τήν Πόλη. Τότε λέν πώς θαρθή ένας άλλος καλόγερος νά τ’ άποτηγανίση. 'Η ΐδια παράδοση, σ’ άλλη παραλλαγή, λέει πώ ; «άλλοτε πριν τό πάρουν οί Τούρκοι ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο τό βασίλειό μας. Ή ταν δική μας ή Πόλη καί θά τήν πάρουμε π ά λ ι...» . 5. Ή άγια Τράπεζα τής Ά για -Σ ό φ ιά ς , Τήν ή μέρα που πάρθηκε ή Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι τήν Ά γ ια Τράπεζα τής Ά για-Σοφιάς, νά τήν πάη στή Φραγκιά, γιά νά μήν πέση στά χέρια των Τούρκων. Έ κεΐ δμως, στή θάλασσα τού 36 Π. Κωνσταντινοπούλου Μαρμαρά, άνοιξε τό καράβι καί ή άγια Τράπεζα βουλίαξε στον πάτο. Στο μέρος Ικεΐνο ή θάλασσα είναι, λάδι, δση θαλασσοταραχή, καί κύματα κιαν είναι γύρω. Και τό γνωρίζουν τό μέρος αυτό άπδ τή γαλήνη πού είναι πάντα έκεΐ καί άπό την ευωδία πού βγάνει. Πολλοί μάλιστα άξιώθηκαν και νά τή δουν στα βάθη τής θάλασ­ σας. Ό τα ν θά πάρωμε πάλι την Πόλη, θά βρεθή καί ή άγια Τρά­ πεζα καί θά τή στήσουν στην Ά για-Σοφιά, νά γίνουν σ’ αυτή τά Ιγκαίνια. 6. Ό σταυρός τής 'Α για-Σοφίας. Πέντ έξι χρόνια προτού νά γίνη τό πρώτο σεφέρι φάνηκε άπο- πάνω άπό τό θόλο τής Ά γ ια -Σ ό φ ιά ς ένας φωτεινός σταυρός. Ο ί Τούρκοι κατατρόμαξαν κι έκαμαν πολλά νά τον σβήσουν, μά δεν μπόρεσαν. Αυτό ήταν σημείο φανερό άπό τό Θεό, πώς θά γίνη πάλι δική μας ή Ά για -Σ όφ ιά . Σ ’ ίλες τις παραπάνω παραδόσεις δ έλληνικός λαός μέ πεποί- θηση πιστεύει πώς «θά γίνη πάλι δική μας ή Πόλη κι ή Άγιά-Σοφιά.» Ο θρύλος τής κλεισμένης θόρας καί τής μισοτελειωμένης λειτουρ­ γίας δέν είναι μΟθος γιά τόν έλληνικό λαό, άλλά ιστορικό γεγονός. Πέρσι, όταν μέ χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες πανηγύριζε ή Ελλάδα, γιά τόν έλληνικό στόλο πού έμπαινε στήν Πόλη, τήν ίδια μέρα Ινας γέρος μέ ρωτούσε: «Τώρα πού θά πάρουμε πίσω τήν Ά για-Σοφιά άπό πού θ’ άρχίση ή λειτουργία; Γιατί άλλοι λένε πώς σταμάτησε τότε στ’ άγια κι άλλοι στό κοινωνικό». Οί μυθικές λοιπόν αύτές διηγήσεις πιστεύονται άπό τό λαό γιά άληθινές καί δέν Ινσαρκώνουν μόνον τούς πόθους του, άλλά καί τήν άσάλευτη πεποίθησή του πώς θά έκπληρωθούν τά ίδανικά τής φυλής μας. Τήν ίδια ίστορική άλήθεια κρύβει καί ή άκόλουθη παράδοση. 7. Τό χυπαρίοβι. Κοντά στό Μιστρά, σέ μιά ψηλή θέση πού έχει άποκάτω ολο τόν κάμπο τής Σπάρτης, ήταν ένα μεγάλο κυπαρίσσι, τό μεγαλύτερο κυπαρίσσι τού κόσμου. Τώρα δέν υπάρχει πιά' είναι λίγα χρόνια κάποιος είχε άναψει φωτιά Ικεΐ κοντά καί δέν πρόσεξε, καί άναψε τό κυπαρίσσι και κάηκε. Αύτό τό κυπαρίσσι έχει τήν Ιστορία του. Έ π ί Τουρκίας Ινας πασάς πήγε σ’ αυτήν τή θέση νά διασκέδαση. “Εβαλε καί τού έψησαν ενα σφαχτό καί κάθισε κι έφαγε. Είχε μαζί του ένα βοσκό, ενα νέο παλικάρι χριστιανόπουλο καί τόν ύπηρε- τούσε. Για μιά στιγμή τό παιδί, πού έριξε τή ματιά του καί παρα­ τήρησε εκείνο τό ώραΐο θέαμα, τόν κάμπο μέ τις πρασινάδες καί τ’ άφθονα νερά καί τά βουνά γύρω, τόν έπιασε τό παράπονο καί άναστέναξε. Τό είδε ό πασάς καί τόν ρωτά: «Μωρέ Ρωμιέ, τ ί έχεις κ ι αναστενάζεις;»—«Τί νάχω, πασά μου, τού λέει, συλλογίζομαι πώς δλα αύτά τά μέρη ήταν δικά μας μιά φορά καί μάς τά πήρατε- μά τό λένε τά χαρτιά μας, καί έχω τήν ελπίδα μου στό θεό, πώς μέ καιρό πάλι δικά μας θά γίνουν». ‘Ο πασάς θύμωσε: «Μωρέ, τί τσαμπουνάς αυτού;» τού λέει- καί ■αρπάζει τήν ξύλινη σούβλα πού είχαν ψήσει τό άρνί καί τήν καρ- φώνει στή γη. «Νά, τό βλέπεις αύτό; λέει. Ά ν αύτό τό ξερό παλούκι βγάλη κλαριά, τότε νάχετε Ιλπίδα πώς θά ξαναπάρετε πίσω αυτά τά μέρη». Τήν άλλη μέρα ή σούβλα ρίζωσε στή γή καί ξαναβλάστησε κα ί φούντωσε καί θέριεψε κι έγινε τό περήφανο κυπαρίσσι που γνωρίζαμε....... Κι έδώ γίνεται θαύμα. Τό ξερό ξύλο ξαναβλάστησε γιά νά έπι- βεβαιώση πώς οί έλπίδες τού σκλάβου Ρωμιού θά Ιρθη καιρός νά •πραγματοποιηθούν. Μιά άλλη παράδοση πόσο ζωηρό μάς παρουσιάζει τό μεγάλο ■σκοτωμό πού Ιγινε στήν Άγιά-Σοφιά, άμα μπήκαν μέσα οί Τούρκοι! 8. Ή κολόνα τής Ά γ ια - Σόφιας. Σέ μιά κολόνα τής Ά γ ια - Σόφιάς, ψηλά πολύ ψηλά, φαίνεται ως τώρα αίμα. Είναι σημάδι πού έβαλε ό άμιράς 6 Μουχαμέτης μέ τήν παλάμη του βουτημένη στό αίμα, όταν μπήκε στήν Ά γ ιά -Σ ο φ ιά •καί τήν έκαμε τζαμί. Κι έφτασε τόσο ψηλά, γιατί πατούσε άπάνω σέ σωρούς κορμιά των χριστιανών, πού σκότωσαν μέσα στήν Ικκλησιά οί Τούρκοι. Μέ τή διδασκαλία γιά τήν άνοικοδόμηση τής Ά για -Σ όφ ιάς μπο­ ρεί νά συνδυαστή καί ή άκόλουθη παράδοση, πού μάς λέεη πώς καί ό θεός βοήθησε νά γίνη τό μεγάλο αύτό Ιργο. 9. Τό αχέδίο τής Ά γ ια - Σόφιας. "Οταν δ βασιλιάς στήν Πόλη αποφάσισε νά χτίση τήν Ά γ ιά - Σοφιά, κανείς τεχνίτης δέν μπόρεσε νά τού παρουσίαση σχέδιο που νά τού άρέση. Καί δταν μιά φορά πήγε νά λειτουργηθή ό βασιλιάς καί άπόλυσε ή εκκλησία, εκεί πού έπαιρνε τό άντίδωρο άπό τού πατριάρχη τό χέρι, έπεσε τό άντίδωρο χάμω. Σκύβει να το παρη, δέν τό βρίσκει. "Οταν έξαφνα βλέπη μιά μέλισσα μέ τό άντίδωρο στό στόμα νά πετά άπό τό παράθυρο. Βγάνει διαταγή, δποιος έχει 01 νεοελληνικές παραδόσεις στο δημοτικό σχολείο 37 38 Π . Κωνσταντινοπούλου μελίσσια νάτάτρυγήση, γιά νά βρεθή τό άντίδωρο. Καί άλλος κανείς δεν τόβρε, παρα ό πρωτομάστορας, πού σ’ ένα κυψέλι είδε άντί γιά κερήθρα μια πανώρια εκκλησία πελεκητή καί στήν άγια Τράπεζά της τό άντίδωρο. Τήν είχε φτιασμένη ή μέλισσα μέ τή χάρη τού άντίδωρου τής προσφοράς. Αύτή τήν έκκλησία παρουσίασε δ πρω­ τομάστορας στο βασιλιά καί ίδ ια μ’ αύτή έκαμαν τήν Ά για-Σοφιά . Εκτός δμως άπό τις έθνικές αότές παραδόσεις είναι κι άλλες πού ΙξυπηρετοΟν τά ιστορικά μαθήματα καί τίς όποιες μπορεί ό δάσκαλος νά διδάξη στις άνώτερες τάξεις σέ κατάλληλη εύκαιρία. Αναγράφω καί μερικές άπ’ αότές. 10. Τό κόψιμο τώ ν γλωσοων. "Οταν 6 βασιλιάς τής Περσίας (Τουρκίας) πήρε ολη τή χώρα, «ελησε νά ξεριζωση τή χριστιανική θρησκεία. Γρήγορα δμως κατά- Α*6ε πως ποτέ δέ 0« τό κατορθώση, δσο οί άνθρωποι μιλούσαν ελληνικά έπρεπε να ξεμάθουν πρώτα τή γλώσσα τους, γιά ν ’ άλλά- ξουν τη θρησκεία τους. Πρόσταζε λοιπόν κι έκοψαν τίς γλώσσες ολων των παιδιών. Μεγάλωσαν τά παιδιά, κι ύστερα άπό τή βουβή αυτη γενιά τους, ήρθε ή άλλη, ή γενιά τών παιδιών τους, καί αύτή άναγκαστηκε νά μάθη τή γλώσσα έκείνων «ου τούς σκλάβωσαν. Μοναχα στο χωρίο μας έτυχε καί τό λησμόνησαν γ ι’ αύτό έπειδή δέν τους έκοψαν τίς γλώσσες φύλαξαν καί τή γλώσσα καί τή θρη­ σκεία τους και μιλούν Ιλληνικά στο Μελεχουμπί, δν καί ολα τ ’ άλλα χωρία όλόγυρα μιλούν τούρκικα. Καί έδ& μιά ιστορική άλήθεια. Ή βίΛ τοΟ καταχτητή ήταν ή αίτια ν άλλάξουν δστερα άπό αιώνες τή γλώσσα τους οί "Ελλ«νεσ τής Μ. Άσίας. 4 11. Ό βαοιλιάς ‘Αλέξαντρος καί οί Καραγκούνηόες. Τον παλιό καιρό, είχε μιά φορά 0 βασιλιάς Άλέξαντρος πόλεμο έκει κατα τά Φάρσαλα. Ο ί Θεσσαλοί πού ήταν μαζί του ήρθε στιγμή καί δείλιασαν καί τον άφήκαν κι έφυγαν. Τότε οί γυναίκες τους πού έφερναν, νερό στο στρατό, καθώς είδαν τούς άντρες νά φεύγουν, άρπαξαν τ άρματά τους, στάθηκαν, πολέμησαν καί νίκησαν. Ό Αλέξαντρος λοιπόν γιά νά τίμηση τήν παλικαριά τους καίγιά νά ντροπιαση τούς άντρες, έβγαλε διαταγή νά φορέσουν νά μαντίλια των γυναικών οί άντρες, καί τών άντρων τις περικεφαλαίες οί γυναί­ κες. Κ ι άπό τόν καιρό εκείνο οί Καραγκούνηδες φορούν μαύρα μαν­ τίλια στο κεφάλι καί οί γυναίκες τους φορούν περικεφαλαίες. Ο ί νεοελληνικές παραδόσεις στο δημοτικό σχολείο 39 12. 01 Γοργόνες. Ο ί Γοργόνες είναι ωραίες γυναίκες, μά άπό τή μέση καί κάτω έχουν ούρά ψαριού. Βρίσκονται στή Μαύρη Θάλασσα καί πολλές φορές κατεβαίνουν καί κάτω στα νερά μας "Αμα τύχη κανένα καράβι στό δρόμο τής Γοργόνας, τό άρπάζει άπό τήν πλώρη καί ρωτάει: «Ζή ό βασιλιάς Άλέξαντρος;» Ο ί ναύτες πρέπει νά είποΰν: «ζή καί βασιλεύει», ή «ζή καί βασιλεύει καί τόν κόσμο είρηνεύει». Τότε ή Γοργόνα άπό τή χαρά της γίνεται ωραία κόρη, παύει τούς άνεμους καί τά κύματα, καί παίζει τή λύρα της καί τραγουδεΐ γλυκά τραγούδια· άπ’ αύτή μαθαίνουν οί ναύτες τούς καινούριους σκοπούς. Γ ι’ αύτό δταν άκουστή κανένα τραγούδι μέ νεόβγαλτο σκοπό, λένε γιά κείνον πού τό τραγουδεΐ, πώς τ’ άκουσε άπό τή Γοργόνα. Ά ν ομως δέν ξέρουν οί ναύτες καί κάμουν τό λάθος νά είποϋν πώς ό βασιλιάς Άλέξαντρος πέθανε, άγριεύει ή Γοργόνα καί δίνει μιά καί πετά ψηλά τό καράβι καί πέφτει καί πνίγονται δλοι στή θάλασσα. Ή φεύγει μέ θρήνους καί μοιρολόγια, κι άπό τά κλάματά της σηκώ­ νεται φοβερή φουρτούνα καί πνίγει τό καράβι καί δέ γλιτώνει κανείς. ’Επίσης, δταν θά διδαχτή τό Ιπεισόδιο τοϋ Κύκλωπα στήν ’Οδύσ­ σεια, μπορεί νά διδαχτή καί ή παράδοση τοΟ μυλωνά καί τοΟ καλι­ κάντζαρου, πού Ιχει τόση όμοιότητα. 'Όπως ό Όδυσσέας έτσι κι έδώ ό μυλωνάς γέλασε τόν καλικάντζαρο μέ τό διφορούμενο όνομά του. 13. ‘Ο μυλωνάς καί τά λνχοκάντζαρα. Στής Τουρκίας τόν καιρό, τού Χριστού άνήμερα, ένας μυλωνάς σηκώθηκε άπό τά μεσάνυχτα για νά ψήση τό γουρουνάκι πού είχε μαδημένο αποβραδίς. Ά να ψ ε τή φωτιά, άλάτισε τό γουρουνάκι καί σαν τό σούβλισε, κάθισε άνύποπτα καί τό γύριζε. Ά ξαφ να τού παρουσιάζεται ένας λυκοκάντζαρος. Είχε περάσει άπό τήν τρύπα πού έβγαινε τό νερό τής δέσης. Κρατούσε στό χέρι του μιά βεργίτσα και στην άκρη τή ς ' βεργίτσας είχε μπηγμένο ένα σφαρδακλάκι (βατρα- χάκι). Τ ί τόν θέλεις τό μυλωνά· τά χρειάστηκε γιά καλά- ουτε τό σταυρό του δέν μπόρεσε νά κάμη. «Πώς σέ λένε, μπάλπα;» τού λέει, γιατί τέτοια πωρικά πού είναι, μαθές, τά λυκοκάντζαρα ψευδίζουν κιόλα. Τ ί σοφίστηκε τού μυλωνά καί τού λέει! «Ά τός μου, μέ λένε» < Ά , μπάλπα Ά τέ μου, ώλαΐο δνομα έχεις· δέ μοΰ τ’ αλείφεις καί μένα;» Καί έτσι λέγοντας, έβαζε τό σφαρδακλάκι καί τό άλειφε άπάνω στή γουρνοπούλα καί τό έγλειφε. Καί πάλι: « Μπαλπ’ Ά τέ μου, άλειφ’ τό μου καί μένα». Καί τά ίδια, άλειφε τό σφαρδακλάκι στήγουρνοπουλα καί τόγλειφε. Ό μυλωνάς ΰπομόνεψε, ύπομόνεψε, άλλά στό τέλος, που κόντευε νά ψηθή ή γουρνοπούλα, τή σηκώνει καί του δίνει μιά στά μούτρα τού καλού σου τού λυκοκάντζαρου πού καθώς ζεματοίσε τόν έκαψε γιά καλά. Βάζει τίς φωνές 6 λυκο- κάντζαρος: «Τλεχάτε, αδέλφια! σώστε με άδέλφια! Κάηκα, κάηκα!» Μά ώσπου ναρθούν τ’ άδέρφια, προφτάνει ό μυλωνάς και μαζί μέ τή γουρνοπούλα, φορτώνει τά δυό σακιά τό άλεύρι άπάνω στό μου­ λάρι του· καθεται στή μέση καί κείνος, καί σάν κουκουλώθηκε μ’ ένα βάισμα καλά, βαρεΐ καί φεύγει. , ^ πε0ν««ι ωρα πολλή, πού τριγυρίζουν οί άλλοι λυκοκάντζαροι το^άδέρφι τους τό καημένο καί άρχίζουν νά ρωτάνε: «Ποιος σ εκαψε, βλέ, βλέ, ποιος σ’ έκαψε;»— * Μ’ έκαψε ό ’Ατός μου, μ’ έκαψε δ Ατος μου»— «Βλέ, τί λές; πώς έκαμες καί κάηκες άτός σου; Στρα­ βός ησουνε ή μεθυσμένος κι έπεσες άπάνου στή θράκα;» «“Οχι! δέν έκαηκα άτός μου, άλλά μ’ έκαψε δ Ά τός μου! μ’ έκαψε δ Ά τός μου!»— «Τί θά εϊπή δέν έκάηκες άτός σου, άλλά σ’ έκαψε δ άτός σου; βλέ μή λάχη κι είσαι μεθυσμένος;» Κ ι άρχίσανε τά γέλια κι άλλος τον πείραζε άπό δώθε κι άλλος τόν πείραζε άπό κείθε. Β . Παραδόσεις γ ιά ζώ α κα ί φ ντά , οΰράνια σώ ματα κα ι μετεω ρολογικά φαινόμενα. Οί παραδόσεις αότές πρέπει νά συνδυάζωνται μέ τή διδασκαλία τών φυσιογνωστικών μαθημάτων καί μπορεί νά διδαχτούν σ’ δλες τίς τάξεις τοΟ ^δημοτικού σχολείου καί προπάντων στις κατώτερες· Αφορμή γιά τή διδασκαλία τους δίνεται σέ μιά σχολική Ικδρομή ή καί μέσα στό σχολείο, στό μάθημα τής πατριδογνωσίας καί τής φυσι­ κής ιστορίας. 1. Τά οτάχνα. Τήν ήμέρα τού Ευαγγελισμού τά στάχυα σκύβουν καί φιλούν τή γή, τήν άποχαιρετούν καί λένε: «Έ χε γειά, μανούλα μου, καί πά μάς φαν οί λύκοι». Καί ή γή τά χαιρετά καί κείνη καί λέει: « ’Εσάς οί λύκοι τρώγουν σας, μά γώ τρώγω τούς λύκους». • Εύκολα θά καταλάβη τό παιδί ποιοι λέγονται άλληγορικά λύκοι στήν τόσο χαριτωμένη, άλλά καί τόσο φιλοσοφική αύτή παράδοση. 2. Τά ατοιχειωμένα πλατάνια. Στό χωριό τής Λέκας, στή Σάμο, βρίσκονται πολλά πλατάνια, μεγαλα καί φουντωτά, άλλά κανείς δέν τολμά νά βάλη άπάνω τους 40 Π. Κωνσταντινοπούλου · πελέκι ή πριόνι. Μιά φορά θέλησε ενας γεωργός νά κόψη'Ινα άπό αυτά τά πλατάνια, άλλά τό στοιχειό τού δέντρου τόν έσκότωσε. 3. Ή νεράιδα που εγινε Ιτιά. Στης Μηλιάς τόν κάμπο, στ’ άμπέλια, κοντά στήν Τουρκόβρυση, στήν Αρκαδία, ήταν μιά Ιτιά. Έ ν α ς ανέβηκε ένα μεσημέρι νά κόψη κλάρες, νά τίς πάη στό σπίτι του νά μαυροπλύνουνε. Ή τα ν μονα­ χός, καί κεΐ πούκοψε δυό τρεις κλάρες, άκούει καί σειέται ή ιτιά καί σκούζει: « Ό χ ! εγώ είμαι ή ιτιά’ γιατί μέ κόβεις; Βάλε στή στιγμή τούς κλώνους στη θέση τους». Ο άνθρωπος σάστισε που άκουσε νά μιλάη τό δέντρο καί κατέβηκε λιγοθυμισμένος............ Ό λαός φαντάζεται πώς τό δέντρο έχει μέσα που ψυχή καί αισθά­ νεται, δπως καί ό άνθρωπος· καί ή ψυχή αύτή είναι ή νεράιδα πού κλαίει καί στενάζει άμα κόβεται τό δέντρο, ή τό στοιχειό πού θυμώ­ νει καί τιμωρεί ¿κείνον πού τό κόβει. Τίς δοξασίες αύτές τίς κληρο- νόμησεν δ έλληνικός λαός άπό τούς προγόνους του, οί όποιοι μέ τίς νύμφες, δρυάδες καί άμαδρυάδες είχαν τόσο ποιητικά ζωντανέψει τήν άψυχη φύση. Δέ "θέλομε νά ύποστηρίξωμε, πώς έχει τή θέση της μέσα στό σχολείο κάθε παράδοση γιά στοιχειά καί νεράιδες, λάμιες καί στρίγκλες. Γι’ αύτό καλό είναι νά περιοριστούμε σέ πολύ λίγες τέτοιες παραδόσεις. Μέ τίς δυό παραπάνω παραδόσεις μιά έντεχνη διδασκαλία θά μπορέση νά τονώση τήν άγάπη τού παιδιού πρός τό δέντρο, χωρίς τό'φόβο νά ριζώσουν μέσα στήν ψυχή του δεισιδαιμονίες καί προλή­ ψεις. Σέ πολλά μέρη τοπικές παραδόσεις άναφέρουν καί προστάτες δέντρων διάφορους άγιους. ΑύτοΙ τιμωρούν ¿κείνους πού τά βλάπτουν. Τέτοιες παραδόσεις νομίζομε πώς δέν πρέπει νά τις άφήνη τό σχολείο άχρησιμοποίητες. Είναι οί μόνες κατά τή γνώμη μου θρησκευτικές παραδόσεις, πού πρέπει νά διδάσκωνται. θυμούμαι πόσο ζωηρή έντύ- πωση είχε άφήσει στήν παιδική μου φαντασία μιά τέτοια παράδοση τού χωριού μου. Ή άκόλουθη παράδοση γιά τό αμπέλι, έχει μέσα της καί ήθική διδασκαλία γιά τ’ άποτελέσματα τής οινοποσίας. 4. Ό Διονύσιος. “Οταν δ Διονύσιος ήταν άκόμη μικρός, ταξίδευε γιά νά πάη στήν Ά ξιά. Ή τα ν πολύς δ δρόμος, άπόστασε καί κάθισε σέ μιά πέτρα νά ξεκουραστή. Έ κεΐ πού κοίταζε πέρα δώθε, βλέπει έμπρός στά πόδια του νά φυτρώνη ενα βοτάνι, πού τού φάνηκε τόσο πολύ δμορφο) Ο ί νεοελληνικές παραδόσεις στό δημοτικό σχολείο 41 ώστε άποφάσισε νά τό πάρη μαζί του καί να τό ματαφυτέψη. Τό ξερίζωσε το λοιπον καί τό κουβαλούσε μαζί του. Μ ά δ ήλιος έκαιγε πολυ και φοβήθηκε μήν ξεραθή προτού νά φτάση στήν Άξιά. Έ κεϊ βρήκε ένα κόκκαλο πουλιού, τό έβαλε τό βοτάνι μέσα καί τράβηξε το δρόμο του. Αλλα ατά ευλογημένα χέρια του τό βοτάνι τόσο γρή­ γορα μεγάλωσε, πού έβγαινε κι άποπάνω κι άποκάτω άπό τό κόκαλο' Φοβήθηκε παλι μήν ξεραθή καί συλλογιζότανε τί νά κάμη. Τότε βρήκε ενα κοκαλο λιονταριού, πού ήταν χοντρότερο άπό τού πουλιού τό κοκαλο, και σ αυτο έχωσε τό κόκαλο τού πουλιού μέ τό βοτάνι. Σέ λιγο πάλι μεγάλωσε κι έβγαινε δξω καί άπό τού λιονταριού τό κοκαλο. Βρήκε μια γαίδουροκοκάλα, πού ήταν μεγαλύτερη άπ’ αύτό κι έχωσε μέσα τού πουλιού καί τού λιονταριού τό κόκαλο καί έτσι έφτασε στην Αξιά. Ό τα ν θέλησε νά φυτέψη τό βοτάνι παρατήρησε πώς οί ρίζες του ήταν κολλημένες στα κόκαλα καί δέν μπορούσε νά τό βγάλη χωρίς να χαλαση τ ς ρίζες- τό φύτεψε λοιπόν δπως ήταν. Σέ λίγο φύτρωσε το βοταν, και προκοψε κι έγινε άμπέλι κι έβγαλε σταφύλια. Ά π ’ αύτά εφτιασε το πρώτο κρασί κι έδωσε στούς άνθρώπους νά πιοΰν. Καί , Τ0υ, θαυ^ 0«1 "0τα ν οί άνθρωποι έπιναν, στήν άρχή κελαηδούσαν σαν τα πουλιά- οταν έπιναν περισσότερο, γίνονταν δυνατοί σά λιοντά­ ρια, κι οταν έπιναν άκόμη περισσότερο, γίνονταν σάν τά γαϊδούρια. 5. ' Ο καλογιάννος. Βασιλιάς των πουλιών είναι Ó καλογιάννος Γιατί μιά φορά ζητού­ σαν τα πουλιά βασιλια καί ό θεός τούς είπε νά γίνη Ικεϊνος πού θά πεταξη ψηλότερα. Τα πουλιά δέν ήθελαν, γιατί ήξεραν πώς θά γίνη δ άετος μονον δ καλογιάννος Ιπίμενε. Παραδέχτηκαν λοιπόν τά που­ λιά, πεταει δ άετος καί άμα πέρασε δλα τά πουλιά στό ύψος καί έφτασε ως εκει πού δέν μπορούσε νά πετάξη πια ψηλότερα φώναξε· «Ιίοιος μπορεί νά πετάξη ψηλότερα άπό μένα;» Ό καλογιάννος, πού είχε κρυφτή στή ράχη τού άιτού, άνατινά- χτηκε λιγο και φώναξε: «έγώ!» Καί έτσι έγινε βασιλιάς. 0 καλογιάννος σέ μερικά μέρη τής Πελοπόννησου λέγεται κοκκι­ νολαίμης- στήν έπιστημονική γλώσσα τόν γράφουν βαοάίοκο. Είναι στόν πίνακα τών ώφέλιμων πουλιών πού έστειλε ή γεωργική έταιρεία « * δημοτικά σχολεία. Ά π ό τόν πίνακα αύτόν μπορεί νά λάβη άφορμή ό δασκαλος ν’ άσχοληθή μέ χίς παραδόσεις γιά τά πουλιά. Μερικές άπ αυτές θά είναι γνωστές καί στά παιδιά. Π. Κωνσταντινοπούλου Ο ί νεοελληνικές παραδόσεις στό δημοτικό σχολείο 43 6. Ό τσοπανάκος. Ό τσοπανάκος είναι ένα πουλί, πού μοιάζει τού κότσυφα, μέ βούλες σταχτιές καί μακριά μύτη. Τό κελάδημά του είναι σάν τό σφύριγμα τού τσοπάνη, δταν καλή τά πρόβατά του. Αυτός ήταν μιά φορά τσοπάνης καί είχε σκληρόν άφέντη. Μιά μέρα πήγε σέ μιά δουλειά καί σά γύρισε δέν ήβρε τά πρόβατά του. Από τή λύπη του τήν πολλή καί άπό τό φόβο τού άφέντη του παρακάλεσε τό θεό καί τόν έκαμε πουλί, καί ανεβαίνει ψήλα στά δέντρα, μήπως δή πουθενά τά πρόβατά του καί τά καλεΐ. Ό τσοπανάκος λέγεται καί ονριχτής, τοοηανάκι καί τσοπανο- πούλι. Τό έπιστημονικό του δνομα είναι οίττα. Είναι καί αύτός μέσα στόν πίνακα τών ώφέλιμων πουλιών. Ζή στά όρεινά μέρη καί φτιάνει τή φωλιά του στούς βράχους. Τό γνωστό ποιητή δημοτικών τράγου* διών Τσοπανάκο, τόν άκόλουθο τού Νικηταρά καί τού Κολοκοτρώνη, τόν ώνόμασαν έτσι άπό τήν όμοιότητα πού είχε μέ τό πουλί αύτό στό σφύριγμα. 7. Ή κουκουβάγια. Ή τα ν μιά φορά μιά χήρα καί είχε εννιά παιδιά άρσενικά κι ένα θηλυκό. Τό μικρότερο άρσενικό ήταν πραματευτής καί πήγαινε πολύ μακριά καί πουλούσε τις πραμάτειες του. Έ κεΐ λοιπόν θέλησε νά δώση τήν άδερφή του, πού τήν έλεγαν Αρετή, γιά νάχη άποκούμπι. Ή μάνα του δμως δέν ήθελε νά τή δώση στά ξένα, άλλά δέν τής πέρασε. Τήν πάντρεψε τό παιδί καί τήν έδωσε εκεΐ πού ήθελε στά ξένα, άλλ’ αμα τήν έδωσε δέν πέρασε πολύς καιρός και πεθάναν τά παιδιά, ώς καί τά δεκαοχτώ ξαδέρφια, γιατί κοντά στά έννιά άδέρ- φ ια είχε καί δεκοχτώ ξαδέρφια. Τότε ή μάνα βλαστημούσε δλημέρα τό μικρότερο της παιδί. Τό παιδί τότε άπό τόν τάφο σηκώθηκε καί έβαλε τό κρεβάτι του γ ι’ αλογο καί πήγε καί έφερε τήν άδερφή του άπό τά ξένα. Ά μ α δμως'μπήκανε στό χωριό στάθηκε λίγο τό παιδί πίσω. 'Η Αρετή, Ιπειδή είχε πολύν καιρό νά Ιδή τή μάνα της, άπό τόν πόνο της τόν πολύ δέν περίμενε ναρθή δ άδερφός της, καί πήγε στή μάνα της. "Αμα ομως ίδωθήκανε, κλαίγανε πολύ καί λέγανε: « δχού! » Κι άπό τόν πόνο τους τόν πολύ έγιναν χουχουβάγιες καί λένε άλόμα τό « όχουού! » . . . . Τό παιδί πούμεινε πίσω, πήγε καί χώθηκε πίσω στόν τάφο του καί δ κόσμος τούς έβγαλε τραγούδι. Τό τραγούδι αύτό είναι τό γνωστό σέ πολλά μέρη «τραγούδι τού νεκρού άδερφού» ή «τραγούδι τής Αρετής». Έ χ ε ι τήν ίδια ύπόθεση, 44 Π . Κωνσταντινοπούλου καί σέ μ ερ ιές παραλλαγές του σύμφωνε? μέ τήν παράδοση καί μετα­ μορφώνει τίς γυναίκες σέ κουκουβάγιες. 8. Ό γκιόνης. Ηταν μια φορα δυό άδέρφια και ό ενας άπ’ αύτούς ήταν δρα­ γάτης σι αμπέλια. Ο άλλος, πού τον έλεγαν Άντώνη, τού είπε μια φορά: « Απόψε θαρθώ νά σοΰ κλέψω σταφύλια ». Και κείνος του είπε: «"Ερχεσαι μά σέ τουφεκίζω». Το βράδυ πήγε σι’ άλήθεια ό Ά ντώνης καί δοκίμασε νά κλέψη σταφύλια. Ο άδερφός του τούριξε μια στον αέρα για νά τόν φοβίση, δμως χωρίς νά θέλη τόν πέτυχε καί δταν πήγε κοντά τόν έβρήκε σκοτωμένο. Τότε απο τόν πόνο του παρακάλεσε τό Θεό νά τόν κάμη ‘πουλί, γιά νά κλαίη παντοτινά τόν άδερφό του. Ό Θεός τόν άκουσε καί τόν έκαμε γκιόνη. ’Από τότε κλαίει τόν άδερφό του τόν Άντώνη καί τόν φωνάζει αδιάκοπα. Ντώνί Ν τώ ν!............ Καί τήν παράδοση αόιή τήν Ιχει διασκευασμένη ό Β ι ζ υ η ν ό ς . Μιά άλλη παραλλαγή της, όχι καί τόσο διδακτική, είναι διασκευασμένη άπό τό Δ ρ ο σ ί ν η καί βρίσκεται, ώς ποίημα, στά «ψ ηλά Βουνά». 9. Ο σκαντζόχοιρος, ή άράχνη, η χελώνα καί ή μέλισσα. Μιά μάνα είχε τέσσερα παιδιά, τό σκαντζόχοιρο, τήν άράχνη, τή χελώνα καί τή μέλισσα. Ή ρ θ ε καιρός κι άρρώστησε, κι έστειλε νά φωνάξη τό γιό της τό σκαντζόχοιρο καί τις θυγατέρες της, πού τίς είχε παντρεμένες. Ό σκαντζόχοιρος δμως είπε σέ κείνον πού τού έστειλε ή μάνα^ του, πώς εχει νά βάλη φράχτες στο άμπέλι καί δέν έχει καιρό. Ή μάνα του τόν καταράστηκε τότε: «νά τού καθίσουν τά άγκάθια στή^ράχη». Ή άράχνη είπε πώς υφαίνει πανί καί δέν έχει καιρό' καί αύτή τήν καταράστηκε ή μάνα της: «νά φαίνη καί νά διά- ζεται καί πανί νά μήν τελειώνη!» Ή χελώνα είπε πάλι πώς έχει πλύσιμο, καί γ ι’ αύτο τής έδωσε ή μάνα της κατάρα: «νά γυρίση ή σκάφη καί νά κόλληση στή ράχη της». Ή μέλισσα δμως άμα τής έφεραν τήν είδηση ζύμωνε- κι έτρεξε καθώς ήταν μέ τά ζυμάρια καί τήν πρόφτασε τή μάνα της ζωντανή. Γιά τούτο κι αύτή ευχαριστή­ θηκε και τήν ευχήθηκε δ τι πιάση στά χέρια της νά γίνεται μέλι. Από τότε ή μέλισσα είναι τό πιο εύλογημένο ζώο καί δέν έχεις αναγκη ούτε νά τό βόσκης ουτε νά τό περιποιήσαι, μά σοΰ δίνει τό μέλι χωρίς κόπο καί χωρίς έξοδα. Η παράδοση αύτή, πολύ διδακτική, είναι ποιητικά διασκευα­ Οί νεοελληνικές παραδόσεις στό δημοτικό σχολείο 45 σμένη άπό τό Β ι ζ υ η ν ό καί τήν είχε τελευταία τό άναγνωστικό τής Δ', Γ. Καζαντζάκη. Τήν ίδια διδακτική άξία έχει καί ή άκόλουθη. 10. Ή μέλισσα και ή σφήκα. Ή μέλισσα καί ή σφήκα ήταν άδερφάδες γκαρδιακές καί δμοιες στά πάντα. "Οταν άρρώστησε κάποτε ή μάνα τους βαριά τίς προσκά- λεσε νά πάνε νά τήν ίδοΰνε καί νά τίς πάνε καί τίποτα δυναμωτικό. Ή δόλια μέλισσα έτρεξε μέ προθυμία'καί πήγε καί τήν περιποιή- θηκε μέ τό παραπάνω καί τήν ευχαρίστησε. 'Η σφήκα δμως ήβρε χίλιες πρόφασες καί αιτίες, τάχα πώς δέν μπορούσε καί κείνη, δέν άδειαζε κι άλλα χίλια δυό ψέματα, καί ούτε πήγε διόλου, ούτε γιά τά μάτια τού κόσμου, πού λένε, νά Ιδή τήν κατακαημένη μάνα, πού δερνάτανε μέ τό χάρο. Κράζει πάλι τη μέλισσα η μανα της, σαν εκόν- τευε νά πεθάνη καί τήν ευχήθηκε μέ δλη της τήν καρδιά, νά ’να ι γλυκιασμένη σέ δλη της τή ζωή. Καί γ ι’ αύτό ή μέλισσα μαζώνει καί φτιάνει τό μέλι και τρέφεται μέ τούτο. Καί τή σφήκα τήν κατα- ράστήκε ξεσκούφωτη- νάναι πάντα πικραμένη, πεινασμένη κι άγλύ- κιαστη καί προκοπή νά μή δή ποτέ της. Καί γιά τούτο οί σφήκες ούτε μέλι κάνουν σάν τίς μέλισσες, ούτε στέκονται. 11. Ή δεκοχτούρα. Ή τα ν ένα δρφανό κορίτσι καί είχε κακή μητριά. Μιά φορά που ζύμωσαν, τήν έστειλε νά πάη τό ψωμί στό φούρνο. Ή τα ν δεκοχτώ καρβέλια. “Οταν ψήθηκαν καί τάφερε τό κορίτσι άπό^τό φούρνο, ή μητριά της τήν άδικόβαλε πώς έφαγε ένα καρβέλι, γιατί ήταν δεκαεν­ νιά κι έφερε δεκοχτώ. Τό καημένο τό κορίτσι έλεγε πώς δεκοχτώ ήταν τά ψωμιά, εκείνη δμως τίποτα, καί τής έκανε χίλια δυό μαρ-, τύρια γιά τό καρβέλι πού έχασε τάχα. Ά π ό τό μεγάλο της κακό παρακάλεσε τό κορίτσι τό θεό νά τή γλιτώση κι δ θεος την έκαμε δεκοχτούρα. Γ ι’ αύτό κράζει πάντα «δεκοχτώ», τάχα πώς τά ψωμιά ήταν δεκοχτώ κι δχι δεκαεννιά. 12. ‘Η νυχτερίδα. Ή νυχτερίδα ήταν πρώτα ποντίκι. Άλλά μιά φορά έφαγε το άντίδωρο σέ μιάν έκκλησιά κι έκαμε φτερά καί πέταξε. Ό Θεός δμως την τιμώρησε γιά τήν άμαρτία της καί τής πήρε τό φώς της τήν ήμέρα καί τής τό άφησε μόνο τή · ':{■«. Κι έκτος άπ’ αύτό τήν καταδίκασε νά ζή πάντα σέ έρημους τόπους καί σέ χαλάσματα. 46 Π. Κωνσταντινοπούλου 13. Τό απαλάγγι. Το σπαλάγγ.. ήταν νεκροθάφτης καί μΜΪ φορά σέ - ρΡωσ' ,α π °υ πε0«ναν πθλλο1 ?Θ«Ψ8 μισοζώντανο. Καί δ θ ε ό ς ™ καταραστη^ νά τυφλωθή, γι«τί δέν πρόσεξε, καί δλο νά σκάψτη ΤΟ μνήμα του. Και έγινε σπαλάγγι. ν . ^ ΠελοπίννΐΙαο λέ« τήν άράχνη. Έ δω πρόκειται γιά τό τυφλοπόντικα, τόν ασπάλακα. Κοί οί τρεΐς παραπάνω παραδόσεις είναι διασκευασμένες άπό τό λο ΰ Τ Β ^ Öi ^ * ίίχε 6 5 W °< ^ ^ π κ ή I I -λογή τοό Βιζυηνού « Ατθίδες αδραι», γίά ν4 μαθαίνουν τά παιδιά μερικές παραδόσεις καί μέ τήν πο ντικ ή τους μορφή. 14. Ο ήλιος καί τό φεγγάρι. u a t; « Va7 7 0 t f ] h o iW '1 τό f l* « Αδέρφια καί πήγαιναν μ α ^ ο ο δρόμο. Μιά μέρα θυμώνει δ ήλιος καί του καημένου τ Ζ W « Q io y τουβγαλε το μάτι. (Καί σήμερα άκόμα τό φεγγάρι είναι μ ενα ματι· κοιτάξετε νά τό ίδήτε). Τότε τό φεγγάρι Ιίσω *«ί παεε κλαιοντας στή μάνα του. Κι αυτή, σάν είδε τό φεγγάρι Ζ Γ τ ί Ζ β Ζ Ύ ' 7 κ ΐέ λ Γ " ε ϊΦθνρΐ0ΐ5να ^ ^ « < ^ μ -, . επαθεζί Τ ι α?μ « α είν αύτά;... *Άχ! τό κοριτσάκι μου πάει το ματακι του. Ποιος είν’ αΐττός πού σούκαμε αυτό τό κακό, πού νά μη χρ ο ν ια σ η .* -.* Αχ, μανούλα μου, μή λές τέτοια λόγια, γιατί δέν μον τοκαμε κάνας ξένος, μά τόχαμε δ άδεριρός μ ο υ » - » Α μ £ «ορ ιτ« μου, έ γ ιν ε ; , -« Ν ά έκεί πού πηγαίναμε στο δρόμο, δ έ ν ξ Ξ τϊ του είπα καί μου έδωσε μ,ά, πού ζαλίστηκα κι έπεσα κάίο>· οταν ξεζαλίστηκα και σηκώθηκα, τό ματάκι μου ήταν χυμένο. Ά χ μανούλα μου, τ ι Ιπαθα ή κακότυχη. Πώς άπόμεινα μ’ ί α μά τ ι ΐ Λ Γ χ Τ π “ κοριτσάκι μου, σωπα» είπε ή μάνα του, εκείνο ήταν νά μή γίνη τό δΓκεοδ'ίί:1" ^ 01’ Y— 8 ΐ£ θά κ(ίμωμε; Μέ ™ *“ »««* Γίπο*«ρ ζ ^ !; Ηταν να Τ.νη κι αύτό. Μά ξέρεις τ ί νά κάμης, κορι­ τσάκι μου. Να μην πηγαίνης π,ά μαζί μέ κείνον στο δρόμο· δταν , Ι Ζ Τ κ Γ ° ’ T° 1 W ™ " 1 ÖlaV ^ ^ « ν ο ς , τότε νάρ- ό " λιοί *αί <ό Ή παράδοση αύτή μέ τήν τόση άπλότητα καί άφέλει* μπορεί τ Τ Α 'Γ τ η ς β ^ ' ο δ “1 * " * * * !? Υ* μΐ*ρά*ή, Α ή τής β τοΟ δημοτικού. Είναι παράδοση τής Μακεδονίας Οί νεοελληνικές παραδόσεις στο δημοτικό σχολείο 47 15. Τον νοιτνον τό άχερο. Μιά φορά ένας νουνός μάλωσε μέ τόν αναδεχτό του. Αύτόν λοι­ πόν για νά τόν Ικδικηθή άποφάσισε νά τού κάμη κανένα μεγάλο κακό καί σκέφτηκε νά τοΰ κλέψη ένα βράδυ δλο τό άχερο, πού είχε ο νουνός του στο αλώνι. 'Ο θεός δμως δέν έστερξε καί τό άχερο έφυγε καί πέταξε στον ουρανό γιά νά τό βλέπη δ βαφτιστικός καί νά καίγεται ή καρδιά του, πού ζήτησε νά κάμη κακό τοΰ νουνοΰ τον. Στά περισσότερα μέρη ό γαλαξίας λέγεται τοΰ παπά τ άχερα ή ’Ιορδάνης ποταμός. 16. Τό βοντσάκι των δώδεκα μηνών. Ο ί δώδεκα μήνες μιά φορά τόν παλαιόν καιρό είχαν ένα βου- τσάκι γεμάτο κρασί- καί είχε έκεΐνο τό βουτσάκι δώδεκα πίρους. Μιά μέρα είπαν νά μοιράσουν τό κρασί καί νά πάρη δ καθένας τόν πίρο του. Ο ί πίροι ήταν δ ενας άποπάνω στόν άλλον. Τότε πού μοιρά­ ζανε, δ γερο Μάρτης, πονηρός δπως ήταν, είπε στούς άλλους: «’Αφή­ στε σέ μένα τόν κάτω πίρο, γιατ’ είμαι γέροντας καί δέν μπορώ ν ’ άνεδαίνω ψηλά». Ο ί άλλοι τότε δέν κατάλαβαν τήν πονηριά του καί τοΰ τόν άφησαν. Τότε δ καλός σου γερο-Μάρτης άνοιξε τόν πίρο καί άρχισε νά κουτσοπίνη μοναχός του, γιατί οί άλλοι τό φύλαγαν καί δέν τό πίνανε τό μερδικό τους. Πέρασε κάμποσος καιρός καί οί άλλοι μήνες θέλησαν ν* άνοίξουνε δ καθένας τόν πίρο τους γιά νά πιοΰνε. ’Ανοίγει δ ενας, τίποτα κρασί" άνοίγει δ άλλος τίποτα. Έ τσ ι άνοίξανε δλοι τούς πίρους τους καί κανενός δέν έβγανε κρασί" άλλά τοΰ γερο-Μ άρτη κάτι έβγανε άκόμη. Τότε κι αύτοί τό καταλάβανε δτι τούς γέλασε δ γέρος καί τούς ήπιε τό κρασί" καί τόν έπιασαν τό φίλο, καί τόν πήγανε νά νόν δικάσουν. Έ κεΐ πού τόν πήγαιναν τή μιά ώρα έλεγαν νά τόν κρεμάσουν τόν παλιόγερο πού τούς έπιε τό κρασί καί τότε αυτός έκλαιγε" τήν άλλη ώρα λέγανε νά τόν συχωρέ- σουνε καί τότε αύτός γελούσε. Γ ι’ αύτό καί τώρα, πού τόν δικάζουνε ακόμα, άμα λένε νά τόν κρεμάσουν οί άλλοι μήνες, κλαίει καί έχει βροχή, καί άμα λένε νά τόν συχωρέσουνε, γελάει κι έχει ήλιο. Τις άπότομες καιρικές μεταβολές, πού Ιχομε τό Μάρτη τις παρα­ τηρούν καί τά μικρά παιδάκια, καί γι’ αύτό συχνολένε τήν έποχή έκείνη τό γνωστό «ήλιος ήλιος καί βροχή, πού παντρεόουντ’ οί φτω­ χοί». 'Η Ιξήγηση πού δίνει δ λαός στό φαινόμενο αύτό είναι γιά τά παιδιά άρκετά ικανοποιητική. 48 Π. Κωνστανηνοπούλου 17. Ό Κατεβατός χαϊ <5 Νότος. *0 Κατεβατός είναι γέρος μέ δσπρα μαλλιά και άγριος πολύ. Τό χειμώνα παλεύει μέ τ’ άλλα στοιχειά στις κορυφές τής Λιώιουρας. Οταν παλεύουν οί καιροί, ή Λ ι άκουρα σειέται, μουγκρίζει, στενάζει και σκεπάζεται μέ χιόνια γιατί δέν μπορεί νά βαστάξη τό θυμό των στοιχείων. Καί στα υστέρα τους νικά δλους ό Κατεβατός καί κάθε- ται στο κρουσταλλένιο παλάτι του καί άναπαύεται. Ή άνάσα του είναι τό τρομερό άπόγειο, που κοκαλώνει τούς ανθρώπους καί τά ζωντανά.............. • ·· Μιά φορά βγήκε Κατεβατός καί καυχηθηκε μπροστά στους άλλους^ καιρούς, στο Σιρόκο, τό Λίβα, τό Νότο καί τό Μέγα, πώς σαν τό κρουσταλλένιο παλάτι του δέ βρίσκονταν άλλο καλύτερο σ ολον τόν κόσμο, πώς ήταν ώραιότερο κι άπό τό παλάτι τού Ηλιου, και πως σαν είναι ταμπουρωμένος μέσα σ’ αύτό δέ φοβά­ ται κανένα άπό τούς άνεμους, γιατί ή θέση πού τόχει χτισμένο είναι δυνατή. Αύτό ηταν τό παλάτι πού είχε χτίσει στην κορφή τής Λιά- κουρας από θεόρατα κρούσταλλα καί χαλάζι καί χιόνια. Μά ήρθε 0 Νοτος καί φύσηξε σιγά σιγά κι άπαλά, κι έλειωσε τό παλάτι και δέν άπομεινε τίποτα άπ αύτό, παρά μόνο τά δάκρυα τού Κατεβατού, που ετρεχαν σάν ποτάμι. Ο λαός ^προσωποποίησε μέ τή φαντασία του τούς άνεμους καί μά; παρουσιάζει στήν παράδοση αύτή έξοχες ποιητικέ« εικόνες,βγαλ- μένες άπό τήν παρατήρηση τής φύσεως, καί δπως ατό γνωστό μύθο τής πάλης τού Ηλιου καί τού Βοριά, ό μαλακός 'Ηλιος νίκησε τόν άγριο Βοριά, έτσι καί δώ, τό άπαλό τοΟ Νότου φύσημα νικά τόν δπε- ρήφανο Καιεβατό, τού λιώνει τά κρουσταλλένια παλάτια του καί τόν κάνει νά χύνη σάν ποτάμι τά δάκρυα γιά τήν ήττα του. £Η Ικλογή αυτή των παραδόσεων, πού τήν Ικαμα άπό τή συλ­ λογή τού κ. Πολίτη, θά είναι νομίζω καλό βοήθημα στό δάσκαλο πού έχει πειστή πόσο άξίζουν οί παραδόσεις, καί θ’ άποφασίση νά χρησιμοποίηση ένα τέτοιο ύλικό στή διδασκαλία του. Φυσικά είναι κι άλλες παραδόσεις μέ διδαχτική άξία, καί πολύ ώφέλιμη θά ήταν μιά συστηματική Ιργασία στό ζήτημα αύτό άπό άλλους είδικώτερους, οί όποιος θά γνωρίζουν έκτός άπό τή συλλογή τού κ. Πολίτη καί άλλο άνέκδοτο δλικό, πού ίσως βρίσκεται στά γραφεία τής λαογρα- φικής έταιρειας, ή που θά συγκεντρωθή άν γίνη σχετική έκκληση ατούς δασκάλους δλους τής Ε λλά δα ς.1 ' 2 . τ . Δ. Τέτοια έκκληση δημοσιεύτηκε ίσια ϊοια τελευταία στό Δελτίο τοδ δπουργείου των έχχληο . χ α ί τή ς δημοσ. έχπαιδεύσεως 1 (1919) άρ. 9-10. Σχετικά μέ τήν έχλογή τών παραδόσεων γ ιά τό σχολείο βλέπε άπόσιτασμα άπ- δσα ειπώ­ θηκαν στό Φροντιστήριο στόν Πειραιά, στήν «’Επιθεώρηση» το8 σημερινοδ Δελτίου. 4. Μ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ Η ΓΛΠΣΣΑ ΜΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ 19 14-1 9 16* V. Ή δημοτική σ τήν ιταιδεία 6 0 . Έ χ ε ι έρευνηθή ώς έδώ ή γλωσσική καί γλωσσολογική κίνηση στά χρόνια 1914 μέ 1916, δσο αποβλέπει στήν πραχτική καλλιέργεια τής νέας γλώσσας στή λογοτεχνία (κεφ. II, § 4 -1 1 ), στήν κοινωνική ζωή γενικά (§ 12-14) καί στήν έπιστήμη (§ 10-29), κι έξετάστηκε έπειτα ή Ιπιστημονική της καλλιέργεια, ή θεωρητική δηλαδή έρευνα πού άντικείμενό της έχει τή δημοτική {κεφ. III, § 30-49). Καί παρακολουθήσαμε άκόμη τά πολεμικά, διαφωτιστικά καί συστηματικά έργα πού γέννησε ό δημοηκιστικός άγώνας στά τελευ­ ταία χρόνια (κεφ. IV, § 50-59). ’Απομένει νά έξεταστή θέμα μέ ξεχω­ ριστή σημασία: ή γλώσσα μας ή δημοτική ώς δργανο τής παιδείας. Τήν Ιποχή πού ή λογοτεχνία έχει κατακτηθή πιά άπό τή λαϊκή γλώσσα, κι δπου ή γλωσσική πρόληψη δέν έμποδίζει καθώς πριν τή θεωρητική της έρευνα, στά χρόνια πού ό δημοτικιστικός άγώνας—καί δχι βέβαια οί συστάσεις τού κ. Χατζιδάκι ν’ άπλοποιοΟμε, λέγοντας εΐαηγήαατο καί περιεργία— Ιχ α φέρει πιά τόσους καρπούς, γεννιέται τό ρώτημα ποιά θέση παίρνει ή παιδεία μας στό ζήτημα αύτό τής γλώσ­ σας, καί μάλιστα άν τό γλωσσικό της δργανο έχει μορφή σύμφωνη μέ τό ιδανικό καί τις άξιώσεις τής κοινωνίας. Βέβαια, 8ξω άπό τό σχο­ λείο ώριμάζει σιγά σιγά ή νέα φιλολογική γλώσσα, μά καί μόνο μέ τοΟ σχολείου τή βοήθεια θά γίνη ή γλώσσα αδτή κτήμα άληθινό τού έθνους καί στοιχείο σύμμετρο τοΟ πολιτισμού τόυ. Καί άν σέ περασμένες δεκαετηρίδες τό δημοτικό Ιδίως σχολείο πρωτοστάτησε στήν Ελλάδα γιά νά δημιουργήση μέ τό στραβό του άρχαϊστικό ιδανικό τή σημερινή γλωσσική άναρχία καί τή λαϊκή άμορφωσιά, σωστό είναι νά προσδοκούμε καί άντίθετα, πώς ένα γλωσσοεκπαιδευ- τικό ιδανικό ριζωμένο στίς άληθινές άνάγκες τής σημερινής μας ζωής καί τής νεοελληνικής πραγματικότητας θά βοηθήση ν’ άναγεν- * *Η άρχή τής μελέτης αότής βρίσκεται στό Δελτίο του Έ κπαιδεοτιχοδ 'Ο μί­ λου 6 (1916) σ. 3 3 -1 2 0 . Έ χ ε ι προτάσσεται χα ί όλόχληρη ή βιβλιογραφία τών χρόνων 1914 μέ 1916, κ α ί στή βιβλιογραφία έχείνη παραπέμπουν χ α ί οί Αριθμοί σέ παρένθεση αδτής τής μελέτης. 4 50 Μ. Τριανταφυλλίδη νηθή τό σχολείο μας καί θά μάς ξαναφέρη σιγά σιγά τή γλωσσική άρμονία. ' 6 1 . Αύτός είναι ó λόγος πού δέν μπορούμε μέ τήν ίδια άδιαφο- ρία να βλεπωμε τό κράτος νά μεταχειρίζεται καί μέσα στό σχολείο του, καί μάλιστα τό δημοτικό, τήν πατροπαράδοτή του καθαρεύουσα, καθώς τήν ξέρομε άπό τή διοίκηση κι άπό τίς άλλες κρατικές έκδη- λώσεις. "Ενα άνατίθεμεν σέ βασιλικό διάταγμα ή Ινα θώμιγξ σέ τελωνειακό δασμολόγιο, καθώς καί οί τόσες άλλες μοργολογικές καί συνταχτικές διαφορές κι άντιθέσεις τής καθαρεύουσας μέ τή λαϊκή γραμματική καί σκέψη, δέν Ιχουν τόσο βαθιά κι όλέθρια άποτελέ- σματα δσο ή ίδια αδτή γλώσσα στήν παιδεία. Μόνο μέ τή γλώσσα του μπορεί νά μορφωθή Ινας λαός. Γι’ αύτό άμα τό σχολείο μας, καί , προπάντων τό δημοτικό, σεβαστή τή μητρική γλώσσα τών μαθητών του καί τήν άνυψώση σέ δργανό του, τή στιγμή πού δέ θ’ άκοόεται πια άπό χείλη δασκάλου Ικεΐνο τό αιώνιο «πες το καλύτερα» καί δέ θα είναι ή έλληνίκούρα τό πρώτο γνώρισμα παιδείας νεοελληνικής, θά έχωμε πίσω μας Ινα σημαντικώτατο σταθμό πρός τήν . Αναγέν­ νηση τής λαϊκής παιδείας. Γιά τήν άναγέννησή της αύτή χρειάζονται βέβαια καί άλλα στοι­ χεία ούσιαστικώτερα, Ιργα λογοτεχνικά πρώτης γραμμής καί κοινω­ νική ζωή μέ άξίες πολιτισμού πού δέν όπάρχουν βέβαια στή σημε­ ρινή Ελλάδα. Μά καί πάλι δ τι άξίζει άπό τή λογοτεχνική παραγωγή, έντεχνη καί λαϊκή, γιά τό δημοτικό μας σχολείο, είναι γραμμένο σχεδόν άποκλειστικά στή γλώσσα τή δημοτική — περιφρονημενο ώς τωρα άπό τήν παιδεία μας μαζί μέ τή γλωσσική του μορφή—καί δσο κιάν 6 δημοτικιστικός μας άγώνας παρουσιάστηκε ώς τώρα άγώνας γιά τή μορφή, ό άγώνας δμως αύτός γιά τήν έκφραση, γιά μιά άληθι- νωτερη καί γιά τήν άληθινώτερη έκφραση, ύψώνεται σέ προσπάθεια να δημιουργηθή ζωή άνώτερη άπό τή σημερινή, κι έχομε κάθε λόγο νά πιστεύωμε πώς δταν πιά θά έχη καθιερωθή μέσα στό σχολείο ή λαϊκή γλώσσα, ή πραγματικότητα πού θ’ άποκαλυφτή σέ δσους δασκά­ λους έχουν μάτια καί ψυχή, θά τούς κινήση καί αύτούς, μέ τά μορ­ φωτικά στοιχεία πού τούς παρέχει ή σημερινή μας ζωή, νά όψώσουν τό σχολείο τους σέ άνώτερο έπίπεδο. θ ά έξετάσω έδώ τό ζήτημα τής γλώσσας στήν παιδεία μας μέ βάση πάντοτε τίς έκδόσεις στά χρόνια 1914 μέ 1916, καί χωρίς καθόλου νά λογαριάσω τις σημαντικές άλλαγές πού έγιναν άπό τότε μέ τή γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση τοΟ 1917, άπό τίς άκόλου- 'Η γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 51 θες άπόψεις: ή γλώσσα τού παιδικού καί τοΟ σχολικού βιβλίου, ή κριτική καί άπολογητική τού γλωσσοεκπαιδευτικού καθεστώτος, τό γλωσσοεκπαιδευτικό ιδανικό τής κοινωνίας καί τού κράτους. Κι έπειδή έξω άπό τό κράτος θά βρούμε πάντοτε τά σπέρματα τών μεταβολών καί τήν έξήγηση γιά δ τι γίνεται καί στό κράτος τό ίδιο, θά έρευ- νήσω πρώτα δ τι μάς παρουσιάζεται, στήν πράξη ή στή θεωρία, Ιξω στήν κοινωνία, μακριά άπό τήν κρατική έπιβολή καί αίγλη. 6 2 . Σ έ π ο ι ά γ λ ώ σ σ α γ ρ ά φ ο ν τ α ι στά χρόνια αύτά τ ά. π α ι δ ι κ ά β ι β λ ί α ; Καλύτερα θά ήταν βέβαια νά ρωτούσαμε γενι- κώτερα γιά σχολικά βιβλία, μά δπως είναι δυστυχώς οί κοινωνικοί καί οί κρατικοί μας δροι είναι άδύνατο νά Ιχωμε σχολικά βιβλία πού ν’ άπομακρύνωνται άπό τό Ιδανικό τού κράτους, κι έτσι άναγκαστικά ό νεωτερισμός φανερώνεται προπάντων σέ έκδόσεις πού έμμεσα μόνο Αποβλέπουν σέ σχολικούς σκοπούς. Βιβλία γιά παιδιά δέ γράφονται πιά καθώς πρώτα σέ καθαρεύ­ ουσα, μά δλο καί περισσότερα παρουσιάζονται τά γραμμένα σέ ζων­ τανή ή ζωντανότερη γλώσσα, άκόμη κι άπό τέτοιους πού έγραφαν πρίν γιά παιδιά ή πού γράφουν άκόμα γιά τόν έαυτό τους σέ καθα­ ρεύουσα. ’Αδύνατο πιά σήμερα νά βγή « παιδικόν διηγημάτιον» πού νά λέη: «κατά τήν θαλασσοπορίαν ό πόντος έμελαίνετο, έκ δέ τού δδατος άφρός έξηρχετο, πανταχοΰ τής θαλάσσης ήχούντων τών κυμά­ των. Τεθορυδημένος καί περιδεής — βαθέος δρθρου είσπλεύσαντες ,έν τψ λιμένι» κτλ. κτλ. Καθώς δμως είδαμε καί παραπάνω (§ 8) είναι δύσκολο ν’ άφήση κανείς τήν καθαρεύουσα — έννοώ τή συνηθι­ σμένη, κι δχι σάν τήν παραπάνω — χωρίς νά μπλέξη στή γλωσ­ σική άναρχία. Σέ ποιά γλώσσα τάχα γράφονται τά παιδικά αύτά Αναγνώσματα; Ά π ό τίς παιδικές παραδόσεις άναφέρω πρώτα μερικές ποιητικές συλλογές. Έ χο μ ε τήν «Παιδική λύρα» τού Π ο λ έ μ η , μέ πρόλογο τού Δροσίνη (192), συλλογή άπό ποιήματα, μονολόγους καί διαλόγους γιά τή σχολική άπαγγελία<7. Έ χομ ε άκόμη μέ παιδικά δραματάκια 47 Στούς 44 αριθμούς τής συλλογής, πού μάς δίνουν Σολωμό, Παλαμδ καί Βαλαωρίτη, Δροσίνη, Προβελέγγιο καί Πολέμη, Τυπάλδο, Βιζυηνό, Ζαλοκώοτα, Μάνο κτλ., ή καθαρεύουσα αντιπροσωπεύεται μόνο μέ τόν Παράσχο, τό Ραγκαβή κ α ί τό Βλάχο. Πιστεύω πώς ίΰσκολο είναι νά συγκινηθή άληθινά τό σημερινό ίλληνόπουλο άποστηθίζοντας τού Ραγκαβή τό «Λάβαρον»: Λ α μ π ρ ό ν άναπιτάσω- μεν ιό λάβαρον όκ νέου, κ Μονσιώδιις ξαωμζν ζόν νμνον του ΤνρζαΙον, καί δέν καταλαβαίνω γιατί νά ένθαρρύνωμε τήν καθαρευουσιάνικη αερολογία στά ποιή- Μ. Τριανταφυλλίδη καί κωμωδίτσες τό «θέατρον» τού Κ ο υ ρ τ ί δ η (185)—ο£ δημοτικοί τύποι κρύβονται πίσω άπό πέπλο ξεθυμασμένης καθαρεύουσας ( ’νόν- μένη, άρχετά ίτιμωρή&ης πλειά) —toO Π ε ρ γ ι α λ ί τ η τούς «Μύθους» (191), καί άκόμη δυό ποιητικές χρηστομάθειες, πού μνημονεύονται ται παρακάτω. Ιστορίες γιά παιδιά γραμμένες σέ ζωντανή γλώσσα, ί χ ω ν άναφέρω τά παραμύθια τού Ά νδ ρ ε ά δ η (172), τού Β ε λ ώ ν η (17$), τής Κ“« I. Δ ρ α γ ο ύ μ η (186), μιά σειρά παραμύθια τοΟ έλλη- νικοΟ λαού άπό τό Ν ώ ν τ α Έ λ α τ ο (182), καί μι« μετάφραση άπό- τ άγγλικά τής κ. Β ε λ λ ί ν η ς (179)πούχρίθηκε στό Δελτίο. Συντηρη- τικώτερη γλώσσα έχουν of ιστορίες τής Κ“« Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ (189, 190), άν καί είναι γιά μικρότερα παιδιά. Πολύ πετυχημένη ή μετά- φράση τής Κ“« Βελλίνης, άν καί άφήνει έπιφυλάξεις όχι μόνο γιά τή γλωσσική της βάση, μά καί γιά κάποια γραμματική της άνωμαλία (βλ. Δελτίο 5.119). ’Αρκετά δημοτική καί ή γλώσσα τού Άνδρεάδη. Αξιέπαινη χι ή προσπάθεια τού Έλατου. Μάς παρουσιάζει - έπιτέ- λους— δάσκαλο, πού γράφει τή λαϊκή γλώσσα χωρίς νά θέλη νά τή όιορΰωοη. Λείπει δμως άπό τά παραμύθια του κάποια γλωσσική καλ­ λιέργεια καί προσοχή σέ λεπτομέρειες, λείπει άκόμη κάποια ιδιαί­ τερη γλωσσική προσπάθεια, δυσκολόβρετη βέβαιά στόν κύκλο τών δημοδιδασκάλων, άπαραίτητη δμως γιά δποιον φιλοδοξεί σήμερα νά μάς χαρίση πρότυπο γλωσσικό στό παιδικό βιβλίο. ' Μεγαλύτερο άνακάτωμα βρίσκομε στά παιδικά π ε ρ ι ο δ ι κ ά. Στό άλεξαντρινό περιοδικό τών π ρ ο σ κ ό π ω ν (198), οί ιστορίες τής κ . Δέλτα καί μερικά άλλα άρθρα θρόνιασαν καί κεϊ τήν άγνωστη ώς τώρα δημοτική, ένώ στή Δ ι ά π λ α σ η (197) ή γλώσσα άκολούθησε γενικά τήν άπλοποίηση τών τελευταίων χρόνων, άλλά παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία κατά τ’ άρθρα καί τις ιστορίες. Κοντά σέ ζωντανότατα γραμ­ μένα διηγήματα διαβάζεις έξαφνα καί καθαρεύουσα σάν τήν άκόλουθη: «άπό ήμισείας δρας 6 Ραούλ περιεφέρετο πρό τής λευκής καγκελο- θυρας διά τής όποίας είσήρχοντο εις τόν περίβολον» κτλ. ματα τών παιδιών μας. Π<3ς είναι δονατό νά κ α λ λ ιε ρ γ ε ί στήν ψυχή τών μαθη­ τών ή άγάπη τής πατρίδας δταν άποοτηθίζουν άκόμη στά χρόνια μας μέσα στήν πρωτεύουσα, σ Ινα άπ’ τά καλυτερά της σχολεία, απτό αναγνωστικό τοδ Παπα- μαρκοο, ποιήματα βάν τό ακόλουθο: Λ εν θελω πλούτον κ α ί χρυσόν κ α ί θεραπόντω ν σμ ή νη , θέλω τό οτή&ος μ ο υ χαρά ς κ ι ελπ ίδω ν να π λ ο ν τ ή . . . Δ εν θέλει κή π ο υς , π ίδ α κ α ς κ α ί βρύα εις ή ψ υ χ ή μου , δεν μ ε μ α γεύο υ ν λειριά κ α ί κή πο ι κ η π ευτο ί... Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 5$ Κοινό στήν άπλοποίηση αδτή τής γλώσσας τοΟ παιδικού βιβλίου είναι ή έπιθυμία τού συγγραφέα νά πλησιάση στήν παιδική ψυχή, γ ιά νά τή συγκινήση καί νά τήν έπηρεάση· κοινό δμως είναι καί ή άδυναμία ή ή άτολμία νά γραφή μέ τή γραμματική της τού παι­ διού ή γλώσσα. Μέσα στήν ποικιλία καί άκαταστασία τών τύπων «ότών δέ βλέπω—έξω άπό λίγες έξαιρέσεις— μεγάλη πρόοδο έπειτα άπό τις δυσκολόβρετες πιά σήμερα ιστορίες πού είχε βγάλει δ Δ έ φ ν ε ρ πρό 35 χρόνων, ή τοδ Σ α ρ ρ ή τά έξαντλημένα παιδικά διηγή­ μ ατα 48. Έ άπλή καί όμαλή καί ρέουσακαί κανονισμένη καθαρεύουσα τής κοινής γνώμης άναγκάζεται νά γίνη πιό άπλή στό παιδικό βιβλίο, γ ιατί έκεΐ ιδίως ξαφνίζει τό στρέβλωμα τής μητρικής γλώσσας. Συγ­ χρόνως δμως γίνεται καί πιό ανώμαλη καί άκανόνιστη, άφοδ οί δημο­ τικές λέξεις είναι πιά δύσκολο νά κανονίζωνται κατά τήν άρχαία γραμματική, μά καί ό συγγραφέας τρομάζει τής δημοτικής τή γραμ­ ματική, πού ώστόσο τή μιλεΐ ό ίδιος συνήθως μέ τά παιδιά του. Καί δμως, πώς είναι δυνατό ν’ άγνοήσουν τό γλωσσικό έργο τής σημε­ ρινής μας λογοτεχνίας έκεϊνοι πού θά συγκινήσουν τά παιδιά καί πού θά καθοδηγήσουν τή γλωσσική συνείδηση τής αύριανής γενεάς; Καί ά ν είναι δύσκολο καί άκατόρθωτο άκόμη νά Ιχωμε σήμερα άπόλυτη γραμματική ένότητα στή γλώσσα μας, μπορεί τάχα μέ αύτό νά δικαιο- λογηθή τέτοια γλωσσική άναρχία; - 6 3 . Στό σημείο αύτό είναι άνάγκη νά μνημονευτή ή γλωσσική -έργασία πού έγκαινιάστηκε μέ τή νεοσύστατη π α ι δ ι κ ή β ι β λ ι ο ­ θ ή κ η τ ο δ Ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ ο ύ ' Ο μ ί λ ο υ (169, 174, 176, 177, 178, 181)· δχι μόνο γιά τούς καρπούς της, μά καί γιά τις άξιώσεις πού πρόβαλε (120: τ. 3,384). Χωρίς καμιά δποχώρηση σέ άνάγκες έμπορικές ή άλλους καιροσκοπικούς δπολογισμούς, ζήτησε ό "Ομι­ λος νά δώση πρότυπο γλώσσας παιδικής καί σχολικής σύμφωνο μέ τίς σημερινές άνάγκες. Έ έργασία αύτή παρουσιάστηκε βέβαια περισ­ σότερο σάν εύοίωνη άπαρχή παρά ώς έργο, άφού περιωρίστηκε, καί μ έ τίς κατοπινές άκόμη έκδόσεις, σέ λίγα μόνο βιβλιαράκια, πού δέν .έχουν μάλιστα άμεση σχέση μέ τήν τόσο ποικίλη καί πολλαπλή σχο­ λική διδασκαλία. 'Ωστόσο δόθηκε στά βιβλία αδτά τού Έκπαιδευτι- -κού 'Ομίλου Ινα πρότυπο γλωσσικό πού συγκέντρωσε τ’ άκόλουθα προσόντα: 48 Καθηγητής τών μαθηματικών στό γυμνάσιο, δημοσίεψ* a i καλή σχετικώς •δημοτική ένα αξιόλογο βιβλίο, Αριστόδημος φευγάλας ή περασμένα μεγαλεία, Ιστορικόν διήγημα. Αί τύχαι μιβς λίρας. Διήγημα διά τά παιδιά, 1300, 120 σελ. 54 Μ. Τριανταφυλλίδη α) είναι ή γ λ ώ σ σ α τ δ ν π α ι δ ι ώ ν μ ας, β) στηρίζεται στ* κ ο ι ν ό α ί σ θ η μ α , καί γενικά άρεσε, καθώς φάνηκε καί άπό τήν ύποδοχή τού άθηναίικου τύπου, γ) βασίζεται στή λ ο γ ο τ ε χ ν ι κ ή χ ρ ή σ η , δ) Ιχει τή γ ρ α μ μ α τ ι κ ή της, ε) μέ δλο τδν κανονισμδ διατηρεί κάποιο π ε ρ ι θ ώ ρ ι ο , Αναγκαίο σήμερα, διπλών γλωσσικών στοιχείων (κι αύτό λιγώτερο στό τυπικό). Σ’ Ινα μόνο ζήτημα δεν Ιδωσε πραχτικά ή γλώσσα αύτή τήν άπάντηση, κι αδτδ είναι ή σ χ ο λ ι κ ή της έ π ά ρ κ ε ι α γιά άνώτε- ρες ίδίως τάξεις, δπου καί τεχνικοί καί Ιπιστημονικοί δροι παρουσιά­ ζονται άφθονοι κι ή φράση γίνεται συνθετώτερη καί πιό άφηρημένη. Οί λίγες προεργασίες πού Ιχομε Ιδώ μέ βιβλία καθώς τή Φυσική, τού ΒλαστοΟ καί τής ϋαπαμόσχου τδν «Άθρώπινο μηχανισμό* έμει­ ναν χωρίς συνέχεια, καί καθώς τόνισα καί παραπάνω (§ 21), δέν είναι σκόπιμο νά ξαναδοκιμαστή τδ πείραμα τών συστηματικών νεολογισμών. Έ τσ ι, συνοψίζοντας τήν είκόνα πού δίνει ή γλώσσα τού παιδικού μας βιβλίου στά χρόνια αδτά, βλέπομε πώς καί τδ παιδικό βιβλίο, Ακολουθώντας σ’ αδτδ τή λογοτεχνία, παράτησε τήν καθαρεύουσα: Παρουσιάζει στή θέση της, διάφορους διάμεσους τύπους, μέ άναρχία ή μ® τί)ν προσπάθεια κανονισμού, τή γραμματική δμως καί τδ σύστημα τά βρίσκομε κυρίως στά «βιβλία γιά τά έλληνόπουλα* τού Ε κ π α ι­ δευτικού 'Ομίλου. Ριζοσπαστικώτερο γλωσσικό σύστημα, ίδίως στδ ζήτημα τών νεολογισμών δέν παρουσιάστηκε, θ ά έδειχνε λίγο μεγαλύ­ τερη καί πιό άπόλυτη γραμματική ενότητα, θά έδινε δμως καί μερι­ κούς τυπους πού δέν έδειξαν άρκετή άφομοιωματική δύναμη καί δέν μπορούν νά στηριχτούν σήμερα στό αίσθημά μας. 6 4 . Ποιές είναι τώρα ο ί ι δ έ ε ς τ ή ς κ ο ι ν ω ν ί α ς γι-ά τή σ χ ο λ ι κ ή γ λ ώ σ σ α , τή γλώσσα, πού καθώς είδαμε χειραφετήθηκε όριστικά στό παιδικό βιβλίο άπό τδ δασκαλισμό κι Αγωνίζεται νά μιλήση άμεσώτερα στήν παιδική ψυχή; Γενικά, μπορούμε νά πούμε πώς ό κόσμος ό περισσότερος άργισε νά μήν είναι εδχαριστημενος μέ τή σχολική γλώσσα, καί τδ ιδανικό της, τόσο καθυστερημένο πιά γιά τή σημερινή μας έποχή. Δε σημαί­ νει δμως πώς δλοι αδτοί, ένωμένοι στήν άρνηση τής σχολικής γλώσ­ σας άρνηση συνδυασμένη συνήθως μέ μιά γενικώτερη καί πιό οδσιαστική κριτική τού σχολικού μας ιδανικού—θά βρεθούν σύμφω­ νοι καί στή θέση, τό γλωσσικό δηλαδή ιδανικό πού θά έπρεπε νά πάρη τή θέση τού σημερινού. Ό κυριώτερος σκόπελος είναι γιά πολ­ λούς τδ δικό τους. γλωσσικό ιδανικό, κι έτσι δυσκολεύονται νά δεχτούν Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 55 γλώσσα σχολική πού δέ θά'έτεινε καί σέ κείνο — πολλοί δέν κατορ­ θώνουν κάν νά ξεχωρίσουν καλά καλά τή νέα μας γλώσσα άπδ τήν άρχαία καί νά έντοπίσουν τήν τελευταία σέ ώρισμένο είδος σχολείου— Ινώ άλλοι πάλι, πολλοί, θέλουν τήν άλλαγή καί τήν άπλοποίηση χωρίς νά είναι καί σέ θέση νά βγάλουν τίς συνέπειες τής γνώμης τους. (Κάποιος μού έλεγε άλλοτε — έγινε κι ύπουργός άπδ τότε— «είμαι καί έγώ δπέρ τής άπλοποιήσεως, άλλά διά τής έξαρχαίσεως»). "Οπως καί νά είναι ή δ υ σ φ ο ρ ί α τ ή ς κ ο ι ν ω ν ί α ς γιά τή γλώσσα τών άναγνωστικών καί άλλων παιδικών βιβλίων — δέ μιλώ έδώ γιά τήν άνοστιά ή τ’ άλλα τους πραγματικά ελαττώματα—είναι στά χρόνια πού έξετάζω άρκετά βαθιά απλωμένη, άν καί δέ θά τή βρούμε νά έκδηλώνεται άνάλογα σέ κοινωνία πού τ’ άτομά της, καί δταν άκόμη άντικρίζουν καθαρά ώρισμένα της προβλήματα, δέν έχουν —ή δέ βρίσκουν γύρω τους—τή δύναμη πού θά τά ύψωση σέ κοινω­ νική δράση καί συνεργασία άγώνων όμαδικών. Ωστόσο Αμα κρίνομε πώς ύποστηρίχτηκε θεωρητικά μέσα στήν κοινωνία μας, έξω άπό τούς εκπαιδευτικούς κύκλους, τό γλωσσοεκπαιδευτικό της ιδανικό μεταφε­ ρόμαστε σ’ Ινα στενό έδαφος, μέ Αντιθέσεις μεγαλύτερες άπδ κείνες πού μάς παρουσίασε παραπάνω ή γλώσσα τού παιδικού βιβλίου. Ή είκόνα πού παίρνομε άπό τούς θεωρητικούς αύτούς άγώνες μάς παρου­ σιάζει Αντιμέτωπα δυδ κυρίως στρατόπεδα, τή φιλολογική σχολή στδ Πανεπιστήμιο καί τον Εκπαιδευτικό "Ομιλο. . 6 5 - Μέσ’ άπδ τδ Π α ν ε π ι σ . τ ή μ ι ο ξεχωρίζουν σήμερα, διπλοί στύλοι τής καθαρεύουσας, ή όπως μάς είπαν τής «ύπό τών φορέων τής έπικρατεστέρας παραλλαγής όμιλουμϊνης γλώσσης* ό κ. Σ κ ι ά ς (103, 104, 105, 222) καί ό κ. Χ α τ ζ ι δ ά κ ι ς (118, 230, 231). Καί οί δυό τους πολεμούν τό δημοτικισμό καί συνηγορούν γιά τήν καθα­ ρεύουσα, καί συμφωνούν γιά τίς δυσκολίες τής σχολικής της διδα­ σκαλίας. Νά μή γυρέψετε δμως νά συμφωνήσουν καί σέ τίποτ’ άλλο, ό σεμνός καί μονοκόμματος, μά καί κοντόθωρος κάποτε Αντιπρόσω­ πος τής περασμένης γενεάς, μέ Ιδανικό γλωσσικό ξεθυμασμένο πιά σήμερα, καί ό πλατωνικός μεταρρυθμιστής, μά συντηρητικός καί αύτός πέρα καί πέρα, μά καί τυφλωμένος συχνά πολεμιστής καί γλωσσολόγος, πού κήρυξε τή γλωσσική Ιξέλιξη χωρίς νά έχη άρκετά ξεχάσει τίς Γλωσσικές παρατηρήσεις τού Κόντου—πού μ’ δλη τήν ίδιαΐτερή του συμπάθεια καί γιά τή «δημοτική» καί γιά τήν «πολιτική» γλώσσα, μπόρεσε νά πιστοποιήση πώς γιά κάθε τύπο ή λέξη πού « Αντιβαίνει... πρός τά άρχαιόθεν γνωστά καί παραδε- 56 Μ. Τριανταφυλλίδη δεγμένα, ουδέν ¿ χρόνος β ρ έ χ ε ι αύτφ δικαίωμα » - χ « ί πού φιλοδό­ ξησε νά ίδρύση μιά μέρ« ^ γλωσσ[χή ^ * παρά παντων ¿μολογούμβνα », μά καί στηρίζοντας τήν πόλε- μ- M o u - ή θολή πρόληψη τη: μέρας, χ ^ ς ν ά δ ι ^ μ α ί - ται άπό τήν πίστη τή φλογερή πού μεθιστάνει τά δρη καί πού f ^ v π7 7 πΡΟί 7 Εδανικά- Χ “ Ρί! νά δοκιμάση ποτέ Ρ*ξη τής ζωής τ ίς άλλεπάλληλες συμβουλές καί τίς άλληλο- συγκρουομενες θεωρίες τριανταπέντε όλόχληρων χρόνων... Τί τό δ?ε- λος, αδελφοί μου έάν πίστιν λέγη τις έχειν Ιργα δε μή Ιχ η ; Ινο h " XtáíX! , *τ^ δάχις fe*«*»«« μ«αξύ τους, Ιπειτ’ W δσα ' S Ρ^.κωτατες διαφωνίες, καθώς έδειξα στήν περσινή μου ζτίτ««ατα f ^ ®ÖT%)’ τά ™ λλ*~λάζητήματα πού γέννα ή σχολική γλώσσα, ιδίως δταν είναι νά διδά­ ξαμε ατό δημστικο σχολείο τή γραμματική της. Ομολόγησε άκόμη Χατζιδακις πως είναι αότδ ματαιοπονία, πώς μόνο άμα φύγουν δσα I xvH>7 ¿ : ίΡ«'*0μΐνγ> άκ6 ^ κο^ ή γλώσσα θά γίνη Ικείνη t i l * ? ^ μ0ν° ^ μεταρρυθμισμένο γλωσσικό σύστημα, έκείνο πού προτείνει 6 ίδιος, θά μπόρεση σέ 30- 60 χρονιά, ν άποχτηση ό λαός μας γλώσσα καί μόρφωση. Μά καί . -κ ιάς, σαστισμένος μπρός στόν καινούριο αύτό δημοτικισμό τού αδελφού του άφοΟ τόσο στό μεταξύ τόν είχε έκείνος πολεμήσει, μα καί τοσο^έδαφος τόν είδε νά κερδίζη σπιθαμή μέ σπιθαμή-δείχνε· χρησιμοποιώντας πειστικώτερα παλιά Ιπιχειρήματα τού ίδιου τού κ.’ ^ 2 ! ^ ’ * * ϊ α*τό «ναι άκαθόριστο καί ά/εφαρμοστο άνακατωμα χωρίς βάση καί τέρμα, πού χωρίς τίποτε ^ δ“ χν“ μί>° °* * * * « * “ Οί πολυάριθμες άντιγνωμίες τών δύο αύτών συνηγόρων τού καθα- ζητημα δείχνουν, ίδίως μέ τίς πειστικώτατες συχνά άντιρρήσεις τούΖκιά,πως μια μεταρρύθμιση στό γλωσσοεκπαιδευτικό μας σύστημα η σχολική γλώσσσ είναι άδύνατο νά πετόχη ν ωρ[ς ξεκαθα· κ ά Ϊ;Υ δ Τ ί J x V S I “ σά«άποια έδΡα[α 8*»ς νά ράσ ,.Λ .χΛ ,,ρο έ . δ , ΐ έ · ^ χ ο σ ν ,οο Χσ,ζ,δάκ, o í 9ίωρ1«£ κ«ί *Ρο , ά 1 £, xV « U 3 t Ή γλώσσα μας στα χρόνια 1914-1916 57 κυρίως γιά τήν ψυχολογία καί τήν προσωπική Ιξέλιξη τού περήφα­ νου Σικάμβρου... Q u an tu m m u ta tu s ab illo! ’Αληθινά, Ινώ ό κ. Χατζιδάκις άρχίζει νά κηρύσση τό νέο άπλο- ποιητικό του εύαγγέλιο, στή βάση πάντα άπάνω τής καθαρεύουσας, μόνο ό κ. Σκιάς άπόμεινε ύπέρμαχος γνήσιος τού παλιού σχολικού ιδα­ νικού. Πίσω άπό τού Χατζιδάκι τήν καθαρεύουσα — τήν «έπίσημον ήμών γλώσσαν >, πού ζητούσε ατά 1911 νά καθιερωθή κι άπό τό σύνταγμα γιά γλώσσα σχολική—άδύνατο νά καταλάβη πιά κανείς σήμερα, μ’ δλα τά διαφωτιστικά σχόλια τού κ. Σκιά, τί κρύβεται, Ιξω άπό τόν πόλεμο πού έχει στημένο—telum im belle e t s in e ic tu — στή δημοτική καί κυρίως τούς φίλους της. Γιά τόν κόσμο τό γλωσ­ σικό πάλι τού κ. Σκιά είναι χαρακτηριστικό τό άκόλουθο περιστατικό : "Οταν ό Βενιζέλος είπε στά 1914 στή Βουλή .πώς «έάν θέλωμεν νά έκμάθουν ταχέως οί άλλόγλωσσοι πληθυσμοί τών νέων χωρών τήν Ιλληνικήν γλώσσαν πρέπει νά διδαχθούν τήν λαλουμένην», ζήτησε ό Σκιάς μέ μία του διατριβή (222) ν’ άποδείξη πώς άλλη άπό τή σημε­ ρινή γλώσσα τού σχολείου ούτε μιλήθηκε ούτε ύπάρχει, καθώς νόμισε καί ό πρωθυπουργός « παραδεχθείς τήν φήμην » καί τίς άερολογίες τών Ιχθρών τής καθαρεύουσας. Αύτή ή ¿μιλουμένη τάχα γλώσσα είναι παρωδία της καθαρεύουσας· πρέπει, άν θέλης νά τήν καταλάβης, νά ξέρης κιόλας τήν καθαρεύουσα, μά δέ μιλιέται άπό κανένα, ούτε μιλήθηκε, ούτε καν άπ’ δσους τή γράφουν. Στόν ίδιο περίπου καιρό ό κ. Χατζιδάκις άπαντώντας στό Σκιά, πού άξίωνε άπό τή γλώσσα τού δημοτικού σχολείου νά έχη δλους τούς τύπους τής καθα­ ρεύουσας, χωρίς ν’ άποκλείνη δμως καί τή δημοτική, παρουσιάζει κάποιο πρόγραμμα ένιαίου καί άκριβώς καθωρισμένου τυπικού, πού δέν πρέπει νά ξεχαστή Ιδώ. 6 6 · Αντιμέτωπο στό πανεπιστημιακό αύτό ίδανικό γιά τή σχο­ λική γλώσσα—καθυστερημένο, δπως μάς τό παρουσιάζει ό κ. Σκιάς, άόριστο, ασχημάτιστο καί άνεφάρμοστο, καθώς μάς τό δείχνει ό κ. Χατζιδάκις, ίδίως άμα έρευνήσωμε τήν άπώτερή του ιδεολογική βάση — έχομε τό γ λ ω σ σ ο ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ ό ί δ α ν ι κ ό τού Ε κ π α ι ­ δ ε υ τ ι κ ο ύ Ό μ ι λ ο υ , ιδρυμένου άπό φωτισμένους πιστούς γιά τήν άναγέννηση τής παιδείας μας (77, 79, 81, 83, 88, 111, 120, 221, 226). « Ή παιδεία πρέπει νά στήση τά θεμέλια της άπάνω στά πραγματικά στοιχεία τής έλληνικής ζω ής. . . Τήν άληθινή νεοελλη­ νική πραγματικότητα καί τά νεοελληνικά ιδανικά τά φανερώνουν...— κοντά στ’ άλλα καί πρώτ’ άπ’ δλα—ή ζωντανή γλώσσα καί ή δημιουρ­ 58 Μ. Τριανταφυλλίδη γική λογοτεχνία. . . Αότάς ό γνήσιος νεοελληνικός κόσμος πρέπει νά γίνη θεμέλιο τής παιδείας μας . . . καί είναι άδύνατο ν’ άναγεννηθή ή παιδεία μας καί νά μορφωθή ό λαός μας δσο δέν παίρνει ή έθνική μας γλώσσα μέσα στό σχολείο, κα! προπάντων τό δημοτικό, τή θέση πού τής ά νή κ ει... ’Ανάγκη είναι τό σχολείο, καί κοντά του τό παι- δικό βιβλίο, νά βοηθήση νά διαδοθή Ινας κοινός τύπος γραφομένης*. Παράληλα μέ τις προγραμματικές αύτές ξεκομμένες άξιώσεις ρλεπομε ν άπηχή στούς τόμους τού περιοδικού του 'Ομίλου ή δυσφο­ ρία τής κοινωνίας, σέ κριτικές, μελέτες, ή γράμματα άπό γονείς, πού διαμαρτύρονται γιά τή σημερινή σχολική κατάσταση. Έ χομε πρώτα μιάάξιόλογη κριτική τής κ. Δ έ λ τ α γιά «τά άναγνωστικά μας*, τ Ανα­ γνωστικά δηλαδή πού καθιερώνει τό κράτος (209), καί εικόνες άπό τά γλωσσικά χάλια τών σχολείων μας άπό τόν κ, Δ ε λ μ ο 0 ζ ο (208) καί μένα (224). Γιά τή σχολική γλώσσα παραπονιούνται άκόμη στό Δελτίο ένας δάσκαλος άπό τή Μακεδονία (120, τ. 5), ή κ. ΑΟ. θ ε ο - δ ω ρ ο π ο ύ λ ο υ , έφορος στό Κυριάκό σχολείο έργατριών (120, τ 5) καί μερικές μητέρες (τ. 3. 322, 5. 147). 'Ο καθηγητής στό Πανεπι­ στήμιο Ν. Χ α τ ζ ι δ ά κ η ς βεβαιώνει τά γλωσσικά χάλια τών μαθη­ ματικών βιβλίων τής μέσης, καί ó Κ α λ ο μ ο ί ρ η ς, σέ μιά του μελέτη γιά τή σχολική μουσική (120, τ. 3), δείχνει πώς ή καθαρεύουσα είναι άκαταλληλη καί γιά τό παιδικό τραγούδι, ιδίως γιά τή φωνητική της. Τέλος μιά γενικώτερη Ιπίκριση τής σχολικής γλώσσας ξαναδιαβά­ ζομε σ’ ένα δμορφο ψυχολογημένο άρθρο τού Β ι ζ υ η ν ο 0 (120, τ. 3), καί στήν ίδια γλώσσα είναι άφιερωμένο μεγάλο μέρος τοΟ βιβλίου τού Γ ι α ν ί δ η (71),δπου ιδιαίτερα μάς ένδιαφέρει τό παράρτημα «ή διδασκαλία τής καθαρεύουσας στό έπίσημο σχολείο*. Γιά τίς κανο­ νιστικές έργασίες τής νέας γλώσσας έκαμα λόγο παραπάνω (§ 51 ά.). Πολυ λίγες. ’Από τόν "Ομιλο μέσα βγήκε μόνο ή ’Ορθογραφία μου (110). Καί δμως χρειάζουνταν διάφορες· άλλες έργασίες. Στις μελέ­ τες τού Δ ε λ μ ο ύ ζ ο υ (207,208,76) βλέπομε καθρεφτισμένη τήνέργα- σία τού σχολείου Βόλου, καί τούς καρπούς έργου πού δημιούργησε σταθμό στήν ίστορία τής νεοελληνικής παιδαγωγικής. 6 7 . Ή δυσφορία δμως τής κοινωνίας γιά τή γλωσσοεκπαιδευτική μας κατάσταση, καί προπάντων γιά τούς .καρπούς του δημοτικού μας σχολείου, δέν περιορίζεται σέ δσες διατριβές είδαμε νά συγκεντρώνουν οί τρείς τόμοι τού Δελτίου τού Όμίλου. Έ χομε — δύο μόλις χρόνια άφού μπήκε τό γλωσσικό άρθρο στό σύνταγμα — δυό άλλες βαρυσή­ μαντες Ιτυμηγορίες άπό κοινοβουλευτικούς κύκλους, πού βεβαιώνουν Ή γλώσσα μας στα χρόνια 1914-1916 πόση άπήχηση άρχισαν νά βρίσκουν καί σέ πλατύτερους κύκλους οί ιδέες τού ’Εκπαιδευτικού 'Ομίλου, καί πού μάς κάνουν νά κρί- νωμε άκόμη αόστηρότερα τήν δπισθοδρομική στάση τής πανεπιστη­ μιακής έπιστήμης. Πρώτη είναι ή γενική ε ι σ η γ η τ ι κ ή έ κ θ ε σ η ατά μεταρρυθμιστικά νομοσχέδια Τ σ ι ρ ι μ ώ κ ο υ (228). Στήν έποχή πού 6 καθηγητής τής γλωσσολογίας διακήρυσσε άκόμη δτι δσα λένε γιά τό κνων καί σχνλι καί τά δμοια, πού κάνουν δυσκολωτερη τάχα τή διδασκαλία στό δημοτικό σχολείο «δέν είναι σοβαραί άντιρρήσεις» καί πώς δέ φταίει τάχα ή γλώσσα «άν τά δημοτικά σχολεία ήμών μή έπι- τυγχάνουν κατά πάντα τού προορισμού αύτών»· στα χρόνια πού βλέ­ πομε τόν κ. Σκιά νά παραδέχεται πώς δέν δπάρχει άλλη δμιλουμένη γλώσσα έξω άπό τήν καθαρεύουσα, ή γενική εισηγητική έκθεση δχι μόνο άναγωρίζει τίς διδαχτικές'δυσκολίες πού φέργει στό δημοτικό σχολείο ή διγλωσσία μας, μά παραδέχεται πώς αύτό άποτυχαίνει στό γλωσσικό του σκοπό Μ. Ά π ό τό άλλο μέρος ή κ ο ι ν ο β ο υ λ ε υ τ ι κ ή έ π ι τ ρ ο π ή πού μελέτησε τά νομοσχέδια εκείνα με εισηγητή τό Α. Ν ά κ ο , διατυπώνει πιό απερίφραστα τή γνώμη της στήν άληθινά άξιομνημόνευτη έκθεσή της. ’Αναγνωρίζει πώς ό άπόφοιτος τού δημο­ τικού δχι μόνο δέ μαθαίνει μά καί ξεχνά στό σχολείο δ τι ήξερε άπό τή μητρική του γλώσσα, κηρύσσει πώς κ α μ ι ά Ι π ι ρ ρ ο ή δ έ ν έ χ ε ι ή δ η μ ο τ ι κ ή μ α ς π α ι δ ε ί α σ τ ό . χ α ρα κ τ ή ρα τ ο ύ π α ι δ ι ο ύ μά τού καταστρέφει τή διανοητικότητα, καί προτείνει γι’ αύτό πρώτα πρώτα στήν πολιτεία «νά λαβη σύντονα καί ριζικά μέτρα» ώστε στά τ έ σ σ ε ρ α π ρ ώ τ α χ ρ ό ν ι α τ ο ύ δ η μ ο τ ι - 60 [ Τ σ ι ρ ι μ ώ κ ο υ ] Εκπαιδευτικά νομοσχέδια [1913],ο . 5 : « θ ά ήτο αφε­ λής εκείνος, & όποιος ήθελεν ίσχυρισθή δτι τό δμέτερον δημοτικόν σχολείον φθά- νει εις τέρμα τ ι ώς πρός τήν γλωσσικήν διδασκαλίαν. Ύπό τήν έποψιν τούτην τό δμέτερον δημοτικόν οχολειον γενικώς διατελεΐ δπό συνθήκας κατ ' έξοχήν δυσρε- νείς. Πρέπει μετ’ ειλικρίνειας πρός ήμός αυτούς νά δμολογήσωμεν τούτο, διότι μόνον οί Ιχοντες τό θάρρος νά άντιμετωπίζωσι τά προβλήματα δύνανται νά έλπί- ζωσι εις λύσιν αύτών, ένώ ή άπό προθέσεως αποστροφή άπό τής πραγματικότη- τος ή δ εκβιασμός αύτής ώς μόνον αποτέλεσμα δύναται νά έχη τήν éj-ασθένησιν τοδ Ιθνους διά τής άσκόπου σπατάλης τών δυνάμεων αύτοδ. ‘Η γραπτή δμών γλώσσα, έξ Ιστορικών λόγων, διαμορφωθεΐσα οία tlvaL παρουσιάζει διδακτικός δυσχερείας τάς όποιας δέν έχουσι νά άντιμετωπίσωσι τά δημοτικά σχολεία τών άλλων πεπολιτισμένων λαών». Καί παρακάτω (σ. 7 ): «Ή γνώσις τής μητρικής γλώσσηςθά καθίστατο άσφαλεστέρα, ή χρήσις αυτής όρθοτέρα, ευχερεστέρα καί καλλιέπεστερα άντλοδσα άπό τής πολυμεροδς καί σοβαρός μελέτης τών δημιουρ­ γημάτων τής εθνικής λογοτεχνίας». 60 Μ. Τριανταφυλλίδη χ ο ο ν ά δ ι δ ά σ κ ε τ α ι δ χ ι ή κ α θ α ρ ε ύ ο υ σ α , δποια κιάν είναι, μά «ή ά π λ ή κ α ί κ ο ι ν ή ό μ ι λ ο υ μ έ ν η » (218)Μ. Αύτές είναι δλες δλες οί γνώμες βσες άκούστηκαν— γιά τίς γνώ­ μες μερικών δασκάλων θά γίνη λόγος παρακάτω— ώς πρός τή γλώσσα τών παιδιών καί τού σχολείου. Καί λιγοστές δπως είναι κάνει έντύ- πωση πόσο λ ε ί π ο υ ν ο ί ε ί δ ι κ ο ί έ π ι σ τ ή μ ο ν ε ς τής παιδα­ γωγικής καί τής γλωσσικής Ιπιστήμης, πού θά φωτίσουν τήν κοινή γνώμη μέ τό κΟρος τής δικής τους έπιστήμης. Γιατί αύτό; Τόνισα καί άλλοΟ, πόσο μάς χρειάζεται στήν Ελλάδα νά βοηθήση ή έπιστήμη τή ζω ή 5®. Καί δμως έδώ σέ μάς, τό ζωτικότατο αύτό ζήτημα κατάν­ τησε νά μονοπωληθή καί νά γίνεται ή διαχείρισή του ζήτημα προ­ σωπικό τών λίγων άτόμων πού παρουσιάστηκαν μέ τή γνώμη τους. Μά τί γίνονται οί άλλοι δσοι πρώτοι πρώτοι μπορούν καί πρέπει νά έχουν γνώ μη; Φοβούνται νά δείξουν διαφωνία μέ τούς γεροντότερούς των, δέν έχουν γνώμη σχηματισμένη σέ ζήτημα μ’ δλες τίς δυσκο­ λίες του τόσο κοσκινισμένο πιά ή δέν τό κρίνουν άξιο ώστε νά θυσιά­ σουν κάτι άπό τις θεωρητικές τους άσχολίες στό σημαντικώτατο αύτό ζήτημα τής^λληνικής παιδείας; Σήμερα μάς παρουσιάζεται ή έλλη- νική έπιστήμη, γλωσσική καί παιδαγωγική, καθυστερημένη καί άτολμη, έκεϊ πού τόση είναι ή άνάγκη νά λάμψη τό φώς τής ζωής. * 6 8 . Ποιά είναι ή σ χ ο λ ι κ ή γ λ ώ σ σ α , δλον αύτόν τόν καιρό; Επηρεάστηκε άπό τήν πνοή τού δημοτικισμού, άνανεώθηκε ή ιδεολο­ γία πού τήν έφερε στό φώς καί τή στηρίζει ή έξακολουθεΐ τόν παλιό της δρόμο, πού ώστόσο γέννησε καί δλη τήν άντίδραση καί τήν κρι­ τική πού είδαμε; θ ά Ιξετάσω πρώτα τή σχολική γλώσσα, καθώς μάς παρουσιάζεται στά σχολικά βιβλία, χωριστά τ’ άναγνωστικά τού δημο­ τικού, κι έπειτα τής μέσης, ξεσηκώνοντας μόνο τά κεντρικώτατα σημεία. Σ τ’ ά ν α γ ν ω σ τ ι κ ά . τού δ η μ ο τ ι κ ο Ο σ χ ο λε ί ο υ, έπειτα άπό τόν καθαρισμό τριών γενεών καί τίς προσπάθειες τών κριτικών έπιτροπών νά καθαριστή ή σχολική γλώσσα άπό κάθε βαρβαρισμό καί κάθε χυδαιοφωνία, μπορούμε νά πούμε πώς στις τελευταίες πιά πενταετίες είχε παγιοποιηθή ένας τύπος. Μιά καθαρεύουσα μέ κάποια Επειτα 6’ άρχίση «βαθμιαίιος ή μειάβααις είς τήν καβαρεύουοαν». Ή Έ κ · «ββη ίχ ε ι ξανατυπωθί) ατό Δελτίο το5 ‘Ομίλου 5 (1915) ο. 253 α . ’ 2 ( 1 9 1 2 ) ' ' ' τ α ψ α λ λ ί 1 η ’ ”ΕναΡι6λί0 ‘' ' ά τ ίΙ Ά ώ ο σ α μας, ο. 21 (Δελτίο Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 6 1 ποικιλία μορφολογική καί μέ άρκετή Ιλαστικότητα στό περιθώριό της, μέ τύπο δμως πού τήν ξεχώριζε πάντοτε άρκετά χτυπητά άπό τή λαϊκή μας γλώσσα, μ’ δλη τήν άπλότητα πού τάχα άπαιτοΟσαν άπό τή σχολική γλώσσα προγράμματα κι δπουργικές προκηρύξεις. 'Ο τύπος αύτός μάς παρουσιάζεται καί στ’ άναγνωστικά τού 1910, τά πρώτα πού βγήκαν άπό τό κράτος, άπό τήν πρώτη του «κριτική Ιπιτρο- πεία», μέ κάποια άμεσώτερη γ ι’ αύτό έπέμβαση στή γλωσσική τους μορφή. Μόνο στό άλφαβητάρι κυρίως τού 1910, χωρίς καί δώ νά έχωμε έντελώς κάτι νέο, ή προσπάθεια νά έξοικονομηθή ή άπλή φράση μέ τίς άξιώσεις καί τά ιδανικά τής καθαρεύουσας είχε γι’ άπο- τέλεσμα, στ’ δνομα τής θεωρίας τού βαθμηδόν καί τού έκ τών γνω­ στών πρός τ’ άγνωστα, κάποιο άμέθοδο άνακάτωμα στή γλώσσα τής α ' τού δημοτικού. 6 9 - Τώρα δμως στά 1914, μ έ τή β ' κριτική έπιτροπεία τών άνα- γνωστικών τού δημοτικού, βγαίνει ή δεύτερη σειρά τών Αναγνωστι­ κών τού κράτους (170, 171, 184, κ. &.), καί τώρα παρουσιάζεται κάτι σημαντικά διαφορετικό: ή γ λ ώ σ σ α τ ών ά ν α γ ν ω σ τ ι κ ώ ν τ ο ύ 1 9 1 4 . Δυστυχώς γιά τό ζήτημα αύτό δέν έγινε καμιά Ιργασία, κι έτσι θά στηριχτώ κυρίως σέ δσες παρατηρήσεις έκαμα ό ίδιος περαστικά σ’ ένα εισαγωγικό κεφάλαιο τής περσινής μου μελέτης γιά ;ή νέα μας σχολική γλώσσα53. Ή πρότυπη σχολική γλώσσα τών τελευταίων αύτών άναγνωστι­ κών δέν είναι πιά ή καθαρεύουσα καθώς τήν ξέραμε. Ίσω ς έδώ καί κεΐ νά τής λείπη κανένας άνυπόφορος πιά τύπος, άν καί ό κοντισμός ποτέ δέν καθρεφτίστηκε δσο ξέρω στ’ άναγνωστικά τού δημοτικού- μά χωρίς νά τής λείπουν καί τά πατροπαράδοτα άΧεξιβρόχιον, οίκοκν- ρενμένα, έσπαρμένος, πρσύχώρησεν έχει — στήν ίδια σειρά τών άνα­ γνωστικών—καί κάτι τύπους διαφορετικούς δσο καί πρωτάκουστους γιά τή σχολική γλώσσα: κατοπινός, τεμπέλης, λιμάνι, Ιρχομός, έπικίν· δννη. Καί είναι φυσικό νά γεννηθή ή απορία, ποιά είναι, ή τουλάχι­ στον ποιά γλώσσα προσπαθεί νά είναι ή γλώσσα αύτή, πού μέ τέτοιο άπροσδόκητο τρόπο σπάζει τή σχολική παράδοση, άψηφώντας καί τήν· προκήρυξη γιά τή συγγραφή τών άναγνωστικών, πού άξιώνει νά είναι, ή γλώσσα τους «όρθοεπής καί άπηλλαγμένη ξενισμών», «τέλειον καί άνεπίληπτον παράδειγμα ώραίας καί εύγενούς γλώσσης» κτλ. κτλ. Ή γ λ ώ σ σ α τ ώ ν π α ι δ ι ώ ν μ α ς βέβαια δέν είναι, άφού- 68 Βλ. Τ ρ ι α ν τ α φ υ λ λ ί δ η , Q n o -u s q u e κ τλ . § 3. 62 Μ. Τριανταφυλλίδη άπό τήν πρώτη τάξη, κιόλας άπό τό ’Αλφαβητάριο, μέρος α', δίνει τόπους καθώς ηϋλει, ήτοιμαοθη, ¿σπαρμένος, πετ&αιν, αϊ άγκνραι τάς άγκυρας, είς κνων, &ς τφ δώσω, λενχόϊα και άλλα τοιαντα. Οδτε καί στο κ ο ι ν ό α ί σ θ η μ α δμως μπορούμε νά πούμε πώς στηρίζεται, οδτε κάν στό αίσθημα ¿κείνων πού μεταχειρίζονται άρχαΓ- κώτερη γλώσσα, μέ τόπους καθώς τά αντία, χαρνδίον, των τουφε- χίων, αννάγχην. ^ Π ρ ό τ υ π α γ λ ω σ σ ι κ ά δέν Ιχει νά δείξη ή γλώσσα αύτή, Ιξω άπ’ δσα είναι γραμμένα μέ την ίδια άκαταστασία κι άφροντισιά. Ή λ ο γ ο τ ε χ ν ι κ ή χ ρ ή σ η , πού δημιούργησε μέ τήν άπρόσωπη έργα- σία τών διαλεχτών τού έθνους μιά βάση, είναι γιά τή γλώσσα αδτή τού παιδικού βιβλίου άνύπαρχτη, κι οδτε κάν μακρινός δδηγητής. Μ ά κ ι ή κ ο ι ν ή π ρ ο φ ο ρ ι κ ή χ ρ ή σ η δέν άποδίνεται βέβαια μέσα σέ τύπους καθώς αϊ πάπιαι μου, ot σπονργΐται εκελάδονν, αί πέτραι τοΐς έσχιζον τά ώτα. Γ ρ α μ μ α τ ι κ ή δ έ β γ α ί ν ε ι συνήθως άπό τό άνακάτωμα τών τόπων πού μάς παρουσιάζονται: θυμήθηκα καί ¿νε&υμήθης, ¿πέ­ των, άντηχούσαν, Ιτοίμπων καί έγέλων, τήν Ιόχρονν άχλύν καί βάρκες καί καρδερΐναι-ας, εϊς κύων καί ένα σκυλάκι, oi λαλέδες καί του φρέατος. θ ά πή ϊσως κα νε ίς: Στό γλωσσικό χάος πού ϊχο μ ε είναι πολύ νά γυρεύωμε άπόλυτη γραμματική ένότητα. Τί π ε ρ ά ζ ε ι άν ίχω μ ε κατά τΙς λέξεις κ α ί διαφο­ ρετικό τοπικό, τής δημοτικής κ α ί τής άρχα ίας, όταν μέ τόν τρόπο αύτόν θά μπο· ρέσωμε, χωρίς τ ίποτε νά εκβιάσωμε νά διατηρήαωμε τις β ά ρ κ ες , κ α ί κοντά σ ’ αδτές τ ο ιοχρονν άχλύν. Έ τ ο ι, θά μποροΒσε ϊσως νά είχαμε *να σύστημα—εξαιρετικά δο- «κολοεφάρμοοτο βέβαια — όπου ν ά γ ρ ά φ ω ν τ α ι o t δ η μ ο τ ι κ έ ς λ έ ξ ε ι ς H i τ ή γ ρ α μ μ α τ ι κ ή τ ο υ ς κ α ί o t λ ό γ ι ε ς μ έ τ ή ν ά ρ χ α ί α γ ρ α μ ­ μ α τ ι κ ή . Τότε θά ε ίχαμε, άς πούμε, δεκ ά ρ ες , δρ αχ μ ές , λ ίρ ες , τρέλες, μ η τέρ α , ■άντρας, ή π ε ίνα τής π ε ίνας , τής κλ ώ σας κ α ί άπό τό δλλο μέρος νή οσαι, γαατή ρ, φ υλακτή ρ, τής ’ Εθνικής. τρ α π έζη ς , άπό τό Ινα μέρος π ρ οσ π ά θ η σ α , π ερ ιμ έ- ν αμ ε , τσ ιμπούσαν , σ η κ ώ θ η κ α νά χαθούμ ε, νά π αραπ ον ιού ντα ι, στολισμένος, ά ρ χ ι­ ζαν καί έπειτα επ εκ ρ ά τει, έπ άπ π αζον , έρρήγννον, π εριέφ ερον , ν ά έργασθ& μεν, νά άφηγ& νται. Μά οδτε κ α ί αύτό γίνεται. Γ ιατί διαβάζομε σ τ ' άναγνωστικά αύτά έπ ιχ ρατον αε καί προσεπάθη σαν , νά χ αθ ώ μ εν κ α ί νά κο ιμ η θοΰμ εν , ν ά κατο ικού μ εν κ α ί ν άλ η αμ ο- νώμεν, ν ά π αραπ ον& ντα ι μά κ α ί ν Αφηγούνται κ α ί θ ά άγρυπν& μεν κ α ί νά δμ ιλώ - μ εν , ίουλλογίσθην καί αναποδογυρίσθη καν κ α ί κο ν ρ ά σ θ η κ α ν κ α ί ήτοιμάοθη κ ι έπειτα άκόμη περιεμ ένομ εν , ήλάφ ρω σεν, ή ρχ ιζε, άφηναν, έτσ ίμ π ω ν , π ερ ιεμ άζενον , εοτεχον καί έπ ά π π α ζ α ν α ί νήσααι κ α ί στολισμένος μά κ α ί ¡σπ αρμ ένος μά κ α ί σ τρατοπ εδεν - ,μένος. Έ χ ο μ ε οτά ούσιαστικά μ αργαρίτες , πένες, αλυσίδες, π εντάρες, π αρ αμ άν ες .μά κ α ί δρ αχ μ άς , λ ίρας, γειτόνισσαι, π ά π ια ι, έχομε όχι μόνο οα ύ ρα ι, ά γ κ ν ρ α ι, κ ά μ ­ Ή γλώσσα μας στα χρόνια 1914-1916 63 π α ς , μ ο ρ έα ς , α ί π α ρ ε ια ί, νήσσαι μά κ α ί κ α ρ δ ερ ιν α ι, μ έλ ισσας, έχομε <5 άνδ ρας μά κα ί τής πείνη ς κ τλ . κ τλ . Ό χ ι μόνο λοιπόν δέν έφαρμόζεται καθόλου ή άρχή νά κλίνω νται οί λέξεις κ α τά τήν προέλευσή τους (λόγιες ή λα ϊκέ ;), μά κ α ί ο ί Ι δ ι ε ς ή α κ ρ ι β ώ ς ό μ ο ι ε ς λ έ ξ ε ι ς σ χ η μ α τ ί ζ ο ν τ α ι σ υ χ ν ά κ α ί κ α τ ά τ ο ύ ς δ υ ό τ ρ ό ­ π ο υ ς , όχι μόνο στις διάφορες μορφές τού σχηματισμού των κ τλ . μά κ α ί όσο πρόκει­ τα ι γ ιά τήν περίπτω σητοΟ ϊδιουακριβώ ς τόπου."Ε τσ ιέχομε: κολλάς φ ορ άς (δ γερο- Λ ά ζαρ ο ς), πολλές φ ορές (ή μ η τέρ α μ ου) καί πολλάς φ οράς (& Ά ν δ ρ έ α ς ) , π εταλού ­ δ α ι κ α ί π ετα λ ού δ ες , β ρύση μά κ α ί β ρύ σ ις , τά ς πλατάνους κ α ί τους β άτονς μά κ α ί ή β άτος , ή μ ή τη ρ τής μ η τέρ α ς μ ου (μιά φράση) ή στολή π ρ έπ ε ι νά πεφ τη καί τό χιονόνερου ή ρχ ισε νά π ίπ τη , έπ ερ ιπ άτει κ α ί π ερ ιπ α τ ο ύ ο ε , π αρ ετή ρονν καί π α ρ α τ η ­ ρο ύ σε, αγ απ ού σε κ α ί ήγ απ ώ ντο, έπ έρνοιν κ ο ν τ ά στό έπ ερνούσαμ εν , ώ δη γ ούσε-ώ δή - γει, εκο ιμ & ντο-χ ο ιμ ούντα ι,Ιτραγ ονδονν κ α ί ετραγονδούσαμ εν κ α τέδη -έα η κώ θ η κ ες- έση κώ θη ς, έπειτα άκόμη έπετοεν-άντηχοδοαν (γ ιατί όχι ¿πετούσαν-άντήχουν), Ιτρα - γ ον δού αε-έπ ή δα , Ιτσίμπω ν-έγελούσαν. Έ χ ο μ ε λοιπόν μιά δ ι π λ ή γ ρ α μ μ α τ ι κ ή p ro m iscu é γ ι ά τ ό κ α θ ε τ ί σχεδόν ή τ ίποτε άλλο ακατανόητο ; Καί τ ί χάος γ ιά μαθητή κ α ί δάσκαλο πλημ­ μυρίζει τήν πρότυπη γλώσσα τών αναγνωστικών αυτών σ τ ' άπειράριθμά της παραδείγματα! Ό ναύτης πώ ς θά κάμη στόν πληθυντικό του, ναύται ή ν αύ τ ες ; Κ αί πώ ς τήν ένική γενική, τού ναύτου ή τού ν α ύ τ η ; ή κ α ί τά δυό. Βρίσκομε ένα γεροναντη . Μπορούμε νά γρά ψ ομ ε κ α ί γ εροναντον ; Ή μήπω ς ή γενική οέ -η είναι μόνο γ ιά τ ις καθαρά λα ϊκές λ έξε ις; Κ αί πώς θά σχηματιστή ή γενική τού είρη - ν ο δ ίκ η ; είρηνοδίκον βέβαια; "Η σέ -η , κ ατά τό ζαχ αροπλάστη πού διαβάζομε; Καί αύτός π ά λ ι 6 λοχίας, γ ια τ ί μιά φορά τόν ρω τούν: «πέστε μου, κύριε λοχία» κ α ί τήν άλλη πάλ ι: «είπετε μου τήν άλήθειαν, κύριε λοχία ;» Μή κ α ί τ ις δυό φορές δέν εΧναι κύρ ιος; Ή μήπως χρειάζεται ή 'αλήθεια» περισσότερη καθαρεύουσα. Αέ βρίσκει κανείς λιγώτερη ποικ ιλ ία στό σχηματισμό τών έπιθέτων: 'Α θάνατη μά κα ί αθάνατος ευγένεια, κατάλ ευχ η σελήνη, επ ικ ίνδυνη θάλασσα , μά κ α ί απέραντος θάλ ασσα , γαλήνιος π εδ ιά ς , κ ιτ ρ ίν ας μά κ α ί κίτρινες, κ ό κκ ιν η κ α ί χ αταπ ρ ασ ίν η καί κ α ια π ρ ά α ιν ο ι οαύραι, σοβαρά φωνή μά κ α ί ήσυχη θαλασαα . Κ αί νά σημειωθή πώ ς ώ ς τώ ρα έξέτασα μέ κάποια άφαίρεση άνύπαρχτη στή γλώσσα, ένα ένα τ ά γραμματικά φαινόμενα, όπως τά έχει κανονισμένα ή πρότυπη γλώσσα τού 1914. Οί δυσκολίες όμως κ α ί απορίες πολλαπλασιάζοντας όταν τύχη — κι αύτό δεν είναι σπάνιο—ν’ άνταμωθούν κ α ί νά συγκρουστούν στήν ϊδ ια λέξη π ο λ λ έ ς ά π ό ψ ε ι ς κ α ν ο ν ι σ τ ι κ έ ς . Έ τ σ ι γ ιά νά φέρω ένα μόνο παρά­ δειγμα, τ ’ άναγνωστικά μάς δίνουν καί τους δυό τύπους α ρμ έγ ω κ α ί άμέλγω (αρμ έγ εις , άμέλξης). "Οσο άπλό κ ιάν φαίνεται αύτό, πόσες δυσκολίες όταν άπό τόν ένεστώτα προβούμε ώ ς τόν π α ρ α τα τικ ό ! Πώς θά σχηματιστή ; άρμ εγ α , άρμεγον, ή ρμ εγ α , ήρμεγον , ήμελγα, ήμελγον ή ήμελγα ; Σχεδόν γιά όλα αύτά μπορούμε νά βρούμε στ’ άναγνωστικά πρότυπους δικαιολογητικούς τύπους. Κ αί πώς θά σχη- ματίσωμε δστερα παρακάτω , αρμ εγμένος ή ήρμεγμένος, ή ήμελγμένος ή άμελγμέ- νος, ή μήπω ς ήλμεγμένος; Κ αί ή προσταχτική θά κάμη ά ρ μ εξ ε ή άμελξον, ή αμ ελξε ή ά ρ μ εξ α ν ; Πού θά βρούμε τέλος κάποια βάση στή γλώσσα αύτή πού φιλο­ δοξεί νά καθιέρωση μονάχα μερικά «σπέρματα» τής δημοτικής; 7 0 . 4έν έγινε λοιπόν καμιά π ρ οσ π ά θ « ια ν ά κ α ν ό ν ι σ τ ή κ α λ ύ τ ε ρ α 64 Μ. Τριανταφυλλίδη τ ό χ ά ο ς αύτό; Τά παραπάνω παραδείγματα — πού κάθε άλλο παρά νά έξαν- τλήσουν Ties« καί τόσες περιπτώσεις—βεβαιώνουν πώς συνήθως δέν ϊγινε. Ό χ ι μόνο δέν Ιγιν* προσπάθεια νά περιοριστή ή πολυτυπία μέ τήν απομάκρυνση άρχαϊ- κωτερων τύπων καθώς νγ,ά παώία, tô t άπόκριως, έχρήγννται, δρϋς (όνομ. πληθ.) —γι αυτο καί σχετικά μέ τά παλιότερα αναγνωστικά τοδ 1910 δεν παρουσιάζε­ ται καμιά όχεδόν διαφορά—μά καί τις λίγες φορές πού φαίνεται σά νά δοκιμά­ στηκε, δέν καλοβλέπει κανείς τή σ κ ο π ι μ ό τ η τ α έ ν δ ς κ α νο ν ισ μ ο Ù, πού άντί ν’ άπλοποιήση μόνο νέες δυσκολίες γεννά. Ετσι π. χ . φαίνεται πώς τά έπίθετα διατηρούν όλα, καί τά νεωτερικά, τήν άρχαία κλίση, κι Ιχομε όχι λασπωμένες, χομματιατψένες κτλ. κτλ., μά χομμα- τιααμένα,^ λασπωμένος, γεμάτα«. Ό ταν δμως τύχη νά συνοδεύουν τέτοια έπίθετα θηλυκά σε ες (σούστες, λάσπες, μυρωδιές, παπαρούνες) ή θά πρέπη—δύσκολο βέβαια καί άδικαιολογητο—γιά νά μή χαλάση ή αστήριχτη αυτή επιθετική κλίση—νά αποτολμηθούν φράσεις καθώς τάς λασπωμένης σούστες, ή θά είναι ανάγκη νά ξανα- γίνουν καί οί σούστες, κατά τό πάπια, πού είδαμε σούστα,, ή τέλος νά θυσιαστή καί ή Ιπιθετική κλίση σε -α«, κι έτσι νά έχωμε π ά ντα , ή τουλάχιστον κατά τήν άνάγκη, λασπωμένες, γεμάτες. ' Στά παλιότερα άναγνωστικά είχαμε ακόμη 6 βασύόπα,ς τον βαα,λάπα,δος. Τώρα Ιχομε το βαούόπονλο καί τό βασιλόπονλον (καί δώ κανείς κανόνας) μά γενική μόνο^ τοδ βασ,λοπονλον. 01 χαχόμο,ροι σχηματίζει τήν αιτιατική του τονς χαχομοΐρονς. Ε ντελώς αυθαίρετος καί άστοχος κανονισμός, πού επισημοποιεί τόπους άνύπαρχτους καί στή δημοτική καί στήν άρχαία καί στήν καθαρεύουσα : τον χαχομοίρον βασύοπονλον δέν είπε ποτέ κανένα παιδί στή μητέρα του, ούτε τό λέει κανείς μας, ένώ τό βασιλόπαις τό λένε έπιτέλους μερικές χιλιάδες άνθρω­ ποι (πού θά πούνε συχνά καί βασ,λόπαιδον-βασ,λόπα,δων/. Ό κανονισμός αύτός φαίνεται άστοχος ιδίως όταν δέν περιοριστούμε στή μία ή στις λίγες λέξεις πού Ιτυχε νά βρεθούν στά Ιξι άναγνωστικά, μά συλλογιστούμε δλόκληρο τό σύστημα πού θά κανονιστή φυσικά κατά τά λίγα παραδείγματα. Ετσι κατά τά βασ,λοπονλον, φασχομήλον, χαχομοίρονς, χαταπρασίνον, θά Ιχωμε καί τ ’ άλλα πολυσύλλαβα καί σύνθετα ουδέτερα, καί τ’ άλλα έπίθετα πού θά κάνουν τήν ονομαστική τό φααχόμηλον καί τό φασκόμηλο, ό καί ή χαχόμοιρος (;) μά καί ή χαχομοίρα, <5 καί ή χαταπράσινος (βλ. παραπάνω, χαταπράσινοι οανραι) μά καί ή χαταπραοίνη (βλ. παραπ.) μά καί ή χαταπράα,νη (βλ. παραπ., χόχχινη). 2τό φώς αύτό γίνεται φανερό πόσο άσκοποι είναι καί οί κανονισμοί λ.χ. τών δημοτικών ρηματικών τόπων Ιτοίμπων, έπέρνων, ετραγονδονν, έχελάδονν, έχέν- των,έψηλάφει, iχοροπήδα, έξεχίνει, iSóyya πού βρίσκομε κοντά σέ λίγα «άνεξελ- λήνιστα» καθώς εχινπούαε, ετραγονδονσαμεν, έφνοονσε. Χειρότερο άκόμη, άμα δοκιμάσωμε νά σχηματίσωμε τούς σχηματισμούς, αυτούς σέ όλα τά πρόσωπα. Μένει μία ακόμη απορία, μήπως δλα αυτά έγιναν γιά λ ό γ ο υ ς μ ε θο δ ι κ ή ς , άπό τήν άνάγκη νά έξοικονομηθή ή διδασκαλία τής καθαρεύουσας μέ τ ις διδαχτι- κές αξιώσεις, καί γ ι’ αύτό χρησιμοποιούνται καί διάφοροι μεταβατικοί τύποι, πού νά κάμουν, κατά τή θεωρία τοδ βαθμηδόν, εύκολώτερη τή μετάβαση τού παιδιού στήν έπίσημη μητρική γλώσσα καί τήν «ανώτερη» γλωσσική βαθμίδα. Μά ούτε καί αυτό δέ φαίνεται πιθανό. Βρίσκομε βέβαια στ’ άναγνωστικά τών δύο άνώτερων τάξεων, σύμφωνα καί μέ τό περιεχόμενό τους, περισσότερη καθα­ Ή γλώσσα μας στα χρόνια 1914-1916 65 ρεύουσα, μά τό άνεξήγητο άνακάτωμα παρουσιάζεται σέ δλες τις τάξεις, άπό τήν πρώτη ώς τήν τελευταία. Συχνά μάλιστα τά παράλληλα παραδείγματα πού άνά- φερα παραπάνω βρίσκονται στό ίδιο βιβλίο καί στήν ίδια σελίδα, καί ήδη άπό τό 'Αλφαβητάριο κάνουν τήν έμφάνισή τους οί διπλοί αύτοί τύποι (καί μόνο στήν αύξηση άν περιοριστούμε Ιχομε έκεί ¿σπαρμένος-στολιομέι·ος, εδρε-ηνραν, Ιπερι- πάτει-περ,πατούσε, αρεοαν - ήρεσχεν, ηνχαρ,ατονντο-ηνχαριστείτο, 7}λααοι·άφάν,σαν, ηρχιζον-άρχίσαμεν καί άλλα)54. 7 1 . ’Αναγνωστικά μέ τή γλώσσα αύτή, καί ιδίως μέ τήν εύκολώ­ τερη σύνταξη πού παρουσιάζουν, τουλάχιστο μερικά τους, διαβά­ στηκαν χωρίς άλλο εύκολώτερα άπό τά παιδιά, είναι δμως φανερό δτι ή σ χ ο λ ι κ ή γ ρ α μ μ α τ ι κ ή δ έ ν π α ρ ο υ σ ί α σ ε κ α μ ι ά ά π λ ο π ο ί η σ η . Γενικά παρατηρώ πώς οί νεωτερικοί τύποι δσοι μπήκαν, ούτε συστηματικά καθιερώθηκαν, ούτε σέ δλες τ!ς νέες λέξεις δόθηκαν, ούτε μόνο σ’ αύτές. ’Αφήνω πού καί τά λ α ϊ κ ά σ τ ο ι χ ε ί α συνήθως δέν ά ν α γ ρ ά φ ο ν τ α ι σ ύ μ φ ω ν α μέ τ ή ν κ ο ι ν ή χ ρ ή σ η . Τό μηαλα'ννω, ¿μπήκε θά γίνη εμβαλώνω, εμδήκε, τό μαντίλι μανδίλι, ό μαϊντανός μαϊδανός, τό σφουγγίζω σψουγγα- ράκι οπογγίζω οφογγαράκι, τό μαζεμένος μαζενμένος, τό σφιχτά οφιγκτά. Κάπου κάπου μόνο παρουσιάζεται καί κανένα σωστό, πού έπι­ τέλους μπορούσε καί νά λείψη, σκουλαρίκι βουίζουν, καθώς καί άρκε- τές ξένες λέξεις, πού ήταν πολύ εύκολο νά τις άποφύγη ό κανονιστής. Αύτός είναι ό ά π ο λ ο γ ι σ μ ό ς τ ο ύ γ λ ’ω σ σ ι κ ο ύ ν ε ω τ ε ­ ρ ι σ μ ο ύ τ ώ ν Αν α γ ν ωσ τ ι κ ών τού 1914 , άπολογισμός πού δικαιο­ λογεί δσα άλλού Ιγραφα: τέτοιο άνακάτωμα λεξιλογικό καί τέτοια 44 ’Αξίζει νά συγκρίνη κανείς τή γλώσσα αύτή μέ δσα έγραφε τόν ίδιο καιρό- δ κ . Χ α τ ζ ι δ ά κ ι ς , Περί τής γλώσσης τών έν τοίς δημοτικοίς σχολείοις ανα­ γνωστικών βιβλίων (Επιστημονική Ιπετηρίς Πανεπιστημίου 1913-1914.1915, σ. 44); , Ά λ λ ’ ακριβώς επειδή τά έν τφ πεζφ λόγψ κατά τό πλείστον συντεταγ­ μένα αναγνώσματα ταδτα κατ’ άνάγκην θά χρησιμεδσωσιν ώς πρότυπον τοδ λόγον τόν όποιον θά σχηματίσωσιν έαυτοίς οί μικροί μαθηταί, διά τούτο φρονώ ότι ή γλώσσα, αυτών όφείλει νά είναι ο δ χ ί π ο ι κ ί λ η κ α ί ά ν ώ μ α λ ο ς , δπως συνήθως συμβαίνει, άλλ’ ένιαία καί δμοιόμορφος, ή άπλή έ π ί α η μ ο ς κ α θ α ­ ρ ε ύ ο υ σ α . Διότι είναι φανερόν βτι οί μαθηταί άναγινώσκοντες καί διδασκόμενοι ταύτα κατ ' άνάγκην θά μορφώσωσι τό γλωσσικόν αύτών αίσθημα τοιοΟτον δποίον Ιχουσιν ένώπιόν των, ήτοι ποικίλον καί άνώμαλον ή τουναντίον άπλούν καί ¿μα- λόν. Διότι, δτι δέν είναι δυνατόν νά άναγινώσκωσι μέν οί μαθηταί έν τοίς σχόλείοις άνώμαλον καί άκατάστατον γλώσσαν, νά μεταχειρίζωνται δέ κατόπιν εν τή κοι- νωνίφ γραπτώς καί προφορικως άπλήν καί δμαλήν, τήν έπίσημον ήμών «ίμ«ρον· γλώσσαν, περί τούτου ούδεμία, νομίζω, έγχωρεί συζήτησις τούτο καί τοίς τυφλοίς, τό λεγόμενον, δήλον». 5 66 Μ. Τριανταφνλλίδη γραμματική άκαταστασία πρώτη φορά παρουσιάζονται, νομίζω, στά άναγνωστικά τού δημοτικού μας σχολβίου. Ή γλώσσα αύτή, Ινώ άπό τό ένα μέρος μάς κάνει καί σαστίζομε πώς ήταν δυνατό νά έπιχειρηθή άπό δπεύθυνη δπηρεσία κανονισμός πού δίνει τέτοιο πρότυπο σχολικής γλώσσας, άπό τό άλλο μέρος μάς άφήνει τή διπλή άπορία, πώς ή καινοτομία πέρασε άπαρατήρητη— άκόμη καί άπό τούς είδικώτερους δημοδιδασκαλικούς καί έκπαιδευ- τικούς καί τούς έπιστημονικούς πανεπιστημιακούς κύκλους—τόσο στή βάση της, πού μαρτυρεί τήν Ιγκατάλειψη τοΟ ιδανικού τής καθιερω­ μένης πιά καθαρεύουσας πού ξέραμε, δσο — καί προπάντων — στούς καρπούς της, άφοΟ έπισημοποιεΐ τέτοιο πρωτοφανέρωτο γραμματικό χάος. "Ολοι Ικεΐνοι δσοι πιστεύουν στήν καθαρεύουσα, δέν έβλεπαν πώς έτσι αύτή υπονομεύεται; Καί δσοι πιστεύουν στήν άνάγκη τής γραμματικής— κι είναι κανείς πού νά μην τό πιστεύη; — δέν είδαν πώς τό γλωσσικό έργο τοΟ δημοτικού σχολείου τώρα γίνεται μάταιο; Καί άκόμη, δσοι νοσταλγούν καί φαντάζονται μιά απλοποίηση σιγά σιγά, δέν τό ένιωσαν πώς με τέτοια άμελέτητα καί άτολμα .πειρά­ ματα έξακολουθεΐ ή δημοτική μας παιδεία νά μένη άγλωσση; Γιατί άληθινά,.τό παλιό έκεΐνο ιδανικό ένός Παπαμάρκου καί τών άλλων δσοι άγωνίστηκαν νά διαμορφώσουν τή σχολική καθα­ ρεύουσα Ιχει πιά λείψει καί ξεχάστηκαν οί άξιώσεις τών κριτών περασμένων διαγωνισμών γιά τή γραμματική ένότητα τής σχολικής γλώσσαςδ5. Ό κανονισμός τής νέας αύτής γλώσσας τών άναγνωστικών τού 1914 δέν έμπνέεται πιά άπό τήν πίστη στούς άρχαίους τύπους δόξα σοι ό θεός — μά πάνω στό ιδανικό έκεΐνο, πού τό τσαλαπατά, δέν ύψώνει τίποτε νέο, ούτε κάν δείχνει, άς είναι κι άπό μακριά στό δάσκαλο, πού άπτό άναγνωστικό θά όδηγηθή γιά τήν πρότυπη σχο­ λική γλώσσα καί τή διδασκαλία της, κανένα γνώμονα, κανένα ιδα­ νικό καινούριο. Ή άναρχία καί χάος, ή κάποτε δρθολογισμός γραμ­ ματικός, πού δέν όδηγεΐ πουθενά καί δέ νοσταλγεί τίποτε άλλο παρά νά ξερανη καί τή λίγη δροσιά τής ζωντανής γλώσσας πού άρχισε νά ξεχύνεται καί μέσα στό μοναδικό βιβλίο του δημοτικού μας σχολείου (έτσίμπων, Iχοροπήδα, τον κακομοίρον βαοιλοπονλον). Οποιος ξέρει πόσες άμαρτίες έχει φορτωμένες στή γλώσσα τής “ Π6. π. χ . Έ κθέοεις κριτών τών ίιία κ τ ικ ώ ν βιβλίων τή ς στοιχειώδους εκπαι- δεβσεως 1901, ο. 12: « Έ ν σελ. 44 [σ’ Ινα ’Αλφαβητάριο μ*ρ. ¡3'] αστάθεια παρα- τηρεϊτα ι εις τήν χρήσιν τών ρηματικών ·ονν -ονο ι καί -αν -ον». ίλληνικής παιδείας μιά μεγάλη παράδοση, ένισχυμένη άπό τήν ούτο- πία γενεών λογίων, θά κρίνη πάντοτε μ’ έπιείκεια κάθε προσπάθεια πού θά μάς βγάλη άπό τό σημερινό τυφλοσόκακο. Γι’ αύτό δέ θά άπρεπε νά' φανή κανείς αύστηρός σέ κάθε προσπάθεια σοβαρή πού άντικρίζει σέ δποια βάση κιάν είναι, ξέροντας μάλιστα πόσο δύσκολο >είναι στή νεαρή κοινωνία μας μέ τίς άρκετά άσυγκρότητες κρατι­ κές της δπηρεσίες νά γίνη Ιργασία τόσο σοβαρή μέ τήν άνετη ¿πιστημονική δημιουργία πού άπαιτεΐ κάθε ϊργο. Στή γλώσσα δμως τών άναγνωστικών τού 1914, έκτός άν δλα είναι έργο τής τύχης καί τής βίας, δέ βλέπομε ούτε τό σεβασμό τής ζωντανής γλώσσας, οδτε τό φώς τής παιδαγωγικής καί γλωσσικής έπιστήμης, ούτε τό φωτεινό όδηγό τής λογοτεχνίας, οδτε τήν πίστη ένός ίδανικού. Ποιός ■θά μπόρεση νά δποστηρίξη ή καί νά δικαιολογήση τό ίδίωμα αύτό; Έ χ ο μ ε μονάχα ένα θλιβερό σημείο στήν ιστορία τής σχολικής μας γλώσσας, πού μόνο σά μεταβατικός σταθμός περαστικώτατος καί σάν προμήνυμα γιά κάτι καλύτερο μπορεί νά μάς σταματήση καί νά χαιρετιστή—άν δέν είναι παραστράτημα άπό τόν παλιό σωστό δρόμο. Γιατί άλήθεια, άν ή ώρα τής καθαρεύουσας σήμανε, τή θέση της στό δημοτικό σχολείο δέν μπορούσε οδτ’ έπρεπε νά τήν πάρη τό άνακά- τωμα πού είδαμε. 7 2 . ΤΗταν άνάγκη νά κριθή κάί διεξοδικώτερα άκόμη άπ’ δ τι ιέγινε ή γλώσσα αύτή τοΰ 1914, γιατί έτσι μόνο θά σ τ η ρ ι χ τ ή έπειτα σ τ ή ν κ ο ι ν ή σ υ ν ε ί δ η σ η ή γ λ ώ σ σ α τ ώ ν ά ν α - : γ ν ω σ τ ι κ ώ ν το.Ο 1917. Ποτέ δέν μπορεί νά έδραιωθή ένα και­ νούριο καθεστώς δσο δέν έγινε ή κριτική τού παλιού καί δσο άδιά- κοπα ξανανοσταλγούν οί όπαδοί έκείνου έλαττώματα πού πέρασαν άπαρατήρητα ή νομίζονται τάχα προτερήματα. Έ τσ ι είδαμε καί δώ άργότερα, στήν κριτική πού έγινε γιά τή γλώσσα τών άναγνωστικών τού 1917, τόν καθηγητή τής γλωσσολογίας κ. X α τ ζ ι δ ά κ ι, τόν •ίδιο έκεΐνον πού είχε άξιώσει — καί αύτό τήν ίδια χρονιά πού πρω- τοκυκλοφοροΰσαν τά νέα άναγνωστικά τοϋ 1914 — άπό τή γλώσσα τοΰ δημοτικού σχολείου καί τών άναγνωστικών .του, δχι τό χάος τής πολυτυπίας μά άκριβώς καθωρισμένο καί ένιαίο άπλό τυπικό, τόν είδαμε έξαφνα νά μάς δμνή τά περασμένα άναγνωστικά καί τήν ■άπλοποιημένη τους τάχα ώραία γλώσσα56, καί είδαμε άκόμη τό διευ­ θυντή τού διδασκαλείου τής δημοτικής Ικπαιδεύσεως κ. Ζ α μάνη, Ή γλώσσα μας στα χρόνια 1914-1916 67 58 Χ α τ ζ ι δ ά κ ι , “Εκθεσις Σεβαστοπονλείον 1918, σ. 20. 68 Μ. Τριανταφυλλίδη πού τ’ δνομά του έχει συνδεθή πιά, άναπόσπαστα μέ τόν κανονισμό- καί τή γλωσσική Ιποπτεία τών άναγνωστικών τού 1914, νά γυρεύη. νά ύψωθή μέ μικρόλογη αύστηρότητα, δσο καί άστεία συνήθως έπι- χειρηματολογία, σέ τιμητή τής γλώσσας τών άναγνωστικών τού 1917' καί τών τόσο έδραίων άρχών πού στηρίχτηκε, Ινώ άν φταίη κανείς γιά τό γλωσσικό χάος τού 1914 δέν είναι άλλος άπό τόν ίδιο τόν κ. Ζαμάνη. Μά ςιιίε ϊ ι ι ίε π ί ΟΓαοεΙιΟδ άβ εδάϊΗοπβ querentest: Γιατί άληθινά 8σο κιάν οί άντιγνωμίες στήν κριτική Ιπιτροπή τού τού 1914 γιά τή σχολική γλώσσα, (άφορμή έδωσαν μερικά άπό τά ύποβλημένα Ιργα, γραμμένα σέ ζωντανότερη γλώσσα), δέν καταστά­ λαξαν σέ ώρισμένο πρόγραμμα5?, άπό τόν πρόεδρό της, τόν καθηγητή Ν. Πολίτη μαθαίνομε πώς ή έποπτική Ιπιτροπή θά διώρθωνε καί τό· λεχτικό τών νέων άναγνωστικών, καί ή Ιποπτεία αύτή έγινε άπό τόν είδικώτερο, μέλος κι αότόν τής έπιτροπής, τόν κ. Ζαμάνη. Γιά δσους. όμως χρόνια τώρα · νοσταλγούσαν τό φως τής γλωσσικής Ιπιστήμης στόν κανονισμό τής σχολικής γλώσσας, ή Ιπέμβαση αύτή τού γλωσ­ σολόγου παιδαγωγού θά ήταν μεγάλη άπογοήτευση, άν δέν έβλεπαν πως δέ φταίνε τόσο οί ιδιότητες του, δσο οί άνεφάρμοστες ίδέες πού- άπό φόβο ή άγνοια δοκίμασε νά έφαρμόση. 'Ο κ. Ζαμάνης άναγκά- στηκε, φαίνεται, νά δποστηρίξη μέσα στήν κριτική Ιπιτροπή μιά. μικρή καί άσήμαντη άπλοποίηση τής καθαρεύουσας, χωρίς καμιά βάση — τά «σπέρματα» μονάχα τής όμιλουμένης. Κι Ιτσι τά «σπέρ­ ματα» αύτά μιας άκαθόριστης άπό τόν εισηγητή τους γλώσσας,, πεταγμένα χωρίς σύστημα στό οικοδόμημα τής καθαρεύουσας, γλώσ­ σας διαμορφωμένης άπό γενεές λογίων, έφεραν άκριβώς δτι άπεύ- χουνταν ό κανονιστής, μιά «έπιζήμιον διαβολήν» καί μιά άνακατω- μένη « άνωμαλώτατη» γλώσσα. Μέ τί θάρρος δμως τότε θά δοκί­ μαζε ένας άλλος άργοτερα νά συνέχιση τό δρόμο τών άναγνωστικών τού 1914, σκορπίζοντας καί παραχώνοντας στήν καθαρεύουσα καί. άλλα τέτοια «σπέρματα» τής όμιίουμένης τού κ. Ζαμάνη, άν τό πρώτο πείραμα πού έγινε μέ τέτοια καί τόση συντηρητικότητα άπό- είδικό γλωσσολόγο παιδαγωγό έφερε αδτό τό πρωτοφανέρωτο χάος; Ή μήπως Θά τού έφτανε άν μάς δήλωνε πάλι ό κ. Χατζιδάκις ύστερα άπό χρόνια, πώς δλα αύτά τά είδαμε νά γίνωνται «μετά πολλής, χαράς», άνεξουσιοδότητος βέβαια άπό τούς άλλους, καί μόνο καί μόνο γιά νά χτυπήση καλύτερα, μέ τούς καθυστερημένους δσο καί άπροσ- Μ Βλ. Τ ρ ι α ν τ α φ u λ λ ί δ η, δ. π. § 3 , ο. 109. Ή γλώσσα μας στα χρόνια 1914-1916 69 ¡δόκητους αύτούς Ιπαίνους, τό έργο πού Ιβλεπε έξαφνα νά όρθωνε- · •ται μπρός του; 7 3 . Γιά τό ζήτημα τής γ ρ α μ μ α τ ι κ ή ς δέν έχω τίποτε νά προσθέσω. Ά πό καιρό έχουν καταργηθή οί έπίσημες κι Ιγκεκριμέ- -νες γραμματικές ώς βιβλίο διδαχτικό τού δημοτικού σχολείου, κι έτσι δέν άναγκάστηκε κανείς στά χρόνια πού έξετάζονται Ιδώ, νά δοκι- •μάση ένα σισύφειο έργο συντάσσοντας γραμματική πού νά βγαίνη άπό τή γλώσσα τών σύγχρονων άναγνωστικών. Έ τσ ι άν δέν είχαμε γραμματική πραγματική τού δημοτικού μας •σχολείου σέ περασμένα χρόνια, στά 1850 καί στά 188458, καί δέν τήν είχαμε άποχτήσει ούτε άργότερα, στά χρόνια τής πιό ύμνημένης καί συνταγματικής καθαρεύουσας τού 1911, καθώς βεβαιώνει ό ίδιος 6 κ. Χατζιδάκις 69, πολύ λιγώτερο βέβαια θά ήταν δυνατό νά τήν άποχτού- σαμε άπό τότε, άν ήταν νά μάς καθρέφτιζε τή σαλάτα τών άναγνω- ■στικών τού 1914. Ποιά γραμματική άληθινά θά χωρέση τό άπόχρεως καί τό πές μας, τό ηεταλσϋδαι, τό πεταλούδες καί τό φρέαρ φρέατος, τό λιμάνι καί τά αντία, τό περίμενα, Ιπερίμενα, περιέμενα, ίπερίμενον καί περιέμενον,. τό πραοίνη, πού κατεβάζει τόν τόνο γιά τή μακριά Λήγουσα, τό αθάνατη, πού δέν τόν κατεβάζει μά έχει καί τήν ιδιαί­ τερη θηλυκή κατάληξη, καί τό ή άθάνατος; Αύτά δλα, δσο έρευνούμε τή γλώσσα αύτή στό χαρτί. Ά λλο ζήτημα τώρα τί γίνονταν στό σχολείο. Γραμματική νέα δέν έδόθηκε, ούτε θά όπήρχε ή δύναμη ή καί ή πρόθεση νά συνταχτή, μά ό δάσκα­ λος δποχρεωμένος νά διδάξη τούς σχηματισμούς, συστηματοποιώντας :μέσ’ άπό τήν πολύγλωσσην αύτή άγλωσσία μερικά φαινόμενα, δέν είχε νά κάνη άλλο καλύτερο παρά νά ξανακαταφύγη πίσω στή γραμ­ ματική τήν καθιερωμένη καί νά έξακολουθή νά διδάσκη τό παλιό τό τυπικό, διορθώνοντας καί τού άναγνωστικού τό έβγα σέ έζελθε καί τό άλναίδες σέ άλναίβαι. Σημαντικώτατο πρόβλημα τής γλωσσικής -καινοτομίας τού 1914 έμεινεν δμως τ’ ό ρ θ ο γ ρ α φ ι κ ό , άφοϋ τώρα Πβ. Κ. Σ τ α θ ο π ο ύ λ ο υ , Τά κ ατά τήν άνάθισιν τής γραμματικής κ τλ . 1851, ο. 43 είο· : «Έ άν λοιπόν μ’ έρ ω τή ο η τιςή ίη , τίνας τών ίιπαρχουαών γραμμα­ τικών πρέπει νά έκλέξη εις τήν οπουδήν τή ς ίλλη ν ιχή ς γλώσσης διά μέν τήν καθομιλουμένην οΰίεμίαν Ιχω νάβυοτήοω εις αύτύν...»—Έ χ θ εο ις κριτ. έπιτρ. 1884 (Τοερέπης, Χατζιδάκις, Καρδούνης): «ήμείς νέαν έλληνιχήν γραμματικήν αληθώς ιείπειν δέν Ιχομεν άφοϋ κ α ί ¿ν το ίς δημοτικοΓς αύτοίς ετι βχολείοις οί άρχαίοι τύποι κοπανίζονται». Μ Βλ. παραπάνω, § 57, οημ. 42. 70 Μ. Τριανταφυλλίδη έπισημοποιούνταν πια μέσα στό Αναγνωστικό τύποι νέοι, Αγνωστοι- στήν παλιά έπίσημη όρθογραφία (Ιτσι για παράδειγμα τό παραμύθι» καρύδι, λουλούδι, φανάρι, χρυσάφι κτλ., πού γεννούν τήν Απορία τί τόνο θά πάρουν, δσο ή σχολική γραμματική διδάσκει πώς τό ι στό τέλος τών δόδετέρων είναι βραχύ, ή τό μυρουδιές, πεταλούδες μέ ε στό ες, κοντά στό αι? τής παλιάς δοτικής κτλ. κτλ.). Έ τσ ι ήταν άνάγκη νά συνταχτοΟν καί νέοι όρθογραφικοί κανόνες. 'Ωστόσο δέ βλέ­ πομε νά δίνεται στα χρόνια αύτά καμιά φροντίδα γιά νά ΙτοιμαστοΟν. Αλλο ζήτημα Αν μέ τή γλωσσική βάση τών Αναγνωστικών τοΟ 1914,. θά ήταν δυνατό νά βγή σύστημα όρθογραφικό σύμμετρο μέ τις Ανάγ­ κες τού δημοτικού μας σχολείου. 7 4 . Γιά νά συμπληρωθή καλύτερα ή εικόνα τής γλώσσας αύτής τού δημοτικού σχολείου δέν Ιχομε Αλλα βιβλία Ικτός άπ’ Υ Αναγνω­ στικά. Ωστόσο αξίζει νά θυμηθώ έδώ τήν 'Ιστορία τού Σ ω τ η - ρ ι ά δ η (196) «πρός χρήσιν τών μαθητών τής τρίτης καί τετάρτης τάξεως τών δημοτικών σχολείων καί παρθεναγωγείων». Ό συγγρα­ φέας, δημοτικιστής ό ίδιος, είχε τονίσει Από τά 1903 πώς παράλληλα μέ τή χρήση τής δημοτικής θά έπρεπε ν’ Απλοποιηθή κι ή καθα­ ρεύουσα, προπάντων στά διδαχτικά μας β ι β λ ί α Έ δ ώ δμως, στήν Ιφαρμογή τής θεωρίας, μάς δίνει ένα διδαχτικό παράδειγμα. Ή σύν­ ταξή του είναι εύκολη κι άπλή, καί δείχνει, τήν προσπάθεια νά γράψη άνθρωπινή καθαρεύουσα, ώστε νά τόν καταλάβουν οί μικροί του Αναγνώστες, όμολογεΐ δμως στόν πρόλογό του (σ. 6) πώς δέν· είναι δυνατό ν’ άπλοποιήση κανείς «παρέκει Από ένα σημείο», Αν δέ θ»λη να πάη στή δημοτικη. Κι Ιτσι σταματά στήν καθαρεύουσα. 7 5 . Καθώς είδαμε στ’ Αναγνωστικά τού 1914, είχαμε στή γλώσσα, τους μιά έμμεση μόνο νίκη τού δημοτικισμού, Αν μπορή νά όνομα- στή νίκη τό θαλάσσωμα πού έγινε στήν πατροπαράδοτη καθαρεύ­ ουσα. Δέν είναι δμως αύτή ή μόνη νίκη. Έ χο μ ε καί μιά Αλλη, καί. αδτήν τή βρίσκομε στή μ έ σ η έ κ π α ί δ ε υ σ η , στή γλώσσα τών νεοελληνικών Αναγνωσμάτων τού 1913. Ή γλώσσα τους έξακολού- θησε νά είναι δ τι καί πρίν, μά κοντά στήν πιό Αψεγάδιαστη καθα­ ρεύουσα παρουσιάζονται τώρα καί λιγοστά κείμενα σέ ζωντανώτερη, Ανακατωμένη γλώσσα ή καί στή δημοτική, έκεΐ πού ώς τώρα τά παλιά καί γνωστά μας νεοελληνικά κείμενα έτρεφαν τις νέες γενεές μέ γλωσσικά δείγματα Από τόν Κοραή καί τό Νικηφόρο θεοτόκη,. *° Βλ. ’Απολογία τή ς δημοτικής (Δελτίο 4 ,1 9 1 4 ) ο.. 130-1.. Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 71 τό Ζαμπέλιο καί τόν Παπαρρηγόπουλο κ. Α.— «τεμάχια πρωτοτύπων έργων 'Ελλήνων λογογράφων καί ποιητών [κυρίως] τού 19. αίώνος» γυρεύει ό νόμος—τά τελευταία πού έγκρίθηκαν (186,187 κ. Α.) καί πού έφεραν στό μαθητή κάποια πνοή άπό 'τή νέα μας λογοτεχνία, κοντά σέ ποιήματα τού Κρυστάλλη, τού Μαρκορά καί τού Προβελέγ- γιου, τού Μαβίλη (Καλλιπάτειρα) καί τού Παλαμά (Ύμνος στήν Άθηνά), έδωσαν τούςπεζογράφουςΚοντυλάκη, Μητσάκη, Καρκαβίτσα καί Ξενόπουλο (σέ παλιότερα έργα τους), καί άκόμη πεζά σέ ζωντανή γλώσσα άπό τό Β α λ α ω ρ ί τ η («Πώς Ισώθη ό Παρθένων»), τό Φ ω τ ά κ ο (’Απομνημονεύματα), Ά λ ε ξ . Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ ( « Ό βασιλέας ’Αλέξανδρος»), Β λ α χ ο γ ι ά ν ν η ( «Τό σουλιωτόπουλο»). ΓΓαραθέτονται άκόμη στά νέα Αναγνώσματα τού 1913 Αποσπάσματα άπό παλιότερα ποιήματα, άπό τόν άκριτικό κύκλο, τόν Έρωιόκριτο καί τήν Έρωφίλη, καί οί Απαρχαιωμένες, σπάνιες ή ιδιωματικές λέξεις πού βρίσκονταν έκεΐ ή σ’ Αλλα ποιήματα (λ. χ. τού Σολωμοΰ, του Βαλαωρίτη) Αγνωστες ατούς δασκάλους, Ιδωσαν Αφορμή νά βγούν τά Λεξιλογικά ύπομνήματα (217), μ’ ένα λεξιλόγιο γιά τίς δυσκολοξήγητες λέξεις, μαζί μέ τήν έξήγησή τους καί συχνά τήν έτυμολογία τους καί μερικές παραπομπές βιβλιογραφικές. 7 6 . Καθώς βλέπομε ή δημοτική έκαμε στή μέση έκπαίδευση διαφορετικά τήν Ιμφάνισή της παρά στή στοιχειώδη. Έ κεΐ πρόσβαλε, νά πούμε, διαμιάς όλόκληρο τό μέτωπο, γιά νά σταματήση σέ ποικι* λότροπους άσυστηματοποίητους συμβιβασμούς. Έ δώ μένει ή καθα­ ρεύουσα, άπό τήν εύκολώτερη ώς τήν πιό δύσκολη, έδώ καί κεΐ δμως μάς ξαφνίζουν κείμενα στή δημοτική, στόν τύπο μάλιστα πού τούς πρωτόδωσε ό λογοτέχνης δταν τάγραψε. Ά κόμη κι ό νόμος Απαγο­ ρεύει νά πειραχτή ή γλώσσα, μέ δλες τίς ανωμαλίες πού έτσι θά παρουσιαστούν, ιδίως σέ κείμενα παλιότερα'11. ’Αν δμως ή γλωσσική αναρχία τών Αναγνωστικών τού δημοτικού μέ τό κατοπινός καί τό έκρήγνυνται, τό πάπιαι καί τό πεταλούδες δέν έσκαντάλισε κανένα, ή έμφάνιση τής δημοτικής πάνοπλης μέσα στή μέση έκπαίδευση—καί δώ πάλι δχι άπό σχέδιο κανένα, μά άπό τήν τύχη πού έφερε καλύτερα στήν κρίση τά βιβλία τού Μπέρτου—δέν πέρασε μέ τόν ίδιο τρόπο Απαρατήρητη. *' Π6. Πρόγραμμα τής ποσότητος καί δικονομίας τής Ολης των διδακτικών βιβλίων τής μέσης εκπαιδεύσεως σονταχθέν οπό τής κατά τό Γ' άρθρον ΐοϋ ,Γ2Α' νόμοο» κτλ., 1907, α. 27 : «τά τεμάχια θά παρατίθενται αμετάβλητα, επιτρεπομέ- νης μόνον τής παραλείψεως περικοπών τελείων καί τής μεταβολής τής ορθογρα­ φίας, οδχίδέ καί τής διορθώαεως ή τής έξομαλίσεως τής γλώσσης τοΒ οογγραφέως». 72 Μ. Τριανταφυλλίδη Ο κ. Γ. Χ α τ ζ ι δ ά κ ι ς , πού Ινα μόλις χρόνο πρωτύτερα είχε άγωνιοτί) γιά νά Ιμποδίοη καί μέ τδ Αναθεωρημένο άκόμη σύνταγμα νά «διενεργ^ται» ή παιδεία μέ τή δημοτική καί δχι «Ιν τή Ιπισήμω γλωσση « 0 κράτους» 62, πρόεδρος τώρα τής κριτικής Ιπιτροπής γιά τ αναγνώσματα, μειοψηφώντας δμως μαζί μέ τον κ. Εύαγγελίδη στήν κρίση τήν πλειοψηφία Αποτελούσαν ό Σ. Κ ο υ γ ε α ς (εισηγητής) Σωτηριάδης καί Καλλιάφας — ζήτησε σέ μιά άντέκθεση ν’ άναιρέση τό υπουργείο τής παιδείας τήν άνέκκλητη κατά τό νόμο κρίση (231, 220). Υποστηρίζεται στήν αντέκθεση αύτή πώς ή κρίση είναι παρά­ νομη γιά τούς άκόλουθους λόγους: πολλών άπό τά κείμενα τής συλ- λογής τού Μπέρτου — μέσα σ’ αύτά μνημονεύονται καί τά κείμενα τού Βλαχογιάννη, τού Βαλαωρίτη καί τού Φωτάκου-Κολοκοτρώνη που είδαμε παραπάνω — «ή γλώσσα άντίκειται είς τούς νόμους τού ήμετερου κράτους καί δέν έπιτρέπεται νά Ιγκριθώσι καί διδαχθώσι ν τοίς σχολείοις». Διαβάζεις έκεί «πράγματα παντάπασιν άσυμβίβα- στα πρός τήν Ιπίσημον ύμών γλώσσαν... μέοα είς τον ¿αυτόν μας, χά-Οε λογής, όνο κατάοταοες, τες θλίψες, μέοα είς τ ϊς φυλακές, δόξες, τιμές, --.παράξενη και άκατανόητη, ¡έδειχναν τήν ’Ακρόπολη» Καθώς γίνεται φανερό, στούς καταδικασμένους άπό τόν πρόεδρο τής επιτροπής καί εισηγητή τής μειοψηφίας τύπους βρίσκονται καί τέτοιοι πού στ’ άναγωστικά τού δημοτικού πέρασαν λίγο άργότερα άπαρατηρητοι, Ινώ εκεί ήταν πολύ έπιταχτικώτερη ή ανάγκη γιά τή γραμματική Ινότητα καί γιά μιά πρότυπη σχολική γλώσσα. Καί τό άκομη πιό παράξενο: Οί Απλοποιημένοι τάχα τύποι τών Αναγνωστι­ κών τού δημοτικού τού 1914 έπαινέθηκαν στά 1918 άπό τόν ειση­ γητή τής μειοψηφίας τού 1912, Ινώ δμοιοι τύ π ο ι-μ ή π ω ς δχι καί οί ίδιοι; στ’ Αναγνώσματα τού 1913, κρίνονται άπό τόν Ιδιο κριτή Αντισυνταγματικοί, χωρίς νά μένωμε φωτισμένοι άν τό σύνταγμα πού δέ δεχεται τάχα στή σχολική γλώσσα τό τψ ές καί δόξες, παράξενη - και ¡έδειχναν, έννοεί νά καθιερώση καί τύπους καθώς λάοπας, χιονί- οτρας, ή παράξενος τής παράξενου, ή τετραπέρατος, ή κουτοπόνηρος τής κουτοπονήρον. Δίκιο έχει μόνο κατά τή γνώμη μου & κριτής, τουλά­ χιστο γιά τ’ Αναγνώσματα στίς μικρές τάξεις, δταν γυρεύη όμοιομε- ρεστερη καί κανονικώτερη γλώσσα -ά δ ιά φ ο ρο γιά μένα άν ό λόγος είναι γιά δημοτική ή καθαρεύουσα. Ετσι καί στή μέση έκπαίδευση Ιχομε νά σημειώσωμε μιά σημαν- b' Βλ. Τ ρ ι α ν τ α φ υ λ λ ί δ η , δ. π. § 3 , σ. 106. Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 73 τικώτατη κατ’ άρχήν έπιτυχία τού δημοτικισμού, άντίθετη άπ’ δ τι μάς άφηναν νά φανταστούμε οί Ιπίσημες προβλέψεις. Κι είναι χαρακτη­ ριστικό πώς στήν έρευνα πού είχε κάμει λίγα χρόνια πρίν ό «Ε λλη­ νικός διδασκαλικός σύλλογος» γιά νά μάθη «τίνα τά αίτια τής άτελοΟς μορφώσεως τών μαθητών Ιν τή νέα γλώσση έν τοίς σχολείοις τής μέσης Ικπαιδεύσεως», κάθε άλλο είχε ζητηθή άπό τούς λειτουργούς τής μέσης δσοι είχαν άπαντήσει, παρά ή εισαγωγή τής ζωντανής γλώσ­ σας ή άς είναι καί ή απλοποίηση τής καθαρεύουσας63. 77 . Είναι όμως, κοντά σέ όσα τελευταία έδειξα, καί μερικά άλλα περιστα- τικά, πού 6ά φωτίσουν καλύτερα τή ζ ύ μ ω σ η τών τελευταίων χρόνων, κιάς μήν είχαν πάντα άμεσο τόν άντίχτυπό τους στή σχολική γλώσσα. 'Η γενική εισηγητική έκθεση γιά τήν όποια μίλησα παραπάνω (228) τονίζει πώς ή μητρική γλώσσα θά διδαχτή καλύτερα άμα μελετηθή σοβαρώτερα ατό σχο. λείο ή νέα μας λογοτ=χνία, καί γ ι' αύτόδρίζει νά διαβάζωνται στά νέα «αστικά» σχολεία «τά άριστα λογοτεχνήματα τής τε ήμετερας καί τών νεωτερων λογοτε­ χνιών έκ καταλλήλων μεταφράσεων». Ή άλήθεια αυτή μαζί μέ τις άλλες γιά τού; καρπούς τής γλωσσικής διδασκαλίας πού είδαμε παραπάνω, διατυπωμένες .έτσι έπίσημα πρίν ακόμη ξεχαστή τό στίγμα τού συνταγματικού άρθρου, ήρθαν σάν αποφασιστική διαμαρτυρία σέ όσους είχαν πιστέψει πώς είχε έξσριστή πιά τελειωτικά άπό τό Ιλληνικό σχολείο ή δημοτική γλώσσα. Είναι αλήθεια πώς τά νομοσχέδια έκείνα δέν ψηφίστηκαν, δείχνουν δμως πως οί ιδέες του δημοτικισμού άρχίζουν κι έπηρεάζουν τό κράτος τή στιγμή πού συλλογίζεται νά βοηθήοη τήν -αναμόρφωση τής έλληνικής παιδείας. Γιατί μορφή καί ουσία είναι πιά αναπόσπα­ στα ένωμένα, κι είναι αδύνατο νά δώση κανείς στο σχολείο τ’ « άριστα λογοτεχνή­ ματα» στή νέα μας γλώσσα αφήνοντας κατά μέρος τή δημοτική, τή γλώσσα δηλαδή πού έχει πιά γίνει αποκλειστικό όργανο τής νεοελληνικής λογοτεχνίας. Λέν πρέπει δμως νά νομιστή πώς ή νέα έποχή πού έγκαινιάστηκε μ4 τά μεταρ- ,ρυθμιστικά αύτά νομοσχέδια έδωσε άφορμή μόνο στίς θεωρητικές αύΐές εισηγήσεις β* Βλ. γιά όλα αύτά Ι Ι α ν τ ε λ α κ ι Κ., Έκθεσις περί τής διδασκαλίας τής νέας έλλ. γλώσσης εν τή παρ' ήμίν μέση έκπαιδεύσει, Παιδαγωγικόν ¿ελτίον 3 -(1909) 201-223. Ό συγγρ. δέχεται πώς ή κ α θ α ρ ε ύ ο υ σ α , ή «νέα έθνική γλώσσα...όσημέραι καί είς τούς τύπους καί είς τήν σύνταξιν έπί τό βέλτιον αεί μετακοσμουμένη—έγινε τέτοια ώστε—όλίγαι διαφοραί καί εν τφ τυπικφ καί εν τφ συντακτικψ νά χωρίζωσιν αύτήν άπό τής αρχαίας τών δμαλωτέρων συγγραφέων γλώσσης’- κτλ. κτλ. Οί απαντήσεις πάλι στήν έρευνα συμφώνησαν πώς άπο τά αίτια πού δέν πετυχαίνει ή διδασκαλία τής καθαρεύουσας στή μέση εκπαίδευση είναι «τό άκανόνιστον καί άδιόριστον τής καθόλου μορφής τής νέας γλώσσης, ή έλαχίστη ώς έπί τό πολύ ίπικουρία ή παρεχομένη 6πό τής οικογένειας είς τήν -γλωσσικήν μόρφωσιν τών μαθητών» [πολύ φυσικά, άφού τά παιδιά δέν άκοδνε σπίτι τους καθαρεύουσα παρά τή μητρική τους γλώσσα). Στό τέλος δ συγγρ. ζητεί κοντά σέ πολλά άλλα «δ διδάσκων νά μεταχειρίζηται άμεμπτον τοπικώς καί συν­ τακτικό}; καθαρεύουσαν γλώσσαν καί παρά τών μαθητών γραφόντων ή δμιλούν- των ν’ άπαιτή αΰστηρώς τούτο» (σ. 212). 74 Μ. Τριανταφυλλίδη καί προτάσεις. Έ χομε καί κάτι οΰβιαστικώτερο. Τό διάταγμα γιά τά διδασκαλεία τής δημοτικής έκπαιδεύσεως τοΟ 1914 ίρ ίζει γιά τή διδασκαλία των έλληνιχών- νά διαβάζωνται καί δόκιμες μεταφράσεις αρχαίων ποιητών καθώς καί ξένιον. 'Αποτέλεσμα ήταν νά μποδν στή διδασκαλία τών διδασκαλείων οί καλύτερες μ ε τ α φ ρ ά σ ε ι ς πού Ιχει νά δείξη σήμερα ή νέα μα; φιλολογία. Οί δοό εκδό­ σεις τού Σ ι δ έ ρ η (194, 196) φρόντισαν γ ι' αϋτό. Καί παραθέτονται εκεί απο­ σπάσματα—μέ τό παραπάνω μικρά δμως κάποτε καί κομματιασμένα — άπό τήν 'Οδύσσεια τού Βικέλα καί τοδ Πολολά, άπό τόν. Αισχύλο τού Γρυπάρη, άπό τήν Αντιγόνη τού Μάνου, άπό τόν Εύριπίδη τοδ Ποριώτη. Φυσικά 6έ λείπουν καί οί μεταφράσεις στήν καθαρεύουσα, λ. χ . Όμηρος κ α ί ’Αριστοφάνης μεταφρασμένοι άπό τό Ραγκαδή. Μά άς είναι, Ιχουν καί αυτές τήν άξία τους —κάποτε Ιστορική μόνο- καί δ μαθητής που έχει νά κρίνη τή μετάφραση μιας τραγωδίας άπό τό Βλάχο καί τό Μάνο, τήν απόδοση τοδ Φάουστ άπό τό Χατζόπουλο καί τ4 Ραγ­ καδή ή τόν Προδελέγγιο δε θά διατάξη οδτε στιγμή νά δή ποιά γλώσσα τοδ ξανα­ ζωντανεύει τά ξένα αριστουργήματα καί ποιά είναι αντιποιητική καί άχρηστη. 7 8 · Δέν έχομε δμως μόνο στή γλώσσα τών σχολικών βιβλίων τής δημοτικής καί τής μέσης που βεβαιώσαμε ώς έδώ τήν ολοφάνερη Ι π ί δ ρ α σ η τ ο ύ δ η μ ο τ ι κ ι σ μ ό 5. Τήν έχομε καί σ τό π ε ρ ι ε - χ ό μ ε ν ο . Κοντά στίς μεταφράσεις γνωστών δημοτικιστών πού άνά- φερα τελευταία, κοντά στο «Σουλιωτόπουλο» του Βλαχογιάννη, πού είδαμε παραπάνω, δημοσιεμένο καί στδν πρώτο άριθμό τής παιδικής βιβλιοθήκης τού ΈκπαιδευτικοΟ Όμίλου (174), άν προσέξωμε καλύ­ τερα θά βρούμε έργασία δημοτικιστών νά κρύβεται άκόμη καί στά άναγνωστικά τοΰ δημοτικού, μεταγλωττισμένη δμως στήν καθαρεύ­ ουσα γλώσσα τών άναγνωστικών αύτών. Γιατί έχομε στ’ άναγνω­ στικά αύτά δλόκληρα άποσπάσματα άπό τά έργα τής κ. Δ έ λ τ α . τού κ. Ί . Δρ α γ ο ύ μ η (9) καί τού κ. Δε λ μ ο ύ ζ ο υ (181), δλων μελών τού Εκπαιδευτικού Όμίλου. Καί αύτό μού δίνει αφορμή νά παρατη­ ρήσω ένα χαρακτηριστικά)τατο φαινόμενο. Καί στ’ άναγνωστικά δηλαδή τού κράτους καί στά νομοσχέδια τής πολιτείας βλέπομε τά τελευταία χρόνια μ’ εύχάριστη έκπληξη μιά έμμεση αναγνώριση τοΰ δημοτικι­ σμού καί τού έργου τού ΈκπαιδευτίκοΟ Όμίλου, πού θά τήν έλεγα, σωστότερα 8μεοη, άν δέ μάς ξάφνιζε κάπως έπειτα άπό τήν κατα­ κραυγή πού κάθε τόσο σηκώνεται στ’ δνομα τών πατρίων καί τής Ιπίσημης γλώσσας. Άφού είδαμε τά νέα νομοσχέδια (228) νά χρη­ σιμοποιούν τό πρόγραμμα καί τά διδάγματα τοΰ σχολείου τού Βόλου, άφού ακούσαμε τήν κοινοβουλευτική επιτροπή νά διατυπώνη πρός τή Βουλή άξιώσεις πού χρόνια τώρα μέσα στή γενική άδιαφορία χλεύη δέν κουράστηκε ό δημοτικισμός νά τονίζη, βλέπομε τώρα καί. τά έπίσημα άναγνωστικά τού κράτους νά έγκρίνουν τήν περιφρο- νημένη νέα φιλολογία καί νά διαπαιδαγωγοϋν τά έλληνόπουλα μέ τά. Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 75· πνευματικά έργα έκείνων πού ώς έχτές άκόμη ήταν γιά τούς περισ­ σότερους στιγματισμένοι, άνόητοι καί έχθροί το.0 έθνους. Ά κόμη καί στήν δ ρ θ ο γ ρ α φ ί α τών νεοελληνικών άναγνωσμάτων άρχίζουν στά 1914 καί παρουσιάζονται νεωτερισμοί σύμφωνα μέ τις άπλοποιήσεις πού έφαρμόζει τελευταία ό ’Εκπαιδευτικός Ομιλος. Ολα αύτα μαρ­ τυρούν βέβαια τήν άκαταγώνιστη δύναμη καί τήν άλήθεια τής ίδέας πόύ τόσο πολεμήθηκε, δείχνουν δμως καί κάποια συστηματική πιά Ικμετάλλευση έργου πού τού ξεκόλλησαν μόνο τήν Ιτικέτα γιά νά μπορούν νά τό διασύρουν άποτελεσματικώτερα. Μένει ΐσως ή απορία πώς μεταφράστηκαν άπό τή δημοτική στήν καθαρεύουσά τά έργα τών δημοτικιστών πού άνάφερα παραπάνω. Έ ν α δείγμα άπό τά «Κοράλλια» τού E w ald , μεταφρασμένα άπό τόν κ. Δελμούζο, καί ξαναμεταφρασμένα στή γλώσσα τού κράτους άπό- τήν κ. Καζαντζάκη, θά δείξη τή διαφορά. Τό κείμενο μέσα στήν παρένθεση είναι άπό τ’ άναγνωστικά τού 1914. Τό κοραλλάκι δμως δέν Ιλεγε τίποτα (Το κοράλλιον έσιώπα) — "Αμα μεγα­ λώσω θά χτίσω ένα νησί (Έ γώ , όταν μεγαλώσω.-θά κατασκευάσω μίαν νήσον). Τί· θά χτίσης; ρώτησαν καί τά τρία μαζί (Τι; τί;). Έ να νησί ξαναείπ* τό κοράλλι. (Μίαν νήσον έπανέλαδε τό κοράλλιον). Δέν είσαι στά καλά σου! φώναξε δ σταυ­ ρός (Έτρελλάθης, φίλε μου κτλ.). Κάποτε πέρασε άπό κεΐ δ σταυρός, στάθηκε μέ απορία καί είπε: «Τί παράξενο δέντρο είναι τούτο 8ώ μέ τ ’ άνθη!» (Μίαν ήμεραν Ινα χρυσόψαρον έπέρασε. Τί: περίεργον δένδρον, είπε). «Δέν είμαι δέντρο* τοδ άποκρίνεται μιά φωνή, «είμαι κοράλλι». (Δέν είμαι δένδρον, άπεκρίθη τό παλαιόν κοράλλιον· είμαι κοράλλιον). «Τί; έσύ ’σαι;!» φώναξε δ σταυρός, «πώς άλλαξες ! άλήθεια 8έθώ σέ γνώριζα.» (Μπά! σύ είσαι; Δέν σέ έγνώρισα! Ήλλαξες). «Καί γώ 84 θά σέ γνώριζα» τοδ λέει τό κοράλλι' «μά πάλι έχομε ν ανταμώ­ σομε άπό τότε πού ήμαστε μικρά. Τώρα χτίζω τό νησί μου». (Συ δμως δέν ήλλα­ ξες καί πολύ. Έ γώ , βλέπεις, ήρχισα νά κατασκευάζω τήν νήσον μου). _ «Ακόμα συλλογίζεσαι αΰτή τήν τρέλα» τοδ είπε δ σταυρός καί γέλασε. « Βγω, θαρρούσα πώς μέ τόν καιρό έβαλες γνώση. Μά μοδ φαίνεται σά ν' απόχτησες Ολό­ κληρη συντροφιά». (’Ακόμη δέν Ιλησμόνησες τάς νεανικάς σου τρέλλας ! Ενο- μισα, δτι έφρονίμευσες). ___ . «Δίκιο έχεις» τοδ άποκρίθηκε τό κοράλλι. * Εβγαλα μπουμπούκια καί πέταξα κλαδ'ά. "Ολα τ ' άνθη που βλέπεις είναι κοράλλια πού δουλεύουν μαζί μου γιά τό. νησί». (Οδτε «φρονιμέυσα, οδτε έτρελλάθην. ’Εργάζομαι' κάμνω τήν νήσον μου). 7 9 - Άφού Ιγινε ώς έδώ γενικά λόγος γιά νή γλώσσα τής ελλη­ ν ι κ ή ς παιδείας, είναι άνάγκη ν’ άφιερωσω μερικά λόγια σέ ξεχωριστό ζήτημα, πού ένώνει τό γλωσσοεκπαιδευτικό του χαρακτήρα μέ τήν· κατ’ έξοχήν Ιθνική του σημασία, έννοώ τή γλωσσική ά φ ο μ ο ί ω σ η . τ ώ ν ξ ε ν ό φ ω ν ω ν τ ή ς Μ α κ ε δ ο ν ί α ς . Τό γλωσσικό πρόβλημα τής έλληνικής παιδείας άπό καιρό τό είχαν νιώσει σέ δλη του τήν άλήθεια μερικοί πού είχαν Ιργαστή σέ κείνα τά μέρη, μά κανείς δέν τόλμησε νά τό λύση κόβοντας τό κακά 76 Μ. Τριανταφυλλίδη στή ρίζα του καί βάζοντας στά σχολεία τή δημοτική. ’Ακόμη καί τδ τελευταίο ♦’Αναλυτικόν πρόγραμμα αστικών σχολών καί νηπιαγω­ γείων καί όδηγίαι πρδς έφαρμογήν αύτοϋ», αυνταγμένο, νομίζω, άπδ τόν κ. Μ π ο υ ν τ ώ ν α, άν καί άποβλέπει κυρίως στους δασκάλους ξενόφωνων μερών, μ’ δλες τις σωστές συμβουλές πού τούς δίνει νά «έθίσουν» τά παιδάκια τών νηπιαγωγείων «είς τδ Ιλληνιστί διαλέ^ε- σθαι» καί γι’ αότό νά μή διστάζουν νά παίρνουν «έκ της συνήθους λαλιάς» άκόμη καί «ξένας τινάς λέξεις', δς ή χρήσις καθιερωσεν έν τ5 ήμε^έρ^ι γλώσση», είναι άτολμο καί χωρίς ξεκαθαρισμένη γλωσ­ σική βάση. Έ τσ ι γιά παράδειγμα, στά «γλωσσικά» πού θάίδιδαχτοΟν στά νηπιαγωγεία τών ξενόφωνων, δίνει καί τόπους καθώς οιαγών, πόδες, χειρες, μήτηρ, ΰνγάτηρ 64. Τό ζήτημα αότό άνακινήθηκε στά χρόνια μας τελευταία, ύστερα άπδ τδ μεγάλωμα τής Ελλάδας, μέ μιά δική μου μικρή μελέτη (225). Οί γνώμες πού έκθέτω έκεί (κύριο δργανο γιά τόν έξελληνισμό Ιχομε τδ σχολείο— ώς σήμερα άποτύχαμε, καί σ’ αδτδ φταίει κοντά σ άλλα καί πριν άπ’ δλα ή Ιπίσημη σχολική γλώσσα — άνάγκη νά καθιερωθή ή δημοτική στά ξενόφωνα μέρη, τουλάχιστο γιά τις τέσ­ σερεις πρώτες τάξεις τού δημοτικού), βρήκαν ζωηρότατη άπήχηση στδν τύπο (205) κι έδωσαν άφορμή νά σταλούν διάφορα γράμματα σχετικά στή σύνταξη τού Δελτίου (204). Ά π δ τά τελευταία σημειώνω ιδιαίτερα τή γνώμη τού κ. Γ λ η ν ο ύ , διευθυντή τότε τού διδασκα­ λείου τής μέσης. Ξεχωρίζει άκόμη ένα άρθρο τού Δ. Κ υ ρ ι α ζ ή στήν Πολιτική ’Επιθεώρηση (216). Αν καί γιά τδ ζήτημα αότό φάνηκε τόσο σύμφωνη ή κοινή γνώμη, είναι χαρακτηριστικό δτι τά τελευταία νομοσχέδια γιά τούς ξενοφώνους πού δημοσιεύτηκαν λίγο πριν άπδ τή δική μου διαμαρ­ τυρία, μιλούν γιά χίλια δυδ άλλα, μόνο δμως γιά τή γλώσσα δέν κάνουν τόν παραμικρό λόγο «*. 'Ωστόσο φαίνεται πώς είχε καί ή φωνή μου τδ άποτέλεσμά της, γιατί στήν Έ κθεση τής Κοινοβουλευτικής 81 ’Αφοβώτερα αναγράφετε ή ζωντανή γλώσσα σ’ Ινα βιβλιαράκι πού είδα τελευταία, [ Κ ο σ μ ά Μ ι χ α η λ ί δ η , δημοδιδασκάλου] 'Οδηγός τής νηπιαγωγού, διά τό νηπιαγωγείο» καί τήν πρώτην τάξιν τών αστικών σχολών, Ιερ ά μητρόπο­ λ η Φιλαδέλφειας, 1016, 66 σελ. *0 συγγραφέας τοδ Όδηγοδ είναι ξενόφωνος, μέ μητρική γλώσσα τά τούρκικα. < 65 Βλ· Σχέϊιον νόμου «περί προκαταρκτικών καί συμπληρωματικών μαθημά­ των του δημοτικού σχολείου»... 2 Φεβρ. 1916. Ό δπουργός βουλευτής Ηρακλείου Αντ. Μ ι χ ε λ ι δ ά κ η ς . επιτροπής γιά τά νομοσχέδια αύτά (211), λίγους μήνες αργότερα, δπου τονίζεται ή άνάγκη γιά τή γλωσσική άφομοίωση τών-ξενόφω­ νων πληθυσμών, σημειώνεται σάν κάποια εύχή πώς «δταν έν τοίς νηπιαγωγείοις καί τή πρώτη τάξει τού δημοτικού σχολείου δύνανται οί ξενόφωνοι μαθηταί νά καταστώσι κύριοι τής κοινής δμιλονμένης. γλώ σσης. . . » (6πογραμμισμένα·άπό τό συντάκτη)66. Στή μελέτη μου παραθέτω διάφορα γράμματα καί άρθρα δασκά­ λων γιά τδ ίδιο ζήτημα, καθώς καί γνώμες άπδ λόγιους καί λογοτέ­ χνες, πολιτικούς καί άλλους, δσοι σ! διάφορες έποχές μίλησαν γιά τδ ίδιο ζήτημα. Μεταξύ τους βρίσκεται καί ή γνώμη τού γάλλου γλωσ­ σολόγου M eillet, άπδ τδ τελευταίο του. βιβλίο (142), πού άνομολογεί. πώς είναι άδυναμία μας Ιθνική ή έλλειψη γλώσσας καθιερωμένης, στηριγμένης στή δημοτική. Γιά τδ ίδιο ζήτημα έγινε λόγος καί σέ περασμένους τόμους τού- Δελτίου (3.324) καί στόν καθημερινό τύπο (205), καί συνηγόρησαν άκόμη ύπουργοί καί πρωθυπουργοί. Εννοείται δμως πως θα ήταν δύσκολο νά γίνη ποτέ τίποτε, καθώς παρατήρησε καί ό κ. Γληνός, δσο θά προσπαθούσαμε νά λύσωμε μονάχα γιά τούς ξενοφώνους τδ άλυτο άκόμη ζήτημα τής γλωσσικής διδασκαλίας. "Ας σημειωθή άκόμη πώς καί στή Δυτική Εδρώπη τονίζουν πάλι προσεχτικώτερα τή σημασία τής μητρική; γλώσσας γιά τδ δυνάμωμα καί τδ άπλωμα τού έθνισμού. Έ ν α ς γάλλος καθηγητής τής γλωσσολογίας προτείνει μιά άγγλογαλ- λική γλωσσική συμμαχία γιά νά συντριβή ό παγγερμανισμός καί ή φιλοδοξία τής γερμανικής ήγεμονίας«7. Ανάλογες φωνές άκούστηκαν καί στή Γερμανία. 8 0 . Δυδ λόγια άκόμη σχετικά μέ τήν π ρ α χ τ ι κ ή χ ρ ή ^ η τ ή ς γ λ ώ σ σ α ς μ α ς ά π δ τ ο ύ ς ξ έ ν ο υ ς. Γιά τό σκοπό αύτδ γράφηκε καθώς είπα παραπάνω (§ 51) ή μικρή γραμματική τού T h u m b (108). Καθώς λέει ό ίδιος, δποιος έπιθυμεΐ νά μάθη έλληνικά θά θέληση νά μάθη καί τήν καθαρεύουσα' μά Ινώ γιά νά καταλάβη καλά αύτήν πρέπει νά ξέρη καί τ’ άρχαΐα καί τή δημοτική, γιά τή δημοτική δέ Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 7Τ 68 Εισηγητής ήταν στήν έκθεση αύτή 4 κ. Π α π α ζ α χ α ρ ί ο υ . Αυτό 8έ» τόν έμποδισε νά γράψη με τ’ δνομά του τρία χρόνια αργότερα, γιά νά ίιποοτηρίξη. πώς τό γαβγίζω, τό μουλάρι, δ οκανιξόχοιρος καί άλλες διάφορες λέξεις τών άνα- γνωστικών τοδ 1917 (βλ. Τριανταφυλλίδη, δ. π. § 6, σημ. 42) είναι χυδαίες καί ή γλώσσα τους χωρίς γραμματική. Μά τότε ποιά είναι ή κοινή δμιλουμένη τοδ κ . ΙΙαπαζαχαρίου, αν διατηρή τύ νλοχιώ νλαχτονμεν καί τό ήμίονος ; « D a u i â t , L e Français e t l'A nglais, langues in ternationales 1915. 7 8 Μ. Τριανταφυλλίδη χρβιάζεται τίποτ’ άλλο. "Οποιος λοιπόν θέλει νά μάθη τά νεοελλη­ νικά θ’ άρχίση άπό τή γλώσσα τοΟ λαοΟ, κι Ιπειτα δποιος ξέρει τ’ άρ- χαΐα καταλαβαίνει άμέσως καί τήν καθαρεύουσα. Στήν ίδια μικρή πραχτική καί φτηνή συλλογή τοΟ G oeschen— 6 κάθε τόμος κόστιζε δεμένος μόνο 90 πφένιγ—βγήκε καί μιά νεοελ­ ληνική χρηστομάθεια άπδ τόν Ί . Κ α λ ι τ σ ο υ ν ά κ ι στό Βερολίνο (89). Έ χ ε ι δείγματα πεζού καί ποιητικού λόγου, σέ δημοτική καί καθαρεύουσα, κι Ιτσι παρουσιάζει στούς γερμανούς κάμποσους άπό τούς δικούς μας λογοτέχνες. Αν τα παραπάνω βιβλία είναι Ιργα ειρήνης, είχε όμιμς καί ό εύρωπαϊκός πόλεμος μέ τό άπλωμά του ώς τήν έλληνοβαλκανική χερσόνησο, τάν άντίχτυπό του στήν έκδοση βιβλίων πραχτικών για τή γλώσσα μας. Έ τσ ι βγήκε στή Γαλλία Ινα μικρό γαλλοελλη- νικδ λεξικό μέ γραμματική για τό στρατό τής ’Ανατολής (101). Οί έλληνικές λέξεις μεταγράφονται φωνητικά (λ. χ . a p p é tit i ôrèkçi, en av a n t broçta κτλ.)—πράμα πού δέν είναι τόσο δυσκολοδιάβαστο δσο πρωτοφαίνεται. * 8 1 . Εξέτασα ώς έδώ τή γλωσσική μορφή του παιδικού βιβλίου στις έκδόσεις ιών ιδιωτών, μέ τις κανονιστικές δυσκολίες καί τά προ­ βλήματα πού γεννά (§ 62 ά.), καθώς καί τά θεωρητικά συστήματα βσα ύποστηρίχτηκαν άπό τό Πανεπιστήμιο (§ 65) καί τόν Ε κ π α ι­ δευτικό "Ομιλο (§ 66), καί είδαμε άκόμη τήν άναρχη καί άσυστη- ματοποίητη «απλοποίηση» τών άναγνωστικών τού δημοτικού σχολείου (§ 68-73), ένώ καί στα βιβλία τής μέσης κλονίστηκε τό παλιό γλωσ­ σικό ιδανικό (§ 75 ά.). Κι είδαμε άκόμη πώς καί μέ τό περιεχόμενο τών έργων του άρχισε να έπιδρά ό δημοτικισμός (§ 78), τού όποιου οί αξιώσεις με τό ζήτημα ιδίως τού έξελληνισμού τών ξενόφωνων βρήκαν καί στήν κοινωνία μεγάλη άπήχηση (§ 79). Καιρός είναι νά δούμε πώς άντίκρισε ό δασκαλικός κόσμος δλην αύτή τήν κίνηση καί ποιά είναι ή αντίληψη καί τό γλωσσοεκπαιδευτικό ιδανικό τού κράτους. Ά πό γ ν ώ μ ε ς έ κ π α ιδ ε υ τ ι κ ώ ν λ ε ι τ ο υ ρ γ ώ ν δημοσιευ­ μένες στα χρόνια αύτά έχω ν’ άναφέρω πρώτα δυό μικρές μελέτες δημοδιδάσκαλων, τού κερκυραίου Γ. Τ ρ ι β ι ζ ά, πού άνακοινώθηκε στό Πανιόνιο συνέδριο (227) 68 καί τού Π. Σ τ α σ ι ν ό π ο υ λ ο υ, άπό 69 Ό συγγραφέας πιστεύει πώς κιάν είναι πολυτελής ή γλώσσα μας δέν πει­ ράζει, αφού είναι «κτήμα ήμών ή τελειότερα τών γλωσσών». Λέχεται ότι οί άπό- Ή γλώσσα μας στα χρόνια 1914-1916 79 τά Λαγκάδια τής Γορτυνίας, πού πιστεύει πώς πρώτος λόγος πού έχει άποτύχει τό γλωσσικό μάθημα στό δημοτικό σχολείο είναι δτι ή γραμματική τής καθαρεύουσας «δέν είναι ή τής μητρικής γλώσ- σης τού παιδός > *9. Σέ μιά πραγματεία γιά τις έκθέσεις τών μαθη- φοιτοι τοΟ δημοτικού πρέπει τουλάχιστο «νά νοωσι καί τά διάφορα συγγράμματα, όσα έν τή νέα ελληνική ϊχουσι γραφή», χωρίς όμως καί νά είναι άνάγκη γράφον­ τας στό σχολείο «νάέκθέτωσιτά διανοήματα αυτών εις αύστηρώς καθαρεύουσαν». 6 ά γράφουν έλεύθερα, καί θά μιλούν «τήν γλώσσαν τού λαού», «άποκαθαίροντες» όμως «καί τελειοποιούντες», «ίφ’ όσον είνατ άνάγκη» καί «μέ ώρισμένην κατεύ­ θυνσή», Νά μή γίνεται δηλαδή «έ μ π ό δ ι ο ν ή γ λ ώ σ σ α ε ί ς τ ή ν φ υ σ ι - κ ή ν έ κ φ ρ α σ ι ν τ ώ ν ιδεώ ν» . Τ 'άρχα ΐα πρέπει νά φύγουν άπό τό δημοτικό, άν καί έτσι θά έχιυμε τήν άντίρρηση πώς θάχωμε « Ιλλειψιν θρησκευτικότητος », άφού όλα τά έκκλησιαστικά βιβλία είναι σέ γλώσσα άρχαΐκή καί οί άπόφοιτοι νέοι θά είναι τότε «άνίκανοι νά νοώσιτήν κυρίαν πηγήν τής χριστιανικής θρησκείας» — κιάς μή γελιούμαστε άπό γεροντότερους αγράμματου; πού «έξηγοϋσιν ευκόλως ρητά τού εύαγγελίου». Τήν αρχαία γραμματική δέν μπορούμε ώστόσο νά τήν άφή- σωμε, «διότι— κοντά στ' άλλα—ή νεοελληνική δέν είναι γλώσσα εντελώς ανεξάρ­ τητος, μή σχετιζομένη πρός τήν άρχαίαν». Καλά κακά, τά νεοελληνικά συγγράμ- είναι πλημμυρισμένα άπό άρχαϊσμούς, άκόμη καί τ’ Αναγνωστικά του δημοτικού. Νά διδαχτή λοιπόν ή γλώσσα «τών χρησιμωτέρων διά τόν λαόν έργων τής νέας έλληνικής φιλολογίας», μά «ταύτης μ ό ν ο ν ή κ α τ α ν ό η σ ι ς [δπογραμμί- ζει ό συγγρ.] δέον νά έπιδιωχθή» καί μόνο Ιτσι «άγόμεθα εις τό δυνατόν τής διδα­ σκαλίας». Καί ή καθαρεύουσα δέδιδάσκεται σήμερα' «αρκεί ότι άγεται δ παίς είς τήν κατανόησιν καί τήν δύναμιν νά κάμνη χρήσιν αυτής στοιχειωδώς. Μέ τέτοιο συμβιβασμό δέν κόβομε τούς δεσμούς μας με τήν αρχαιότητα καί όλο μας 'τό παρελθόν, μέ τή γλώσσα άκόμη «πού δένέπέτρεφε νάέκτουρκισθώσιν οί Έλληνες». 69 Βλ. Π. Ε τ α σ ι ν ο π ο ύ λ ο υ , Ή διδασκαλία τής γραμματικής Ιν τφ βημοτικφ σχολείφ, ’Εκπαιδευτικός ’Ερευνητής 2 (1916), 122-124, άρ. 29. «Πάν- τες άνομοΧογούσι, αρχίζει δ συγγραφέας, δτι ή ε ρ γ α σ ί α τ ο ύ δ η μ ο τ ι κ ο ύ σ χ ο λ ε ί ο υ , όσον άφορφ το μάθημα τής γλώσσης αποβαίνει πολύ ά κ α ρπ ο ς». Οί πολλοί νομίζουν πώς φταίει «τό δύσκολον τής γλώσσης». Μά ή γλώσσα πού διδάσκεται στό δημοτικό είναι «άπλή καί μή επιτετηδευμενη», καί στή διδασκαλία της άφιερώνεται άρκετός καιρός· Κατά τό συγγραφέα φ τ α ί ε ι πρώτα δτι «ή γ ρ α μ μ α τ ι κ ή ή διδασκομένη είς τούς μαθητάς τού δημοτικού σχολείου δέν είναι ή τής μητρικής γλώσσης τού παιδός. Έ πειτα άπόλλυται πολύς χρόνος είς τήν εκμάθησιν τοΟ τυπικού χρησίμου πρό πάντων διά τήν καλήν προφοράν [6 συγ­ γραφέας εννοεί τή διατύπωση στό τυπικό τής καθαρεύουσας) καί τόν σχηματισμόν τών προτάσεων... Ή γραμματική έν τφ δημ. οχολ. πλήν τής όρθής γραφής έκά- στης λέξεως καί τών ταύτης μορφών εργάζεται καί διά τήν προφοράν τής γλώσ­ σης...». «Ή διδασκαλία έν τή γλώσοη δρμωμένη έκ τού βιβλίου μάλλον δέν έχει κέντρον, περί 5 γλωσσικόν ύλικόν διερχόμενον νά προσκολλάται». «Όπως γίνεται ή διδασκαλία, καθιστφ ανικάνους τούς μαθητάς νά περιγράφωσιν ή καταγράφωοι τά διανοήματα αύτών, περιορίζουσα τούτους έκ τού φόβου μήπως διαρρήξωσι 80 Μ. Τριανταφυλλίδη τών τής μέσης ό κ. Κ α λ λ ι ά φ α ς , διευθυντής σήμερα διδασκαλείου μάς θυμίζει μέ τίς νεωτεριστικές του ιδέες (223) τήν πρώτη κριτική τής κ. Δέλτα γιά τ’ άναγνωστικά μας (209). Ζητεί νά γράφη τό παιδί ατό σχολείο τή μητρική του γλώσσα καί σ’ αύτήν άξιώνει νά τού μιλή καί 6 καθηγητής του 70. Ά λ λ η μιά γνώμη καθηγητών τής μέσης δημοσιεύτηκε στήν Ά θηνά, ατό Υπόμνημα τών διδασκαλικών συλ­ λόγων στόν Πειραιά γιά τά νομοσχέδια Τσιριμώκου (215), μέ εισηγητή τόν καθηγητή Ί . Κ ο ύ σ ο υ λ α, πού καί άλλοτε είχε συνηγορήσει, σέ μιά μεγάλη του διατριβή γιά τήν καθαρεύουσα71. ’Αναφέρω άκόμη Γ τύπον τινά». Ό συγγρ. αναφέρει στους λόγους τής αποτυχίας άτέλειες διίαχτικές, τής διδασκαλίας ή τών κανόνων, όπως διατυπώνονται Αυτά όλα φταίνε καί όχι - ή φυσική δυσκολία τής γλώσσης». Στά μέσα πού προτείνονται γιά τή διόρθωση δια­ βάζομε : «1) Πρέπει νά λάβωμεν Ο π’ δψει τήν γλώσσαν τοϋ μαθητου ώς έχει, πρώτον τήν μητρικήν καί δεύτερον τήνάνάλογον πρός τήν ήλικίαν καί εμπειρίαν αυτού». 2) Δέν πρέπει «νά θέλωμεν νά περιορίσωμεν (τή γλωσσική διδασκαλία) εντός Εγγεγραμμένων τής γραμματικής τύπων, κατά τάς πρώτος τουλάχιστον λέξεις, οίτι- νες, ώς νδν εχουσιν, μέρος μέν είναι άχρηστοι μέρος δ4 νά εύρυνθώσι πρέπει». 3) Οί κανόνες, καί μόνον οί απαραίτητοι, δέον νά είναι άπλούατατα διατυπωμένοι, διά λέξεων λίαν γνωστών καί καταληπτών, νά άνακαλώνται εις τήν μνήμην το8 παιδός, όταν οΰτος γράφη* κτλ. κτλ... 10) Σκοπός τής γραμματικής πού θάδιδα- χτή θά είναι «πώς θά γράφωμεν τάς λέξεις καί τάς προτάσεις, ώστε νά φανερώ- νωσι εκείνο, τό όποίον Ιχομεν είς τόν νοδν μας καί όχι άλλο·. Αυτά θά πρέπη νά γίνονται στά σχολεία με 5 ή 6 τάξεις, ώς καί οέ ολόκληρη τήν Δ'. 73 Κατά τό συγγραφέα τό θέμα στις έκθέσεις πρέπει νά είναι «σαφώς καί ατε­ νώς ώρισμένον. Ούχί π. χ.-.πιριγραφή οικίας άλλά.,.οπίτι Ή γλώσσα νά είναι δψογος. «Ό διδάσκαλος όφείλει νά ίμ ιλή θποδειγματικώς». '«υποδειγματικήν δέ γλώσσαν νομίζομεν ούχί τήν όλίγον από τής αρχαίας άπέχουσαν καθαρεύουσαν. Καλόν φαί­ νεται νά γίνηται χρήσις γλώσσης π ρ ο σ ε γ γ ι ζ ο ό α η ς ε ι ς τ ή ν δ η μ ο τ ι ­ κήν » , «τήν όμιλουμένην, άπηλλαγμένην ιδιωματισμών, ξενισμών περί τούς τύπους καί τήν σύνταξιν (ξενισμούς στή σύνταξη κυρίως ή καθαρεύουσα έχει, καί άπ’ αυτούς είναι γεμάτη καί ή σχολική γλώσσα), ξένων λέξεων, ένθα ή εισαγωγή αυτών δέν έπιβάλλεται δ.π’ ένδειας τής γλώσσης ήμών*. Μά γιά τά πρώτα χρόνια δέχεται δ συγγραφέας άκόμη καί τήν ιδιωματική γλώσσα τού παιδιού, τήν «έν στενωτέρφ έννοίφ» μητρική γλώσσα. 71 Τό ύπόμνημα αύτό μέ πλούσια έπιχειρήματα αποδείχνει καί βεβαιώνει ότι «αποτελεί δ καθαρεύων λόγος Ιστορικόν έθνικόν δεδομένον (αύτό είναι άπό τούς «ξενισμούς» τού κ. Καλλιάφα], έν φ εγκατοπτρίζεται ή διανοητική άνάπτυξις τού νεωτέρου ήμών έθνικού βίου καί ήτις (αύτό είναι σολοικισμός] άποτελεϊ τήν κοι­ νήν δμιλουμένην καί γραφομένην ήμών γλώσσαν». Τό ύπόμνημα μιλεϊ καί γιά τό δημοτικισμό καί παραξενεύεται πώς δ ’Εκπαιδευτικός "Ομιλος πού λέει ¡κπαίδΐψη [αύτό δεν είναι αλήθεια] καί τού ’ Εχπαιδινιικοΰ "Ομιλον [οδτε αυτό δέν είναι άλή- θεια] — γιά νά μιλήση τάχα καθώς δ λαός — δ! λέει καί δκπαιδΐνηκη συντροφιά. Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 81 τή γνώμη τού Π α π « μ α ύ ρ ο υ , νέου χιώτη παιδαγωγού, πού σέ μιά έναίσιμή του διατριβή άπό τή Γερμανία έντονα— καί μέ κάποια υπερ­ βολή— καταδικάζει τόν ψευτοκλασικισμό τής νεοελληνικής παιδείας μέ τούς φτωχότατους καρπούς τη ς72, καί τέλος τήν άπήχηση τής γνώμης τών δημοδιδασκάλων πού διαβάζομε στόν πρόλογο τής ‘Ιστο­ ρίας τού Σ ω τ η ρ ι ά δ η (196)78. 8 2 . Δέν είναι βέβαια πολλές δλες αύτές οί γνώμες, είναι δμως άρκετές για νά έπιτρέψουν μερικούς γενικούς χαρακτηρισμούς. α) Πρώτα παρατηρώ πώς οί γνώμες αύτές δέ μάς δείχνουν τόν κόσμο τών δημοδιδασκάλων καί τών καθηγητών τής μέσης νά π α ί ρνη θ έ σή στ ούς σ η μ α ν τ ι κ ο ύ ς ν ε ω τ ε ρ ι σ μ ο ύ ς πού παρουσίασε ή σχολική γλώσσα, καί στή δημοτική καί στή μέση έκπαίδευση, μέ τ’ άναγνωστικά τού 1914 καί τ’ αναγνώσματα τού 1913. Δέ μάθαμε τίποτε γιά τήν έντύπωση πού γέννησαν οί Ιξαφνες αύτές άλλαγές. θ ά Ιλεγε κανείς πώς δέν πήραν κάν είδηση. Καί δμως οί άλλαγές αύτές, πού δέν είδαν τό φώς άπό τή φωτεινή άξίωση τού διδασκαλι­ κού κλάδου, θά έπρεπε τουλάχιστο νά κριθοΰν άς είναι καί κατόπιν 13 P a p a m a w r o s M., V orschläge zu einer Reform der griechischen Schulverfassung. Ίένα 1916, 119 σελ. «Ό δάσκαλος... μεταδίνει λίγες γνώσεις καί μερικές άρχαϊες έλληνικές φράσεις χωρίς νόημα (σ. 88)». «Τό χειρότερο κακό πού εμποδίζει τό σχολείο μας νά προκόψη...είναι 6 κλασικισμός...Δίνει μιά έπιπό- λαιη μόνο επαφή μέ τόν πολιτισμό τών άρχαίων. Μαθαίνουν άπέξιο μερικές σελί­ δες θουκιδίδη ή μερικές φράσεις άπό τόν "Ομηρο ή τόν Πλάτωνα. Μά δ αληθινός κλασικισμός είναι άγνωστος. Δέν είναι κλασικισμός νά μαθαίνης άρχαίες έλληνι­ κές λέξεις, νά μεταφράζης ξερά καί μέ κόπο, καί νά καταγίνεσαι μέ τήν κλίση καί μέ τό σχηματισμό τών άρχαίων τύπων. Ή γλώσσα είναι μόνο τά μέσο γιά τόν κλασικισμό, δχι ό κλασικισμός δ ίδιος, πού τό κάτω κάτω μπορεί νά έπενεργήοη μορφωτικά καί χωρίς τή γλώσσα. Ποιος άπό τούς σημερινούς "Ελληνες μορφώνε­ ται μέ τόν κλασικισμό πού πήρε άπό τό σχολείο του;» (σ. 107, 111). Π6. άκόμη σελ. ¿0, 114. 13 «Είπα παραπάνω δτι Ιπρεπεν είς τό σχολεϊον σιγά σιγά οί μαθηταί νά μάθουν ν’ άγαποδν τά βιβλία, νά έπιθυμούν νά τ’ άποκτήσουν καί νά θέλουν νά τά διαβά­ σουν. ’Αλλά πώς ν’ άγαπήσουν έλληνικό βιβλίο οί μαθηταί, μο5 είπαν πολλοί δημοδιδάσκαλοι, άφοδ δέν έννοοδν τήν γλώσσαν τών ευλογημένων αύτών έλληνι- κών βιβλίων; Καί πώς θέλεις, μοδ έπρόσθεσαν, νά μάθουν έν γένει οί μαθηταί τίποτε είς τό σχολεϊον άπό βιβλία, νά, έστω, άπό τό μόνο των Αναγνωστικό, δταν δ διδάσκαλος παιδεύεται χρόνια μέ τήν ακατανόητη είς τούς μαθητάς καί άμάθητη άπό αυτούς καθαρεύουσα; Βέβαια αύτό είναι φανερόν πράγμα καί πολύ Απελπι­ στικόν, Αλλά τόν Ά ράπη ν’ ασπρίσουμε δέν μπορούμε. Κανένας φρόνιμος δέν μπορεί ν’ άμφιβάλλη δτι τών δημοτικών σχολείων ή γλώσσα δέν μπορεί νά είναι άλλη παρά ή δημοτική...» Σ ω τ η ρ ι ά δ η , Ιστορία κτλ. σ. 5 -6 είσ. 6 82. Μ. Τριανταφυλλίδη έορτής, καί νά κοσκινιστούν μέ τή μελετημένη του πείρα. Π ο ι α ή τ α ν ή γ ν ώ μ η τ ό σ ω ν χ ι λ ι ά δ ω ν δ α σ κ ά λ ω ν , δχτ γιά όλόκληρο τό γλωσσικό ζήτημα, μά γ ιά τ’ ά ν α γ ν ω σ τ ι κ ά τοΟ δ η μ ο τ ι κ ο ύ κ α ί γ ι ά τ’ Α ν α γ ν ώ σ μ α τ α τής μ έ σης , π ο ύ μ π ή κ α ν σέ κ υ κ λ ο φ ο ρ ί α στά 1913 καί στά 1914; Ή ταν τώρα καλύτερα ή χειρότερα; είχαν καλύτερα οί δημοδιδάσκαλοι τό Απλο­ ποιημένο χάος άπό τήν ξερή Ακαμψία τής ώς τότε σχολικής γλώσ­ σας καί ποιούς καρπούς προσδοκούσαν τώρα ώς πρός τό γλωσσικό σκοπό τού δημοτικού σχολείου; θ ά μάθαιναν καλύτερα οί Απόφοιτοί του τήν καθαρεύουσα «βαθμηδόν», δταν γιά μερικά χρόνια 6ά τή διά­ βαζαν Ανακατεμένη μέ περισσότερους ζωντανούς τύπους, τά «σπέρ­ ματα» τής όμιλουμένης, ή τουλάχιστο θά πετύχαινε Ιτσι καλύτερα ή γενικώτερή τους μόρφωση, κιάν Ακόμη δέ θά μάθαιναν τήν καθα­ ρεύουσα ; Καί Ιφτανε δ τι είχε γίνει; ή θά έπρεπε νά προχωρήση μάκρύτερα καί τολμηρότερα ή περίφημη αότή Απλοποίηση, ώσπου νά θεμελιωθή σ’ Ιναν πιό πάγιο πιά τύπο, τήν κοινή γλώσσα πού μι­ λούμε, πού δίν μπορεί νά δεχτή τό πάπιαι καί τό κονιαται κοντά στό σκουλαρίκι, καί πού πρέπει νά πάρη μέσα στό σχολείο πολύ μεγαλύ­ τερη γραμματική ένότητα, άν δέν είναι δυνατό νά τήν Ιχωμε άπόλυτη; Καί π ώ ς π ή ρ α ν τ ά π α ι δ ι ά τή γλώσσα τών Αναγνωστι­ κών αδτών τού 1914; Διάβαζαν πιό εύκολα καί μέ περισσότερη δρεξη τ’ Αναγνωστικά τής Κ“« Καζαντζάκη, ή δ χ ι; Καί σέ τί νά τό άπο- δώσωμε; Καί ποιά νέα γραμματικά καί Αναγνωστικά προβλήματα γεννήθηκαν μέ τήν καθημερινή σχολική χρήση σέ τόσους δασκάλους; Τά παιδιά πού διάβαζαν στό βιβλίο τους τobς κακομοίρους, χωρίς νερό και λάσπην, τό βασιλόπουλο χαρούμενου δέν πρόφεραν συχνά— καθώς έτυχε σέ μένα συχνά ν’ Ακούσω — τους κακόμοιρονς, χωρίς νερό καί λάσπη, τό βασιλόπουλο χαρούμενο, παρασυρμένα άπό τή γλώσσα τους, πού τόσο κοντά τής πήγαινε πιά, έδώ καί κεΐ, ή γλώσσα τοϋ Αναγνωστικού, κι Αρχιζαν Ιτσι νά τή νίώθουν — τέλος πάντων— πραγματικά Απόδοση τής ζωντανής τους λαλιάς; Καί τί έκαναν τότε οί δάσκαλοι; τούς διώρθωναν ή δχ ι; Καί λέξεις καθώς γιαγιά, ματω- μένον, σκουλαρίκι, έρχομός, αώπα, στάνη, πού πρώτη φορά φιλοξε­ νούνταν τώρα σέ Αναγνωστικά, τούς φάνηκαν ιδιωματικές, άγνωστες καί σ’ αύτούς καί στούς μαθητές τους, ή μή δέν ήταν πολύ πιό άγνω­ στα καί ιδιωματικά τά κονιαταί καί τά Ιπάπαζαν πού διατηρούσε Ακόμα τό Αλφαβητάριο τού 1914; ’Αλλά καί τής μέσης οί λειτουργοί άφησαν καί αύτοί άναπάν- Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 πητες Ινα πλήθος Απορίες πού γεννήθηκαν τώρα. Δέν είδα νά δημο- •σιεύωνται ή νά συγκεντρώνωνται μέ' κάποιο τρόπο παρατηρήσεις άπό τήν καθημερινή Ιμπειρία γιά τίς διδαχτικές καί γλωσσικές ίδίως -δυσκολίες, πού έγιναν πιό έπίκαιρες σάς μικρές ίδίως τάξεις μέ τ ’ Αναγνωστικά αδτά. Καί δμως αύτό είναι άπαραίτητο άν θέλωμε νά πετύχωμε σιγά « γ ά καλύτερα Αναγνώσματα. β) Τό δεύτερο πού παρατηρώ στίς παραπάνω γνώμες, δσες μπαί­ νουν καί σέ λεπτομέρειες, είναι πώς δέ φαίνονται νά είναι έ ν ή μ ε - ρ ε ς σ τ ή ν π ν ε υ μ α τ ι κ ή κ ι έ π ι σ τ η μ ο ν ι κ ή μ α ς κ ί ν η σ η , •καί τόν τρόπο πού αδτή Αντικρίζει σήμερα τό γλωσσοεκπαιδευτικό ,μας πρόβλημα. Οί Αρκετά διεξοδικές κι Ιμπεριστατωμένες γνώμες τού Τριβιζά καί τού Κούσουλα Αγνοούν Ακόμη καί τά προβλήματα πού φανερώθηκαν άπό τή συζήτηση Σκιά-Χατζιδάκι. Φταίει βέβαια γι’ αύτό κι ή έλλειψη κατάλληλου διδασκαλικού περιοδικού καί τό Ανοργάνωτο καί Αριστοκρατικό τάχα τής Ιπιστημονικής μας ζωής, -μά δπως καί νά είναι, δύσκολο είναι νά ώριμάσουν μέσα στούς δασκά­ λους τά Ικπαιδευτικά μας προβλήματα δσο αόποί μένουν τόσο ξένοι •στήν Ιργασία πού γίνεται έξω άπό τό δικό τους στενό κύκλο. "Ετσι καί οί γνώμες τους, λιγοστές καί άσυσχέτιστες μεταξύ τους κα ί ξένες στή γύρω τους κίνηση καθώς μάς παρουσιάζονται, δείχνουν -τήν έπίμοχθη κίνηση τής κοινωνίας μας, καί μάλιστα τής παιδείας, πρός τά μπρός, δπου δσα λίγα κατορθώνονται τά χρωστούμε πρώτα πρώτα σέ ίσχυρές Ατομικές βουλήσεις. Ά μεση Αναφορά πρός τή •γύρω Ικπαιδευτική κίνηση έχει μόνο τού Κούσουλα τό όπόμνημα, πού άναφέρεται στά νομοσχέδια Τσιριμώκου—Αλλο δμως πάλι αύτό συνη­ θισμένο χαρακτηριστικό γιά δμοια φαινόμενα: μέ καθαρά Αντιδρα­ στικό χαρακτήρα. γ) "Ενα Ακόμη πού χαρακτηρίζει τίς γνώμες αότές—φυσικά δ τι λέω έδώ δέν είναι έλάττωμα τής καθεμιάς άπό τίς παραπάνω δια-, τριβές, μά γενικό δμως χαρακτηριστικό πού βγαίνει Απ’ δλες τους μαζί — είναι πώς έκτός πάλι άπό τό ύπόμνημα πού Αντιπροσωπεύει τή γνώμη δυό συλλόγων — καί πού κι αύτό δέν ξέρομε ώς σέ ποιό σημείο άληθινά τήν Αντιπροσωπεύει — δ έ ν Α π ο τ ε λ ο ύ ν ό μ α δ ι ­ κ έ ς έ μ φ α ν ί σ ε ι ς τής γνώμης τών Ικπαιδευτικών λειτουργών παρά μονωμένων Ατόμων. Καλοπρόσδεχτη βέβαια τού καθενός ή συμ­ βολή, μά σέ τέτοια ζητήματα οδτε πρέπει ούτε μπορεί νά λείπη ή συζήτηση καί ή γνώμη άπό σωματεία έπιστημονικά, καθώς , θά .έπρεπε νά είναι οί τόσοι διδασκαλικοί σύλλογοι. 84 Μ . Τριανταφυλλίδη δ) Καί κδί δμως πού οί γνώμες «δτές παρουσιάζονται μέ μία ϋέση στις προτάσεις τους δέ δίνουν πάντοτε τήν έντύπωση πώς βγαίνουν άπό ξ ε κ α θ α ρ ι σ μ έ ν ο καί κ α θ ω ρ ι σ μ έ ν ο γ λ ω σσο ε κ π α ι δ ε υ - τ ι κ ό π.ρ ό γ ρ α μ μ α, μελετημένο ώς σέ δλες του τις συνέπειες. Δέ μοιάζει εόχαριστημένος δ κ. Τριβιζδς Από τή σημερινή κατάσταση, καί νοσταλγεί βέβαια κάποιαν άλλαγή δεχόμενος πώς γιά τήν καθα­ ρεύουσα μόνο τήν κατανόηση μπορεί νά θέση γλωσσικό του σκοπό τό δημοτικό μας σχολείο, μά κιόλας οί προτάσεις του δείχνουν Αντι­ φάσεις πού στήν πρώτη έφαρμογή τους θά φανερωθούν δλο καί άπει* λητικώτερες. Α κόμη κι ή άρχή, νά μή γίνεται «έμπόδιον ή γλώσσα ε!ς τήν φυσικήν Ικφρασιν τών Ιδεών», δέν είναι τίποτε άλλο παρά καταδίκη καί Αποκλεισμός τής καθαρεύουσας Απ’ όλόκληρο τό δημο­ τικό σχολείο, έκτός πια Αν θέλαμε νά τή διατηρήσωμε μόνο στό Ανα­ γνωστικό. Πολύ τολμηρότερες καί θετικώτερες οί προτάσεις τού κ. Στασινόπουλου καί. μάλιστα τού κ. Καλλιάφα, μά καί δώ δέν ξέρομε ποιές συνέπειες θά μάς άφηναν οί διατριβογράφοι νά βγάζαμε άπ’ δσκ οί ϊδιοι πρότειναν. ’Αντιστοιχούσε τό πρόγραμμα τού πρώτου μέ τήν εισαγωγή στίς μικρές τάξεις; κι έπειτα θά είχαμε μιά δεύτερη σχο­ λική γλώσσα στίς τρείς άνώτερες τάξεις τού δημοτικού; Καί τού κ. Καλλιάφα ή πρόταση γιά τή γλώσσα τών συνθέσεων, πού τήν Απλώ­ νει σέ όλόκληρη τή γλώσσα τής διδασκαλίας, ήταν γιά όλόκληρη τή σχολική γλώσσα; "Αν δχι, μέ ποιό τρόπο θά χαράζαμε τά δρια τους καί ποιός θά ήταν ό τύπος πού θά δίναμε στήν καθεμιά τους; Αδτές οί σκέψεις μοδ γεννήθηκαν διαβάζοντας τίς παραπάνω γνώ­ μες. Κατά τ’ Αλλα νομίζω πώς ή ποικιλία τους άνταποκρίνεται στίς ιδέες πού άπάνω κάτω— άρκετά άόριστα συχνά—κυκλοφορούν σήμερα στόν κόσμο τών δασκάλων. Μερικοί, σάν τόν κ. Καλλιάφα, δ έ χ ο ν τ α ι τ ή δ η μ ο τ ι κ ή γλώσσα. Κατά τή γνώμη μου μάλιστα δ κ. Καλλιάφας, άν καί μιλεϊ γιά γλώσσα «προσεγγίζουσα» στή δημοτική, προχωρεί μέ τό παρα­ πάνω, Αφού θέλει στά πρώτα χρόνια — ό λόγος είναι γιά τή μέση έκπαίδευση—νά γράφη τό παιδί πό ιδίωμά του άδιόρθωτο (Ας πούμε μπόραγα, μπόρεεε, σύγνεφο), Ινώ γιά τό τυπικό τουλάχιστο έγώ νομίζω πώς θά πρέπη πάντα ν’ άξιώσωμε νά μεταχειρίζεται δ μαθητής γρά­ φοντας «έν γνώσει» τήν κοινή δημοτική. Ά λλο ι πάλι, πολυάριθμοι, δέ μένουν εύχαριστημένοι μέ τήν κατάσταση καί ή προτείνουν κάποια άλήαγή, καθώς ό κ. Τριβιζάς, ή θέλουν μιά ρ ι ζ ι κ ώ τ ε ρ η ά π ο - μ ά κ ρ υ ν σ η Από τήν καθαρεύουσα, Αν πιστέψωμε τόν κ. Στασινό- Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 85 πουλο καί τό Ασυγκράτητο παράπονο πολλών δημοδιδασκάλων πού μάς διαλαλεί ό κ. Σωτηριάδης. Έ άρνηση δμως δέ φτάνει. Καί δέ μαθαίνομε Αν μένουν δλοι αύτοί ικανοποιημένοι μέ τίς προτάσεις τού κ . Τριβιζά ή μέ τά «σπέρματα τής δμιλουμένης» τών νέων Αναγνω­ στικών τού κ. Ζαμάνη. Τρίτη πολυάριθμη κατηγορία τών καθαρώ- τερα αντιδραστικών στοιχείων δείχνεται στό ύπόμνημα τού κ. Κού- -σουλα. Πιστεύουν πώς δ λ α π ά ν ε κ α λ ά μέ τή σχολική γλώσσα, ή τουλάχιστο πώς δέ φταίει σέ τίποτε ή μορφή της, κι έτσι δέν καταλαβαίνουν άπό ποιά Ανάγκη γεννήθηκε καί σέ τί άποβλέπει ή μεταρρυθμιστική κίνηση ?4. 8 3 . Δέ θά μάς άπασχολήση πολύ ή Α ν τ ί λ η ψ η τ ού κ ρ ά τ ο υ ς γ ιά τό γλωσσοεκπαιδευτικό πρόβλημα. Τό 1912 μάς είχε κληροδοτή­ σει, σέ μιά προκήρυξη συγγραφής Αναγνωστικών τού δημοτικού σχο­ λείου, τήν Απερίφραστη' Αξίωση νά δποταχτή στό Αλφαβητάριο καί νά θ υ σ ι α σ τ ή ή π ρ α γ μ α τ ι κ ή Α ν τ ί λ η ψ η τ ο ύ π α ι δ ι ο ύ σ τ ή γ λ ω σ σ ι κ ή μ ο ρ φ ή , δπου τά δυό τους μένουν «Ασυμβίβα­ στα» 7δ. 'Η αξίωση αύτή, διδαχτικά βέβαια σωστή, βγαλμένη δμως 71 Έ μμεση μόνο σχέση Ιχει μέ τό θέμα, Αξίζει δμως νά μνημονευτή Ινα εύοίωνο σημάδι γιά τό γλωσσοεκπαιδεοτιχό πρόβλημα μέσα στήν τόσο φτωχική έκδήλωση τοδ διδασκαλικού κόσμου. Κι αύτό είναι πού βλέπομε έκπαιδευτικούς νά καταγίνωνται οί Ιδιοι μέ τή λογοτεχνία, καθώς λ .χ . δταν μάς παρουσιάζη τό ημε­ ρολόγιο του Σκόκου (38) δυό τέτοιες έργασίες. Μέ τό νά γράφη βέβαια μέλος τοδ ΈκπαιδευτικοΟ συμβουλίου διηγήματα πολεμικά στή ζωντανή γλώσσα, δέ σημαί­ νει πώς λύθηκε τό ζήτημα τής σχολικής μας γλώσσας. Είναι άλλωστε αδτδ δικαίωμα τών δασκάλων, πού Αντίθετα μέ δ τι είχε κηρυχτή άλλοτε Αναγνωρίστηκε στίς Ιστορικές πιά συζητήσεις τής Βουλής. 'Ωστόσο είναι χαρακτηριστικό πώς αυτοί δλο πληθαίνουν. Καί δταν Ινας τους λ . χ . ξεχνώντας κάθε έγκεχριμένη γραμματική καί κάθε έπίκληση τοδ κ. Χατζιδάκι στή συνταγματική γλώσσα τήν έν ταΐς έπιοημοτάταις ήμών οίκίαις κτλ., γράφη ή αγάπη μου είχε γίνει άγρια σόι* τήν Ά π ο ρ ά χη , οχληρή σαν τό βοριά, πού μάς ίχλάδενε τά δάχτυλα, κα ι ώνειρενόμουνα νά εμβω μάσα εις τό σπίτι κτλ., άμα Ακόμη κατορθώνει μέ δσα έγραψε νά μάς συγκινήση, μπορούμε τότε νά είμαστε ήσυχοι πώς τέχνη καί γλώσσα δέ θά είναι γ ιά πάντα οί έξόριστες στοδ σχολείου μας. ,s Προκήρυξις διαγωνισμού πρός συγγραφήν διδακτικών βιβλίων τής δημοτι­ κής ή στοιχειώδους έκπαιδεύσεως. Έφημερίς τής Κυδερνήσεως, Παράρτημα Β', 30 Δΰγούστ· 1912, Αρ. 208, σ -1004: «Έ φ ’ δσον νδν δέν δύνανται νά συμδιβασθώσι τελείως at Απαιτήσεις τής γλωσσικής μορφής πρός τάς Απαιτήσεις τής γλωσσικής •καί πραγματικής Αντιλήψεως τών μαθητών, κ α τ ’ ά ν ά γ κ η ν ό-ά Χ αμβάναιντα ι μ ά λ ­ λο ν ν π όψ ει a t σιρώται». Αναγνω ρίζεται δηλαδή πώς είναι δυνατόν Ιπίσημη κ α ί μητρική, δηλαδή κοινή, έθνική γλώσσα, νά έρθουν σέ Αντίθεση, καί τέτοια :μάλιστα, πού νά μή χωρή συμβιβασμός. 86 Μ. Τριανταφυλλίδη άπό χήν τυφλωμένη πίστη στή ζωντάνια της καθαρεύουσας, πατή­ θηκε καθώς εΐβαμε, μέ τά ίδια τ’ άναγνωστικά τού 1914, δχι τόσο τό άλφαβητάριο, 8σο—δσο κιάν μοιάζη άνακόλουθο—στ’ άλλα άναγνω­ στικά τής ίδιας σειράς. Τόν ίδιο περίπου καιρό Ιχομε τήν περίφημη, έ γ κ ύ κ λ ι ο γ ι ά τ ά π α ι δ ι κ ά β ι β λ ί α κ α ί τ ή γ λ ώ σ σ α τ ους (223), δπου προγραμματικώτερα καί γιά τελευταία φορά παρου­ σιάζεται ή άντίδραση τού καθαρισμού, άρκετά καθαρά μά καί μέ. κάποια άντιφατική άοριστολογία. «Τά άναγνωστέα (λέει ή έγκύκλιος. γιά τά βιβλία πού θά διαβάζουν τά παιδιά, δχι στά διδαχτικά τους. βιβλία μά στό σπίτι) πεζά ή έμμετρα, πρωτότυπα ή έκ μεταφρά- σεως, δέον νά διακρίνωνται διά—τδ άπλούν άλλά καθαρόν — κανονι­ κόν— καί έλληνοπρεπές τής γλώσσης... έπιτρεπομενης τής δημώδους, μόνον Ιν τοΐς ποιήμασιν. . . άποκλειομένης πάσης άλλης γλωσσικής, μορφής άπορρεούσης...οδχί έξ άντικειμενικότητος έρειδομένης Ιπί τών ιστορικών παραδόσεων καί τού συμφέροντος τής Ιλλ’ηνικής φυλής».. Έ γ ινε άρκετδς λόγος άλλου (120: 5.141) καί δέν άπομένει νά προσθέσω· τίποτε. Κακό σημάδι δμως νά μήν μπορή τό ίδιο τό κράτος νά μένη πιστό στήν άπόφασή του στά δικά του άναγνωστικά καί νά τά. φέρνη μάλιστα γιά παράδειγμα τής άπλής, καθαράς καί άντικειμενι- κής γλώσσας (ή γλώσσα τών άναγνωστέων, λέει ή έγκύκλιος «δέν- πρέπει ν’ άφίσταται έκείνης, ήν όφείλουσ» νά διδάσκωνται οί μαθη* ταί Ιν τψ σχολείψ καί ήν τό Ιπίσημον κράτος καθιέρωσεν»). Τό πιό· παράξενο δμως είναι ή βεβαίωση τού κράτους σέ μιάν άλλη του έγκύ- κλιο, τή στιγμή πού νιώθει τή σχολική του γλώσσα νά κλονίζεται,, πώς ή γλφσσα αότή είναι «στερεωμένη» ,β. 8 4 . 'Η σ χ ο λ ι κ ή γ λ ώ σ σ α ! . . . ’Από τά θλιβερώτερα φαινό­ μενα πού σημαδεύουν τή νεοελληνική κοινωνία στήν τόσο σύντομη, ιστορία της. Ε κατό χρόνια τώρα κράτος καί κοινωνία, δάσκαλοι καί γονείς, παιδαγωγοί κι έπιστήμονες άλλοι, πότε μέ τό ένα ιδανικό καί πότε μέ τό άλλο, πάντοτε δμως μέ άστόχαστη άστοχη προκατάληψη, δέν άφησαν ποτέ τήν ίδέα νά διορθώσουν καί ν’ άφανίσουν τήν παι- ’* Β λ . ’Εγκύκλιος άρ. 10637, 7 Μαρι. 1915, τμ^μα Λ', Μίση έκπαίδευβις,. Γυμναστική.καί σκοποβολία. Βασίλειον τής Ε λλάδος, Τό δποοργείον τών Ικκλη- σιαατικών καί της δημοτ. ίκπαιδβόσεοις, Πρός τοός λειτουργούς της έκπαιδεύσβως « . . . τόν σκοπόν τοδτον παντός σχολείου, ίπιδιωκόμενον δι’ δλων τών μίσων, τά όποια ή στερεωμένη γλώσσα της φυλής διαθέτει. . . 01 διδάσκαλοι οδτοι τοΟ· γίνους [τοΒ Είκοβιίνα] Ιστησαν ύπόδειγμα βίς τόν διαχειρισμόν τού διδασκαλικοί»· Ιργου καί τήν γλώσσαν. . . . . . Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 87 δική γλώσσα. Ποτέ δέν κατάφεραν οί περισσότεροι παιδαγωγοί, γέν­ νημα καί αδτοί τοΟ καιροΟ τους, ν’ άντικρίσουν άφοβα τό πρόβλημα τής σχολικής γλώσσας, πελαγωμένης μέσα στό φαύλο άληθινά κύκλο τοΟ νεοελληνικοί» προγονισμού. Καί δταν στό τέλος, πού δέν είναι δά ‘καί τόσο μακριά άπό μάς τούς σημερινούς, μέ τή δύναμη τών πραγμάτων παράτησαν οί περισσότεροι τουλάχιστον, άς είναι καί σιωπηλά, τή χίμαιρα τής άττικής γραμματικής, ξανακοπανίζεται δμως πάντοτε, μέ διαφορετική κατά τίς Ιποχές σημασία, τό &πλή καί ενρυθμος καί ευμελής καί ρέονσα καί παιδική, καί άνάλογος τού δψους τού γλωσσικού Ιπιπέδου καί τής γλωσσικής άντιλήψεως τών παιδαρίων — δλα άρνηση μόνο καί πρόφαση γιά ν’ άποκλειστή άπό τή σχολική γλώσσα ή κοινή καί χυδαία τάχα φράση τής δημοτικής, πού άξιώνει λ. χ . νά πούμε καί νά γράψωμε καί μέσα στό σχολείο dame μου τις πατάτες, &ν δέν μπορώ τί νά αον κάμω. Τό τίς πρέπει νά γίνη τουλάχιστον τές, τό πατάτες πατάτας, άν δχι καί γεώμηλα, τό μπορώ ήμπορώ ή καλύτερα δύναμαι, καί ίσως καί τό δν δέν: δν μή ή έάν δεν ή Ιάν μή, άφού πιά πειστήκαμε πώς δέν μπορεί νά γίνη καί τό δύναμαι δύνωμαι, «πρός τό συμφέρον τής έλληνικής φυλής», καθώς τάχα άξίωνε καί ή τελευταία ύπουργική έγκύκλιος. Έ τσ ι έξακολουθούσε γιά έναν αιώνα νά σέρνεται φοβισμένο καί άνούσιο τό σχολικό μας ιδίωμα πίσω άπό τό ιδανικό τής φωτι­ σμένης κοινωνίας τής Ιποχής, χωρίς νά μπορέση νά ταυτιστή μέ τήν κοινή έθνική γλώσσα. Καί δμως στήν άναρχία μας τή γλωσσική, πού τό σχολείο μας συνέργησε καί πρωτοστάτησε νά τή διαμορφώση, θά έπρεπε iota ίσια τό ίδιο τό σχολείο νά βοηθήση καί γιά νά τήν κατα- στρέψη. Γιατί έχοντας στά χέρια του τό μεταβλητόν αύτό γλωσσοκοι- νωνικό συντελεστή—άφού είναι μέ τήν κοινή σχολική του γλώσσα ρυθ­ μιστής ώς Iva σημείο στή γλωσσική μας κατάσταση—μπορεί νά πνίξη στά σπάργανα τόν έφιάλτη τής διγλωσσίας καί νά μόρφωση μιά νέα γενεά μέ άρμονικώτερη γλωσσική συνείδηση. 8 5 . Άνασκοπώντας τώρα τήν τελευταία αύτή Ιξέλιξη τής σχο­ λικής γλώσσας βλέπομε νά κορυφώνεται σιγά σιγά ή π ί ε σ η καί ή ά ν τ ί δ ρ α σ η τής φωτισμένης μα; κοινωνίας γιά τό άτυχο πείραμα πού έξακολουθούσε νά γίνεται στή ράχη τών παιδιών, καί άπό τό άλλο μέρος Iva χ ά ο ς στή σχολική χρήση, Iva χάος καί μιά ά ν η­ σ υ χ ί α στούς κύκλους τών είδικώτερων γιά τή λύση πού δέ φαίνουν- ταν πρός καμιά διεύθυνση. Τό χάος αύτό φαίνεται καθαρώτατα στήν τελευταία ύπουργική έγκύκλιο, πού τήν είδαμε νά ύψώνη σέ πρότυπο 88 Μ. Τριανταφυλλίδη γλωσσικό τού κράτους τ’ άναγνωστικά πού ξέρομε μέ τήν άνύπαρχτη πιά γραμματική τους, άκριβώς στα χρόνια πού ψηφίζουνταν τό γλωσ­ σικό άρθρο στό σύνταγμα καί πού σύνθημα στήν κατακραυγή κατά τής δημοτικής είχε γίνει πώς είναι τάχα γλώσσα χωρίς γραμμα­ τική. Καί ή άνησυχία πού είπα φανερώνεται στις άσυμφωνίες καί στήν άντίφαση πού άδιάκοπα ξεπετιέται άπό τούς ύποστηριχτές τής σχολικής αύτής γλώσσας μεταξύ τους ή κάποτε, καθώς είδαμε, καί μέ τόν ίδιο τόν Ιαυτό τους. Κάτι, νιώθουν, σάπισε, μά ποιό είναι αύτό; Μερικοί παραδέχονται, μαζί μέ τόν κ. Σκιά, πώς ή δημοτική είναι άνύπαρχτη καί μόνο «φήμη», πώς δπάρχει μόνο καθαρεύουσα, καί πώς αύτή δέν μπορεί ν’ άπλοποιηθή. "Αλλοι πολλοί (δέχονται πώς ύπάρχει δημοτική, τή μιλούν μάλιστα καί κάθε μέρα, μά είναι χυδαία. 'Ο κ. Χατζιδάκις πάλι νομίζει πώς ή δημοτική δέν ύπάρχει πιά σήμερα, μά μόνο καθαρεύουσα, πού τή μιλούν άπλοποιημένη παντού, φυσικά καί «έν τάίς έπισημοτάταις αίθούσαις». Μά καί ή καθαρεύουσα πού γράφομε μπορεί καί πρέπει ν’ άπλοποιηθή, καί χαίρεται δταν τή βλέπη ν’ άπλοποιήται, Ινώ άλλοτε κήρυσσε πώς αυτό ούτε συμ­ φέρει ούτε μπορεί νά γίνη. ’Αντίθετα Ινας καθηγητής τής μέσης, στηριγμένος στήν καθημερινή του πείρα μάς λέει πώς δε φτάνει λίγη άπλοποίηση τής σχολικής μας γλώσσας, μά γλώσσα «προσεγγίζουσα» στή δημοτική, τό ίδιο γυρεύει κι Ινας δημοδιδάσκαλος γιά τις μικρές τάξεις του δημοτικού σχολείου, ενώ δ κ. Χατζιδάκις Ιχει τήν πεποί­ θηση πώς δέν πειράζει άν τό σκυλί γίνεται κύων, κι Ινώ άλλος καθη­ γητής τής μέσης μαζί μέ όλόκληρο καθηγητικό σύλλογο ύποστηρίζει πώς τό ίδιο είναι «κοινή όμιλουμένη καί γραφομένη ήμών γλώσσα», πάντα ή καθαρεύουσα, καί άλλος πάλι δημοδιδάσκαλος γυρεύει νά μιλούν έλεύθερα τά παιδιά τή γλώσσα τής μητέρας τους καί μέσα στό σχολείο, δμως «άποκαθαίροντες καί βελτιώνοντες βαθμηδόν τάς έλλείψεις της», ώσπου νάμισοφτάσουνπίσω στήν καθαρεύουσα. Ό ίδιος δείχνει πώς τ’ άναγνωστικά τού δημοτικού είναι, καθώς όλόκληρη ή καθαρεύουσά μας, γεμάτα άρχαϊσμούς, 6 κ.' Σκιάς γυρεύει νά διδά- σκωνται στ’ άναγνωστικά αύτά κοντά στήν καθαρεύουσα καί κείμενα σέ δημοτική, Ινώ ό κ. Χατζιδάκις δέ θέλει δημοτική, παρά μονάχα Ιναν τύπο έπίσημης καθαρεύουσας, ώρισμένο κι ΙνιαΤο, πού ό κ. Σκιάς πάλι τόν άποδείχνει άδύνατο. Στό μεταξύ διδάσκονται στα διδασκα­ λεία σέ δημοτική μεταφρασμένα άρχαΐα καί νέα ξένα λογοτεχνή­ ματα, κι Ινώ τό κράτος άπαγορεύει μ’ έγκύκλιο τούς ιδιωματισμούς, ανώτεροι λειτουργοί του βγάζουν βιβλίο πού νά Ιξηγή τις άγνω­ Ή γλωσσά μας στα χρόνια 1914-1916 89 στες λέξεις τών νεόβγαλτων έγκεκριμενων νεοελληνικών άναγνω- σμάτων, στά όποια πάλι ό καθηγητής τής γλωσσολογία; βρίσκει καί τύπους αντισυνταγματικούς. Υπουργική έγκύκλιος δέχεται πώς ύπάρ- χει ή περιμάχητη δημοτική, μά τήν άναγνωρίζεί μόνο στά ποιήματα, καί τότε τή βρίσκει κανονικά γραμμένη καί άντικειμενική—στό Βαλαω- ρίτη. καί στό Σολωμό! — κι άρνιέται μάλιστα στόν τελευταίο «δπο- κειμενικότητα ποιητικής άντιλήψεως». Στό μεταξύ στήν έλευθερωμένη Μακεδονία παιδιά Ιφτά κι όχτώ χρονών Ιξακολουθούν νά «Ιξελλη- νίζωνται» μαθαίνοντας πώς οί σκόμβροι είναι ιχθύες, αΐ δρνιθες κακ- κάζονοι, τά χοιρίδια νίζονσιν (προσοχή στό τελικό ν!) καί ώς έξήγηση γιά τή δίχως συμπέρασμα άτελείωτη συζήτηση μεταξύ Σκιά καί Χαιζιδάκι μαθαίνομε πώς ό πρώτος δέ δίδαξε ποτέ παιδιά, καθώς λέει δ δεύτερος, καί γι’ αύτό γυρεύει μέ τό γλωσσικό του σύστημα τ’ άδύνατα, καί μαθαίνομε άκόμη άπό τόν πρώτο πώς δ δεύτερος μέ τό δικό του σύστημα γυρεύει, Ινας άνθρωπος αύτός, χωρίς σέ τίποτε θετικό νά στηρίζεται παρά μόνο στό δικό του δποκειμενισμό, νά Ιπι- βάλη σέ δλους μας αύταρχικά γραμματική, πού ούτε δ ίδιος δέν τήν Ιχει ξεκαθαρίσει στό νού του ούτε βγαίνει άπό καμιά χρήση, καί πού άκόμη καί τούς δημοδιδασκάλους θά κάμη νά πελαγώσουν. V I . Ή έ ν ν ο ια τ ο ϋ δ η μ ο τ ικ ισ μ ο ύ . — Ή γ λ ω σ σ ικ ή μ α ς έξ έλ ιξη . 8 6 . ’Εξετάστηκαν ώς Ιδώ τά κυριώτερα θέματα τά σχετικά μέ τό άπλωμα τής ζωντανής μας γλώσσας, θά Ιλειπε δμως κάτι άπό τήν έπισκόπηση αύτή τής γλωσσικής μας αναγέννησης, άν δέ στα­ ματούσα σ’ Ινα άκόμη ζήτημα: Είναι δ δημοτικισμός γλωσσική μόνο ίδέα κι Ιπανάσταση μέσα στή νεοελληνική κοινωνία ή μήπως είναι καί κάτι άλλο άκόμη, καί τ ί ; Είναι αύτό ζήτημα πού τά τελευ­ ταία ίδίως χρόνια άπασχολούσε ζωηρότερα τούς κύκλους μας, όσο τ ’ ώρίμασμα τής γλωσσικής ιδέας, ό πολλαπλασιασμός τών όπαδών της καί άκόμη τής κοινωνίας μας ή Ιξέλιξη έφερναν τό δημοτικισμό κοντύτερα στή ζωή καί τή δράση. Στήν Ιξέλιξη αύτή δστερ’ άπό τόν Ψυχάρη, πού τόνισε κυρίως τό ζήτημα τής μορφής, δ Φωτιάδης, δ Σκληρός καί δ ΔελμοΟζος σημείωσαν κάποιο σταθμό· δ πρώτος άπλωσε καί βάθυνε τό δημοτικισμό άπό ίδέα γλωσσική κυρίως καί λογοτε­ χνική στό γλωσσοεκπαιδευτικό πρόβλημα, δ δεύτερος έδειξε τή θέση καί τή σημασία τού δημοτικιστικού άγώνα μέσα στήν κοινωνική μας Ιξέλιξη καί ζύμωση, Ινώ δ Αελμοΰζος μέ τό σχολείο τού Βόλου πρώ­ τος δοκίμαζε πραχτικά τή λύση πού ώς τότε είχε θεωρητικά μόνο 90 Μ. Τριανταφυλλίδη άξιωθή καί μαζί μέ τή ζωντανή γλώσσα δοκίμαζε νά βασίση τδ πρό­ γραμμα καί τή ζωή τού σχολείου του στή νεοελληνική παράδοση ή σωστότερα στή νεοελληνική πραγματικότητα, δείχνοντας έτσι τδ δρόμο πού θ’ άκολουθούσε ή άναγέννηση τού σχολείου μας. Γιά τδ ζήτημα πού μάς άπασχολίϊ έδώ Ιχομε τώρα διατυπωμέ­ νες, στά 1912, μερικές γνώμες, σύμφωνες στ’ δτι ή γλωσσική μεταρ­ ρύθμιση δέν είναι μόνο άξίωση γλωσσική μά μεταρρύθμιση πού άπο* βλέπει γενικώτερα στήν πνευματική ζωή τού Ιθνους, προωρισμένη νά τ’ όδηγήση μέ τήν παιδεία, τήν πολιτική ή άλλα μέσα στδ δρόμο τής σύγχρονης ζωής καί τή δημιουργία πολιτισμού νεοελληνικού7ί. Στά τελευταία πάλι χρόνια, 1914 μέ 1916, βρίσκομε Ανάλογες σκέ­ ψεις σέ δσα έγραψαν ό Ί . Δραγούμης στδ Νεοελληνικό πολιτισμό (188) 11 0 6 . Προλεγόμενα ατό Β' τόμο τοδ Δ « λ τ £ ο ο τοδ ’Εκπαιδευτικού Όμιλοι» (1912, ο. 11): «Ή μεταρρύθμιση τής παιδείας δέν είναι κάτι πού θά γίνη ατό χαρτί, άλλα πρέπει νά γίντ) οτίς ψυχές καί τά κεφάλια τών δασκάλων . . . . Καί άν ήταν δυνατό νά φύγη ή καθαρεύουσα από ιό σκολειό χωρίς νά πέση καί δλος i ψυχικός κόσμος πού τήν éδημιούργησε. . . δέν θά ήταν καθόλου μ’ αύτό συντελε­ σμένη ή έκπαιδεατική άναγέννηση πού θά δημιουργήση τις νέες ψυχές καί τούς νέους χαρακτήρες. Έ τσι έχει τή συνείδηση ό Ό μιλος πώς άντιπροσωπεδει ένα νέον κόσμο πνευματικό καί ήθικό, ένα νέο ή μάλλον τό μόνο αληθινό φυλετικό πνεδμα βγαλμένο άπό τήν έλληνική ζ ω ή . . . » — Π6. έπειτα Δ ρ α γ ο ύ μ η I., στό Δελτίο 2 (1912) σ. 164: *Ό δημοτικισμός δέν είναι γλωσσική θεωρία, περιωρι- σμένη μόνο σ’ έναν κύκλο άπό έπιστήμονες στενό, παρά είναι τρόπος σκέψης πού στόν άλλο κόσμο έχει καταντήσει γενικώτατος, καί πολύ πριν άπό δ® έκυριάρχη- σεν έκεί, έπειδής ίσια ίσια είναι πνεδμα ζωής πού πνίγει τό αχοΐαοτιχιομό» — Χ ρ η σ τ ο υ λ ά κ η , Δημοτικισμός καί μπουρζουαζισμός, στό Νουμά 1912: «Τί είναι δ δημοτικισμός; Αίρεση γλωσσική, κοινωνική, μεταρρυθμιστική Ιδεολογία; κόμμα πολιτικό; Κάτι παραπάνω άπό δλα αύτά, κάτι πού όλα αύτά τά περιέχει. Ά λλα γμ α , ξανακαινούργεμα τής συνείδησης τοδ έθνους... Ό δημοτικιστής θέλει... ή έλληνική κοινωνία νά έκδηλώση δικό της σημερινό πολιτισμό . . . Δημοτικισμός θά πή έπανάσταοη ένάντια στήν παράδοση καί στό σύνολο κοινωνικό καθεστώς πού αύτή έδημιούργηοε». T r i a n d a p h y l l i d i s , D ie Sprachfrage in G riechen­ land, Zur G eschichte der Sprachfrage, στά Süddeutsche M onatshefte^ 1912, σ. 523: «Ή γλωσσική μεταρρύθμιση βγήκε έξω άπό τά στενά γλωσσικά όρια... Ή από­ σχιση άπό τά περασμένα πού έχουν κρυσταλλωθή σε τύπους γίνεται τώρα πιά καί σέ πλατύτερη κοινωνική σφαίρα παρά στή γλώσσα μόνο, καί ξέρει πιά τώρα ή εθνική συνείδηση πού ξύπνησε καί δυνάμωσε μέ τόν αγώνα γιά τή δημοτική της γλώσσα πώς μέ όλη τήν προσήλωση σ’ ένα μεγάλο παρελθόν, ή πίστη πρώτα πρώτα καί ή εμπιστοσύνη στις άγνές ζωντανές λαϊκές δυνάμεις θά άσφαλισουν στό έθνος μιά θέση στό σημερινό κόσμο καί θά τοδ δείξουν τό δρόμο νά ζήση καί νά δημιουρ- γήση νέες άξίες πολιτισμοΟ». Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 91 καί στήν Πολιτική Επιθεώρηση (80, 81), στήν Άλεξαντρινή Νέα Ζωή 6 Φ. Δραγούμης (82), ό Μ. Τσιριμώκος (114) καί ό Γ. Σκληρός (106), ό Γ. Παπανδρέου στό Δελτίο τού 'Ομίλου (99, 99*) καί τή Μηνιαία Επιθεώρηση (100), ό Χρ. Χριστουλάκης στή μελέτη του «Φυλή καί κράτος» (119),’ <5 Ά . Δελμούζος στήν Επιθεώρηση των πολιτικών καί κοινωνικών έπιστημών (77), έ Γι. Άποστολάκης στήν «Κριτική καί ποίηση» ,8, έγώ στήν ’Απολογία τής δημοτικής (111) καί άκόμη τά Σοσιαλιστικά φύλλα (127) καί τό Πρόγραμμα τοΟ ’Εκ­ παιδευτικού 'Ομίλου (83). ’Αρχίζω μέ τόν Ί . Δ ρ α γ ο ύ μ η, πού στό Νεοελληνικό του πολι­ τισμό, βιβλίο πλούσιο σέ ίδέες καί γόνιμο στις σκέψεις πού μάς γεννά, μάς δείχνει, καθώς έγραφα άλλού, «άκουμπώντας στή δημοτική γλώσσα καί παράδοση, ποια είναι τά στοιχεία πού θά στηρίξουν τή δημιουργία ένός νεοελληνικού πολιτισμού». ’Αλλού (81,σ. 1089) όνο- μάζει ό Ιδιος συγγραφέας τό δημοτικισμό «πρό παντός-διάθεσις τής συγχρόνου έλληνικής ψυχής πρός ένόρασιν είς έαυτήν, πράγμα άπα- ραίτητον κατά τήν παρούσαν ώραν τής ύπάρξεώς της», καί άλλού πάλι οί «Προγραμματικοί πολιτικοί στοχασμοί» (80), παρουσιάζουν τή γλωσσική μεταρρύθμιση σά στοιχείο Ικπαιδευτικού πολιτικού προ­ γράμματος: «ή παιδεία νά στήση τά θεμέλιά της έπάνω είς τάς πηγάς τής νεοελληνικής ζωής. Ή όμιλουμένη δημοτική γλώσσα νά είσαχθή κατ’ άρχάς είς τό δημοτικόν έξετάξιον σχολεΐον. 'Η καθα­ ρεύουσα θά διδαχθή μόνον είς τήν τελευταίαν τάξιν τής δημοτικής Ικπαιδεύσεως.... ’Επιδίωξις καταργήσεως τού άρθρου τού συντάγμα­ τος περί Ιπισήμου γλώσσης» (σ. 935). ΐή ν ίδέα πώς δημοτικισμός είναι «διάθεσις πρός ένόρασιν» τή βρίσκομε δουλεμένη καί άπλωμένη στό,άρθρο τού Φ. Δ ρ α γ ο ύ μ η , « Ό άγώνας τού δημοτικισμού (82), μέ τή χαρακτηριστική άφιέρωση στόν Περικλή Γιαννόπουλο 18 Γι. Άποστολάκη, Έ να ς φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπόοης. Κριτική καί ποίηση, τδμ. 1, άρ. 8-9 , σ. 228, 289. 79 Ή μαστε ή είμαστε κατά τδ ουγγρ. τριπλοί σκλάβοι, τών τούρχων, τών δασκάλων καί τών φράγκων. Πρέπει «νά γνωρίσωμε τδν έαυτό μας καί νά τόν άναγνωρίσωμε», καί «νά έλευθερωθοδμε άπό κάθε έξωτερική έπίδραση πού τώρα στρεβλώνει τή φυσική μας άνάπτυξη» καί νά τινάξομε άπό πάνω μας «δσα ξένα στοιχεία «δέν έχουν τή δύναμη νά μάς κάνουν πιδ γόνιμους, νά σταθοδν μέσα μας ρίζες ζωής καί κίνησης». «’Ελεύθεροι άνθρωποι μέ πεποίθηση καί χαραχτήρα: οί δημοτιχιοτίς* , είναι καλεσμένοι νά βοηθήσουν στό ξεσκλάδωμα αύτό— (καί κατά τδ Γι. Δραγούμη (88) «οί άνθρωποι πού θά πρωτοστατήσουν σ’ δλες τίς έκδήλωσες 92 Μ. Τριανταφυλλίδη Tô πλάτος τής έννοιας τού δημοτικισμού ζητεί νά καθορίση καί ό Τ σ ι ρ ι μ ώ κ ο ς , μέ τήν «Εισαγωγή σέ βιβλίο πού θά γραφή γιά τήν άξία τοΟ δημοτικισμού» (114)80. Ό Χ ρ ί σ τ ο υ λ ά κ η ς νομίζει πώς « όλοι. μας πρέπει νά λάβωμε μιά προσήκουσα στάση άπέναντι τού φυλετικού μας μέλλοντος, καί ιδιαίτερα τό κράτος», καί πρέπει πρώτα πρώτα νά δοθή ¿χπαίδενση όημοηκιοτική, πού θά φέρη ατό δημοτικό σχολείο τά παιδιά « σέ άμεση έπικοινωνία μέ τις άληθινές ιστορικές πηγές τού σημερινού έλληνισμού». Μόνος ό Ά π ο σ τ ο λ ά - κ η ς περιορίζει τό δημοτικισμό στό ζήτημα τής γλωσσικής μορφής, πού πρέπει 5 καθένας νά τό λύση μέ τόν Ιαυτό του «σάν έπιταχτική άνάγκη τής στιγμής», άντί νά περιμένη ή νά γυρέύη νά πειστούν δλοι, καί πιστεύει πώς άφού λείπει κατά τή γνώμη του κάθε ήθικό της εθνικές ζωής ο ι τούτη τή γενεά, ΘΑ *ΐναι δλοι τους ή δημοτικιοτές δηλωμέ­ νοι ή έτοιμοι γιά νά δεχτοδν τδ δημοτικισμό».—Ό δημοτιχιομός «Αποδείχνει πώς έχει ή ίλληνική φυλή κάποια αόριστη συναίσθηση τοδ πραγματικοδ Ιαυτοδ της. ”0 δημοτικισμός παρουσιάζεται Ιτσι πώς είναι κίνημα αύτοσυντηρητικό τής ζων­ τάνιας τής φυλής, κίνημα' Αντιδραστικό Ινάντια σέ ώρισμενο ξένο στοιχείο, τή λόγια παράδοση» καί τό φραγκισμό. ‘Ο συγγραφέας τονίζει κυρίως τήν αρνητική μεριά τοδ δημοτικισμοδ, τήν άπόκρουση τοδ ξένου, μέ κάποια δπερβολή κατά τή γνώμη μου, άφοΟ έννοεί ν’ άποκλείση μαζί μέ τ' δλλα μή έλληνικά στοιχεία πού «μάς αφήνουν ψυχρούς ή δέ βρίσκουν μέσα μας θεμέλια γιά ν' άναπτυχτοδν καί νά δημιουργήσουν», δχι μόνο τήν ινδική φακιρική αντίληψη μά καί τή γερμανική μεθοδικότητα, τή «βαριά» — μήν Αναγνωρίζοντας, καθώς νομίζω, δ τι καί παρα­ πάνω είπα έξαφορμής τής γλώσσας καί τών ξενισμών (§ 26), πώς τά ξένα στοι­ χεία τά κάνει ακίνδυνα ή καί γόνιμα ή φυλετική πρωτοτυπία, ζωή καί δημιουρ­ γικότητα, τό ώρίμασμα καί ή πεποίθηση στις φυλετικές δυνάμεις. 80 Ό συγγραφέας χωρίζει τήν «Αντικειμενική» σημασία τοδ δρου δημοτικισμός, «νά γίνη ή δημοτική γλώσσα καί πανελλήνιος γραπτός λόγος», μέ τή δεύτερη, «μέ περιεχόμενο μεταβλητό, δποκειμενικό καί Αόριστο, πού καθημέρα γίνεται φαρδύτερο καί συνειδητότερΟ καί πού μάς τό δίνει ή έννοια μιας διανοητικότητος, ένός πνεύματος, πού δημιουργήθηκαν κι δλοένα σχηματίζονται Από τόν κατασυνεχή άμοιβαίον εξαρτισμό, τήν αλληλεπίδραση καί τις σχέσεις πού ξέρομε πώς δπάρ- χουν Ανάμεσα στά φυσικά, στά πνευματικά καί στά ήθικά φαινόμενα» (σ. 161· 162), Κατά τό συγγρ. οί δύο αυτές σημασίες Ιχουν σχέση αίτιου κι αίτιατοδ, Αφοδ κανείς ώς τώρα δημοτικιστής δέ θέλησε μονάχα καί Αποκλειστικά τή γλωσσική μεταβολή, μά δλοι τους τή ζήτησαν « γιατί έχουν Αποκτήσει συνείδηση, Αλλος φωτεινότερη κι Αλλος θαμπότερη, δτι κλείνει μέσα της ή γλωσσική ιδέα, ήθο- πλαστική καί δημιουργική δύναμη» κι έτσι τήν έπιζητουν «γιά τις αναγκαίες συνέπειες πού προσδοκούν, λ . χ . τό λυτρωμό έλληνικοδ νοδ, τήν καθολική μόρ­ φωση τοδ λαοδ, τή στροφή πρός τήν παραγωγική δουλειά, τή μελέτη τών πραγ­ μάτων, τό σεβασμό στή ζωή». Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 καί πνευματικό κεφάλαιο γύρω μας δέν είναι δυνατό νά συλλογιστή κανείς σοβαρά γιά καμιά Ικπαιδευτική άναγέννηση. Προγραμματικώτερα διατυπώνεται ή «δημοτικιστική έκπαίδευση» στό π ρ ό γ ρ α μ μ α τ ο ύ ’Ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ ο ύ ' Ο μ ί λ ο υ . Στηριγ­ μένο κυρίως στην έργασία τού σχολείου Βόλου, τό βλέπομε δχι νά βασίζη τήν «άναμόρφωση τής έλληνικής παιδείας» στή γλώσσα μονάχα τή ζωντανή, μά ν’ άξίώνη « νά στήση ή παιδεία τά θεμέλια της άπάνω στά πραγματικά στοιχεία τής έλληνικής ζωής, δπως τή διαμόρφωσε ή ίστορική έξέλιξη του έθνους», καί κοντά στή ζωντανή γλώσσα καί τή δημιουργική λογοτεχνία τονίζει καί τ’ άλλα στοιχεία, καί ιδανικά πού έχει ν’ άντικρίση καί νά καρπωθή ή παιδεία μας γιά νά σίηριχτή στή σημερινή πραγματικότητα. Άναλυτικώτερα έξη- γεΐ τό πρόγραμμα αύτό ό Δ ε λ μ ο ύ ζ ο ς στό άρθρο του «Δημοτικι­ σμός καί έλληνική παιδεία» (Π ) ι «Ή περιωρισμένη έννοια δημοτικι- σμός=γλώσσα παίρνει βάθος καί άπλώνεται στήν έννοια δημοτικισμός —δημοτική ζωντανή ^ αράδοση τού έθνους», πού «άγκαλιάζει καί άλλες έκδηλώσεις τής ζωής του: μουσική, χορός, διακοσμητική τέχνη, άρχιτεκτονική, ήθη καί έθιμα κτλ. κτλ.» Στό ίδιο μέρος δίνει ό συγ­ γραφέας σύντομη άνάλυση στά νομοσχέδια Τσιριμώκου καί ζητεί ν’ άναγνωριστή ή « άληθινή νεοελληνική παράδοση σ’ δλη της τή βαρύτητα» καί νά καθιερωθή «στή στοιχειώδη καί μέση έκπαίδευση, Ιστω καί παράλληλα μέ τή λόγια». Μαζί μέ τή δημοτική γλώσσα θά διδάσκεται τότε στήν τελευταία τάξη' τού δημοτικού καί ή καθαρεύουσα Έ τσ ι βλέπομε νά προβάλλη τώρα δλο κι άπό περισσότερους ή άξίωση νά καθιερωθή στό δημοτικό σχολείο ή ζωντανή γλώσσα. Πρώτη φορά είχε τονιστή, δσο θυμούμαι, ή ανάγκη αύτή άπό τόν Π. Βλαστό, στά παλιότερα χρόνια τού Νουμά, καί πρωτοπαρου- σιάστηκε έπειτα σέ πολιτικό έκπαιδευτικό πρόγραμμα άπό τούς κοι­ νωνιολόγους στά 1909. 8 7 . Κοντά δμως στις γνώμες αύτές γιά τό περιεχόμενο τού δημοτικισμού δταν τόν βλέπωμε σά δράση μέσα στήν κοινωνία καί ιδίως σάν πρόγραμμα έκπαιδευτικό, έχομε καί τήν προσπάθεια νά κ α τ α τ α χ τ ή ή δημοτικιστική κίνηση σ τ ά ρ ε ύ μ α τ α τ ή ς σ ύ γ ­ χ ρ ο ν η ς ζ ωή ς . Κατά τόν Π α π α ν δ ρ έ ο υ (100) ό δημοτικισμός έγκαινιάζει στήν πατρίδα μας τή θετική Ιποχή κατά τού ψευτορομαντικού σχολαστικισμού τής πνευματικής ζωής καί ζητεί νά χτίσωμε στή Μ. Τριανταφυλλίδη σημερινή πραγματικότητα — καθώς είπε καί ό Δελμούζος (77) «4 δημοτικισμός γίνεται καί μέθοδος πραγματιστική». Εξετάζοντας πάλι άλλού τά «δρια τοδ δημοτικισμοΟ» (99) ó συγγραφέας τονίζει πώς δέν είναι αδτός καί πίστη σέ ώρισμένο κοινωνιολογικό σύστημα, δηλαδή ταχτοποίηση γενική μέ τά προβλήματα τής ζωής καί τις πολιτικές, οικονομικές, οικογενειακές, πνευματικές, θρησκευτικές, ήθικές της μορφές, οδτε καί άναγκαστικά άνήκει άποκλειστικά σέ κανένα τους, άλλά μόνο μερική ταχτοποίηση μέ τό γλωσσικό πρόβλημα καί τό πρόβλημα τής άληθινής παράδοσης τοΟ έθνους. Ό δημοτικισμός είναι * «χτές καί παράδοση» καί γι’ αδτό έχει καί συντηρητικό χαρα- ' κτήρα. Μά οδτε καί πάλι άνήκει άποκλειστικά ό δημοτικισμός σ’ Ινα μόνο κοινωνιολογικό σύστημα. Καί μέ τό συντηρητισμό μπορεί πολύ καλά νά συμβιβαστή καί μέ τό φιλελευθερισμό καί τόν προοδεύτισμό ίδίως, καί μέ τό σοσιαλισμό. Έ τσ ι μπορούν νά στηριχτούν στήν κοινή πίστη στό δημοτικισμό οί δπαδοί διαφορετικών κοινωνιολογικών καί πολιτικών συστημάτων, 8σο έχουν σκοπούς γλωσσικούς ή γλωσσοεκ- παιδευτικούς, ή πού ν’ άποβλέπουν πάντοτε στή «συνέχεια τής δημοτι­ κής ζωής, π. χ . στή μουσική, στήν άρχιτεκτονική κτλ. ’Αντίθετα άπό τόν Παπανδρέου ό Γι ανν ι ός έξετάζοντας τή σχέση πού έχουν «Σοσια­ λισμός καί γλώσσα» (84) στά Σοσιαλιστικά φύλλα (127) δέχεται πώς ό δημοτικισμός « άνήκει άποκλειστικά στήν πρόοδο καί σημαίνει έπανάσταση», καί νομίζει πώς όταν μέ τήν Ιπικράτηση τής δημοτι­ κής θά ξυπνήσουν οί "Ελληνες, αδτό θά είναι πρόδρομος βαθύτερης κοινωνικής άνέλιξης πρός τό σοσιαλισμό.—'Η ταύτιση αότή, τουλά­ χιστο δυνάμει^ τού δημοτικισμού μέ τό σοσιαλισμό είχε δποστηριχτή άλλοτε άπό τό Χατζόπουλο καί άλλους στό Νουμά, καθώς καί άπό τόν D rerup, γερμανό καθηγητή, δστερ’ άπό τις γλωσσικές ταραχές τού 1911, πού έδωσε έτσι άφορμή στή δική μου άνασκευή (βλ. σημ. 77) -νά τονιστή ή προοδευτική μά δχι καί σοσιαλιστική του φύση. Τελευταία ό Γ. Σ κ λ η ρ ό ς , πού έδωσε έδώ καί δώδεκα χρόνια τήν πρώτη ώθηση σέ δλην αδτή τήν κίνηση μέ τό νεόβγαλτο τότε βιβλίο του «Τό κοινωνικόν μας ζήτημα», ξανατονίζει σ’ ένα ξανατυ- πωμένο του άπόσπασμα (106) πώς δημοτικισμός είναι ή πρώτη γνή­ σια έπανάσταση στήν πνευματική μας ζωή καί δημοτικιστές τά μόνα σχεδόν γερά στοιχεία, πού μπορούν νά έπαναστατήσουν καί σέ άλλους κλάδους. Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 95 8 8 · 'Ο άναγνώστης πού είχε τήν ύπομονή νά παρακολουθήση ώς έδώ τήν έπιθεώρηση γιά τή γλωσσική μας κίνηση στά χρόνια 1914 μέ 1916, νομίζω πώς θά μοιραστή μέ τό συγγραφέα τό αίσθημα τής χαράς γιά τήν προκοπή τής δημοτικής ίδέας καί γιά τό έργο, πού μάς παρουσιάζεται έτσι σεβαστό κι έπιβλητικό, δταν έπι- σκοπήσωμε συγκεντρωμένη δλη τήν έργασία πού γίνεται άπό ποι­ κίλους Ιργάτες. Οί πολύτιμες διδασκαλίες πού πήραμε σέ τόσες περι­ στάσεις, άνασκοπώντας τις τόσες λεπτομέρειες τού έργου αδτού τού δημοτικισμού, δικαιολογούν τήν πρόθεσή μου, διατυπωμένη στήν άρχή τής μελέτης, νά συνεχίσώ καί γιά τά παρακάτω χρόνια μιά δμοια έργασία. Καί ίσια ίσια ή πενταετία 1917-1921 φαίνεται κ α ί'άπό Ισωτερικούς λόγους κατάλληλη νά κριθή ιδιαίτερα, σάν έποχή μ’ έξαι- · ρετική σπουδαιότητα γιά τό δημοτικισμό. Στήν έποχή αότή—καί δώ συνοψίζονται τά σημαντικώτατα πορίσματα άπό τήν έξέταση τής τριετίας 1914 μέ 1916 —κληρονόμησε ό δημοτικισμός τού 1916τ’άκό- λουθα τρία μεγάλα κεφάλαια: α) λ ο γ ο τ ε χ ν ι κ ή έ ρ γ α σ ί α σημαντική, σέ δργανο γλωσσικό μέ άρκετά ικανοποιητική ένότητα κι έπάρκεια, ώστε,οί άγωνιζόμε- νοι γιά τήν καθιέρωση τής νέας γλώσσας νά έχουν νά τή δείξουν σ’ έργα λογοτεχνικά σεβαστά κι έδραιωμενα πιά στήν κοινή συνείδηση. β) π α ι δ ε ί α δύσπιστη πιά de facto στό γλωσσικό της δργανο, πού καί άθελά της δέχεται παντού τήν επίδραση τής δημοτικιστικής ίδέας, χωρίς νά Ιχη τή δύναμη οδτε στής θεωρίας τό έδαφος νά τήν άντικρίση άποτελεσματικά. γ) μιά ζύμωση στούς πνευματικούς καί ιδίως τούς δημοτικιστι- · ' κούς κύκλους τέτοια, πού νά Ιχη πιά ξεκαθαρίσει άπάνω στις κεν­ τρικές Ιδέες τού δημοτικισμού Ινα έ κ π α ι δ ε υ τ ι κ ό π ρ ό γ ρ α μ μ α , μέ άρκετά στοιχεία γιά νά δποβοηθήσο'υν μιά Ικπαιδευτική άναγέν- νηση, καί πού θά μπορούσε μιά μέρα νά γένη μέρος καί μιάς έκπαι- δευτικής πολιτικής. Ή μελέτη τών δσα έγιναν άπό τά 1917 ώς τις μέρες μας θά δείξη κοντά στ’ άλλα καί τί καρπούς άπόδωσε ό δημοτικισμός στά χρόνια μας, σέ έργο πού είναι σταθμός—-σταθμός δμως πάντα—πρός τήν τελική νίκη. Σ ’ αύτό θά μάς βοηθήση καί ή έρευνα τών κριτι­ κών πού τού έγιναν in tra m uros e t extra. 8 9 . Κλείνοντας τώρα τήν Ιπιθ?ώρηση αύτήν αισθάνομαι τήν άνάγκη, μιά καί άπό τά περασμένα πιά χρόνια φτάσαμε στά σημε­ ρινά, νά προβώ καί λίγο πάρα κάτω, καί δσο κιάν ξέρω πώς τό προ- 96 Μ. Τριανταφυλλίδη φητικό έργο είναι έπικίνδυνο, νά ρίξω μιά ματιά στήν α ύ ρ ι α ν ή δ ι α μ ό ρ φ ω σ η τ ής γ λ ώ σ σ α ς μ α ς καί νά χαρακτηρίσω τό δρόμο πού είναι πιθανό ν’ άκολουθήση ή έξέλιξη τής νέας μας γραφομένης στά χρόνια πού μάς Ιρχονται. 9 Είχα ζητήσει παραπάνω νά δώσω, σ’ Ινα άπό τά πρώτα κεφά­ λαια, μια εικόνα τής δημοτικής, καθώς μάς τή δείχνει ή σημερινή γραπτή χρήση, καί μαζί μιά γενικώτατη ύποτύπωση τής γραμματι­ κής πού διαγράφεται. Στή χρήση δμως αύτή, δση βαρύτητα κιάν τής δίνει ή δημιουργική φιλολογία καί μ5 δλες τις προσδοκίες πού μπο­ ρούμε νά στηρίξωμε στήν αύριανή της έξέλιξη καί διαμόρφωση, έχομε γιά τήν ώρα μόνο τήν πρωτοπορεία άπ’ δλους δσρι θά πρέπη καί αύτοί νά γράψουν τή νέα γλώσσα άμα καθιερωθή καί νά έκφραστούν σ’ αύτή. Καί μένει ίσως ή άπορία, ποια θά είναι στό τέλος ή μορφή τής γλώσσας αύτής; θ ά π λ η σ ι ά σ η π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο π ρ ό ς τ ήν κ α θ α ρ ή λ α ϊ κ ή γ λ ώ σ σ α , σέ δσα σήμερα φαίνεται αύτό δύσκολο ή άκατόρθωτο; Ή μήπως μαζί μέ τό άπλωμά της θ’ ά ν α γ κ α σ τ ή ν ά γ ί ν η σ υ ν τ η ρ η τ ι κ ώ τ ε ρ η ; Ή μεταβατική έποχή πού ζούμε, καί ή μεγάλη Ιπίδραση πού δεχτήκαμε καί άδιάκοπα δεχόμαστε, Ιμεΐς οί σημερινοί, άπό τή σχο­ λική γλώσσα, κάνουν πιθανό πώς μερικοί άπό τούς σημερινούς άναφομοίωτους τύπους, θά έχουν πρόσκαιρη μόνο άξία, καί δτι μιά νέα γενεά άναθρεμμένη χωρίς τή γλωσσική πρόληψη, καί μέ τή ζωντανή μας γλώσσα μέσα στό δημοτικό τουλάχιστο σχολείο, θά μπορέση νά δώση καί στή γλώσσα της περισσότερη καθαρότητα. Ξέρομε δτι καί άλλού, λ. χ . στή Γερμανία, μόνο μέ τόν καιρό πήρε ή γλώσσα τή σημερινή της μορφή, καί καθαρίστηκε δλο καί περισ­ σότερο άπό λατινισμούς, στό τυπικό, στό λεξιλόγιο, στή σύνταξη. Δέ θέλω δμως νά πώ πώς' άργότερα θά μπορούσαμε νά καταντή- σωμε καί σέ μιά δημοτική Ιντελώς καθαρή. 'Η έξέλιξη τής γραφο­ μένης νεοελληνικής, καθώς διαμορφώθηκε ιδίως τά τελευταία έκατό χρόνια, κάνουν πιά κατά τή γνώμη μου αύτό άδύνατο, δσο κιάν βοη- θήση άκόμη τό ώρίμασμα μεγάλης λογοτεχνίας. Έ χο μ ε δμως καί τή δεύτερη έρώτηση: Μήπως θά ήταν δυνατό νά έπαιρνε ή νέα μας γραφομένη άντίθετη διεύθυνση, έτσι πού νά Ιπικρατήση στό τέλος καμιά μικτή, ή καί άπλή καθαρεύουσα; Ούτε καί αύτό δέν μπορεί νά γένη. Ή δεύτερη δέν είναι ζων­ τανή, καί ή πρώτη παραείναι άνακατωμένη. Τής λείπει ή βάση πού θά στηριχτή ή γραμματική της, γιατί ή σημερινή παράδοση, Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 97 λαϊκή καί λόγια, παρουσιάζουν μέ τό παραπάνω πλατιά δρια γιά τό γραμματικό τους κανονισμό. Κάπου πρέπει νά βασίζεται μιά γλώσσα, καί βάση τής δικής μας γραφομένης δέν μπορεί παρά νά γίνη ή γραμματική τής γλώσσας τού λαού, μιά εθνική, καθώς τόσο σωστά είπε δ Ψυχάρης, γραμματική. Είναι αύτό άλήθεια βαθύτατη, πού δέν άναιρέθηκε ώς τώρα ούτε άπό τήν πείρα τών προσπαθειών πού δοκιμάστηκαν, ούτε άπό τά θεω­ ρητικά συστήματα πού οί άντίγνωμοι ζήτησαν νά ύποστηρίξουν. "Οσο κιάν βλέπωμε, άπό τήν άρχή ίδίως τού αιώνα μας, νά ξεπροβάλλουν μέσ’ άπό τήν πραχτική καλλιέργεια τής δημοτικής (γιατί αύτές έχουν καί τήν περισσότερη ειλικρίνεια κι άλήθεια) άρκετές έπιφυλάξεις καί νά μάς έπιβάλλωνται μερικοί περιορισμοί άπαραίτητοι, είναι άδν· νατο νά ξεφνγω με τή βάση αύτή τήν άκλόνητη, άν δέ θέλωμε ν’ άφήσωμε τό γλωσσικό ζήτημα άλλη μιά φορά άκόμη ζήτημα. Γι’ αύτό έχω τήν πεποίθηση πώς μόνη βιώ σιμη καί πραγματική Χύση είναι ¿κείνη πού παίρνει ύεμέλιο τό τυπ ικό τής λα'ίκής γλώσσας καί σ’ αύτό άπάνω, ώδηγημένη άπό τό κοινό πανελλήνιο αίσθημα καί τή λογοτεχνική χρήση, άναγνωρίζει μερικές άπαραίτη- τες συμπληρώσεις ή διαφορές. "Οσο δμως φεύγομε άπτό θεμέλιο αύτό γιά τό πιό άνάμικτο μίγμα, τόσο δυσκολώτερο γίνεται—κ ι αύτό θά φανή ιδιαιτέρως στις γλωσσικές άνάγκες τού δημοτικού σχολείου— νά κοδικοποιηθούν κανόνες. Κι έπειτα άπό τό άνθισμα τής λογοτε­ χνίας μας θά ήταν λυπηρό σημάδι γιά τήν πνευματική μας ζωντάνια, άν ή Ιθνική γραφομένη δέν κατώρθωνε ν’ άκολουθήση άποφασιστικά τό δρόμο πού τής έδειξε ή λογοτεχνία. θ ’ άφομοιωθή στό τέλος έντελώς ή νέα πεζή κι έπιστημονική γλώσσα μέ τή γλώσσα τής λογοτεχνίας; Δέν πιστεύω νά,γίνη αύτό στά χρόνια μας. ΟΕ κάποιες διαφορές πού παρουσιάζονται — Ιννοώ στό τυπικό καί τή σύνταξη — θά μείνουν γιά πολύ, καί μόνο μέ τόν καιρό θά μπορούσε νά σβήση ή νά έλαττωθή ή μικρή αύτή γλωσ­ σική διφυία. Σ ’ αύτό θά συντελέση ίσως καί μιά μεστότερη λογοτε­ χνία. πού θά χρειαστή μερικά στοιχεία άγνωστα στήν καθαρή λαϊκή γλώσσα, καί πού δέ δείχτηκαν ώς τώρα άπαραίτητα στις σημερινές λογοτεχνικές άνάγκες. Στό μεταξύ ή νέα μας κοινή γλώσσα — ή κοινή δημοτική πού σήμερα μιλούμε καί πού θ’ άρχίση νά καθιερώνεται σά γραπτή γλώσσα — θά έξακολουθήση νά παραμερίζη, έντονώτερα παρά ώς τώρα, τά ιδιώματα καί νά προχωρή έτσι δλο καί σέ μακρινώτερα καί 7 98 Μ. Τριανταφυλλίδη πιό άπόμερα γλωσσικά κέντρα. Συγχρόνως όμως θά ξαναχρωματί- ζεται στούς διάφορους τόπους, στήν προφορά ιδίως καί τό λεξιλόγιο, άπό τούς ιδιωματισμούς τών παλιών διαλέκτων, πού μέ τόν τρόπο αύτό θά διαιωνίζωνται μέσα στίς ίσοπεδωτικές μεταβολές τού άνθρώ- πινου πολιτισμού. 9 0 · Μέσα στ’ άδέβαια σήμερα, δν καί στενά δρια πού προβλέπω γιά τήν αδριανή λύση θά Ιχη τή δύναμή της — γιατί ή έξέλιξη τής νέας μας γραφομένης δέν μπορεί νά μεινη άνεπηρέαστη άπδ τήν άνθρώπινη θέληση καί τήν κοινωνική συνείδηση— ή κρίση καί ή θέληση τών συγγραφέων, θά Ιχη τή σημασία της καί ή γνώμη έκεί- νων πού τούς διαβάζουν. Κοντά δμως καί πίσω άπ’ δλους αδτούς τήν όριστική κατεύθυνση Θά τή δώση ή πλατύτερη ή στ?νώτερη, έντονη ή άδύνατη συμμετοχή τού λαού. Κι είναι άπαραίτητη. Γιατί ή γλωσ­ σική μεταρρύθμιση δέν είναι οδτε α ι σ θ η τ ι κ ή μόνο ά ξ ίω σ η μερικών έκλεχτών, ούτε θ ε ω ρ η τ ι κ ή ζ ή τ η σ η άργόσχολων διανοουμένων, άλλά ά ν ά γ κ η έ θ ν ι κ ή σ τ ή ν π ι ό π λ α τ ι ά κ α ί π ρ α γ μ α ­ τ ι κ ή σ η μ α σ ί α . Καί ή καλλιέργεια τής μητρικής γλώσσας, άπαραί- τητη' βάση γιά τήν άναγέννηση τής παιδείας καί τή λαίκή μόρφωση, γιά τή λογοτεχνική παραγωγή καί τήν ύπαρξη δημιουργικής επιστή­ μης έλληνικής, μένει καθήκον τού καθενός πού μπορεί νά βοηθήση, καθήκον πρίν απ’ δλους τών νέων. Στή φτώχεια μέσα τής πνευματικής μας ζωής, μέ τίς λιγο­ στές ζωογόνες ιδέες πού κατώρθωσε νά ξεκαθαρίση σέ μορφή άντι- κειμενική, ετσι πού νά μήν έπισκοτίζωνται πιά άπό τά πρόσωπα δσα τούς γίνονται σημαιοφόροι ή τούς όπαδούς πού τίς θολώνουν με τά πάθη τους, πρώτη κι ίσως ίσως ή μόνη είναι ή ίδέα τού δημοτικι­ σμού. Όνειρο νά ξαναποχτήση ό έλληνισμός μιά ώρα αρχύτερα τό δργανο ένός ΙθνικοΟ πολιτισμού, ιδανικό βγαλμένο άπό τίς έπιταχτι- κώτερες άνάγκες, δσο καί τίς βαθύτατες κι έμμονώτερες άξιώσεις τών διαλεχτών τής φυλής—δλα τά περιστατικά άπό τίς τελευταίες δεκαε­ τίες, ξύπνημα λογοτεχνικό καί κοινωνικό, πολεμικές καί πολιτικές περιπέτειες, τό σπρώχνουν 8λο καί πιό κοντά στήν πραγματοποίησή του. ’Ακόμη καί τ ’ άντιδραατικά — δευτερογενή — κινήματα κάθε φοράς, ξεσκεπάζοντας τή φτώχεια τών ξεθυμασμένων, άπαραίτητων ώστόσο γιά μιά έπιτυχία, δικών τους σκοπών, άποκρυσταλλώνουν δλο καί σέ βαθύτερη διαύγεια τού δημοτικισμού τά αιτήματα. Τέτοιο δμως έργο άπό τούς ν έ ο υ ς προπάντων θά στρατολογήση τούς άπαραίτητους έργάτες του. Αύτοί θά ύψωθοΟν μέ τήν πίστη τους Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 99 -καί τή φωτιά τους πάνω άπό τή μικρόλογη συμφεροντολογική πραγ­ ματικότητα καί τίς Ιφήμερες άντιθέσεις, γιά νά συνενωθούν στόν ¿ξυψωτικό άγώνα γιά μιά άλήθεια κι Ινα ίδανικό πού σιγά σιγά •γίνεται πραγματικότητα καί ζωή. Σ’ Ιναν τέτοιο άγώνα, πού κι ώς •τώρα οί νέοι τόσο βοήθησαν, δέν έχει σημασία δν ή ζωή παρουσιάζη στήν ώριμη ήλικία περισσότερες δυσκολίες. Γιά μιά ίδέα πού πήρε μ α ζ ί της τή νεότητα ή νίκη είναι ζήτημα καιρού. ’Ακόμη βεβαιότερο είναι αύτό δταν θεμελιώνεται στή γλώσσα τών παιδιών, πού κι αότά •γίνονται σιγά σιγά νέοι καί μεγάλοι. Ή ένωση δμως σ’ Ιναν τέτοιο κοινό άγώνα γίνεται μόνο μέ συν- -εργασία, καί αύτή προϋποθέτει Ιργασία — πραγματική δσο καί άδιά- κοπη—δχι μόνο ξεχείλισμα τής φαντασίας σέ μονομερή δράση ποιη­ τική , μά παράλληλα μέ τή μόρφωση τού ίδιου τού άτόμου, θετική καί πειθαρχημένη δημιουργική δουλειά, πού θά συντονίση δλο καί •στενώτερα καί πίό άρμονικά τίς άτομικές δυνάμεις καί άνάγκες μέ -τούς άνώτερους γενικούς σκοπούς, πού περιμένουν τήν Ικπλήρωσή τους μέσα στήν κοινωνία. Ή τύχη τού δημοτικισμού είναι στά χέρια -τής αύριανής γενεάς, τών σημερινών μας νέων. O Dn LIETZ KAI ΤΟ ΕΡΓΟ TO Y 5. Μ. ΠΑΠΑΜΑΥΡΟΥ Τόν «βρασμένο Απρίλιο ιόν άποχαιρετοΰσα στό Ιξοχικό του παι­ δαγωγείς H aub inda , δστερ’ άπό έφτά μηνών συνεργασία. Καθόταν άπάνω στό φτωχικόν καναπέ του. Μόλις μπορούσε νά μου δώση τό χέρι. 'Ηταν δέκα ήμερες πού είχε κάμει μιά -σοβαρή έγχείρηση κι ήταν χλομός κι άδύνατος· οί συνεργάτες του τόν έφοβούμαστε. Τώρα μαθαίνομε άπό Ιλβετικές έφημερίδες πώς πέθανε στίς 12 τού περασμένου ’Ιουνίου. 'Οποιος τόν έγνώρισε προσωπικά δέ θά τόν ξεχάση ποτέ. Μαζί του ή σύγχρονη παιδαγωγική χάνει Ιναν άπό τούς μεγαλύτερους έργάτες της. Τόσο για τό πρόσωπο δσο καί γιά τό Ιργο τού μεγάλου αύτού άνθρώπου, έχω χρέος καί σάν παιδωγω- γός καί σάν άνθρωπος πού τόν έγνώρισα κι έμαθα πολλά κοντά του, νά γράψω μερικά πράματα. 'Ο D r H erm an n L ietz γεννήθηκε ατά 1868 στό νησί R ü g en στή Βορινή θάλασσα. Ό πατέρας του ήταν γεωργός. Τήν έγκυκλο- παιδική του μόρφωση τήν πήρε στό Γκράισβαλδ καί Στράλζουντκαί τήν άκαδημαϊκή στή Χάλη καί τή Γένα. Στήν άρχή σπούδαζε θεολογία καί φιλολογία, κατόπι κατάγινε στή φιλοσοφία καί τήν παιδαγωγική. "Αμα τελείωσε τις σπουδές του στή Γένα έργάστηκε σέ διάφορα γυμνάσια τής πατρίδας του, ωσπου στα τελευταία κατάληξε νά διδά- σκη στό πρότυπο τού παιδαγωγικού φροντιστηρίου στή Γένα, κοντά στό R ein ' άπό τώρα αρχίζει ή δράση του. ’Από τή μιά ό καθηγη­ τής του τόν ένθουσίαζε μέ τό φροντιστήριο, άπτήν άλλη 6 T rü p e r, πού είχε τότε ίδρύσει τή γνωστή S oph ienhöhe στή Γένα, παιδα- γωγεΐο γιά ψυχοπαθητικά παιδιά, δπου πήγαινε συχνά, τόν Ικαμε ν’ άγαπήση τήν παιδική ψυχή. ’Αν ίσαμε τώρα ό L ietz ήθελε νά εΐναι θεολόγος, τήν πρόοδο καί τήν ήθική Ιξύψωση τής κοινω­ νίας τήν έβλεπε τώρα νά κατορθώνεται μόνο μέ μιά καλή άγωγή τής άθώας παιδικής ψυχής. Σάν άνθρωπος πού τόν ¿βασάνιζαν τά. μεγάλα ζητήματα πού μάς παρουσιάζει τό πρόβλημα τής ήθικής έξύψωσης καί τού έξευγενισμού τής ζωής, άκουε στό πανεπιστήμιο καί τόν Ό D r L ie tz καί τό έργο του 101 E u ck en , πού τότε δίδασκε γιά πρώτη φορά τίς τόσο δμορφες καί βαθιές παραδόσεις του: οί κυρίαρχες ίδεες τού παρόντος, οί ζωτικές άντιλήψεις τών μεγάλων πνευμάτων, μάς έπιτρέπεται νά είμαστε •άκόμη χριστιανοί; τά σημερινά ήθικά ρεύματα. Ό λ α αύτά είχαν -ένθουσιάσει τό L ietz, καί σά μεγάλος πού ήταν άποφάσισε νά βάλη σκοπό τής ζωής του νά Ιργαστή γιά τήν Ιξύψωση τής ζωής καί τό διόρθωμα τών στραβών καί τών κακών πού έβλεπε μέσα στήν κοινω­ νία τής πατρίδας του καί τού έξωτερικοΰ. Ή θελε ν’ άρχίση μέ τό σχολείο, μά στά σχολεία τού κράτους δεν ήθελε νά Ιργαστή. Ή θελε νά κάμη δικό του σχολείο καί νά Ιργαστή, καί νά Ιπιδιώξη μέ τό σχολείο δ τι ήθελε έκεΐνος καί δχι δ τί ζητούσαν οί νόμοι. ΓΓ αδτό, αφού πρώτα πήγε δυό χρόνια στήν ’Αγγλία (1896-98) καί έργάστηκε στό Ιξοχικό παιδαγωγεΐο N ew school A bbotsholm e τού D r Red- ■die, γύρισε πίσω στή Γερμανία καί ίδρυσε τό πρώτο του σχολείο, γιά παιδάκια, άπό τόν πρώτο ώς τόν έκτο σχολικό χρόνο, στήν έξοχή μέσα σ’ ένα δάσος, κοντά στήν U seburg στό H arz, καί τ ’ ώνόμασε: Γερμανικό Ιξοχικό παιδαγωγεΐο Ilseburg . Είχε άρχίσει μέ τρεις μαθη­ τές, σε λίγα χρόνια δμως τό σχολείο γέμισε, καί στά 1904 έπρεπε νά χτίση νέο παιδαγωγεΐο γιά τίς μεσαίες τάξεις τής μέσης παιδείας στή H au b in d a στό δάσος τής θυριγγίας, μεταξύ τού S aalfeld καί τού Coburg. Σέ λίγα δμως χρόνια είχε γεμίσει καί τούτο, καί στά 1914 ■άγόρασε τόν πύργο B ieberstein, πού άνήκε στόν τότε δούκα τής Φούλδας, άπάνω σ’ ένα κατάφυτο λόφο κοντά στή Φοόλδα κι έβαλε Ικεΐ μέσα τίς άνώτερες τάξεις τής μέσης. Στό καθένα άπό τά τρία είχε κι ένα διευθυντή, ή ψυχή δμως καί τών τριών ήταν ό ίδιος. Τό πρωί έφευγε άπό τή H au b in d a , δπου ήταν ή ταχτική του διαμονή, βραδιαζόταν στό B ieberstein, τήν άλλη μέρα δίδασκε πέντε ώρες, άπαν- τούσε στήν άλληλογραφία κι έφευγε μέ αύτοκίνητο ή μέ τό τρένο, άν τό πρόφταινε, γιά τήν Ilseburg . Δίδασκε καί κεΐ, κανόνιζε δ τι είχε νά κανονίση κι έφευγε πάλι γιά τή H aub inda , 200 χιλιόμε­ τρα μακριά, γιά νά διδάξη καί κεΐ δυό μέρες' καί νά ξανακάμη πάλι τήν ίδια περιοδεία. Ά μ α δμως κηρύχτηκε ό πόλεμος καί οί περισ­ σότεροι δασκάλοι του πήγαν στρατιώτες, άναγκάστηκε νά φέρη τίς μεγάλες τάξεις στή H a u b in d a καί έτσι είχα κι έγώ τό εδτύχημα νά διδάξω Ικεΐ, στίς μεσαίες καί άνώτερες τάξεις, καί νά τίς παρα­ κολουθήσω στή μόρφωση καί τήν άγωγή τους. Ό σχοπός τ& ν παιδαγα>γεί(θν. — Ή ταν ένας τέτοιος τύπος ό R ie tz πού δέν ήθελε ποτέ νά κατηγορή τό στραβό καί άσύγχρονο 102 Μ. Παπαμαΰρου καί νά φωνάζη πώς ή παιδεία δέν πάει χαλά καί πώς τδ σχολείο- δέν χάνει τδν προορισμό του' μά καί ούτε πάλι, δπως ήταν τότε μόδα. στήν πατρίδα του, νά βγάζη άπό τδ γραφείο του καί νά καταστρώνη, άπάνω στδ χ,αρτί προγράμματα καί σχολικές διοργανώσεις· παρά ήθελε γιά νά χτυπήση τδ στραβδ νά δείξη πρώτα ποιό είναι τδ· σωστός τδ ώφέλιμο, τδ σύγχρονο καί τδ πραχτικό. Γι’ αύτδ έχτισε καί. τά σχολεία του, γιά νά δείξη πώς οί Ιδέες του δέν ήταν θεωρίες, μεταφυσικές, πού δεν Ιχουν τίς ρίζες τους στή ζωή καί στδν κόσμο- μέσα, άλλά πώς ήταν ίσια ίσια ιδέες πού βγαίνουν άπδ τή ζωή τήν- ίδια, πού τίς γεννά καί τίς καλλιεργεί ή έποχή μας, ό πολιτισμός μας. μέσα στδν δποίο ζοΟμε καί ένεργοΟμε. Καί δπως λίγα χρόνια πρω­ τύτερα 0 Ντέροφελντ έλεγε πώς ή καλύτερη θεωρία έίναι τδ πραχτι· χώτερο πού όπάρχει, έτσι καί ό L ietz ήθελε νά δείξη πώς μιά θεωρία, πού στηρίζεται άπάνω στή ζωή μπορεί νά γίνη πολύ εύκολα πράξη.. Σέ κείνα τά χρόνια τά σχολεία τής πατρίδας του δέν ήταν σ’ εύχά- ριστη θέση. Πολλοί παιδαγωγοί καί άλλοι έπιστήμονες φώναζαν καί. δέρνονταν γιά τήν κατάσταση, είχαν γεμίσει τδν κόσμο άπδ θεωρίες, έργα δμως έλειπαν. Καί ή γνωστή παιδαγωγική συνέλευση τδ Σε­ πτέμβριο τού 1890, με τήν προεδρία τού άλλοτε Κάιζερ,δέν είχε πετύ- χει πολλά πράματα. Στά σχολεία μέσα μάθαιναν τά παιδιά πολλά,, μά δέν μορφώνουνταν. Ό ιντελεκτουαλισμός βρισκόταν στδ ύψος του.. Έ κτδς άπ’ αύτδ καί ή ύλη τής διδασκαλίας δέν ήταν σύγχρονη- ό κλασικισμός Ιδινε κι έπαιρνε. Είχε βέβαια άναγνωριστή ή ’Ανώ­ τερη πραχτική σχολή (O berrealschule) ίσόδαθμη μέ τά γυμνάσια, τή μεγαλύτερη δμως πελατεία τήν είχαν άκόμη Ικείνα. Έ πειτα καί. κάτι άλλα στραβά, δπως π. χ . τδ λαϊκό σχολείο, καί άλλα πού έμάς δέ μάς ένδιαφέρουν, άνάγκασαν τδ L ietz νά δώση νέο σκοπό καί νά βάλη νέα ύλη στά σχολεία του. Δέν ήθελε μόνο σχολεία πού νά δίνουν γνώσεις, καί αδτόν τδ σκοπό τδν πέτυχε, δπως θά δούμε παρα­ κάτω. Γιατί καί άλλοι παιδαγωγοί πρίν άπ’ αύτόν, δπως ό P esta­ lozzi, ό Salzm ann καί ό F ra n k e είχαν έπιχειρήσει νά κάμουν δ τι έκαμε ό L ietz. ’Αλλά άπδ τδν πρώτο έλειπε ή πράξη, γι’ αύτδ καί τά σχολεία του, προπάντων στδ Χόφβυλ, άπότυχαν. Ό δεύτερος ήθελε. κάτι νά κάμη· τί δμως ήταν αύτδ τδ κάτι καί πού άπάνω έπρεπε, νά στηριχτή, δέν τού είχε γίνει αίμα του. Γι’ αύτδ καί τδ σχολείο του στδ Σνέπφενταλ ζή άκόμα μ« έχει έκφυλιστή. 'Ο τρίτος στήν- άρχή πήγαινε καλά, δεν είχε δμως ψυχολογήσει καλά τήν έποχή. του· έκείνο πού ήθελε δέ συμβιβαζόταν πολύν καιρό μέ τήν έποχήί Ό D r L ie tz και τό εργο του 103 του. Τά νέα ρεύματα τότε τού άρνήθηκαν τήν έπιτυχία τού σκοπού- γι’ αύτδ καί τδ σχολείο του, ή καλύτερα τά σχολεία του στή Χάλη ζούν άκόμη, άλλά βρίσκονται μέσα σέ άλλον πνευματικό κόσμο καί δχι στδν πιετιστικδ πού ήθελε ό ίδρυτής του. 'O L ietz είχε καλύ- τερη τύχη. Μέ ξάστερο καί πραχτικό του μυαλό ξεκινούσε άπδ τήν έρώτηση: π ο ι δ ς ε ί ν α ι δ σ κ ο π ό ς τ ή ς ά γ ω γ ή ς ; Καί άπαντοΰσε μέ τή στερεότυπη μά καί σέ πολλούς σκοτεινή άπάντηση τής Ιρβαρτιανής σχολής: νά πλάσωμε ήθικούς χαρακτήρες. Δέ σταματούσε δμως Ιδώ, μά πήγαινε πάρα πέρα καί ώριζε καί τήν ούσία τού ήθικοΰ αύτού χαρακτήρα: Σήμερα ό καθένας μας Ιχει τδ καθήκον, μετά τδ σχο­ λείο, νά έργαστή μέσα σέ μιά ώρισμένη κοινωνία, γιά τδ καλό τής κοινωνίας αύτής πρώτα καί άπδ κεϊ γιά τδ καλό δλου τού κόσμου. Αύτδς είναι ό σκοπός τής ζωής μας. Ό ήθικδς λοιπόν χαρακτήρας, πού έχει νά τδν μορφώση τδ σχολείο, πρέπει έκτδς άπδ τήν ήθι- κότητα νά έχη καί τή δύναμη νά έργαστή μέσα σ’ αύτή τήν κοινω­ νία, πού πρέπει καί νά τήν ξέρη άπ’ δλες της τίς μεριές. Ή ήθικό- τητά του μόνη είναι βέβαια καλή, μά δέ φτάνει. Ή θελε άνθρώπους ήθικούς, πού νά μπορούν νά νιώθουν τόσο τδ φυσικό κόσμο 8σο καί τήν άνθρώπινη κοινωνία. Στδ φυσικό κόσμο έβρισκε τίς γνώσεις καί ' δεξιότητες μέ τί όποιες ήθελε νά πλουτίση προπάντων τή διανόηση τών μαθητών ήθελε νά τούς δώση μ’ αύτές τή μάθηση. Ό σο γιά τήν-άνθρώπινη κοινωνία, πού τήν έξέλιξή τους παρακολουθούσε στά ίστορικοφιλολογικά μαθήματα, έφερνε τούς μαθητές σέ άμεση φαντα­ στική σχέση μέ τά μεγάλα γεγονότα καί πρόσωπα, καί προσπαθούσε μ’ αύτδ δχι τόσο νά δώση γνώσεις, δσο νά συγκινήση άμεσα τά παι­ διά, νά τά κάμη νά συμπαθήσουν ή ν’ άντιπαθήσουν ένα πρόσωπο, νά διατεθούν εύμενώς ή δυσμενώς πρδς ένα ιστορικό .γεγονός, νά εύχαριστηθούν ή νά λυπηθούν άπδ τήν άνάγνωση ένδς ποιήματος κτλ. κτλ. Μέ άλλα λόγια, ήθελε μ’ αύτά νά δώση προπάντων τήν κυρίως μόρφωση, δπως μέ τά φυσικομαθηματικά μαθήματα έδινε προπάντων τή μάθηση. Τό δεύτερο ήταν γι’ αύτδν σημαντικώτερο άπδ τδ πρώτο. Δέν ήθελε νά έξισώση τίς έννοιες μάθηση καί μόρφωση, μά δέν ήθελε νά γίνη καί ή δεύτερη θύμα τής πρώτης. Τ ί είδος σχολεία εϊνα ι τά π α ιδα γω γεία.—Δέν είναι κανένας άπδ τούς τρείς τύπους τών σχολείων πού έχει καθιερώσει ή Γερμανία. Μοιάζει μόνο μέ τή δημόσια άνώτερη πραχτική σχολή (O berreal- schule). Αύτδ τδν τόπο σχολείου θεωρεί ó L ietz ώς τδ μόνο σχολείο 104 Μ. Παπαμαύρου πού μπορεί ν’ άνταποκριθή στις άπαιτήσεις τής σημερινές κοινωνίας. Στό κύριο Ιργο του, d ie N ationalschule , δπου έκθέτει τίς ιδέες του για τό ζήτημα αδτό, λέει πώς πρώτα πρώτα πρέπει νά γίνεται λόγος μόνο για τό κλασικό γυμνάσιο (μέ Ιλληνικά καί λατινικά) καί τήν άνώτερη πρ'αχτική σχολή (μόνο μέ νέες γλώσσες καί μέ περισσότερο τονισμό τών φυσικομαθηματικών). Τό πραχτικό γυμνάσιο {Realgy- m asium ) χωρίς έλληνικά, άλλα μέ λατινικά καί γαλλικά, είναι, λέει, μία χίμαιρα, πού στο τέλος δέν ικανοποιεί ούτε τή μιά ούτε τήν άλλη μερίδα. Ά π ό τούς δύο πρώτους τύπους πάλι 6 L ietz προτιμά τό δεύ­ τερο καί άφήνει προαιρετική τή διδασκαλία τών κλασικών γλωσσών. Δέν είναι έχθρός. τού κλασικισμού, μά δέν παραβλέπει πώς τό κλασικό γυμνάσιο δέν είναι σύγχρονο, πώς δέν μίταρεί νά μας δώση τό ιδανικό τής μόρφωσης στόν 20. αιώνα. Έ μόνη φροντίδα είναι νά μή χαθούν τά όμορφα προϊόντα τού κλασικισμού, δσα μπορούν νά ώφελήσουν σ’ ένα σχολείο. Αύτά δμως μπορούμε νά τ’ άποχτήσωμε καί μέ μιά καλή μετάφραση. Τό νά μή μαθαίνωμε τις κλασικές γλώσ­ σες'δέν είναι καί τόσο λυπηρό, γιατί τό ζήτημα δέν είναι κυρίως, γιά τίς κλασικές γλώσσες άλλά γιά τόν κλασικό πολιτισμό, καί μιά καλή μετάφραση μπορεί νά μάς τόν γνωρίση τόσο καλά, δσο καί ή κλα­ σική γλώσσα. Τά κλασικό γυμνάσιο άνταποκρίνεται στις σημερινές κοι­ νωνικές άνάγκες μόνο κατά τά δύο δέκατα, ένώ ή άνώτερη πραχτική σχολή κατά τά δχτώ δέκατα. Ε μείς σήμερα δέν έχομε νά καυχηθούμε γιά εναν Παρθενώνα, άλλά γιά ένα χρηματιστήριο, γιά μιά καλή μηχανή. Καί άν ή νεώτερη έποχή καί προπάντων ό αιώνας μας έχει νά παρουσιάση μιά πρόοδο, αυτή βρίσκεται μόνο στ’ δτι δλα τά πνευ­ ματικά ρεύματα σήμερα, είτε έπιστημονικά είναι αύτά, είτε τής τέχνης, είτε τής έργασίας, ζητούν νά έξευγενέσουν καί νά Ιξυψώσουν τή ζωή, βάζοντας σέ κίνηση τίς δυνάμεις τού αισθητού κόσμου. Έ τσ ι δικαιο­ λογεί 6 L ietz τήν προτίμηση τής πραχτικής σχολής. Η διδασκαλία ατό. παιδαγω γεία. — Μέ χαρά Ιλεγε ó L ietz πάντα του, πώς ποτέ στά σχολεία του δέν πάτησε σχολικός έπιθεω- ρητής. Είχε έλευθερία άπό τό κράτος νά διδάσκη δ τι ήθελε καί δπως τό ήθελε έκείνος καί οί συνεργάτες του. Γι’ αδτό καί δσο ένδιαφέρει ό τρόπος τής διδασκαλίας στά σχολεία του, άλλο τόσο ένδιαφέρον έχει ή ύλη τής διδασκαλίας. Κοντά σ ι’ άλλα μαθήματα, πού όρίζουν τ’ άναλυτικά προγράμματα τών δημόσιων σχολείων στή Γερμανία, οί μαθητές του κάνουν καί φιλοσοφική προπαιδεντική καί πραχτική ίργασία. Στήν πρώτη διδάσκονται τά μεγάλα φιλο­ Ό D r L ie tz καί τό εργο του 105 σοφικά ρεύματα, ίδίως άπό κοινωνική καί οικονομική άποψη, άνε- ξάρτητα άπό τά πρόσωπα καί τίς χρονολογίες. Οί μεγαλύτεροι μόνο φιλόσοφοι άναφέρονται παροδικά. ’Εδώ δίνεται μεγάλη προσοχή προπάντων στά κυρίαρχα· ρεύματα τής σύγχρονης έποχής, καί αύτά ήθελε κυρίως ó L ie tz νά δώση στά παιδιά νά καταλάβουν. Γιά τήν πραχτική έργασία πρέπει νά σημειωθή πώς έδώ δέν έννοεϊται ή χει­ ροτεχνία, άλλά κάθε πραχτική έργασία, πού μαζί μέ τή γεωργική έπρεπε νά γίνεται γιά τό καλό τού σχολείου· π. χ. ό μαθητής καλλιερ­ γεί πατάτες καί διάφορα άλλα όσπρια καί δπωροφόρα δέντρα. "Οταν οί κατοικίες δέ χωρούν τούς μαθητές, πηγαίνουν στό δάσος, κόβουν ξύλα, τά παστρεύουν στό ξυλουργείο καί σέ μιά βδομάδα Ιχουν ένα σπίτι έτοιμο. Στά 1917, στή μεγάλη πείνα, έβλεπαν πώς οί πατάτες τους δέ θά τούς φτάσουν νά βγάλουν τό χρόνο. Ν’ άγοράσουν άλλες δέν μπορού­ σαν, έπρεπε λοιπόν νά βγάλουν δικές τους, μά δέν είχαν πιά τόπο, γιατί δλα τά χωράφια τού παιδαγωγείου ήταν σπαρμένα. Τό μόνο πού τούς έμενε ήταν νά δργώσουν iva μέρος τού μεγάλου δάσους τού σχο­ λείου καί νατό φυτέψουν. Χωρίς πολλά λόγια σέ 15 ήμέρες είχε δργωθή τόσο μεγάλο μέρος, πού Ιδωσε τόσες πατάτες ύστερα, ώστε ένώ οί άλλοι στις πολιτείες είχαν δυό όκάδες τή βδομάδα, έκείνοι είχαν τέσσε­ ρεις. "Αμα κατέβουν τά νερά καί χαλάση ό δρόμος πού φέρνει στόν πλησιέστερο σταθμό καί τό άλογο τού ταχυδρομείου δέν μπορεί νά περάση, άμέσως ρίχνονται δλοι στή δουλειά καί σέ δέκα μέρες κάνουν άλλο δρόμο, πιό ίσιο καί πιό φαρδύ. Αύτά καί πολλά άλλα παρόμοια, μαζί μέ τήν καλλιέργεια τών κήπων καί τών δέντρων καί τό θερισμό τών σιταριών καί τού χόρτου, άποτελούν τό μάθημα τής πραχτικής έργασίας. Ή ίχνογραφία, χειροτεχνία καί ζωγραφική’ πάνε μέ τήν έπιστημονική έργασία. Αδτό τό μάθημα γίνεται κάθε μέρα, μιά ώς μιάμιση ώρα, καί τό βαθμολογούν δπως καί τ’ άλλα μαθήματα. Μεγαλύτερη σημασία έχει ό τ ρ ό π ο ς τ ή ς δ ι δ α σ κ α λ ί α ς στά παιδαγωγεία. Ό ίδιος 6 L ietz πίστευε σέ μιά παιδαγωγούσα διδασκαλία, πού τήν πολεμά ή1 βολουνταριστική σχολή τού W undt. Πίστευε πώς ή θέληση δέν είναι άνεξάρτητο καί αύτοσύστατο στοιχείο τής ψυχής, άλλά δπως διδάσκει δ ψυχολογικός ιντελεκτουαλισμός, ριζώ­ νεται μέσα στή σκέψη, στις διανοητικές δυνάμεις τής ψυχής καί πώς συνεπώς μπορούμε μέ τίς παραστάσεις νά έπιδράσωμε στή θέληση τού παιδιού καί νά τή μορφώσωμε δπως μάς όρίζει ό άνώτερος σκοπός τής άγωγής. Γι’ αύτό καί ή διδασκαλία στά παιδαγωγεία πρέπει νά ύπηρετή τό σκοπό τής άγωγής, δηλαδή πρέπει κι αύτή νά παιδα- 106 Μ. Παπαμαΰρου γωγή. ’Εμείς τώρα ξέρομε πώς γιά νά γίνη αύτό πρέπει τό παιδί νά ξεκολλήση άπό τή συγκεκριμένη Ολη κάθε διδασκαλίας, νά σχηματίση μόνο του, άπό τις παραστάσεις τού άντικείμενου της διδασκαλίας, Ιννοιες, κρίσεις, συλλογισμούς, πώς πρέπει μόνο του νά έφαρμόση δ τι έμαθε καί άπό τήν Ιργασία του αύτή νά χαρή ή νά λυπηθή—νά συγ- κινηθή. Καί δλοι μας ξέρομε πόσο ζωηρά είναι τά διανοητικά αότά συναισθήματα. "Οτι τώρα άπό τά συναισθήματα έπηρεάζεται ή θέληση δέν είναι άνάγκη νά τό αναπτύξω Ιδώ. Έ τσ ι καί τά παιδαγωγεΖα τού L ietz έχουν γι’ άρχή στή διδα­ σκαλία τήν α ύ τ ε ν έ ρ γ ε ια τ ώ ν π α ι δ ι ώ ν . Ή θελε ó L ietz νά χτυπήση τόν άπαίσιο Ικείνο verbalism us, πού ίσαμε τώρα Ιφερε άρκετή βλάβη καί άρκετό πνευματικό μαρασμό ατά σχολεία καί γιά τόν όποίο «κόμη καί ό Κομένιος παραπονιέται στήν D idá­ ctica m ag n a του. Σ’ αδτό τό σημείο τά παιδαγωγεΖα αντιπροσω­ πεύουν τήν ίδέα τοΟ σχολείου Ιργασίας, σχολείου δμως Ιργασίας δχι δπως τό φαντάζονται μερικοί, σά σχολείο δηλαδή δπου καί ή Ιργα- σία είναι μάθημα, άλλα σχολείο, δπου ή Ιργασία είναι μιά άρχή γιά δλα τά μαθήματα, χωρίς νά γίνεται διάκριση μεταξύ τής έπιστη- μονικής καί τής πραχτικής Ιργασίας. "Ενα σχολείο εργασίας δπως τό Ιννοεί ¿ K erschesteiner, ó G audig , ó Pabst, ó Deweys καί άλλοι. Στά παιδαγωγεΖα τοΟ L ietz δέ μεταχειρίζονται διδακτικά βιβλία, ούτε στίς άνώτατες τάξεις. Ό δάσκαλος θεωρεί Ικεί τά παι­ διά δχι μαθητές του, άλλά συνεργάτες του. Δεν τούς δίνει γνώσεις, παρά Ιρευνά καί έξετάζει μαζί τους κάθε ζήτημα πού παρουσιάζει ή διδασκαλία. Μή νομίσετε δμως πώς λείπουν τά βιβλία άπό τά παιδα- γωγεϊα- κάθε άλλο. Γιά κάθε μάθημα Ιχει ό μαθητής όλόκληρη βιβλιοθήκη στή διάθεσή του. Δέν Ιχει ώρισμένο βιβλίο μέ τό όποίο νά είναι ή διδασκαλία υποχρεωμένη νά συμφωνήση, γιά κάθε δμως ζήτημα βρίσκει ώς ειδική μελέτη στή σχετική βιβλιοθήκη τού μαθή­ ματος. Γιά τά φυσικομαθηματικά καί γεωπονικά μαθήματα, Ικτός άπό τή σχετική βιβλιοθήκη, Ιχει καί τά μουσεία, τά έργαστήρια, τά χημεία, τις συλλογές. Τό καθένα είναι Ιγκαταστημένο σε ιδιαίτερη αίθουσα. Στή H au b in d a είδα Ικτός άπό τό μηχανουργείο καί τό ξυλουργείο τής χειροτεχνίας, άνατομείο, συλλογές Ιντόμων, μετάλλων, φυτών, όρυκτών, χημείο, όργανοθήκη τής πειραμ. φυσικής, κινηματο­ γράφο, μελισσοκομία, καί σχολικό κήπο μ’ Ινα άρκετά μεγάλο θερ­ μοκήπιο Στίς Ιλευθερες ώρες τά παιδιά μπορούν νά πάρουν δ τι βιβλίο θέλουν καί νά τό διαβάσσουν στό ξεχωριστό τό μεγάλο άνα- γνωστήριο ή μέσα στό σχετικό μουσείο άν είναι άνάγκη. Ό D r L ie tz καί τό έργο του 107 Τήν ώρα τής διδασκαλίας οί μαθητές σημειώνουν στό σημειω­ ματάριό τους μέ λίγα λόγια τά κυριώτερα σημεία τού μαθήματος καί τό βράδυ στό σπουδαστήριο κάνουν δπως λένε τήν Ιπεξεργασία (A usarbeitung), πού τή γράφουν σέ καθαρά τετράδια. Αύτά τά τετράδια έπιθεωροδνται κάθε Σάββατο. Πώς τά παιδιά συνηθίζουν Ιτσι νά έκφράζουν δ τι Ιχουν μέσα του'ς καί πώς Ιτσι ό δάσκαλος μπορεί νά καταλάβη τήν ψυχή τού καθενός δέν είναι μού φαίνεται άνάγκη νά τονιστή ιδιαίτερα. Αδτός είναι ό λόγος πού καί οί έκθέσεις ιδεών στά παιδαγωγεΐα δέν είναι ποτέ όμοιόμορφες Ό Ινας θέλει νά κάνη περιγραφές τοπείων, ό άλλος νά χαρακτηρίζη πρόσωπα, Ινας τρίτος ν’ άναπτύσση ρητά κτλ. Στόν καθένα δίνεται Ιτσι άφορμή νά άναδειχτή στό είδος του. "Οτι καί αύτό είναι σωστό καί στηρίζεται άπάνω σέ μιά ψυχολογική άλήθεια, τήν άλήθεια πώς ή ψυχή τού καθενός Ιχει δικό της τύπο στίς Ινέργειες καί τίς Ιπιθυμίες της, πού δίνει στόν καθένα Ικείνο πού λέμε άτομικότητα, δέν είναι πάλι άνάγκη νά τό τονίσω. Ά πό καιρό σέ καιρό γίνεται στή μεγάλη αίθουσα τής K apelle καί προφορική Ιξέταση. Ό χ ι δμως δπως θά νομίζουν μερικοί, παρά κάθε μαθητής άπό τά μαθημένα κάθε μαθήματος παίρνει Ινα ώρι­ σμένο ζήτημα, πού τό άναπτύσσει καί τό έξετάζει μόνος του λεπτο­ μερέστερα άπ’ δσο θά μπορούσε νά γίνη μέσα στήν ώρα τής διδα­ σκαλίας, καί τό βράδυ στήν K apelle (θά δούμε τί είναι ή K apelle) κάνει γιά τό ζήτημα αύτό μιά μικρή διάλεξη μπροστά στούς δασκά­ λους καί τούς συμμαθητές του. Εννοείται πώς τή διάλεξη αύτή θά τήν κρίνη έπειτα τό άκροατήριο, καί καμιά φορά διορθώνονται καί μερικά στραβά ή τελείως λαθεμένα σημεία. Ά π ό τήν άρχαία ίστορία π. χ . πού δίδασκα Ιγώ στήν O ber-S ekunda (δική μας Γ ' γυμνασίου) Ινας πήρε νά Ιξετάση: Ή σχέση τής νομοθεσίας τού Σόλωνα καί τού Λυκούργου, Ινας άλλος: Οί άνατολικοί λαοί καί οί "Ελληνες, Ινας άλλος: Πληβείοι καί είλωτες, Ινας άλλος: Τί θά γινόταν άν οί Καρ- χηδόνιοι νικούσαν τούς Ρωμαίους. Στή γεωγραφία πού δίδασκα στήν U n te r-T e r tia (δική μας Γ' έλληνικοΰ) Ινας πήρε: Θιβέτ, ή χώρα τού λαμαϊσμού (είχαμε διαβάσει τά ταξίδια τού σουηδοΰ γεωγράφου Sw en E d in στό Θιβέτ), Ινας άλλος: Ή σημασία τού σιδηρόδρο­ μου τής Βαγδάτης, Ινας άλλος: Τό Ιμπόριο στή Σιβηρία. Στή ' φιλοσοφική προπαιδευτική πού δίδασκα στούς τελειόφοιτους, Ινας πήρε: Ή ήθική τής Ιργασίας, Ινας άλλος: Ά τομο καί κοινωνία, ενας άλλος: Τί χωρίζει τή νεώτερη Ιποχή άπό τό μεσαίωνα. Μιά 108 Μ. Παπαμαΰρου μαθήτρια άπό τή Βοημία είχε πάρει: Ό άγγλικός έμπειρισμός καί ή έπίδρασή· του στά σχολεία τής ’Αγγλίας. Μιά ρωσίδα άπό τή Μόσχα, πού είχε άποκλειστή έκεΐ στόν πόλεμο, είχε πάρει: Γιατί δέν μπορεί νά γίνη κοινό σχολείο γιά τουρκόπαιδα καί χριστιανό- παιδα. Έ τσ ι γινόταν σέ δλα τά μαθήματα. Πολλές άπό τίς διαλέξεις αότές δημοσιεύονται καί στό περιοδικό τών παιδαγωγείων «Leben u n d A rbeit» καί μπορεί νά τίς διαβάση δποιος θέλει. Στά φυσικομαθηματικά μαθήματα γίνεται μεγαλύτερη αύτενέρ- γεια τών μαθητών. Έ κ εΐ κάθε μαθητής πρέπει μόνος του νά δοκι- μάση νά κάμη δ τι έκαμε ό δάσκαλος μές στήν τάξη. Δέν ύπάρχει ώραιότερο πράμα άπό τό νά βλέπη κανείς τά παιδιά, τό καθένα μέ μιά χοντρή άσπρη ρόμπα, νά καταγίνωνται, ένας- νά κάμη τό πεί­ ραμα τοΰ ’Αρχιμήδη, άλλος νά κατατάξη τά έντομα σε οικογένειες, άλλος νά βρή τόν δγκο μιάς χάρτινης πυραμίδας, άλλος νά βρή τό είδικό βάρος τοΟ λαδιού, άλλος πάλι ν’ άναλύη Ινα χημικό μίγμα, Ινώ ό δάσκαλος, κι αύτός μέ τή ρόμπα του, τρέχει έδώ καί κεί, νά βλέπη πώς έργάζεται δ Ινας καί πώς ό άλλος. Αύτό Ιννοοΰσα’ δταν έλεγα παραπάνω πώς τά σχολεία xoö L ietz είναι σχολεία πού έχουν τήν έργασία ώς άρχή γιά κάθε μάθημα. Η ζο>ή ατά πα ιδα γω γεϊα . 'O L ie tz ήθελε τό. κάθε του παιδα- γωγεΐο νά είναι καί μιά άνεξάρτητη κοινότητα, πού νά έχη δ τι χρειά­ ζεται ένας κοινοτικός όργανισμός. Κάθε παιδαγωγεί© είχε δικό του παπουτσή, δικό του μαραγκό, δικό του ράφτη, δικό του βαφέα, δικό του φούρνο, δική του φωτιστική μηχανή, δικό του σιδερά. Μόνο γιατρό δέν είχε, γιατί τά παιδιά στήν έξοχή δέν άρρωστούν. Ά ν δμως κανένα, έκεί πού τρέχει στό δάσος νά μαζεύη μανιτάρια ή φράουλες ή νά κόβη ξύλα, πέση καί ζουλήση τό πόδι του, μένει στό ιδιαίτερο νοσοκομείο τού παιδαγωγείου, δπου τό φροντίζει ταχτική νοσοκόμα. Γιά νά καταλάδωμε άπάνω κάτω τή ζωή αυτής τής σχολικής κοινότη­ τας, άς τήν παρακολουθήσωμε μιά μέρα στήν Ιργασία της. Τό χα& ημερινδ πρόγραμμα . Τό πρωί στίς 6 i/2 ή καμπάνα σηκώνει δλα· τά μέλη τής κοινότητας στό πόδι. Στίς 7 άκριβώς μαζεύονται παιδιά καί δασκάλοι άπ’ δλα τά οικοτροφεία, πού είναι χτισμένα σέ ήμικύκλιο στή ρίζα τού βουνού, μπροστά στό μεγάλο χτίριο τού διδακτηρίου, πού είναι στή μέση (στή H au b in d a είναι 8 βίλες μόνο γιά οικοτροφεία). Έ κεΐ άφού διαβαστή κατάλογος, άν δ καιρός είναι καλός, γίνεται ένα τέταρτο τής ώρας δρόμος τροχά­ δην μέσα στό δάσος. Ά ν δέ βρέχη ό καιρός είναι πάντα καλός, τά Ό D ‘ L ie tz καί τό έργο του 10» χιόνια καί δ πάγος δέν ¿μποδίζουν τό τρέξιμο· άν πάλι βρέχη, τότε γίνεται κολύμπι ή γυμνάζονται στό ύπόστεγο γυμναστήριο. Ό προϊ­ στάμενος δάσκαλος κάθε μαθητικής όμάδας, πού έκεί λέγεται μαθη­ τική οικογένεια, πρέπει πάντα νάναι μέ τά δικά του παιδιά καί νά παίρνη σ’ δλα μέρος. Στίς 7 1/2 άρχίζει ή πρώτη ώρα διδασκαλίας* μετά τήν πρώτη ώρα γίνεται πρόγευμα. 'Ολοι δσοι άνήκουν στήν κοινότητα, δάσκαλοι, παιδιά, έργάτες, όπηρέτες, ύπηρέτριες, πρέπει νά πάρουν τό πρόγευμα μαζί. Ό L ietz μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του ήταν πάντα μαζί. Μπροστά άπτό πρόγευμα γινόταν προ­ σευχή. Τό πρόγευμα, τουλάχιστο στά 1918-19, ήταν Ινα πιάτο άλευ- ρόσουπα, Ινα φλιντζάνι κακάο, Ινα κομμάτι ψωμί μέ λίγο βούτυρο ή μαρμελάτα καί Ινα μήλο ή άπίδι. Μετά τό πρόγευμα, δασκάλοι καί παιδιά πάνε στίς τάξεις τους καί έξακολουθούν τό μάθημά τους ίσαμε τό μεσημέρι. Οί έργάτες καί οί τεχνίτες, καί κείνοι στή δουλειά τους’ άεργος δέν πρέπει νά μείνη κανένας. Μεσημέρι καί -ςέταρτο είναι φαγί. Πάλι δ L ietz μαζί. Άφού τραγουδήσουν Ινα ώραΐο τρα­ γούδι καί δ L ietz διαβάση Ινα ώραίο ρητό κλασικό, καθίζουν στό φαγί. Κάθε μαθητική οικογένεια μέ τόν οικογενειάρχη δάσκαλο κάθεται σέ ιδιαίτερο μεγάλο τραπέζι. Τό φαγί είναι άφθονο καί θρε­ πτικό. Ή όμορφιά τής τραπεζαρίας, τά ώραΐα μεγάλα κάδρα της, τά ώραία λουλούδια στά βάζα, τό πλούσιο ήλεκτρικό φώς τά βράδια άνοίγουν τήν δρεξη, ή όποία βέβαια καί χωρίς αύτά έκεί άπάνω είναι πάντα στόν τόπο της. (Ή H au b in d a είναι 513 μέτρα ψηλά). Μετά τό μεσημεριανό φαγί ίσαμε τίς 3 είναι δλοι ¿λεύθεροι. Στίς 3 πάλι. δουλειά. Οί μισοί τρόφιμοι έχουν πρακτική έργασία, οί άλλοι μισοί χειροτεχνία ή δουλειά στά έργαστηρια. Κάθε. μέρα άλλάζουν τή σειρά.. Στίς 4 7* ε*ναί καψες· στίς 5 ώ.ς τίς 7 είναι μελέτη. Μελετούν στά δωμάτιά τους. (Κοινό σπουδαστήριο γίνεται μόνο στήν Ilseburg- πού είναι οί μικροί). Κάθονται δύο ή τρείς μαζί σ’ Ινα δωμάτιο. Σέ μερικά μικρά δωμάτια κάθεται καί Ινας μόνο. Ό οικογενειάρχης δάσκαλος κάθε βίλας, τήν ώρα τού σπουδαστηρίου,· πρέπει νά είναι στό γραφείο του. (Κάθε οικογενειάρχης Ιχει στή βίλα τό γραφείο του). Τά παιδιά άμα έχουν καμιά άμφιβολία στήν «έπεξεργασία» πηγαίνουν καί τόν ρωτούν. Άλλωστε καί ό ίδιος πρέπει νά έτοιμάση. τή διδασκαλία του γιά τήν άλλη μέρα. Ή K apelle. Μιά ώρα δστερ’ άπό τό βραδινό φαγητό είναι έκκλησία, ή K apelle. Είναι ή ώραιότερη ώρα τή ; ήμέρας. Στή μεγα­ λύτερη αίθουσα τού σχολικού χτιρίου, πού μοιάζει σάν έκκλησία μέ 110 M. Παπαμαυρου τήν εικόνα τού Χριστού άπό τή μιά μεριά, καί άπό τήν άλλη •Ιναν άρχαΐο Έ λληνα πεζοπόρο, μαζεύονται πάλι δλα τά μέλη της κοινότητας. Οί γυναίκες μπορούν νάχουν καί μιά δουλειά στά χέρια τους, μιά κάλτσα νά πλέξουν ή Ινα φόρεμα νά μπαλώσουν. Οί μαθη­ τές μπορούν νά δουλεύουν Ινα κομμάτι σανίδι ή κάτι νά ζωγραφί­ ζουν. “Ομως πρέπει νά είναι σιωπή. Καί μέσα στή σιωπή αύτή άρχιζε ó Lietz, καί τώρα ό άντικαταστάτης του (γιά τήν ώρα στήν H au- b in d a διευθύνει ή κ. L ietz) νά διαβάζη δ τι καλό καί ώραΐο μπορεί νά συγκινήση τήν άνθρώπινη ψυχή. Ά μ α τελειώση αύτή ή κατά­ νυξη, σηκώνονται δλοι καί μέ μιά έγκάρδια χειραψία εύχονται στό Χέρμαν καί στή Γιούτα {ό κ. καί ή κ. L ietz) τήν καληνύχτα καί καθένας τρέχει στό δωμάτιό του γιά δπνο. Σέ μισή ώρα τίποτε πιά δέν άκούεται, Ικτός άπό τό μεγάλο ρολόγι πού χτυπά μονότονα μέσα στή νύχτα. Κάπου σέ κάποιο παράθυρο φαίνεται άκόμη φώς· είναι κανένας δάσκαλος, πού έχει άνάγκη νά προπαρασκευαστή πολύ γιά αδριο. Σέ λίγο δμως θά σβήση κι αύτό. Ά μ α ό καιρός 8Ívat καλός ή K apelle γίνεται στό ύπαιθρο, μέσα στό δάσος, σ’ Ινα ύψωμα, καί κείνα πού άκοϋς τότε μέ δσα βλέπεις γύρω σου σέ μεταφέρνουν σ’ έναν άλλο κόσμο, κόσμο άνώτερο καί διαλεχτότερο. ’Εκεί γίνεται μιά σωστή έπί τού δρους όμιλία. Ή κατάνυξη είναι τό γνώρισμά της, καί ή έσωτερική ένωση μέ τό μεγάλο μας δημιουργό ό καρπός της. Ε κτός άπό τή φωνή τού κήρυκα δέν άκοδς τίποτε. Μόνο κάποτε ένα άδιάκριτο πουλί ή Ινα ξαφνικό μούγκρισμα κανενός βοδιού άπό τό πέρα χωριό ταράζει τήν ήσυχία. Ό ήλιος λέει καί κείνος τήν καληνύχτα καί «άει'νά φωτίση άλλους τόπους. (Στή Γερμανία ό ήλιος βασιλεύει άργά. Ε κτός άπ’ αύτό στόν πόλεμο οί γερμανοί είχαν βάλει τά ρολόγια τους μιά ώρα έμπρός, γιά νά μήν κάθωνται πολύ τή νύχτα καί καίνε γκάζι). Αύτοκίνητα δέ σφυρίζουν έκεΐ, ούτε ύπάρχουν κάρα, ούτε άκούεται ή φωνή τού πραματευτή. Ό μα& ητής μέλος τή ς κοινότητας .—Δέν είναι δμως μόνο αύτά ή ζωή στά παιδαγωγεΐα. Αύτά βλέπει δποιος πάει νά τά δή γιά μιά μέρα μόνο. "Οποιος δμως καθίση πολύν καιρό Ικεΐ, θά δή πώς ή ζωή έκεϊ έχει καί άλλες χαρές, καί αύτές ήθελα άκόμη με λίγα λόγια νά περιγράψω. Είπα πώς κάθε παιδαγωγείο είναι καί μιά κοινότητα γιά τόν έαυτό της. Σ’ αύτή τήν κοινότητα δέν έχουν μόνο οί δασκάλοι δικαιώ­ ματα καί καθήκοντα, άλλά καί τά παιδιά. Αύτό φαίνεται καί σέ κείνο Ό D l L ie tz καί τό έργο του 111 πού λέμε Ιμείς διανομή τών άξιωμάτων στούς μαθητές. Μά σ’ ένα έξοχικό Ιδιωτικό σχολείο δέν έχομε μόνο τ’ άξιώματα δημόσιου σχο­ λείου μέσα στήν πολιτεία, δηλαδή ένας μαθητής νά καθαρίζη τόν πίνακα, ένας άλλος νά φροντίζη γιά τούς χάρτες κτλ. Στά παιδαγω- γεΐα τού L ietz πρέπει ό μαθητής νά φροντίζη καί γιά τά μελίσ­ σια, γιά τά κουνέλια, γιά τά Ιργαστήρια, νά μή σπάση τίποτα, γιά τις βιβλιοθήκες, νά δανείζη καί νά παραλαβαίνη βιβλία, γιά τό άλογο καί τό άμάξι τού ταχυδρομείου, γιά τό ταχυδρομείο τό ίδιο, γιά τά μπάνια, γιά τό νερό τής στέρνας πού κολυμπούνε καί πού πρέπει ν’ άνανεώνεται κ.τ.δ. Γενικά γιά κάθε ζήτημα πού σχετίζεται μέ τή ζωή τού σχολείου έχει καί έ μαθητής δικαιώματα καί καθήκοντα, καί μπορεί νά πή τή γνώμη του Ιλεύθερα στό έ λ ε ύ θ ε ρ ο βράδυ (F reiabend), πού γίνεται μιά φορά τή βδομάδα, στήν ώρα τής Kapelle. Ή τή λέει ό ίδιος ή τή διερμηνεύει ό πρόεδρος τών μαθη­ τών, πού πρέπει νά διαβιβάζη καί νά ύποστηρίζη τή γνώμη αύτή μπρο­ στά στή διεύθυνση καί τό άλλο διδαχτικό προσωπικό. Καί παράπονα γιά Ινα δάσκαλο ή γιά τό φαγί τους ή γιά τό σπουδαστήριό τους μπορεί νά διατύπωση ό μαθητής καί ή γνώμη του συζητιέται άπό τό διδαχτικό προσωπικό μέ πολλή προσοχή καί πολύ ένδιαφέρον. Ο ίέκδρομές κα ί τά σχολικά τα ξίδ ια .—θ ά είχα πολλά άκόμη νά προσθέσω γιά τή ζωή τών παιδαγωγείων. Ε λπίζω βμως νά κατάλαβε ό άναγνώστης πώς ζή κανείς σ’ αύτά τα δμορφα σχολεία. Έ ν α δμως άκόμη δέν μπορώ παρά νά τό άναφέρω διεξοδικώτερα, καί αύτό είναι οί έκδρομές. Δέ θέλω νά γράψω γιά τις έκδρομές πού κάνουν τά παιδιά κάθε Κυριακή στά γύρω βουνά καί πού έχουν προπάντων έπιστημο- νικό σκοπό, νά μαζέψουν φυτά ή νά παρατηρήσουν πετρώματα. Γιά τις μεγάλες μόνο, πού γίνονται τρεις φορές τό χρόνο καί βαστούν 8 μέ 10 μέρες καί έχουν σκοπό νά ξεκουράσουν τούς μαθητές καί νά τούς γνωρίσουν ένα κομμάτι τής χώρας τους, ήθελα νά πώ λίγα λόγια. ’Εγώ 6 ίδιος έκαμα δυό τέτοιες έκδρομές, μαζί μέ τούς μαθητές τής οίκογένειάς μου, καί γ ι’ αύτές μόνο θά γράψω κάτι. Στήν πρώτη, τήν άνοιξη του 1918 φύγαμε άπό τή H au b in d a καί σέ τρεις μέρες φτάσαμε στή Φούλδα (κάναμε μέ τά πόδια ώς 120 χιλ.). Έ κείάντα- μωθήκαμε μέ τις άλλες οικογένειες στό άλλο παιδαγωγείο Bieber­ stein , καί άφού φάγαμε καί καλοκοιμηθήκαμε τή νύχτα, χωρί­ σαμε τήν άλλη μέρα καί ή καθεμιά δμάδα γύρισε άπό άλλο δρόμο πίσω. ’Εγώ μέ τούς δικούς μου γύρισα μέσον Έρφούρτης, Βαί'μά- ρης, Γένας καί τού δάσους τής θυριγκίας. Μέσα στό δάσος αύτό 112 Μ. Παπαμαΰρου μιά βραδιά μείναμε στήν καλύβα τού παιδαγωγείου, κοντά στό Ζούλ. Αύτές οί καλύβες είναι σπιτάκια μικρά, κτήμα τών παιδαγωγείων, χτισμένα κοντά σέ χωριά σέ διάφορα μέρη, πού τό Ινα πρέπει νά είναι τουλάχιστο 40 χιλιόμετρα μακριά άπό ιό άλλο, καί χρησιμεύουν γιά ξενοδοχεία τών μαθητών στίς έκδρομές. Τό καθένα Ιχει μόνο μερικά κρεβάτια, μερικά πιάτα καί φλιντζάνια καί άφθονο νερό γιά λούσιμο καί ψυχρολουσία. Τέτοια σπίτια Ιχουν τά παιδαγωγεΐα δέκα σ’ δλη τή Γερμανία. Στίς δέκα μέρες ήμαστε πάλι πίσω. Στήν άλλη Ικδρομή, φθινόπωρο τοϋ 1918, φύγαμε άπό τό παι- δαγωγεΐο καί κάμαμε δλο τό γύρο: Σβάινφουρτ, Βύρτσμπουργ, Ρότεν- μπουργ, Ζάαλφεντ, Χελτμπούργ καί πίσω. Δέν πιστεύω αύτό τό μέρος νά είναι πολύ μικρότερο άπό'τήν Πελοπόννησο. Σ ’ αύτές τίς έκδρομές δ τι περίεργο βλέπαμε καί μάς Ικανέ έντύπωση άγοραζαμε τίς κάρτες του, ή άν δέ βρίσκαμε κάρτες τό ζωγραφίζαμε. Καί οώ κάναμε τόν περισσότερο δρόμο μέ τά πόδια. Αύτές τίς μέρες ζούσαμε λιτότατα (4 μάρκα είχε καθένας μας τήν ήμέρα). Κοιμόμαστε στό χωριό πού βραδιαζόμαστε καί τρώγαμε στό χωριό πού θά φτάναμε τό μεσημέρι. ’Αν ήμαστε μακριά άπό χωριό, καθίζαμε μέσα στό δάσος, βράζαμε τό γάλα μας στίς καραβάνες μας καί έπειτα πάλι πορεία. Γιά όδηγό μας είχαμε μόνο τό χάρτη, καί τίς άποστάσεις τίς μετρούσαμε στάν άέρα, Ά ν τύχαινε νά φτάσωμε Κυριακή σέ χωριό, πηγαίναμε στήν έκκλησία καί κατόπι έξακολουθούσαμε. Έ πρεπε κάθε μέρα νά περ* πατήσομε 8 ώς 10 ώρες. Ό γυλιός μας μ’ ένα δυό ζευγάρια κάλτσες, μέ τήν καραβάνα μας καί μερικούς έπιδέσμους γιά τά πόδια, άν άνοι­ γαν, ήταν τό μόνο μας φορτίο. Στό χέρι κρατούσαμε'πάντα Ινα χον­ τρό ραβδί καί στήν τσέπη είχε καθένας τό σουγιά του. Πώς τώρα ζή κανείς σέ τέτοιες έκδρομές καί τί άναμνήσεις μπορεί νά πάρη, φαντάζεται δποιος άγαπά τό παιδί καί τή φύση. Έ πειτα είναι γνωστά τά μεγάλα σχολικά ταξίδια, πού έκανε Ó L ie tz μέ τούς μαθητές του πριν άπό τόν πόλεμο καί πού διαρκοϋσαν μήνες. Πολλές φορές πήγε πέρα στήν Α γγλία, στό A bbotsholm e, νά κάμη έπίσκεψη στό δάσκαλό του- πολλές φορές πήγαν μέ ποδήλατα στό Παρίσι. Ακόμη καί ώς τό Κάιρο έφτασαν μιά φορά. Καί στήν Ελλάδα δμως δέν ^ίναι άγνωστος ó Lietz, γιατί καί ή ’Αθήνα μαζί μέ άλλες έλληνικές πόλεις τόν έφιλοξένησαν μιά φορά μέ τό σχολείο του. 01 σννεργάτες τον L ietz .— Αύτά γιά τή ζωή τών παιδαγωγείων. Καί τώρα ήθελα νά πώ μερικά γιά τούς συνεργάτες τοΟ L ietz. "Ολοι οί δασκάλοι τών παιδαγωγείων πρέπει νά έχουν καμωμένες τίς λεγό- Ό D r L ie tz και τό Ιργο του 113 μενες «έξετάσεις τοδ κράτους», Ινας θεσμός πού στή Γερμανία δίνει τό δικαίωμα στούς τελειόφοιτους τών πανεπιστημίων νά διδάξουν στά σχολεία τής μέσης, χωρίς νά έχουν δίπλωμα διδακτορικό. ’Απ’ αύτούς διαλέγουν δσους έχουν καί ιδιαίτερη παιδαγωγική μόρφωση. Έ πειτα δλοι οί δάσκαλοι, πρέπει, άν είναι δυνατό, νά είναι παντρεμένοι. Καί αύτό δχι γιατί τάχα τότε είναι καταλληλότεροι, μά γιατί τά παιδα- γωγεΐα πρέπει ν’ άντικαταστήσουν καί τήν οικογένεια τών παιδιών. Ή γυναίκα τοΟ δασκάλου πρέπει ν’ άντικαταστήση τή μητέρα πού είναι μακριά, πολλές φορές στό έξωτερικό. Ό δάσκαλος, δσο λεπτός καί δσο εύαίσθητος κιάν είναι, πάντα είναι άντρας καί δέν μπορεί ν’ άναπληρώση τήν άγάπη καί τήν περιποίηση τής μητέρας. Στήν άρχή κάθε δάσκαλος δοκιμάζεται άπό τρεις τέσσερεις μήνες, καί άμα στό μεταξύ φανή κατάλληλος γιά τέτοιες δουλειές, άμα έχει μέσα του ζωή, καί ξέρει νά συναναστρέφεται μέ τά παιδιά χωρίς νά χάνη τό κύρος του, καί προπάντων άμα δείξη πώς είναι έπιστη· μονικά σύμφωνος μέ τήν ιδέα πού έξυπηρετούν τά παιδαγωγεΐα, τότε γίνεται μέ συμβόλαιο ταχτικός δάσκαλος καί τότε έχει γιά τήν έργα- σία του, αύτός καί ή οίκογένειά του, έλεύθερη κατοικία καί τροφή καί 300 μάρκα τό μήνα, πού μέ τόν καιρό άνεβαίνουν στά 600.. Τά παιδιά του μπορούν νά σπουδάζουν στά παιδαγωγεΐα χάρισμα. Ά ν Ινας δάσκαλος είναι προϊστάμενος μαθητικής οικογένειας, συνήθως τής οικογένειας έκείνης πού κοιμάται στό ίδιο σπίτι μ’ αύτόν, τότε αντιπροσωπεύει δλα τά παιδιά τής οικογένειας στό διευθυντή καί στούς γονείς τους. Στίς έλεύθερες ώρες κάνει μαζί τους καί περιπάτους καί τούς καλεΐ καμιά φορά στό γραφείο του. Ά ν ένας μαθητής έχει τή γιορτή του, ή γυναίκα του θά τού κάμη Ινα γλύ­ κισμα, πού θά κοπή καί θά μοιραστή σέ δλη τήν οικογένεια στήν υγεία του' άν τύχη ν’ άρρωστήση κανένας, θά τόν περιποιηθή σάν παιδί της. Μέ λίγα λόγια, ή οίκογένειά αύτή τού είναι έμπιστευμένη καί πρέπει νά τή θεωρή δική του." Πολλές φορές συνερίζονται οί οικο­ γένειες άναμεταξύ τους ποιά νάρθη πρώτη στό καθετί. Καί ó L ietz είχε πάντα τήν οικογένεια ίου, συνήθως τούς πιό μικρούς. (Σέ μιά οικογένεια μπορούν νά άνήκουν παιδιά άπό πολλές τάξεις). Καθώς βλέπει ό άναγνώστης δέν είναι εύκολη δουλειά νά είναι κανείς δάσκαλος σέ τέτοια παιδαγωγεΐα. Μά άκριβώς γι’ αύτό δέν μπορούν νά παίρνουν έκεί δποιον τύχη. Έ κεΐ άνήκουν μόνο δσοι θεωρούν τή συναναστροφή μέ τό παιδί εύτύχημά τους, καί δχι ¿κεί­ νοι πού θέλουν νά κάνουν τό μάθημά τους καί νά παίρνουν τό καπέλο 114 Μ. Παπαμαυρον τους νά φεύγουν. Ανήκουν δσοι δαοκάλοι άγαποϋν τήν έπιστήμη τους καί τό έπάγγελμά τους, γιατί έκεΐνοι που άπόμειναν μόνο μέ όσα έμαθαν άμα σπούδασαν καί δέν κατάγιναν μόνοι τους στά προ­ βλήματα τής έπιστήμης τους, αύτοί άν θέλουν νά διδάξουν στά παιδαγωγεί», δέ θά μπορέσουν νά μείνουν ούτε μια βδομάδα, γιατί οί γνώσεις πού χρειάζονται έκεί γιά νά μπόρεση κανείς ν’ άναλάβη Ινα μάθημα δέν μπορεί ποτέ νά τις έχη κάθε πρωτόπειρο καθηγη- τοόδι. Καί δμως τέτοιοι άντρες, με τέτοια ζωή καί τέτοια έπιστημο- νική βαθύτητα, δέν Ιλειψαν ποτέ άπό τό L ie tz στά είκοσι χρόνια πού εύτύχησε αύτός 6 άνθρωπος νά καμαρώση τό Ιργο του. L ie tz πα ί R ousseau .— Βέβαια δέν Ι/ειψαν καί οί έχθροί των Ιξοχικών παιδαγωγείων. Πολλά άκουσε ó L iet? καί πολλά ύπόφερε, τό έργο του δμως είναι τόσο άγιο καί τόσο μεγάλο πού δέν μπορούσε παρά ν’ άποστομώση τούς έπιπόλαιους άντίπαλσύς του. Εκείνο πού άκουε συχνά είναι πώς καλά καί άγια τά σχολεία του, μά έπρεπε καί νά είναι μέσα στις πόλεις. Στήν έξογ/ή, λένε, τά παιδιά ξεχνούν τόν κόσμο, λησμονούν τήν κοινωνία, παίρνουν μόρφωση κάί άγωγή πού μοιάζει μέ κείνη πού ήθελε 6 R ousseau νά δώση στόν Αιμίλιό του. Αύτοί πού έχουν τή γνώμη αυτή είναι πολλοί καί σημαντικοί καί δταν κατακρίνουν τό σύστημα τής μόρφωσης καί άγωγής κατά τό R ousseau, δεν μπορεί παρά νά τούς δώ.ση^ δίκιο δποιος βλέπει καθαρά μπροστά του τό σκοπό τού σχολείου, καί ν’ άποδοκιμάση τόν καλόκαρδο R ousseau, πού νόμιζε πώς θά έσωζε τήν τότε έξα- χρειωμένη γαλλική κοινωνία μέ τό laissez faire la natu re . 'Ο δυστυ­ χής δέ σκεφτηκε πώς αυτό είναι άδύνατο, άφού σέ συναναστροφή μέ τόν κόσμο μπορεί νά έρθη κανείς καί άν άκόμη μένη στό βουνό καί μορφώνεται στά δέντρα άποκάτω, γιατί τά μισά γράμματα πού θά μάθη έκεί, δπως τά μάθαινε καί ό καλός Αιμίλιος, δέν τά έχει γεννήσει τά βουνό παρά ή xoivrvta· άν άνομη ή αγαπητή του φράση, to u t est b ien so rta n t des m ains de l’au teu r des choses; to u t dég én ère en tre les m ains de l’hom m e ήιαν σωστή, πάλι έπρεπε τήν ανθρώπινη κοινωνία νά τήν πάρη γιά άναγκαιο κακό, γιατί νά τήν άρνηθή είναι φυσικά άδύνατο. "Οταν δμως οί κύριοι αύτοί ίσχυρίζωνται πώς καί ó L ietz κάνει δ τι καί ό R ousseau, τότε δέν μπορεί παρά νά τούς πή κανείς πώς δέν τά ξιρουν ιά ταιδαγωγεία. Γιατί άν πήγαιναν νά τά παρακολουθή­ σουν καμπόσον καιρό, θάβλεπαν πώ; δέν είναι έτσι δπως φαντάζονται. Πρώτα πρώτα άπό τά παιδαγωγεία δέ λείπουν ποτέ οί έπισκέπτες καί Ό D r L ie tz και τό έργο τον 115 δ χ ι μόνο γονείς μαθητών, μά καί όλόκληρα σχολεία καί φροντιστή­ ρια καί σύλλογοι κινούν άπ’ δλα τά μέρη τής Γερμανίας, καί πολλές φορές καί άπό τό έξωτερικό, νά πάνε νά τά δούν καί νά τά σπουδά­ σουν. Έ κτος άπ’ αύτό τά παιδιά στίς διακοπές πάνε στά σπίτια τους. "Επειτα καί τά παιδαγωγεία άκόμη δέν είναι τέτοια πού νά ¿μποδί­ ζουν τή γνωρ:μΐα τής κοινωνικής ζωής, άφού δπως έλεγα, τό καθένα τους είναι καί μιά κοινότητα καί ό μαθητής ό πάροικός της. "Οση κοινωνία χρειάζεται τό παιδί γιά νά καταλάβη έναν κοινωνικό όργα- νισμό, τή βρίσκει έκεί μέσα. Στίς πολιτείες δέ θά τήν καταλάβαινε καλύτερα, άφού καμιά φορά καί μεΐς οί μεγάλοι μέσα σ’ αύτές δέ βρίσκομε οδτε άρχή οδτε τέλος. . Αύτά είναι τά σχολεία τού Lietz. Τόν περασμένο ’Απρίλιο γιορ­ τάστηκε στή H au b in d a ή είκοσαε.τηρίδα τού παιδαγωγείου πού πρώτο ιδρύθηκε στήν Ilseburg . "Ηταν ή μέρα πού ό L ietz βάφτιζε τό τρίτο του παιδάκι καί τό έγραφε καί κείνο μέλος τής σχολικής κοινότητας. Ε κείνη τή μέρα άκουσα άπό τό στόμα του τήν ίστορία τών σχολείων του, ίστορία προόδου καί πολιτισμού. Ό ιδρυτής τους πεθανε εύχαριστημένος, γιατί ώφέλησε πολύ τήν έπιστήμη, τήν πατρίδα του καί δλο τόν κόσμο. "Αλλο. γερμα νικά έζο χιχά ηαιδαγω γεΖα .— Καί τωρα θά μού πήτε: μά δέν είναι καί άλλα έξοχικά παιδαγωγεία στή .Γερμανία; γιατί μόνο γιά τό L ietz νά γίνεται λόγος; Είναι, πώς! Είναι τού. •Geheb τό O denw aldschule, είναι τού W yneken ή F re ie S chu l­ gem ein d e στό W iekersdorf, είναι τό σχολείο Bad B erk a κοντά στή Βαϊμάρη, είναι τό παιδαγωγείο τού νησιού W yk-F öhr, κοντά στήν Έλγολάνδη, είναι τής κυρίας φόν Petersen τό άνώτερο παρθεναγω­ γείο στή λίμνη τής Κωνσταντίας, αύτά είναι άπό τά καλύτερα. "Ολα -δμως αύτά είναι άντιγραφή τών παιδαγωγείων τού L ietz. Οί περισ­ σότεροι άπό τούς ιδιοκτήτες τους έκαμαν δαοκάλοι στού Lietz, πήραν δμως μόνο τόν τύπο καί δχι καί τήν ούσία τού Lietz. "Ολα τ’ άγγλικά σχολεία τού είδους αύτού, καθώς καί τά έλβετικά καί γαλλικά {écoles nouvelles), θεωρούν τά σχολεία τού L ietz ώς τά καλύτερα. Καί ή σύγ­ χρονη έπιστημονική παιδαγωγική δέν μπορεί ν’ άναγνωρίση κανένα •άπ’ αύτά πού άνάφερα (Ιξαιρώντας ίσως μόνο τήν O denw aldschule τού G eheb) ώς Ιπιατημονικό ινστιτούτο, δπως είναι αλήθεια τά σχο­ λεία τού Lietz. Αύτά τά λόγια ήθελα νά γράψω γιά τόν D r H erm an n Lietz. Κριτική σ’ δλο του τό Ιργο δέ θέλω νά κάμω. A Ρ © P A 6. Μ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ Τ Ο Λ Ε Ξ ΙΛ Ο Γ ΙΟ Τ Π Ν Ν Ε Π Ν Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ι Κ Ω Ν * θ ά έξετάσω πρώτα μερικά ζητήματα σχετικά μέ τό λεξιλόγιο τής σχολικής γλώσσας. Οί λέξεις μιδς γλώσσας δέν Ιχουν βέβαια δση σπουδαιότητα ή μορφολογία της καί ή σύνταξη, παρουσιάζουν δμως καί αύτές τώρα μέ τή γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση διάφορα, ζητήματα, πού Ιγιναν συχνά ώς τώρα άντικείμενο κριτικής καί πολεμικής. ■*0 καθορισμός τών λέξεων πού θά Ιπρεπε νά διαλέγωνται κάθε φορά γιά τό κείμενο τού κάθε άναγνωστικοΟ παρουσιάζει πολλές άπόψεις καί δυσκολίες, καί δέν είναι πάντοτε εύκολος. Έ χομε σέ δσα άναγνωστικά βγήκαν ώς τώρα στή νέα γλώσσα πάντοτε τή σωστή λέξη καί τήν καταλληλότερη; Νομίζω δτι ή κοινή γνώμη πού ακού­ στηκε στό συνέδριό μας είναι πώς γενικά τό λεξιλόγιο τών νέων άναγνωστικών είναι τό κοινό καί τό σωστό, Ικτός άπό μερικές Ιπι- φυλάξεις καί άντιρρήσεις. 'Η κριτική αύτή τής γλώσσας τών άνα­ γνωστικών χρειάζεται, γιά νά διορθωθούν σιγά σιγά δσες έλλείψεις τυχόν ύπάρχουν. Στό ζήτημα αύτό ή συμβολή τού διδαχτικού προ­ σωπικού θά είναι πολύτιμη. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πώς καί ώς τώρα μερικές παρατηρήσεις πού άκούσαμε γιά τό λεξιλόγιο τών άναγνωστικών άπό δημοδιδασκάλους, έδώ στήν πρωτεύουσα καί στον * M i τόν τίτλο αύτό καταχωρίζω «δώ β ία είπα βχεχιχά με τό λεξιλόγιο τών νίων άναγνωστικών o té Jtspocvó ouváSpio τών όπιθίωρηχών, otó φροντιστήριο γιά. τό Δεξιλόγιο τών νίων άναγνωοτικών, πού είχε οογχωνεοτή μ ί τό φροντιστήριο γιά τό βιβλίο τού Γιανίδη, Γλώσσα καί Ζωή. Δέν Ιξαντλώ βέβαια τό ζήτημα, μ* ίλ α τά πολλά ζητήματα ποό αγγίζω, μά συμπληρώνονται αρκετά δσα έγραψα γιά τις λέξεις τών νέων άναγνωστικών πέρσι στό Δελτίο, στή μελέτη μου Quo- usqu e tandera § 10, Ή ατάνη καί τό λεξιλόγιο (Δελτίο 7, 1919 σ. 164-176). Ή «Άπάντησις πρός τούς κ. κ. άνωτέρους ίπόπτας* τού κ. Χατζιδάκι, πού κυκλο­ φόρησε στό μεταξύ δέν πρόοβεσ* ούτε άφαίρεοε τίποτ*. 'Ολόκληρη ή συζήτηση γιά τό Λεξιλόγιο καί τή γλώσσα τών νέων άναγνωστικών Ιχει δημοσιευτή, σέ περίληψη, στόν ’Εκπαιδευτικό ’Ερευνητή, 1919, άρ. 47-53, καί θά καταχωριστή καί στά πραχτιχά τού συνέδριου, πού θά τυπωθούν, έλπίζω, γρήγορα. ’Εδώ πρόσ· θεσα σήμερα λίγες σημειώσεις. Τ ο λεξιλόγιο τώ ν νέω ν άναγνω στικώ ν 1X7 Πειραιά, στίς συζητήσεις τών φροντιστηρίων, δείχτηκαν πολύ π ιό σωστές καί χρήσιμες άπό τίς πολεμικές διατριβές τών «είδικών». Γενικά, οί κριτικές πού Ιγιναν γιά τό λεξιλόγιο τών άναγνωστι­ κών μπορούν νά συγκεντρωθούν στ’ άκόλουθα: Α) Άναφέρονται σέ λ έ ξ ε ι ς ά ν ύ π α ρ χ τ ε ς , πού δέν ύπάρχουν στ’ άναγνωστικά, μά ούτε καί γράφηκαν ποτέ σέ κανένα βιβλίο. ’Ανήκουν στή γλωσσική μας «μυθολογία», ίτσι ή άποκατινή ζεντώ- οτρα. Δέ θά μνημόνευα κάν τήν κατηγορία αύτή, δν δέν είχαν άκου- στή καί δώ στό φροντιστήριό μας δμοιες άπηχήσεις, χωρίς νά τονιστή ούτε τό άνύπαρχτό τους, ούτε τό δτι δέν πρόκειται γιά τ’ άναγνω­ στικά μας. Β) Άναφέρονται σέ λέξεις ή τύπους πού γ ρ ά φ η κ α ν ά π ό ά λ λ ο υ ς . Τό σύστημα δμως αύτό δέν τό άκολουθήσαμε στόν κανο­ νισμό τής γλώσσας τών άναγνωστικών, κι Ιτσι καί οί λέξεις αύτές δ έ ν ύ π ά ρ χ ο υ ν σέ κ α ν έ ν α α ν α γ ν ω σ τ ι κ ό . Γ) Άναφέρονται σέ λέξεις πραγματικά δ η μ ο σ ι ε υ μ έ ν ε ς σ τ ’ ά ν α γ ν ω σ τ ι κ ά τ ή ς δ η μ ο τ ι κ ή ς , κ α ί αύτές θά έξετάσωέδδ. Είδικώτερα γιά τό λεξιλόγιο τών νέων άναγνωστικών ύποστηρί- χτηκε, άπό τόν κ. συνεισηγητή κυρίως, δτι: 1) Δέν κατώρθωσε ν’ άποφόγη τή χρήση δ ι π λ ώ ν λ έ ξ ε ω ν ή τύπων. Έ τσ ι γιά νά σάς φέρω μερικά παραδείγματα: έργασία-δονλειά, ψιθυρίζω - μουρμουρίζω, θεόρατος - πελώριος, ίκκλησία - ίκκληαιά. Μά γιά τέτοιου είδους παραδείγματα αύτό είναι καί τό μόνο σωστό. Οί λόγιες λέξεις Ιχουν μπή στήν κοινή χρήση, καί κλίνονται κατά τή γραμματική τής κοινής, μά καί οί λαϊκές λέξεις συνηθίζον­ τα ι κοντά τους, ισότιμες μ’ αύτές, χωρίς νά Ιχουν άπαρχαιωθή (γιατί τότε τίς άποφύγαμε — Ικτός δν ήταν Ιδιαίτερος λόγος νά χρησι­ μοποιηθούν). 2) Δ έν π λ ο υ τ ί ζ ε ι ά ρ κ ε τ ά τό λ ε ξ ι λ ό γ ι ο τ ώ ν π α ι ­ δ ι ώ ν (αύτό είδικώς γιά τά Ψηλά βουνά). Αύτό μπορεί νά είναι σωστό καί θά Ιπρεπε νά μελετηθή καί νά διορθωθή άφού βεβαιωθή. Μά νά είναι άλήθεια; Γιά Ινα παιδί τού βουνού βέβαια ή ζωή πού περιγράφεται στά Ψηλά βουνά είναι στά περισσότερα γνωστή, μά Ινα παιδί πού δέν ξέρει τή ζωή αύτή, δέν Ιχει τάχα τίποτε νά μάθη άπό λέξεις καθώς στάνες καί τσίτσες, πλα­ γιές τού βουνού, αδράχτι καί έγνεθε, σεγκοννια καί φέρμελες; Λέξεις καθώς καταρράχτης, κακοτοπιά, ξεροπόταμο, χείμαρρος, φράχτης, 118 Μ. Τριανταφυλλίδη έργαστήρι, σφνροκοποΰσε, άμόνι, σφυρί, καλφάδες, έπειτα λέξεις καθώς ευαίσθητη ψυχή, έκστατική, θέαμα, άνέλπισιος, λαρυγγισμός, σχημά­ τιζαν, σνγκάτοικοι, κοινότητα, άντίσταση, παράδειγμα, έπιγραφή, δημαρ­ χείο, έθελοντής, σνγκοινεονία, σφυγμός, καθώς τις βρίσκω μέ πρόχειρο ξεφύλλισμα, βέβαια δίνουν κάτι στά περισσότερα παιδιά. Μερικές τους. μάλιστα είναι ίσως καί μέ τό παραπάνω δύσκολες. "Οπως καί νά είναι τό ζήτημα αύτό πού άνακίνησε 6 κ. συνει- σηγητής πρέπει νά έξεταστή καλύτερα. Ίσω ς τό ένα ή τό άλλο βιβλίο φανή τότε φτωχό, μά βέβαια δέ φταίει σ’ αύτδ ό γλωσσικός: τύπος τών αναγνωστικών. "Οταν στούς Τρείς φίλους τής κ. Καζαν- τζάκη διαβάζωμε ευγνωμοσύνη, μειακομίζομαι, επιβάτες, πολύχρω­ μος, εξατμίζεται, στον δρίζοντα, σκληραγωγηθή, σχεδιάζαμε, συνερ­ γαζόμαστε καί τόσα άλλα, δταν στδ άναγνωστικδ Κουρτϊδη τής διαβάζωμε διευθυντής, Ιργοστάσιο, πρωτεύουσα κτλ. κτλ., βλέπομε πόσο εύκολα δέχεται ή κοινή τους γλώσσα τό κάθε μορφωτικό λεξι­ λογικό στοιχείο πού μάς χρειάζετα ι1. 3) ’Ακούσαμε άκόμη, καί αύτήν τήν έπίκριση τήν άκοΟμε συχνά,, πώς ή γλώσσα τών βιβλίων πού δίνει τό κράτος ατά έλληνόπαιδα, Ιχει ι δ ι ω μ α τ ι σ μ ο ύ ς , Ινώ τό άπαγορεύει καί δ νόμος. Μπορεί,, άφου δέν είναι άδόνατο, νά μπήκαν στά νέα άναγνωστικά λίγες λέξεις ιδιωματικές πού Ιπρεπε νά λείψουν, πάντα δμως τίποτε δέ δικαιολο­ γεί τή γενικότητα μέ τήν όποία μιλοϋν συχνά γιά τούς «ιδιωματι­ σμούς» τών άναγνωστικών. Μά τί είναι «ιδιωματισμός»; Στό ζήτημα, αύτό είναι άνάγκη νά ΙξηγηθοΟμε καλύτερα- Ά ν μέ τό «ιδιωματισμός» αύτό έννοεΐ ό κάθε Ιπικριτής πώς πρέ­ πει νά χρησιμοποιούμε στ’ άναγνωστικά μόνο δσες λέξεις ξέρουν δλοι σέ δλη τήν Ελλάδα, δηλαδή μόνο τίς πάγκοινες λέξεις, είναι άδύ- νατο νά γράψωμε βιβλία. Ούτε στίς Ιφημερίδες άκόμη τίς καθημε­ ρινές δέ βρίσκομε μόνο πάγκοινες λέξεις, ούτε καί στά παλαιότερα άναγνωστικά (λ. χ . πεταλούδα, σανός, κνρονλα, στάνη). Καί δμως καί τέτοιες λέξεις κατακρίθηκαν. Γιατί ό καθένας άσυλλόγιστα δνο- μάζει ιδιωματισμό δ τι δέν ξέρει ό ίδιος ή δέν άνήκει στή στενώτερη. μητρική του γλώσσα, άκόμη κάποτε καί άν τύχη γιά έννοιες πού τού είναι άγνωστες. Είδατε δμως καί άπό τίς άντιρρήσεις πού γεννήθη­ καν στό φροντιστήριό μας γιά λέξεις καθώς άφουγκράζομαι, πόσο εύκολα δλοι έσεΐς, ή πλειοψηφία τών άλλων όμογλώσσων, άποκρούει τό χαρακτηρισμό τοΟ ιδιωματικού γιά λέξεις τόσο έδραιωμένες στήν Τό λεξιλόγιο τών νέων άναγνωστικών 119 κοινή μας γλωσσική συνείδηση, ή καλύτερα, στό αίσθημά μας τής κοινής γλώσσας, λέξεις καθώς άφουγκράζομαι, στάνη. Γιά τό ζήτημα τών ιδιωματισμών έχω είδικώτερα νά παρατη­ ρήσω τ’ άκόλουθα: α) άμα κρίνομε μιά λέξη, άν είναι κοινή ή δχι, πρέπει νά συλ­ λογιστούμε πρώτα πρώτα ά ν ε ί ν α ι κ α ί ή έ ν ν ο ι α π ο ύ έ κ φ ρ ά - ζ ε ι κ ο ι ν ή καί π α σ ί γ ν ω σ τ η . ’Αλλιώς πώς είναι δυνατό ν’ άξιώ- σωμε νά βρούμε λέξη γνώριμη σέ δλους. "Αν ή ρόβη—πού τήν έχομε δά καί σέ παλαιότερα άλφαβητάρια, καί δχι μόνο στό τελευταίο τοΰ Παπαμιχαήλ—δέν είναι πράμα πού νά τό ξέρουν δλοι καί σέ δλα τά μέρη, είναι πιθανό πώς θά λείπη—δέ λέω ή κοινή λέξη, γιατί κοινή είναι ή ρόβη— μά μιά λέξη πού νά τήν ξέοη ό καθένας. Είναι δμως γι’ αύτό ιδιωματισμός τό ρόβη, καί είχαν άδικο καί τά παλιά άκόμη άναγνωστικά πού τήν έγραφαν έτσι; Μπορούμε σέ μιά τέτοια περί- σιαση νά κατηγορήσωμε τό συγγραφέα, ή καί τήν κεντρική ύπηρε- αία, πού δέχονται νά Ικφράζωνται μέσα στό άλφαβητάριο έννοιες όχι πάγκοινες, ή—γιατί αύτό κάποτε είναι διαφορετικό—όχι γνωστές σέ δ λ α τά παιδιά, δέν μπορούμε δμως νά κατηγορήσωμε καί τή γλώσσα τους γιά λέξεις μή κοινές τάχα. Μέ αύτό άπαντώ καί σέ δσα είπε δ συνάδελφος κ. Μπακανάκης γιά τό λεξιλόγιο τών Ψηλών βουνών. "Εχει, είπε, άν θυμούμαι καλά, τό βιβλίο αύτό μιά έλαττωματική μονομέρεια, γιατί ή γλώσσα του, δηλαδή μερικές του λέξείς, πού άναφέρονται σιή ζωή τών βουνών, είναι άγνωστες σέ δσους κατοικούν στά νησιά ή άλλού. Τό πρώτο ζήτημα, καί αύτό δεν είναι γλωσσικό μά διδαχτικό, είναι άν, γιά τήν γ ' τάξη, δέν μπορούν, ή δέ θά έπρεπε νά δοθή ένα αναγνωστικό μέ τή βουνίσια ζωή σέ παιδιά πού δέν τήν ξέρουν, ή άν θά έπρεπε λ. χ . στά θαλασσινά μέρη νά προτιμήσουν τήν ’Οδύσσεια. ’Αλλιώς δμως, ώς πρός τή γλώσσα, θά ήταν περίεργο, γιά νά κρίνωμε τά προσόντα μιάς λέξης καθώς φέρμελη ή στάνη νά όδηγηθούμε άπό κείνους πού δέν κατέχουν τίς άντίστοιχες έννοιες2. β) Έ χομε καί κ α θ α ρ ά γ λ ω σ σ ι κ έ ς δ υ σ κ ο λ ί ε ς , γιά νά διαλέξωμε καί νά καθορίσωμε μιά κοινή λέξη. Καθώς είδαμε καί δταν σάς μίλησα γιά τήν ένότητα τής δημοτικής, στή σημερινή μας γλώσσα παρουσιάζεται συχνά λεξιλογική ποικιλία. Κάποτε ή κοινή' γλώσσα έχει δυό λέξεις κοινές, ή δέν έχει καμιά πού νά είναι ή Ιπι- κρατέστερη. Τότε τί θά κάμωμε; Δέ θά πάρωμε καμία; ή θά χρη- σιμοποιήσωμε καί τίς δύο; ή θά διαλέξωμε; Είδαμε πώς δέν είναι 120 Μ. Τριανταφυλλίδη εύκολο πάντα νά όδηγηθούμε άπό Απόλυτα κριτήρια. "Ολα θά έφαρ- μοστούυ. Μά ^ δέν είναι καί σωστό μόλις άντικρίσωμε γιά τήν ίδια έννοια δυό. λέξεις ή δυό τόπους, νά χαταφεύγωμε χωρίς άλλη σκέψη στ άρχαΤα, κι έπειδή λ. χ . έδώ λένε διάσελο καί άλλού πάλι διόσκελο ή άλλιώς ν’ άποφασίσωμε νά κάμωμε τά διάσελα ύπερβολάς. Έ να ς συνά­ δελφος δποστήριξε τήν άποψη νά προτιμούμε τό άρχαϊκώτερο ή τό έλλη- νικό άμα τό άλλο είναι ξένο. Καί αύτό γίνεται. Μά δέν μπορούμε νά τό έχωμε άποκλειστικό ή πρώτο γνώμονα έκεΤ πού καθώς είδαμε άλλοΟ έχομε καί τόσα άλλα νά συλλογιστούμε, θ ά κάμωμε τό καζόη λεβέτι · Π * ν’ άφήσω τ’ άλλα, πού θά είχαμε νέο σφοδρό κατη- γορητήριο γιά τούς ιδιωματισμούς πού ζητούμε νά καθιερώσομε *. γ) θα προτιμήσομε νά έκφράσωμε μιά έννοια μέ χ ο ν τ ρ ι κ ώ - χ ε ρ η λέξη, γιά ν’ άποφύγωμε μιά άλλη λέξη, δχι πάγκοινη μά πού πλουτίζει ώστοσο τήν κοινή γλώσσα, π. χ . xb-κνηρΐ κοντά στό κονδοννι. Συμφωνώ κι έγώ μέ τόν κ. συνάδελφο, πού ζήτησε πριν νά μή φτωχύνομε τήν έκφραση. δ) δέν είναι δυνατό νά στηριχτούμε μ ό ν ο σ τ ό λ ε ξ ι λ ό γ ι ο 8 β « ν κ α τ ο ι κ ο ύ ν σ τ ι ς π ό λ ε ι ς , καθώς άξίωσε τήν άνοιξη σέ μια κριτική του καί Ινας καθηγητής στό Πανεπιστήμιο. ’Αποξενω­ μένοι αυτοί σέ πολλά άπό τήν έθνική ζωή καί μορφωμένοι στό παλιό σχολείο μέ τήν καθαρεύουσα ή καί μέ ξένες γλώσσες, δέν μπορούν νά μάς γίνουν άποκλειστικό κριτήριο για τή σχολική έθνική γλώσσα, ουτε τό λεξιλόγιο τους όπογραμμός καί φραγμός γιά τή γλώσσα ιών νεον άναγνωστικών καί τά ιδανικά πού έχουν νά Ιξυπηρετήσουν. Γπαρχουν καί λεξεις πού τις άγνοεΤ Ινας πού κατοικεί καί Ιζησε πάντοτε λ. χ. στήν πρωτεύουσα. Κάποτε δέν κατέχει ούτε τήν έννοια (φτερωτή, ζορ10ς τον μύλον, ξεθρακιάζω, τή φωτιά, μαγκάλι, σάρα, λιχνίζω), καποχ* τού λείπει μόνο ή λέξη (φτεροζνγιάστηκε) καί τότε μεταχειρίζεται τήν άντίστοιχη άπό τά γαλλικά ή μιά άλλη ξένη γλώσσα, Εγω ό ίδιος νά σάς ¿ξομολογηθώ τήν αμαρτία μου, πλούτισα τό λεξιλόγιό μου κα. έμαθα πώς λένε έλληνικά πολλές τέτοιες έννοιες μόνο στα τελευταία χρόνια, άφού έζησα συχνά κι έξω άπό τήν προ- τευουσα στήν έλληνική φύση καί άναστράφηκα καί μίλησα μέ τό λαο. Αν έπρεπε νά περιοριστούμε μόνο σέ δσα ξερουν οί εένμέσαις Αθηναις οίκούντες», καθώς ζήτησαν οί άντίθετοι τών «ιδιωματισμών» ταχα αύτων, θά έπρεπε νά μήν άφήσωμε στ’ Αναγνωστικά μιά λέξη καθώς ξεφωτο ή ξαίθρα, άφού τό γαλλικό clairière ή τό γερμανικό htiing- ^ ταν rttè πρόχειρο καί γνωστό. Τό λεξιλόγιο τών νέων Αναγνωστικών 121 ε) άκόμη δμως δέ θ’ άγνοήσωμε, τουλάχιστο γιά τις άνώτερες τάξεις τού δημοτικού, καί μερικές λ έ ξ ε ι ς κ α θ ι ε ρ ω μ έ ν ε ς ά π ό τ ή λ ο γ ο τ ε χ ν ί α μας. Έ τυ χε κάποτε νά δεχτούμε στό δπουργείο καί τις διαμαρτυρίες τών λογοτεχνών πού έργάστηκαν ή συνεργά­ στηκαν στ’ άναγνωστικά, διαμαρτυρίες γιά λέξεις έκφραστικές πού τούς όποδείξαμε πώς καλύτερα νά έλειπαν4, ένώ έξω άπό κάποια πολιτική νά πούμε σκοπιμότητα δέν δπήρχε άλλος λόγος γιά ν’ άπο- κλειστοΟν (λ. χ . χυδαϊσμός)5. Μέ τί δικαίωμα άλήθεια καί γιά ποιό λόγο θά Ιρθη σήμερα ό δάσκαλος νά χαλάση τό άπρόσωπο· φωτεινό έργο της λογοτεχνίας, τή στιγμή πού ή δημοτική παιδεία άδερφω- μένη μαζί της καί στηριγμένη στούς ώμους της όψώνει τή λαϊκή γλώσσα μέσα στό σχολείο6. Βέβαια, πρέπει νά δοθή προσοχή ώστε στά χρόνια αύτά πού καθιερώνεται στό δημοτικό σχολείο ή κοινή γλώσσα, νά μήν ξαφνί- ζετοιι ό κόσμος μέ πολλές άγνωστες λέξεις, καί δσο γίνεται, δταν χρειαζόμαστε μία, νά παρουσιάζεται έτσι πού καί ό άνίδεος νά κατα· λαβαίνη τή σημασία της. Μά νομίζω, πώς ό άπροκατάληπτος κριτής δέ θά βρή πώς έγινε καμιά κατάχρηση στά νέα άναγνωστικά άπό λέξεις δχι άρκετά κοινές. Καί βρίσκω πολύ σημαντική τήν παρατή­ ρηση τού συναδέλφου κ. Σταυρακάκη, πού μάς έλεγε πριν πώς στά Ψηλά βουνά, σέ όλοκληρο τό βιβλίο βρήκε, κρητικός αύτός, μόνο •8 λέξεις πού δέν τίς ήξερε (κάποτε, καθώς λ. χ . στό φέρμελη, μαζί μέ τή σχετική έννοια). Καί δμως αύτό τό βιβλίο, καθώς καί τ ’ άλλα άναγνωστικά, καθρεφτίζει καθώς είδαμε σέ κάποιο μάθημα, τήν κοινή γλώσσα πού γεννήθηκε καί μιλιέται στήν κυρίως Ελλάδα, τήν Πελοπόννησο κα! τή Ρούμελη. ζ) Σάς μίλησα παραπάνω γιά τήν π ο λ ι τ ι κ ή σ κ ο π ι μ ό τ η τ α . Έ νώ στη γραμματική, στό τυπικό καί στή φωνητική, καθώς , καί στή σύνταξη, πρέπει ν’ ακολουθούμε δσο μπορούμε πιό πιστά τούς κανό­ νες τή ; εθνικής γραμματικής, στό ζήτημα τών λέξεων καλό είναι βέβαια νά είμαστε περισσότερο ¿πιφυλαχτικοί. Σημειώσετε δμως πώς δταν έχετε νά κάμετε μέ άντίδραση προκατειλημμένη καί πολεμική τυφλή είναι άδύνατο, καί μέ τίς κοινότερες άκόμη λέξεις, χωρίς νά είστε καθόλου ριζοσπαστικοί, καθώς ζήτησε ό εισηγητής γιά τό λεξι­ λόγιο, ν’ άποφύγετε τήν κατηγορία τών ιδιωματισμών, θυμάστε δτι ό ίδιος δ καθηγητής τής γλωσσολογίας δποστήριξε γιά ιδιωματικές λέξεις τό σανό καί τή στάνη 7. Ε πειδή ή κριτική πού έγινε στή νέα σχολική γλώσσα καί προ­ 122 Μ. Τριανεαφυλλίδη πάντων τδ λεξιλόγιό της, συσχετίστηκε ιδιαιτέρως καί μέ τό έ ρ γ ο τ ώ ν Ι π ο π τ ώ ν , είναι άνάγκη νά σάς δώσω άκόμη μιά έξήγηση. Έ να άπδ τά πρώτα άναγνωστικά τής δημοτικής, πού κατακρίθηκε ιδιαιτέρως για τδ λεξιλόγιό του, είχε κριθή καί ¿γκριθή πρίν άκόμη δημιουργηθή καί σχηματιστή ή όπηρεσία τών εποπτών στδ ύπουρ- γείο, καί παρουσίαζε καί λεξεις μέ δύσκολες έννοιες, ή πρόωρες γιά τδ παιδί τής Β'. Αύτές όμως δέν μπορούσαν νά φύγουν πιά άπδ τδ κείμενο χωρίς ούσιαστικωτερη έπέμβαση, ένώ μόνο ό γλωσσικός τους κανονισμός έπρεπε κατά τήν έκτύπωσή τους νά γίνη. Καιρός δμως ν’ άφήσωμε. τούς ιδιωματισμούς καί νά δούμε καί τ’ άλλα ζητήματα πού γεννήθηκαν. 4) Τδ ζήτημα άν μερικές λέξεις καί ποιες λέξεις τών άναγνω- στικών είναι πρόωρες γιά μιά τάξη, ά ν ώ τ ε ρ ε ς ά π δ τ ή ν άντ ι - λ η π τ ι κ ο τ η τ α τ ών π α ι δ ι ώ ν τη ς , πρέπει καί αύτό νά μελετηθή γρήγορα, παράλληλα μέ συστηματικά πειράματα, πού θά μάς Ιξα- κριβώσουν τδν π α ρ α σ τ α τ ι κ ό κ ύ κ λ ο τ ο ύ έ λλ η νό π α ι δ ου. Καί δώ έχω παρατηρήσει δτι μερικά σύνθετα έπίθετα καί μερικά άφηρημένα ούσιαστικά γεννούν δυσκολίες στά παιδιά τής Β'. Μά πρέπει ο£ παρατηρήσεις νά γενικευτούν καί νά γίνουν κι αύτές συστη- ματικωτερα’ γιά τήν ώρα θά έχωμε άκόμη άπορίες καί προβλήματα, άπορίες πού φανερώνονται τώρα πολύ καθαρώτερα μέ τήν άπλή γλώσσα τών νέων άναγνωστικών παρά άλλοτε8. 5) Έ ν α άκόμη ζήτημα μένει σχετικό μέ τό λεξιλόγιο· τδ έθεσε πρίν ό συνάδελφος κ. Γκιόλμας. Είναι τδ ζήτημα τών νεολογισμών. Τί θά γίνουν ο£ διάφρροι έ π ι σ τ η μ ο ν ι κ ο ί δ ρ ο ι , πού θά χρεια­ στούμε στίς άνώτερες ίδίως τάξεις τού δημοτικού μας σχολείου; Είναι αύτό ζήτημα, γιά τ’ όποίο καί Ιγώ πέρσι καί ό κ. Γληνάς άλλοτε διατυπώσαμε τή γνώμη μας στδ Δελτίο τού Εκπαιδευτικού Ομίλου. Τδ παράδειγμα ¿κείνων πού ζήτησαν συστηματικά μέ νεό­ πλαστες λέξεις νά καθιερώσουν νέους δρους καί γιά τή σχολική χρήση —κάποια παραδείγματα μάς έφερε ένας συνάδελφος άπδ .τή Φυσική τού Βλαστού—τδ παράδειγμα αύτό πού άποβλέπει νά δώση γλώσσα σχολική όμοιομερή, ίδίως άπδ γραμματική άποψη, δέν μπορούμε νά τδ άκολουθήσωμε. Είναι κατά τις περιστάσεις περιττό, έπιχίνδυνο ή πρόωρο. Μέ τήν άρνηση δμως αύτή δέν έλύσαμε τδ ζήτημα, πού πρέπει πάντοτε νά τδ άντικρίσωμε. Κιόλας στίς πρώτες πρώτες τάξεις τού δημοτικού, μαζί μέ τούς πρώτους δρθογραφτκούς κανόνες καί τή διδασκαλία τών πρώτων γραμματικών έννοιών, έχει νά μάθη τδ παιδί Τδ λεξιλόγιο τών νέων Αναγνωστικών 12» γιά φωνήεντα καί γιά β ρ α χ έα — ξέρετε δτι στδν περασμένο αίώνα. γιά δεκαετηρίδες όλόκληρες, πρίν βγούν οί νέες διδακτικές δδηγίες, τά φωνήεντα δέν ώνομάζουνταν έτσι, παρά φωνές, φωναί, καί τά σύμ­ φωνα βωβά—καί άργότερα θά τού μιλήση τδ σχολείο γιά τδ ¿χχρε- μες καί γιά τόσα άλλα. Τί θά γίνη σχετικά μέ δλους αύτούς τούς δρους; πώς θά διαμορφωθή ή γλώσσα τών μαθημάτων στίς άνώτερες τάξεις; Αύτήν τήν έρώτηση μάς έθεσε καθαρώτατα έ κ . Γκιόλμας. Ή άτομική μου γνώμη είναι δτι πρέπει νά δοθή στδ ζήτημα αύτό δχι ένιαία λύση άλλά τριπλή. Δηλαδή: α) μερικοί δροι θ ά δ ι α τ η ρ η θ ο ύ ν δ π ω ς ε ί ν α ι άπδ τήν καθαρεύουσα, μέ τή φωνητική τους καί τδ τυπικό τους. Ή γραμμα­ τική τής σχολικής κοινής δέν τούς άποκλείει. β) άλλοι δροι θά κ α ν ο ν ι σ τ ο ύ ν κ ατ ά τούς κ α ν ό ν ε ς τ ή ς κ ο ι ν ή ς , σύμφωνα μέ τή γραμματική τής σχολικής γλώσσας, γ) άλλοι δροι θ’ ά ν τ ι κ α .τα σ τ αθ ο 0 ν. Στδ μεταξύ καί ώσπου νά γίνη αύτό, πρέπει νά βοηθήσωμε δ καθένας μέ τις παρατηρήσεις του. Πώς μεταχειρίζεται τό παιδί στδ σχολείο τούς δρους πού διατηρεί καί σήμερα άκόμη ή νέα σχολική γλώσσα; Πώς σχηματίζουν, γιά παράδειγμα, τό βραχύ φωνήεν; Καί έπειτα ένα άλλο, πού θά έπρεπε νά ξέρωμε: σέ τί δρους καταφεύγουν οί ίδιοι ο£ δάσκαλοι γιά νά Ιξηγηθοΰν καλύτερα δταν έχουν δρους κάπως δύσκολους καί δυσνόητους, άς πούμε τήξις, μειωτέος, παρα­ λήγουσα; Καί ώς σέ ποιές τάξεις έξακολουθεϊ αύτή ή δυσκολία; Πρέ­ πει νά συστήσετε καί στους δασκάλους σας νά προσέξουν, νά παρα­ τηρήσουν καί νά μελετήσουν αύτά καί έτσι σέ νέο συνέδριο θά έχωμε άξιόλογη προεργασία γιά τδ ζήτημά μας. Μέ δσα σάς είπα Ιξαντλήθηκαν τά κυριώτερα σημεία άπ’ δσα θίχτηκαν στδ συνέδριό μας σχετικά μέ τδ λεξιλόγιο. Μένει νά προ­ σθέσω μερικά άκομη γιά δυδ πολύ σημαντικώτερα ζητήματα, τή φωνητική δηλαδή τών λέξεων καί τδ τυπικό τους. Π ρ ο σ & ή κ ες καί σ υ μ π λ η ρ ώ σ ε ις ' Πολύ άφθονώτερες ν έ ε ς λ έ ξ ε ι ς , λ ό γ ι ε ς ίδίως, θά παρουσιαστούν δσσ ανεβαίνομε σέ αναγνωστικά γιά τις άνώτερες τάξεις. Γιά παράίειγμα αναφέρω τΙς λόγιες λέξεις πού βρίσκω στύ τελεοταίο αναγνωστικό τής Λ’ -ιού Καρκαβίτοα-Παπα- μιχαήλ, Ή πατρίδα μας (μέ θέμα άπό τήν αρχαία Ε λλάδα): πρωτεύουσα, παιδα­ γωγός, όργανα, χιτώνας, θόλος, αριστοκρατική, εντύπωση, βωμός, σπονδές, αετώματα, κομψά, διμορφο, γλύπτης, άπειρη, καλλιτέχνημα, έπιδερμίδα, οΐκότροψος, έδρα, ίλεψάντινος, πλήκτρο, πάπυρος, αναλόγιο, ημικύκλιο, χειρονομίες, άφωσκομένος, χιτιονίσκος, Ιμάτιο, δίσκους. Ιδιότροπα, παλαίατρα, άκόντιο, αποδυτήριο, όμιλος, 124 Μ, Τριανταφνλλίΰη * W 6ι νά κνβερνήοη-νά διενθύνη, καημός-πίχρα, θλιμμένο - στενοχωρημένο, πολύχρονε μένε-που ζής πολλά χρόνια, στραβοχέφαλα- χουτά, άνήουχος-χωρίς ησυχία, πεντάμορφο-πολν όμορφο, λιγόχρονο, φημη (τό δνομά του), τρικάταρτο, χέρσα, άκαρπη, πονηρά, ποθεί, λιμάνι, πλήθος, θόρυβο, πεποίθηση, ύστερη (τελευταία), θαρρούσα (νόμιζα), χαροπά, άφοβα, ξεφυλλίζα>, πολύχρωμα Σημειώνω Ακόμη μερικές λέξεις τών ψηλών βουνών μέ έννοιες Αγνω­ στες στά παιδιά ένός χωριού τής Γορτυνίας: λοτόμοι, άράπης, εργολάβος ξυλείας, καραβάνι, τροχιστής, κάππαρη, λαγκαδιά, κουμαριά, άλαφίνα, σεγχούνι, φέρμελη, πεύκα, τσέλιγκας, λωποδύτης, δίχτυα, γάβρος, δξυά, επίδεσμος, αντισηπτικό, κεσέμι, νεράιδα, διαμάντι, σκίνος, ελατός, καοτανιά, κλεισούρα, πέλαγος, χίασα, ασβός, δασάρ­ χης, πλώρη, πρίψνη, γλάρος, κάβος, δελφίνι, λιμάνι, ήγούμενος, ηγουμενείο, χελλάρης, έρημίτης, κεχριμπάρι, βάρδια. Τό χωριό (Ρουσβάναγα) βρίσκεται σέ πεδινό μέρος, κοντά στή Μεγαλόπολη, κι οί λέξεις σημειώθηκαν Από ένα δημοδιδάσκαλο. Σ' Ινα χωριό πάλι στή Χίο είναι Αγνωστες κατΑ τις σημειώσεις τών δημοδιδασκάλων οί Ακόλουθες έννοιες (φυσικά κι οί λέξεις μαζί): γρύλος, κουνάβι, γάβρος, κεσέμι, ασβός, αφάνα, καί σ' Ινα άλλο χιώτικο χωριό οί έννοιες τσίιοα, αεγκοννια, φέρμε­ λες, γκλίιοα, τσέλιγκας, γάβρος, κεσέμι, αφάνες. 7 . Ε Υ Θ . Γ Ρ Η Γ Ο Ρ ΙΟ Υ Τ Α . Δ ΙΚ Α Τ Α Λ Η Κ Τ Α ΕΠ ΙΘΕΤΑ Σ Ε - 0 2 -ΟΝ Σ Τ Ο Δ Η Μ Ο Τ Ι Κ Ο Σ Χ Ο Λ Ε Ι Ο ’ Πώς κανένα βλάψιμο 81 γίνετάι οτήν Ιλληνική γραμματική, δν τά δικατά­ ληκτα έπίθετα οέ ος, οί, ον μετατραπούν οέ ος, η, ον τρικατάληκτα, καθώς τό έχει ή δημοτική, καί πώς τούτο είναι αναγκαιότατο. "Οταν διηγούνταν τά παιδιά κάτι^στό μάθημα, π. χ. δταν έκα- μναν τήν άπόδοση τού κειμένου τού Αναγνωστικού των, ή διηγούν­ ταν κάτι άπό τήν ίστορία τήν 'Ιερά', τήν Ιλληνική, τή βυζαντινή κτλ., παρατήρησα συχνά πώς στή γλώσσα τους καλύτερα Ιρχουνταν καί δλο Ινα, έπίθετα τρικατάληκτα σέ ος, η, ον, ένώ αύτά ήταν δικα­ τάληκτα σέ ος, ος, ον. Καί μέ αύτόν τόν τρόπο τά δίδασκα, δηλ. ώς δικατάληκτα, σύμφωνα μέ τούς κειμένους νόμους καί μέ τό σημερινό έκπαιδευτικό σύστημα. Σχημάτισα λοιπόν τή γνώμη πώς δέν πειρά­ ζει, άν τά παιδιά στήν έκφρασή τους μεταχειρίζωνται έπίθετα τρι- κατάληκτα σέ ος, η, ον, ενώ αύτά είναι δικατάληκτα σέ ος, ος, ον. Ά ς άφήσουμε, είπα μέ τό νού μου, τά παιδιά νά μεταχειρίζωνται λεξες πού τά ύπαγορεύει ή καρδιά τους. Ά ς τ’ άφήσουμε ελεύθερα στήν έκφρασή τους νά ξεχειλίση τό αίσθημα τής ψυχής των, γιατί μ’ αύτόν τόν τρόπο τά ψυχολογούμε καλύτερα καί τά κάνουμε ήθι- κώτερα. Ά ν τά ύποχρεώσωμε νά μεταχειρίζωνται λέξεις απτό βιβλίο * 2. Τ. Δ. Δέν είναι ή πρώτη φορά πού φιλοξενούμε οτό περιοδικό μας άρθρα τού κ. Γρηγορίου, δημοδιδασκάλου στό Λούντζι, κοντά στά Γρεδενά 2τό Δελτίο 5 (1 9 1 5 )6 3 -7 4 ζήτησε ν" άποδείξη «πώς ή δημοτική έλληνική γλώσσα είναι προ­ τιμότερη γιά τό δημοτικό σχολείο, δηλαδή γιά τήν ανάπτυξη, μόρφωση καί δια­ παιδαγώγηση τών έλληνόπαιδων καί τών έλληνίδων·. Ά π ό τότε βέβαια τ’ δνειρο τής δημοτικής στό δημοτικέ σχολείο άρχισε νά παίρνη σάρκα, δέν κρίνομε ώστόσο περιττή τή σημερινή πραγματεία, σταλμένη άπό καιρό, πριν άκόμη έφαρ- μοστή ή μεταρρύθμιση τοδ 1917, στή σύνταξη του Δελτίου, μόλη τήν καθιέρωση τής δημοτικής. Δείχνει ό συγγρ. μέ τήν πειστική άπλή γλώσσα τής πείρας του τήν ανάγκη νά κανονιστούν τά δικατάληκτα έπίθετα σύμφωνα μέ τή γραμματική τής δημοτικής, πράμα γιά τό δποίο δέν πείστηκε άκόμη, καθώς φάνηκε άπό τήν κρι­ τική του τής σχολικής γλώσσας, 6 καθηγητής τής γλωσσολογίας στό ’Εθνικό Πανεπιστήμιο. τους, δένομε μ’ αύτόν τόν τρόπο τή γλώσσα τους· δέν τ’ άφήνουμε νά δείξουν κι αύτά μιά Ικανότητα στό λέγειν, νά δείξουν τό αίσθημά τους κτλ. Κι αύτήν τή γνώμη τή σημείωσα στό ήμερολόγιό μου. Τό ίδιο παρατήρησα καί στις έκθέσεις τών μαθητών. Καί ίδού πώς: Έ γραφαν τά παιδιά στις έκθέσεις των: κόρη φρόνιμη, κόρη έξυπνη, χώρα ένδοξη κτλ. Μεταχειρίζονταν δηλ. έπίθετα σέ ος, ος, ον ώς τρικατάληκτα σέ ος, η, ον. Τούς έλεγα δμως κάθε φορά: Καλύ­ τερα νά γράφετε σάν κόρη φρόνιμος, κόρη έξυπνος, χώρα ένδοξος κτλ. Αύτοί πάλιν έξακολουθούσαν νά γράφουν τά ίδια δηλ. ήμέρα ευχά­ ριστη, καλεοσύνη άλησμόνητη κτλ. Τί συνέβαινε; ’Επειδή τά παιδιά στις έκθέσεις τους μεταχειρίζον­ ταν γλώσσα άπλή, ζωντανή, σχεδόν αύτήν πού μιλούσαν στά σπίΐια τους μέ τούς γονείς καί μέ τ’ άδέρφια τους, έξακολουθούσαν νά μετα- χειρίζωνται (νά γράφουν) έπίθετα τρικατάληκτα σέ ος, η, ον, ένώ αύτά ήσαν δικατάληκτα σέ ος, ος, ον, καί τά όποια έμεΐς στό σχολείο καθημερινώς τά κοπανίζαμε. Σχημάτισα λοιπόν τή γνώμη, καί τή σημείωσα στό σημειωματάριό μου δτι: δέν πειράζει άν άπδ τούς μαθητάς τά σέ ος, ος, ον δικατάληκτα έπίθετα λέγωνται καί γρά- φωνται σέ ος, η, ον. Δέν πειράζει δταν τά παιδιά μεγαλώσουν καί βγούν στή δουλειά, στήν τέχνη, νά γράφουν στούς φίλους των ή σέ άλλον: ή -σημερινή ήμέρα ήταν πολν ευχάριστη, ή καλωαύνη πού μου έκαμες θά μου μείνη Αλησμόνητη. Γιά νά μήν άδικήσω δμως καί κείνους, πού τυχόν θ’ άκολουθή- σουν άνώτερα μαθήματα σέ άνώτερες τάξεις, καί γιά νά μή βγαίνω έξω άπό τό νόμο, προσπαθούσα νά ταιριάσω τό γλωσσικό αίσθημα τών μαθητών στά δικατάληκτα σέ ος, ος, ον, καί στις έκθέσεις καί στις γραμματικές παρατηρήσεις (έφαρμογή τής γραμματική;) καί προ­ πάντων μέ τό κείμενο τής άναγνώσεως. * * * ’Αλλά νά δήτε τί παρατήρησα στήν έφαρμογή τής γραμματικής. Πόσα βάσανα τραβά ό διδάσκαλος κι ό μαθητής μ’ αύτά τά είς ος, ος, ον δικατάληκτα έπίθετα. Είχαμε ’Ανάγνωση στήν Δ’ τάξη, στό άναγνωστικό τού Παπα- μάρκου, « Έ βασίλισσα τών ’Αθηνών Πραξιθέα» (σ .94). Μετά τήν άνάγνωση ένός τμήματος ή δύο καί τήν άπόδοση, ήλθαμε στις γραμ­ ματικές παρατηρήσεις στήν περίοδο αύτήν: «Η Πραξιθέα, ή βασί­ λισσα, γυνή μεγαλόψυχος καί γενναιοτάτη, φιλόπατρις δέ πολύ, δτε 9 Τά δικατάληκτα επίθετα σέ -ος -ον στό δημοτικό σχολείο 129 130 Εύθ. Γρηγορίου ήκουσεν δτι Ικ τής θυσίας μιάς τών Θυγατέρων αύτής έξηρτάτο ή σωτηρία τής πατρίδος, προθύμως Ιστερξεν είς τοΟτο». Δάσκαλος: «Εδρετε τά έπίθετα».—Μαθητής: «Μεγαλόψυχος,γεν­ ναιότατη, φάόπατρις»-—Δ. «Είπέτε τά 3 γένη τοΟ μεγαλόψυχος».— Μ. «Ό 'μεγαλόψυχος, ή μεγαλόψυχη, ιό μεγαλόψυχου». Δ. «Για κοίτα μέσα, παιδί μου! Τί λογής γυνή;» «Μ. μεγαλόψυχος>.— Δ. « Πώς είπαμε δτι συμφωνεί τδ Ιπίθετο μέ τδ ούσιαστικό πού προσδιορίζει, πού Ιχει σύντροφό του;» Μ. «Κατά γένος, άριθμδν καί πτώσιν».— Δ. «Ποιου γένους είναι τδ ούσιαστικδ γυνή;» Μ. «Γένους θηλυκοΟ».— Δ. Ποίου γένους λοιπδν είναι καί τδ Ιπίθετο μ ε γ α λ ό ψ υ χ ο ς — Μ, «Γένους θηλυκού». Δ. «Είπέ λοιπδν τά τρία γένη τοΟ μεγαλόψυ­ χος».—Μ. < 0 μεγαλόψυχος, ή μεγαλόψυχος, τό μεγαλόψυχου». Τόσα βάσανα στδ δυστυχισμένο τδ παιδάκι! Είπα μέ τήν ίδέα μου: Τί άμαρτίες Ιχει αδτδ τό άθώο τδ παιδάκι, πού είναι προορι­ σμένο σ’ αδτήν τήν ήλικία νά είναι δλο ζωή, δλο χαρά, δλο καρδιά, δλο έλπίδα, νάχη άύτά τά βάσανα στδ κεφάλι του; Γιατί νά τδ κυριεύη άπδ τώρα ή λύπη, ή άποθάρρυνση καί ή άπογοήτευση; Δέν θάταν καλύτερα, νά έλειπαν άπ’ τή γραμματική μας τά είς ος, ος, ον δικατά­ ληκτα έπίθετα; Σημείωσα λοιπδν αότήν τήν άτομική μου γνώμη στδ σημειωματάριό μου. Κι ό;λλες, κι άλλες φορές τό Ιπαθα αύτό. Βασάνισα δηλαδή τούς μαθητάς μέ τά είς ος, ος, ον δικατάληκτα έπίθετα μόνο καί μόνο νά έφαρμόσω τή γραμματική, καί γιά νά μπορέσω νά συνηθίσω τδ γλωσ­ σικό αίσθημα των μαθητών στά δικατάληκτα έπίθετα είς ος, ος, ον μέ άλλες λέξεις στήν καθαρεύουσα. • ' * ‘· * » Ακούσατε κι άλλο νόστιμο. Έ χ ω ένα κοριστάκι 7 έτών καί είναι στήν Α'. τάξη. Κάποτε σπίτι μου τδ βάνω καί διαβάζει κανένα διη- γηματάκι άπδ άλλο άναγνωστικό. Μιά βραδιά διάβαζε μέ τήν δδηγία μου: «Ή μικρά ’Αναστασία Ιλεγε μίαν φοράν είς τήν μητέρα της, δτι θέλει νά είναι πάντοτε φρόνιμος, διά νά τήν άγαπώσιν δλοι». Έ πειτα μοΟ λέει: «Πατέρα, γιατί δέ λέει φρόνιμη ;» Καταλαβαί­ νετε πώς βρέθηκα σέ πολύ δύσκολη θέση. ΤοΟ είπα : «τά λένε καί φρό­ νιμος κόρη καί φρόνιμη κόρη. Έσύ πώς θέλεις νά είναι φρόνιμος κόρη ή φρόνιμη;» ΜοΟ άποκρίθηκε: « Έ γώ θέλω νά λέη φρόνιμη κόρη».— « Έ ! άφοΟ τδ θέλεις Ιτσι, άς σβήσωμε τδ ος κι άς βάλωμε τό η». Καί Ιτσι Ικαμα. ’Εξακολουθώντας τήν άνάγνωση στδ διήγημα, Τά δικατάληκτα επίθετα σέ -ος ·ον στο δημοτικό σχολείο 131 Αναγκάστηκα νά κάμω τδ ίδιο καί σέ άλλα δικατάληκτα έπίθετα, πού άπαντήσαμε παρακάτω: κόρη εύτακτη, ήσυχη κτλ. . Τότε είπα μέ τήν ίδέα μου: Δυστυχισμένα κοριτσάκια, προπάντων τών χωρικών, τί τραβάτε. Σάς στέλνουν οί γονείς σας στδ σχολείο νά μάθητε νά διαβάζητε, -νά γράφητε, νά λογαριάζητε, νά ξεύρητε δλίγα γιά τή θρησκείμ σας καί γιά τδ έθνος σας καί 8 τι άλλο πρέπει νά ξέρη κάθε κόρη έλλη- νοπούλα, καί σείς δέν προκάμετε νά καταρτιστήτε σ’ αύτά δλα, γιατί ξοδεύονται οί περισσότερες δρες μέ τδ νά προσπαθήτε νά μάθητε τήν καθαρεύουσα, τήν όποία καί προπάντων οί χωριατοποΟλες, ποτέ στή ζω ή σας δέ θά τή μεταχειριστήτε. Τουλάχιστο νά τή μεταχειρίζον­ ταν οί δεσποινίδες τών πόλεων, μά ούτε αύτό. Παρά μόνο τίποτε δασκάλισσες. Πρδς τί λοιπόν αύτδς 0 κόπος στά δυστυχισμένα έλληνοκόριτσα μέ τή σπουδή τής καθαρεύουσας, άφοΟ καθόλου καί ποτέ δέ θά τά χρησιμεύση; Είναι χωρίς άλλο μάταιος, χαμένος. Τώρα θά σάς πώ κάτι δμοιο πού παρατήρησα γ ι’ αύτά τά είς ος, ος, ον δικατάληκτα έπίθετα στά ξ ε ν ό φ ω ν α Ι λ λ η ν ό π ο υ λ α . Ή μουν άποσπασμένος γιά τήν περασμένη θερινή περίοδο ώς διευ­ θυντής στδ τριτάξιο πλήρες μικτό δημοτικό σχολείο Σμίξης {Γρεβε- νών). Δέ μοΟ είχαν Ιλθει άκόμη δλοι οί συνάδελφοι καί γι’ αύτό ;!καμνα έγώ μάθημα σέ δλες τΙς τάξεις. Μιά μέρα δίδασκα στή Β'. τάξη κι Ικαμνα άνάγνωση. Διάβαζε μ ιά μαθήτρια κι είχαμε Ινα διήγημα, «ή δρνις καί τά δρνίθια», δηλ. πώς μιά .μητέρα, Ουρανία, έδειχνε τήν κόρη της, Άθηνά, πώς φρον­ τίζει ή δρνιθα γιά τά δρνιθόπουλά της, άπδ τδ άναγνωστικό τού X. ϋαπαμάρκου. . Τδ κορίτσι διάβασε: « Αύτή ή μεγάλη δρνις, μήτερ μου, είναι ή μήτηρ, καί τά δρνίθια είναι τά τέκνα της;» είπεν ή Άθηνά.— «Δέν τήν βλέπεις πόσον άνήσυχη τρέχει έδώ καί έκεΐ, δταν κανέν έκ τών παιδιών της άπομακρύνηται άπ’ αύτήν;» άπήντησεν ή μήτηρ. Τδ βλαχόφωνο έλληνόπουλο διάβασε: πόσον άνήσυχη. Τί νά κάμω τώρα; Ά ν δέν τού Ικαμνα τήν παρατήρηση, θά συνήθιζε στή λανθασμένη άνάγνωση. ΤοΟ είπα: Είπέ το, κορίτσι μου, άνήσυχος. Αύτό δμως μπορεί νά είπε μέ τό νοΟ του: «Ποιδς ήταν άνήσυχος;... ή δρνιθα ήταν άνήσυχη». ’Άιντε, κορίτσι μου, είπα μέ τό νοΟ μου. Τράβα, ύπόφερε καί σύ, <5πως τραβοΟν κι δποφέρουν δλες αί άλλες έλληνοποΟλες. Έ μαθες τήν άπλή, τήν Ιλληνική τή γλώσσα! Μάθε τώρα καί τήν καθα­ ρεύουσα Ιλληνική! Ά ν θά μάθης: ή δρνις έτρεχεν άνήονχος, ώραίαν- τινά ήμέραν, τά δρνίθια έτρεχαν εις τόν Χειμώνα κα! τά άλλα τής. καθαρεύουσας, θά μπορέσης νά μορφωθής χριστιανικώς καί έλληνο- πρεπώς, γιά νά μπορέσης αύριο μεθαύριο νά μορφώσης μ’ αύτόν· τόν τρόπο καί τά παιδάκια σου! Άδικοβασανίσου καί σό, δπως άδικοβασανίζονται καί δλα τά έλλη- νόφωνα κοριτσάκια συνομήλικά σου. Σημείωσα λοιπόν στό σημειωματάριό μου: Τά δικατάληκτα έπί­ θετα σέ ος, ος, ον άς μετατραποδν στά Ιλληνόπαιδα τών ξενόφωνων σέ ος, η, ον. Βλάψιμο κανένα δέν έχομε, παρά ώφέλεια. Καί γενικώς για τά ξενόφωνα Ιλληνόπαιδα καλό πράμα είναι ή μόρφωσή τους νά γίνεται δχι μέ τήν καθαρεύουσα Ιλληνική, άλλά μέ τή δημοτική. * η ’Α π' δλα αύτά, πού παρατήρησα καί έγραψα αύτου παραπάνω,, κατάντησα στό γενικό συμπέρασμα: κ α ν έ ν α β λ ά ψ ι μ ο δέ γ ί ν ε ­ τ α ι σ τ ή γ λ ώ σ σ α μ α ς , ά ν τ ά δικατάληκτα έπίθετα σέ ος, ος, ον μετατραποΟν είς ος, η, ον, δηλαδή σέ τρικατάληκτα. 132 ΕΌΘ. Γρηγορίου ΣΥΜΒΟΛΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΜΟΥ 8 . Α . Γ ΙΑ Λ Ο Υ Ρ Η ΤΟ ΓΛΠΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ1 Ή έκδήλωση τής τελευταίας δημοτικιστικής κίνησης δπου φαίνε­ ται σήμερα νά φέρνη πρός τήν όριστική λύση του τό γλωσσικό μας ζήτημα, δέν μπορούμε νά πούμε «ώς άργησε πολύ νά φανή στήν Πόλη, ύστερα άπό τήν έκδοση τού Ταξιδιού τού Ψυχάρη. ’Αν τό βιβλίο αύτό τυπώθηκε στά 1888, κατά τό 1895 γίνεται στήν ΙΙόλη τό πρώτο σάλεμα τής δημοτικιστικής ιδέας μέσα στις στήλες τού περιοδικού «Φιλολογική Ή χώ ». Μέ διευθυντή τόν κ. Νίκο Φαληρέα Μπέη, γνωστό ώς διηγηματογράφο μέ τό ψευδώνυμο ’Αμουριανός, τό περιοδικό αύτό βγήκε τρεις φορές καί λογαριάζει τρεϊς διάφορες περίοδες. Στήν πρώτη του (1894) δέ φαίνεται άκόμα νάχη σπάση με τήν παράδοση καί μ’ δλο πού κάπου κάπου παρουσιάζει κανένα σονέτο τού ποιητή Γρυπάρη ή κανένα διήγημα τής ’Αλεξάνδρας Παπαδοπού- λου, τό περιοδικό γράφεται στήν καθαρεύουσα καί σπανιώτατα άπλώ- νει τό χέρι πρός τή νέα κίνηση. Χαρακτηριστική πρόοδο γίνεται στή δεύτερη περίοδο (1895-1896). Ε κ ε ί φαίνονται έπίσημοι συντάχτες ό ποιητής Γρυπάρης κι ή διηγηματογράφα ’Αλεξάνδρα Παπαδοπού- 1 Ή διεύθυνση τού Δελτίου ίλαβε τό άρθρο αύτό συνοδεμένο άπό τό Ακό­ λουθο γράμμα: Κ ύριε ά ιευόνν ιή τον Δελτίον τον <Ένπο.ι8ιντικοΐι Ό μ ιλον» Παρακολουθώντας όσα δημοσιεύονται γιά τό γλωσσικό ζήτημα στά διάφορα περιοδικά καί τίς έφημερίβες ποτέ μου δέν έτυχε ν’ άπαντήσω κάτι συστηματικά γραμμένο γιά τήν τελευταία φάση πού πήρε ό άγβνας στήν Πόλη ύστερα άπ’ τήν •έμφάνιση τού Ψυχάρη. Γι' αύτό σήμερα θέλησα νά σάς στβίλω μιά σύντομη Ιστο­ ρία τού δημοτικισμού τής Βασιλεύουσας, δπου καί κεϊ στήν έξέλιξή της ή Εδέα πολλές ύπόφερε καταδίωξες καί βάσανα ώσότου νά φέρη δχι λίγους καρπούς. *Η κίνηση αύτή σ’ ένα κέντρο έλληνικό μεγάλο σάν τήν Πόλη αξίζει πολύ νά προσε- χ τ ή κι ό μέλλοντας ιστορικός τού ζητήματος χωρίς άλλο θά τή λογαριάση. Μέ ύπόληψη Α. Γ. 134 A. Γιαλοΰρη λου. Τό περιοδικό άρχίζβί νά γίνεται' δργανο τοΟ δημοτικισμού, οί στάλες του είναι άνοιχτέζ γιά Ιργα γραμμένα στή δημοτική καί μεγάλη προσπάθεια γίνεται γιά ν’ άποδειχτή πώς χωρίς τή . χρήση της καμιά προκοπή δέν μποροΟμε νά προσμένωμε άπό τή νεώτερή μας λογοτεχνία. Τήν Ιποχή Ικείνη στήν Πόλη πολύ λίγο παρατηρή­ θηκε ή Ικδοση ¡τού περιοδικού αύτοΟ, ούτε οί ιδέες πού δίδασκε προσέχτηκαν καθόλου, έπειδή τό γλωσσικό ζήτημα ήταν δλως διόλου άγνωστο έκεΐ πέρα, κι ή ποίηση κι ή λογοτεχνία βρίσκονταν στά χέρια άνίδεων λογίων, πού μέ τήν καθαρεύουσα νόμιζαν ότι κάτεχαν τήν άναμφισβήτηχη .άλήθεια. Έ πειτα τό περιοδικό ήταν Ιργο νέων, πού δέν είχαν καμιά σημασία στόν κόσμο. Ή Ικδοση δμως αύτή δέν Ιλειψε ν’ άγαπηθή άπό μερικούς νέους άλλους, εΐτε καμωμένους κιόλας δημοτικιστές άπό πρωτινά δημοσΐέματα, είτε άπό τό ίδιο αύτό περιοδικό. Τριγύρω στή «Φιλολογική ’-Ηχώ» λοιπόν μαζεύτηκαν 0· διηγηματογράφος κ. Άποστόλης Έ ξαρχος, δημοσιεύοντος έκεΐ τό Ιργο του ή « Δυστυχισμένη ?, ' δ συγγραφέας τής γραμματικής τής ρωμαίικης γλώσσας κ. Μένος Φιλήντας, λιγοστοί άλλοι καί τέσσερεις νέοι πού- μόλις είχαν άφήσει τά μαθητικά θρανία, δηλαδή ό κ. Δημ. Δαμασκη­ νός, δάσκαλος καί διηγηματογράφος, δ κ. Ά χ ιλ . Γεωργιάδης διηγη­ ματογράφος, ό κ. Γιώργος Ροντάκης, διηγηματογράφος καί συγγραφέας τής Ρωμαίικης γραμματικής καί κείνος πού ύπογράφει τό σημείωμα, αύτό. Δέν είναι άνάγκη νά πούμε πώς κι ή δεύτερη αύτή περίοδο τής Φιλολογικής Ή χώς δέ βάσταξε περισσότερο άπό 7-8 μήνες. Ξαναεκδό- θηκε καί τρίτη φορά, πάντα μέ τή διεύθυνση τού κ. Φαληρέα Μπέη,, πού μπορεί νά δνομαστή πατέρας τού δημοτικισμού τής Πόλης, καί μέ συντάχτες, τούς πιό άπάνω ώνομασμένους τέσσερεις νέους. Στήν τρίτη αύτή περίοδο (1897) ό δημοτικιστικός χαρακτήρας τοό περιο­ δικού στερεώθηκε όλότελα πιά. Ή Φιλολογική ’Ηχώ ξεσπάθωσε δυνατά καί πήρε δλο τόν άγώνα άπάνω της. Μ’ δλη τή νεανικώτατη ήλικία τους οί συντάχτες έργάστηκαν μ’ επιμονή γιά τή διάδοση τής άλήθειας. ’Αφού έσβησε καί ή τρίτη αύτή περίοδο, χάθηκε κάθε φανερή γλωσσική κίνηση έξαιτίας πού βασιλεύοντας 6 Ά πτούλ Χαμίτης ήταν άδύνατο νά παρθή άδεια νά Ικδοθή περιοδικό κι ή άδεια τής Φιλο­ λογικής Ή χώς είχε παραγραφτή. Ό άγώνας δμως ξακολούθησε ύπόκωφος μά δυνατός μέ προφορική συζήτηση καί στά διάφορα λευ­ κώματα ή ήμερολόγια πού κάποτε έβγαιναν. (Ημερολόγιο I. Τερτζό- γλου 1899, Χρυσούς Αίών 1900 Φ. Στεφανίδη, Πιερία-Αίγαίον Ί . Το γλωσσικό ζήτημα στήν Πόλη 135 Πολεμίδη καί Κ. Κόντη). Σπανιώτατα φαίνονταν άρθρα στις έφημερίδες. ■Τόμος όλόκληρος μπορεί νά γραφτή γιά νά ζωγραφιστούν οί δυσκολίες κι οί κόποι πού άντίκρισαν οί δημοτικιστές δσο νά κατορ­ θώσουν νά φιλοξενηθούν κάποτε στις καθημερινές έφημερίδες ή νά άκουστή άπό δημόσιο βήμα ή φωνή τους. Φιλία, χατήρι, πληρωμή, άλληλοϋποστήριξη— δλα μπήκαν στήν ένέργεια *. Ή μεγαλύτερη φιλοξενία πού δόθηκε άπό πολίτικη καθημερινή έφημερίδα ήταν στόν κ. Φ ώ τη Φ ω τ ι ά δη. Ό «Ταχυδρόμος» (1899- 1900) δημοσίεψε σειρά όλόκληρη γλωσσικά καί έκπαιδευτικά άρθρα τού κ. Φωτιάδη, πού μ’ αύτά χωρίς κανείς νά τό περιμένη φάνηκε ό άνθρωπος αύτός καί γλωσσολόγος δυνατός καί φιλόσοφος καί γνώ­ στης κατάβαθος τού έκπαιδευτικού ζητήματος. Τά άρθρα αύτά μέ τόν τίτλο «Τό γλωσσικόν ζήτημα κι ή Ικπαιδευτική μας άναγέννη- σις» τά έγραψε άπαντώντας σέ δυό άρθρα τού «Ταχυδρόμου», πού μ’ αύτά χτυπιούνταν8 ό ύποσημειωμένος έπειδή είχε δποστηρίξει στή «Νέα ’Εφημερίδα» τής Πόλης τή γλώσσα κάποιου διηγήματος τής 1 Δέν είναι άσκοπο νά σημειωθή κάτι χαρακτηριστικό πού συνέβηκε στό συγ­ γραφέα αύτοδ το6 σημειώματος· Μόλις Ιχοντας άρχίαει τήν έξάσκηση τής δικη­ γορικής του στήν Πόλη δέν παράλιπε τίς πολλές ώρες που δέν είχε δουλειά νά καταγίνεται στή δημοσιογραφία χάρισμα, μέ τήν όπισθοβουλία νά μπορέση νά βρή τόν καιρό νά γράψη καμιά μέρα τίποτα ευνοϊκό γιά τή δημοτική καί τή λογοτε­ χνία της. Συνεργάζονταν λοιπόν σέ κάποια λιγοβιάδοστη έφημερίδα έπειδή οί άλλες δέ δέχονταν τά χειρόγραφά του (είναι περιττό νά π© τ’ ίνομα τής έφημερίδας καί του ϊδιοχτήτη της, άφοδ καί ή έφημερίδα έπαψε κι δ καλός της ίδιοχτήτης άπό χρόνια κοιμάται στόν τάφο). Περνώντας 5 καιρός καί κερδίζοντας όλοένα δ ύπο- σημειωμένος τήν Ιμπιστοσύνη του ϊδιοχτήτη ριψοκινδύνεψε μιά μέρα ένα γλωσσικό καί φιλολογικό άρθρο. "Εν© τήν άλλη μέρα περίμενε διώξιμο άπό τήν έφημερίδα τίποτα δέν έγινε. Ό ύποσημειωμένος πήρε θάρρος, πέρασε δεύτερο, τρίτο,...δέκατο. "Ακόμα μένει πρόβλημα στό νοδ του πώς έγινε αύτό τό θαύμα. ‘Ο συντάχτης προσκάλεσε τότε καί άλλους δμοϊοδεάτες γιά βοήθεια. Ήρθαν πρόθυμοι δ κ . Ά χ ιλ . Γεωργιάδης, Γιώργος Ροντάκης, Νότης Ροντάκης, κι έτσι μήνες δλόκληρους ξακο­ λούθησε ή άρθρογραφία. Τά πράματα θά πήγαιναν πολύ καλά άν κάποιος απτούς προαναφερμένους δέν έφερνε γιά δημοσίεψη δλόκληρο γράμμα του κ. Φυχάρη πού βάσταξε Ακέρια τήν πρώτη σελίδα. Τήν άλλη μέρα ή εφημερίδα δπόφερε τό φοβερό «πύρ» δλων των άλλων, 6 ίδιοχτήτης της στιγματίστηκε γιά μαλλιαρός, αντεθνικός κτλ. άδικα. Δέν ήταν οδτε δημοτικιστής ούτε πληρωμένος. Ή ταν πατριώτης πρώτης τάξης καί καθαρευουσιάνος καθαρός. "Εννοείται ότι άμέαως διώχτηκε άπό τήν έφημερίδα 6 ύπογραμμένος κι οί βοηθοί του. , } Ό συγγραφέας αύτοδ το5 σημειώματος μεγάλη του τιμή τό λέει πώς Ιδωκε αφορμή στό φανέρωμα το3 κ. Φώτη Φωτιάδη. Βέβαια 6 κ . Φωτιάδης πάντα θά πρόβελνε, δμως κι αύτός δέν μπορεί νά μή χαίρεται γιά τήν τύχη του. 136 Α. Γ ιαλοΰρη Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου γραμμένου στή δημοτική. Ή Ιμφάνιση στόν κύκλο των δημοτικιστών τού κ. Φ. Φωτιάδη Ιδωκε μεγάλη δύναμη στον άγώνα καί στήριξε πολύ τδ ζήτημα. ’Αργότερα με πρό­ λογο δημοσιεύτηκαν σέ γνωστότατο ιδιαίτερο τόμο (’Αθήνα 1902) αύτά τά άρθρα. ^ ’Από τό 1900-1912 ή δημοτικιστική φάλαγγα άπόχτησε πολ­ λούς δπαδοός, μάλιστα μέσα στούς δασκάλους, καί τό νέο κήρυγμα ξαπλώθηκε στα σχολεία. Ή ταν καιρός ν’ άρχίση ή καταδίωξη. 'Ο αγώνας δέν ήταν για νά καταφρονηθή. Οί Ιργάτες ήταν πολλοί καί σημαντικοί κι δ κίνδυνος κοντινός. Μεταφέρθηκαν λοιπόν καί στήν Πόλη ή άθηναίικη έφευρεση των ρουμπλιών, τής άντεθνικότητας, τού ' πουλήματος τού δημοτικισμού στή Ρωσία, στήν ’Αγγλία, φάνηκε ό Μιστριώτης καί Ικαμε διάλεξη στόν Ελληνικό Φιλολογικό Σύλ­ λογο. "Ολοι οί δημοτικιστές δικηγόροι \ γιατροί, καθηγητές συκοφαν- τήθηκαν, έγινε προσπάθεια νά καταδιωχτούν στήν Ιργασία τους απανω, άφαιρέθηκε τό δικαίωμα νά διδάσκουν άπό δασκάλους, μαθη­ τές διώχτηκαν άπτά σχολεία καί δέ γίνηκαν δεκτοί παρά μόνο άφοΰ δπόγραψαν πώς άρνιοΰνται τό δημοτικισμό. Μαύρη στήλη άνοί- χτηκε στήν έφημερίδα «Πρωία», όπου σημαδεύτηκαν μέ βρισιές καί ειρωνείες τά δνόματα τών πιό σημαντικών καί δόθηκαν στήν κοινή όργή καί περιφρόνηση. "Οσοι ήταν σέ δημοσιογραφικά γραφεία ή διώχτηκαν ή θεωρήθηκαν ύποπτοι. ’Αναγκάζομαι νά γυρίσω πίσω πάλι πρός 1905 γιά νά παρακο­ λουθήσω μέ περισσότερη τώρα λεπτομέρεια τήν Ιργασία τών δημο- τικιστικών συλλόγων καί τών περιοδικών. Κατά τό 1905 καί μέ τρια τέσσερα χρόνια διάρκεια δούλεψε κάποιο «Άδερφάτο» τής δημοτικής γλώσσας στό Σταυροδρόμι, πού μέλη του ήταν ό κ. Φ. Φωτιάδης, 6 γιατρός I. Σιώτης, ό κ. Δ. Ταν- ταλίδης, 6 κ. Α. Πανταζής κτλ. Τ ί ζητούσε ή ένωση αύτή καί τί 1 Ό 6ποσημειωμένες κριίφτει άκόμα στά χαρτιά τον μέσα ίνα γράμμα κάποιοι» δικηγορικού τον π«? :τη, πού τοδ δήλωνε δτι S i δόναται νάχη δικηγόρο άνθρωπο Αντεθνικό καί κατά συνέπεια τόν παύει. Κανένα φταίξιμο δέν έχει δ πελάτης· σύρ­ θηκε κι αύτός σάν τόσους άλλους. Τώρα πέθανε, 6 θεός νά τόν συχώρεση. ’Αναφέρω τρία δνόματα δασκάλων πού παύτηκαν άπό τό Ζωγράφειο. Ό κ. ’Ελισαίος Γιανίδης, συγγραφέας τοδ βιβλίου Γλώσσα καί Ζωή, δ κ . Δημ. Δαμα­ σκηνός καί Ó κ. Χρ. Δεληγκιαούρης. 01 δάσκαλοι αύτοί παύτηκαν ύστερα άπό εισή­ γηση τοδ δικηγόρου κ. Π. Τσελέντη, πού Ανακάλυψε αυτό; μαζί μέ κάποια άνα- κριτική Ιπιτροπή πώς οί παύμένοι ήταν μαλλιαροί καί δίδασκαν πώς έπρεπε ή Θεοτόκος νά λέγεται θιοφ χιάστρα κι δ Παλαιολόγος ΠαΧιοπουβένζαί (') Τό γλωσσικό ζήτημα στήν Πόλη 137 Ικαμε, κανένας δέν μπόρεσε νά μάθη, άκόμα καί οί ίδιοι οί δημοτι­ κιστές δσοι δέν ήταν μέλη. Ή δράση του ήταν μυστική καί μόνο σημάδι τής ζωής του ήταν ή Ικδοση τού ώραίου βιβλίου τού κ. Ελι­ σαίου Γιανίδή Γλώσσα καί Ζωή καί ή έφημερίδα «Ααός», πού βάσταξε'πέντε ή έξι μήνες. Στά 1908 Ιδρύθηκε ό Σύλλογος «Τέχνη», περισσότερο καλλιτεχνικός παρά γλωσσικός. Πρόεδρός του ό δραμα- τογράφος κ. Ζ. Φυτίλης, γραμματέας ό κ. Δ. Φωτεινός, ταμίας ό κ. Γ. Ροντάκης. *0 Σύλλογος αύτός δέ βάσταξε πολύ. Άφότου κηρύχτηκε τό τούρκικο σύνταγμα (1908) δόθηκε μεγα­ λύτερη εύκολία στήν έκδοση περιοδικών. Τώρα ό κρυφός άγώνας φανερώνεται. Κι οί καθημερινές Ιφημερίδες παρουσιάζουν μιά νεώ- τερη άντίληψη, ή δημοτική άρχίζει νά δποφέρεται άπ’ αύτές. Δημο­ τικιστές μπαίνουν στή σύνταξή, τους. Μιά άνακαίνιση φαίνεται στίς ιδέες τους. Ή έφημερίδα « Πρόοδος» ύποστήριξε πολύ τόν άγώνα, πάντα δμως σκεπαστά άπό φόβο. Ό «Ταχυδρόμος» έξακολουθεί νά τόν πολεμά. Στά περιοδικά γίνεται ή κίνηση. Τήν έποχή αύτή φαίνονται τά «Χρονικά» τού κ. Ά χιλ . Γεωργιάδη καί ή «Ζωή» τού ποιητή ’Απο­ στόλου Μελαχρινού. Τό τελευταίο αύτό περιοδικό έκδόθηκε πολύ λιγον καιρό, στις σιήλες του δμως πέρασαν έργα φιλολογικά πρώτης γραμ­ μής καί τ’ δνομά του θά μείνη στή νεοελληνική λογοτεχνία. Τό γλωσσικό καί φιλολογικό άγώνα τόν ¿βάσταξαν τρία χρόνια πολύ δυνατά τά «Χρονικά» (1909-1912)· ό διευθυντής τους κ. Γεωργιάδης έργάστηκε γεμάτος καρδιά, άψηφώντας κάθε συκοφαντία, περιφρό­ νηση καί καταδίωξη. Στό περιοδικό «Χρονικά» συγκεντρώθηκε σχε­ δόν όλόκληρη ή φιλολογική κίνηση τής Πόλης. Συγκέντρωσε τριγύρω του δλους τούς νέους. Στις στήλες του είδαν τό φώς έργα τού κ. Κλήμη Πορφυρογέννητου, Ροντάκη, Δαμασκηνού, Φυτίλη, Σαντορι- ναίου, τού ύπογραμμένου κι άλλων. Στό μεταξύ δέν δπαρξε δυσκολία πού οί άνιίθετοι νά μή σώρια­ σαν γιά ν’ άντιπολιτευτοΰν τόν άγώνα. Ά ρχισαν κι οί Ιπίσημες κοι­ νοτικές άρχές ν’ άνακατεύωνται. Ό πατριάρχης ’Ιωακείμ, σ’ δλα τά άλλα πολύ άξιοσέβαστος άνθρωπος, μά σ’ αύτό άκολουθώντας λανθα­ σμένη γνώμη, ώνόμασε σέ πολλές Ιπίσημες συγκέντρωσες τους δημο­ τικιστές «παράφρονας». Τό Μιχτό Συμβούλιο τών πατριαρχείων φώναξε σέ άπολογία δασκάλους, καθηγητές κτλ., έπειδή κατηγορήθηκαν γιά μαλλιαροί. Ό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος άρνήθηκε τήν αίθουσά του σέ ρήτορες δημοτικιστές· δ ίδιος ό σύλλογος, γνωρίζοντας πώς οί 138 Α. Γιαλοιίρη λόγιοι καί λογοτέχνες τής Πόλης ήταν δημοτικιστές, άρνήθηκε νά ίδρόση τμήμα νεοελληνικής λογοτεχνίας, γιά νά μήν εισβάλουν οί μαλλιαροί. Προέδρευε σ’ αυτή τή συνεδρίαση ό γιατρός Ζωηρός πασάς (1912). Παύτηκαν έφοροι σχολειών έπειδή ήταν δημοτικιστές, λ. χ . ό γιατρός κ. Λ. Αυμπουσάκης. Ό σεβασμιώτατος δεσπότης Δέρκων Καλλίνικος άπαγόρευσε νά γίνη μνημόσυνο φιλολογικό τοΟ Παπαδιαμάντη στήν αίθουσα τού συλλόγου Κοραή, έπειδή θά τόκαναν οί δημοτικιστές. Μύρια κακά άκόμα διαδόθηκαν ενάντια στούς δημοτικιστές' καί μύριες βρισιές ειπώθηκαν. Τώρα έπειδή ή δημοτικιστική δύναμη ήταν μεγάλη (1912) στό νού τών πιό σημαντικών ήρθε ή ιδέα νά ίδρυθή ενας σύλλογος, 6ποι> νά Ινωθουν δλες οί σπαρμένες δύναμες .καί νά γίνη έργασία συνολική. Στό σπίτι τοΟ ύποσημειωμένου ιδρύθηκε τό «Προοδευτικό κέντρο», στήν άρχή μέ τ’ δνομα « Δ ι γ ε ν ή ς ’Α κ ρ ί τ α ς » . Ιδρυτές ό Ά χ ιλ . Γεωργιάδης, Δ. Δαμασκηνός, Ά π . Μελαχρινός, Γ. Ροντάκης κτλ., κατόπιν ήρθαν οί κ. κ. 'Ηρ. Πίντζας καί Νίκος Σαντοριναίος. Ο Διγενής Ακρίτας μέ την κακή όργάνωση του δέν μπόρεσε νά κρατηθή πολύ καί θά διαλύνουνταν άν σέ μιά άποφασιστική συνε­ δρίαση δέν άλλαζε όλόκληρη τή βάση τού .καταστατικού του καί δέ μεταβάλλουνταν όλόκληρος. Έ τσ ι δημιουργήθηκε τό « Προοδ ε υτ ι κό Κ έ ν τ ρ ο » . Τό Κέντρο αύτό δυό χρόνια (1912-1914) πολέμησε μέ μεγάλη δύναμη γιά τόν άγώνα· μέλη του στάθηκαν δλοι οί δημοτι­ κιστές τής Πόλης. Οί κ. κ. Φ. Φωτιάδης, Δ. Δαμασκηνός, Ά π . Μελα­ χρινός, Π. Μπεκές, Σταμ. Σταματιάδης κτλ. Προεδρεύτηκε φωτεινά σχεδόν όλόκληρα τά δυό χρόνια άπό τόν κ. Π. Μπεκε, έπίσης πρόε­ δροί του έγιναν ό κ. Ά χ . Γεωργιάδης, Κίμων Μπελάς καί ό ύπογραμ- μένος. 'Ο σύλλογος αύτός πήρε άπάνω του δλη τή γλωσσική κίνηση μέσα στήν Τουρκία. Έ δω κε όμιλίες, είχε άναγνωστήριο, βιβλιοθήκη, Ιντευκτήριο γιά τά. μέλη του, άκόμα καί υποστήριξε καί μερικές άλλες μικρότερες δημοτικιστικές όμάδες πού φάνηκαν τότε. Εννοείται πώς ή άντιπολίτεψη Ινάντια στό «Προοδευτικό Κέν­ τρο» ήταν φοβερή. Δέν έγινε δεχτό νά στεγαστή μέ πληρωμή στό Φιλολογικό Σύλλογο, στό σύλλογο «Έρμή», ούτε καί στό Σύλλογο τών έμποροϋπαλλήλων. Μέ κάθε μέσο έγινε προσπάθεια νά διωχτή. άπό τις αίθουσες πού κρατούσε, τελευταία μπόρεσε νά σπιτωθή στή λέσχη «Τευτονία», άλλά κι άπό κεί άναγκάστηκε νά φύγη. Έ τσ ι ήταν ή κατάσταση δεαν κηρύχτηκε ό μεγάλος πόλεμος. Μέ Τό γλωσσικό ζήτημα στήν Πόλη 139 τό φοβερό Ιλληνικό διωγμό τό «Κέντρο» ήταν άδύνατο πιά νά συνε- δριάζη. Τά μέλη του, άλλα στρατολογήθηκαν, άλλα διώχτηκαν, άλλα έφυγαν. 'Ο σύλλογος άναγκάστηκε νά κλείση προσωρινά, έτσι άναγ­ κάστηκε νά διακόπηκα! τό περιοδικό «Πάπυροι» δργανο τού Κέντρου. Ό Γ. Χασιώτης, μόνος πού άσχολήθηκε γιά τό δημοτικισμό της Πόλης, κανένα λόγο δέν κάνει στό βιβλίο του γιά :ή γλωσσική, αύτή κίνηση ώς τήν έποχή του. Απόδειξη άλλη μιά τής μυωπίας τών καθαρευουσιάνων, πού άμελέτητα περιφρονοΟν δτι δέ γνωρίζουν. Τώρα μέ τήν ευνοϊκή λύση πού περιμένομε τών Ιθνικών ζητημάτων μας έλπίζομε νά πέσουν δλες οί γλωσσικές προλήψεις καί νά έπικρα- τήση τέλεια ή δημοτική, πού λίγο λίγο τήν άναγνωρίζει κι ή έπί- σημη κυβέρνηση. 4 Γ. Χ α σ ι ώ τ η , Ή γλιδσοα του Έ λληνος σ. 843. ΑΠΟ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ Στόν περασμένο τόμο τ ο ΰ Δελτίου, στή μελέτη τοΟ κ. Τριαντα- φυλλίδη, Q uo-usque tandem (σ. 135-141) καταχωρίστηκαν οί πρώ­ τοι νόμοι καί οί άλλες έπίσημες πράξεις δσες σχετίζονται μέ τή γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Στή στήλη αύτή δημοσιεύομε σήμερα δ τι άλλο σχετικό μ5 αύτήν ώρίστηκε <1>ς σήμερα, καί θά καταχωρίζωμε καί στό μέλλον για τούς άναγνώστες τοΟ Δελτίου δ τι νέο παρουσιάζεται. . '/ ' 1. Ο ρ ίζετα ι τ) β α& μ ια ία ε ισ α γ ω γή τ η ς δ η μ ο τ ικ ή ς . (Πράξ. 150, 1 â tx . 1917). i a o l ° ν0μ0ί "8Ρί 8ι®“ κτίκών· Ηαθώ« *1Χ* τροποποιηθώ οτόν κοδικοποιημένο νόμο 2 (βλ. Διλτίο, τόμ. 7, β. 139), ίΖχε άλλαχτί), δστερ' άπό τήν άκόλοιιθη από­ φαση τοδ Έκπαιίεοτικοί) συμβούλιο» : Συνελθον τό Εκπαιδευτικόν συμβούλιον είς έκτακτον γενικήν συνεδρίαν καί λαβόν ύπ’ όψει σχετικήν είσήγησιν τών κ. κ. άνωτέρων εποπτών της Δημοτικής Έκπαιδεύσεως αποφασίζει νά σύνταξη καί ύποβάλη είς τό Σ'"· 'Υπουργειον σχέδιον νόμου περί τροποποιήσεως του ίσχύοντος περί διδακτικών βιβλίων νόμου, δ ι’ ού θά θεσπίζεται 1) όπως ή δ η μ ο τ ι κ ή γ λ ώ σ σ α , είσαχθεΐσα κατά τό παρόν σχολικόν έτος είς τα άναγνωστικα βιβλία τής Α ' καί Β ' τάξεως τού δημ. σχο­ λείου, ε ί σ α χ θ ή Ι φ ε ξ ή ς β α θ μ ι α ί ω ς είς τάάναγνωστικά βιβλία τών λοιπών τάξεων άύτοΰ, ήτοι άπό μέν τοΰ σχολικού έτους 1918- 1919 καί είς τα τής Γ ’ τάξεως αυτού, άπό δέ τού σχολικού έτους 1919-20 καί είς τα τής Δ ' τάξεως, άπό δέ τού 1920-21 καί είς τα τής Ε ' καί άπό τού σχολικού έτους 1921-1922 καί είς τα τής Τ ' τάξεως, 2) δπως εγκρίνωνται διά μέν τό σχολικόν έτος 1918-1919 άναγνωστικα βιβλία τής· Δ ', Ε ' καί Τ ' τάξεως, διά δέ τό σχολικόν έτος 1919-1920 άναγνωστικα βιβλία τής Ε ' καί Τ ' τάξεως, διά δέ τό σχολικόν ,έτος 1920-1921 άναγνωστικα βιβλία τής Τ 'τάξεω ς γεγραμμένα είς απλήν, σαφή καί άνάλογον προς τάς γλωσσικός δυνά­ μεις τών μαθητών κ α θ α ρ ε ύ ο υ σ α ν γλώσσαν παρατεινομένης, Ιν περιπτώσει μή ύποβολής ή μή έγκρίσεως τοιούτων, δια τάς μνη- μονευθείσας τάξεις καί σχολικά έτη τής χρήσεως τών διά τό παρόν έτος Ιγκεκριμένων διά τάς τάξεις ταύτας διδακτικών βιβλίων, και 3) δπως τά κατ’ άπόφασιν τού Εκπαιδευτικού συμβουλίου είς τήν Ε ' καί Τ ' τάξιν τών δημοτικών σχολείων είσαγόμενα β ο η θ η τ ι κ ά β ι β λ ί α είναι γεγραμμένα είς οϊαν γλώσσαν καί τά άναγνωστικα τών τάξεων τούτων. Κατά τήν αύτήν συνεδρίαν λαβόν ύπ’ δψει τήν ώς άνωτέρω άπό- φασιν αύτού άποφασίζει νά συντάξη καί ύποβάλη εις τό Σ 4ν Υπουρ- γεΐον σχέδιον Β. Δ. περί τροποποιήσεως τού ίσχύοντος ά ν α λ υ τ ι - κ ο ύ π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ ο ς τών δημοτικών σχολείων, δι’ ού θά καθορίζεται, δπως κατά τό Ιπιόν σχολικόν έτος, εις τάς συνδιδασκο- μένας Γ ' καί Δ ' τάξιν ή διδασκαλία τών γλωσσικών μαθημάτων γίνεται κεχωρισμένως. 2 . Ό ρ ιζ ε ια ι η ο ιά α να γν ω σ τικ ά # ά ε ίνα ι ά χ ό μ η γ ρ α μ μ έ ν α σ ί κ α θ α ρ εύ ο υ σ α χ α ί η ο ιά θ ά ε ίν α ι τό β ο η θ η τ ικ ά β ιβ λ ία . (Πράξ. 182, 12 Μ αΐον 1918, Έ ψ η μ . χνβερν. Ε , 2 2 Μαίον 1918, άρ. 37). Τό ’Εκπαιδευτικόν συμβούλιον λαβόν πρό οφθαλμών τό δεύτερον Ιδάφιον τού μόνου άρθρου τού νέου νόμου 1332 άποφασίζει, 1) δπως ή γλώσσα, είς τήν οποίαν θά είναι γεγραμμένα τά άναγνω- στικά βιβλία τής τετάρτης μέν τάξεως τών δημοτικών σχολείων διά τό σχολικόν έτος 1918-1919, τής πέμπτης τάξεως διά τά σχολικά έτη 1918-1919 καί 1919-1920 καί τής έκτης τάξεως διά τά σχολικά έτη 1918-1919, 1919-1920 καί 1920-1921, είναι κ α θ α ρ ε ύ ο υ σ α γλώσσα άπλή, σαφής καί ανάλογος προς τάς γλωσσικά δυνάμεις τών μαθητών τών τάξεων τούτων καί 2) δπως είς τήν πέμπιην καί έκτην τάξιν τών πλήρων δημοτικών σχολείων είσάγωνται ώς β ο η θ η ­ τ ι κ ά β ι β λ ί α : α ') συλλογή άριθμητικών καί γεωμετρικών προ­ βλημάτων είτε είς έν τεύχος, είτε είς δύο τεύχη εν δ ι’ έκατέραν τών τάξεων τούτων, είτε είς δύο τεύχη, Ιν διά τήν πέμπτην καί έτερον διά τήν έκτην τάξιν συντεταγμένα συμφώνως τφ άναλυτικφ προ- γράμματι τής ιστορίας τού δημοτικού σχολείου τής διδασκομένης είς τήν πέμπτην καί έκτην τάξιν κεχωρισμένως, καί 3) οπως τα κατ άπο- φασιν τού ’Εκπαιδευτικού συμβουλίου είς τήν πέμπτην καί έκτην τάξιν τών δημοτικών σχολείων είσαγόμενα βοηθητικά βιβλία είναι γεγραμμένα είς οΐαν γλώσσαν καί τά αναγνωστικά τών τάξεων τούτων. Ά π ό τή σχολική καθιέρωση τής δημοτικής 141 142 ’Arto τή σχολική καθιέρωση τής δημοτικής 3 . ΑπΟφααίζεται νά μή διδάσκονται π ιά τ' αρχαία έλληνικά ατό δημοτικό οχολεΐο. (Πράξ. 183, 15 Μ αίου 1918, Έ ψ η μ . χνβερν. Ä , 19 ‘lo w . 1918, άρ. 136). Τ ό . Εκπαιδευτικόν συμβοΰλιον έ'χον ί,π δψει, δ η διά του άρτι ψηφισθέντος νόμου 1332 ( « . 26 τού μόνου άρθρου αύτού) κατηρ- γηθησαν αϊ διατάξεις των ύπό τά στοιχεία Γ ' κ α ί Δ ' κατηγοριών του άρθρου 10 του νόμου ,Β Τ Μ Θ '« άποφασίζει νά παρακαλέση τό »«ουργειον, δπως εδαρεστουμενον προβή εϊς τήν διά Βασιλι­ κού Διατάγματος κατάργησιν των Ισχυουσών διατάξεων του άπό * Σεπτεμβρίου 1913 Β. Δ. «περί ορισμού των μαθημάτων κτλ* των άναφερομένων εϊς την διδασκαλίαν τής άρχαίας ελληνικής γλωσσης εις τα πλήρη δημοτικά σχολεία. 4 . Κ ανονίζεται ή γλοσσική διδασκαλία στίς σννδιήασκόμενες Γ ’ κ α ί Δ δημοτικόν γ ιά τ ή μεταβατική περίοδο. (Πράξ. 218, 10 Ό χχ. 1918). ../Α ποφασίζει, δπως δ ι’ εγκυκλίου τού Σ « Υπουργείου δποδει- *θη εις τους λειτουργούς τής Δημοτικής Έκπαιδευσεως, δτι κατά το αρξαμενον σχολικόν δτος 1918-1919, Ιν οϊς σχολείοις ή Γ 'κ α ί ή Δ ' τάξις συνδιδάσκονται, ή άνάγνωσις καί ή γλωσσική διδασκαλία Ιν ταις τάξεσι ταυταις θά γίνηται χωριστά. 5 . 'Ορίζεται ή είσαγογή 'τής δημοτικής στ αναγνωστικά τ ή ς Ε κα'ι Τ . (Πράξ. 246 , 5 Φε6ρ. 1919). γ Τό Εκπαιδευτικόν συμβούλιον λαβόν προς δφθαλμών τό ß ' εδ τού μόνου άρθρου τού νόμου 1332 καί τήν Ιδίαν ΙαυτοΟ πρδξιν τής * μ0* ·ΒΤΜΘ'.«*ρί στοιχειώδους ή δημοτικήςίκπαιδεύσεως (1895), άρθρ 2· *Τ πθ;ϊ£λθδ” “ °*1®« τί1ν xuPi<0« δημοτικήν έχπαίδευσιν μαθήματα τά άναγρα- ‘φί μ*ν,α ,,V ΧΦ δρ0Ρφ 1 τ°δ πβρί eueTÍ5í“>í Αιδ«σκαλείου έν Άθήναις Χ θ' νόμου τής IX Ιανουάριου 1878 [<ή στοιχειώδης έχπαίδευσις άποτελεΐται άπό τήν διδα­ σκαλίαν τών ίξής γνώσεων. . .τής άναγνώσεως καί τής γραφής τής νέας Ιλληνιχής γλω σσης. . . . π,ριλαμ6ανομίνης καί τής διδασκαλίας περικοπών τοδ ευαγγελίου, •διδάσκονται * Ιξ ένιαυσίους τάξεις, έν μβ£ζ0νι αναπτύξει έν τοΕς πλήρεσι, συνο- πτιχωτερον δέ είς τέασαρας ένιαυσίους τ ά ξ ε ις ίν τοίς κοινοίς δημοτιχοΧς σχο- * 1 ν , _ ·*ρβρ· 10· Εν τοί« πλ^ 801 βημοτικοϊς σχολείοις.. . διδάσκονται, κατά προσθήκην τά Ιξής μαθήματα: «') άνάγνωσις καί έρμην,ία περικοπών τοδ UpoO ευαγγελίου, β ) άνάγνωσις καί έρμηνεία έχλεχτώ ν συγγραφέων τής χαβωμιλημέ- νης γλωσσης, καί γραπται 8ν αδτή ασκήσεις τών μαθητών, γ·) διδασκαλία τών ’Από χή σχολική καθιέρωση της δημοτικής 143 ΙδΉ« Μαίου 1918 ύπ’ άριθ. 182 αποφασίζει δπως ή κ ο ιν ή ό μ ι- λ ο υ μ έ ν η ( δ η μ ο τ ι κ ή ) γ λ ώ σ σ α , άπηλλαγμένη παντός άρχαϊ- σμού και Ιδιωματισμού, ε ί σ α χ θ ή ε ι ς τ ά ά ν α γ ν ω σ τ ι κ ά β ι β λ ί α τ ή ς μ έ ν Ε ' τάξεως τών δημοτ. σχολείων άπό τού σχο­ λικού έτους 1920-21 καί εφεξής, τ ή ς δ έ Q ’ τάξεως αυτών άπό τού σχολικού έτους 1921-22 καί εφεξής. ! Ο. Μ ε τ α ρ ρ υ θ μ ίζ ε τα ι τό α να λυ τικ ό π ρ ό γ ρ α μ μ α γ ιά τ ή γ ρ α μ μ μ α τ ικ ή δ ιδ α σ κ α λ ία σ τ ις 4 π ρ ώ τε ς τά ξεις . (Πράξ. 251, 2 5 Φε6ρ. 1919, Έ ψ η μ . κνδερν. Ä , 1 2 'Α πρ. 1919, άρ. 78). Τό Εκπαιδευτικόν συμβούλιον έγκρίνει σχέδιον Β. Δ. περί μεταρ- ρυθμίσεως τού αναλυτικού προγράμματος τής γλωσσικής διδασκα­ λίας τών τριών κατωτέρων τάξεων τού δημοτικού σχολείου, δπερ, κατατεθέν έν πρωτοιύπφ εις τό άρχεϊον τού συμβουλίου, υποβάλλει Ιν άντιγράφφ πρός Ιγκρισιν εϊς τό Σ 4* Ύ πουργειον1. (Πράξ. 311, 1 Ν οεμ. 1919). Τό ’Εκπαιδευτικόν συμβούλιον ένέκρινε σχέδιον οδηγιών διά τήν γραμματικήν διδασκαλίαν τών τριών κατωτέρων τάξεων τού δημο­ τικού σχολείου, δπερ κατατεθέν |ν χειρογράφφ είς τό άρχεϊον τού Συμβουλίου ύποβάλλεται έν άντιγράφφ.είς τό Σ 4ν Ύπουργειον πρός εγκρισιν, έκτύπωσιν καί διανομήν είς τά δημοτικά σχολεία. (Πράξ. 312, 6 Νοεμβρ. 1919, Έ ψ η μ . κυδερν. 2 3 Δ εχ . 1919, άρ. 271). Τό ’Εκπαιδευτικόν συμβούλιον ένέκρινε σχέδιον Β. διατάγματος περί τροποποιήσεως τού αναλυτικού προγράμματος τής όρθογραφι- κής καί γραμματικής-διδασκαλίας έν τή Δ ' τάξει τών δημοτικών σχο­ λείων, δπερ, κατατεθέν έν χειρογράφφ είς τό άρχεϊον τον συμβουλίου, υποβάλλεται εν άντιγράφφ είς τό Σ4” Ύπουργειον πρός εγκρισιν. (Πράξ. 340 , 17 Φεβρ. 1920). Συνελθόν τό ’Εκπαιδευτικόν συμβούλιον κατήρτισε σχέδιον όδη- στοιχείων τής γραμματικής τής άρχαίας Ιλληνιχής γλώασης, έν ουγκρίσει πρός τήν τής καθωμιλημίνης, καί άσχήσεις είς εκθεσιν ίβεδν, θ’) έρμηνεία μερών Ιη τών όμαλωτέρων πεζών συγγραφέων τής άρχαίας Ιλληνιχής γλώσσης...» 1 Οί όδηγίες αυτές γιά τή γραμματική διδασκαλία δημοσιεύτηκαν μέ tóv τίτλο «‘Η γραμματική διδασκαλία τών τριών πρώτων τάξεων τοδ δημοτικοΒ σχολείου» 1919, 3L σελ., λεπτά 50, στδ παράρτημα άρ. 8 τοδ Δελτίου τοδ δπουργείου. Στό Ιδιο φυλλάδιο ξαναδημοσιεόιηκε άπό τήν Έφημερ. τής κυδερνήσεως καί τό νέο άναλοτικό πρόγραμμα γιά τή γραμματική διδασκαλία στις τρεϊς πρώτες τάξεις. γιων διά τήν ορθογραφικήν και γραμματικήν διδασκαλίαν της Δ ' τάξεως του δημοτικού σχολείου, δπερ, κατατεθέν έν τψ αρχείω τού συμβουλίου έν πρωτοτυπώ, ύποβάλλεται έν Ανιιγράφψ εϊς τή 2«ν Υπουργείον προς έγκρισιν ». 7 . Π ρ ο σ κ α λ ο ύ ν τα ι ο ΐ σ υ γ γ ρ α φ ε ίς νά ύ η ο β ά λ λ ο ν ν α ν α γν ω σ τ ικ ά γ ια τ ή δ ιδ α σ κ α λ ία τ ή ς κ α & α ρεύο υσ α ς σ τ ή ν Ε ' τά ξη . (ΓΓράξ. 32 1 , 2 9 Ν ο ιμ β ρ . ¡919). Ί ο Εκπαιδευτικόν συμβουλιον έχον ύπ3 δψει, ότι κατά τάς δια­ τάξεις του ίσχυοντος περί διδακτικών βιβλίων νόμου, εϊσαγομένης Απο του προσεχούς σχολίου έτους 1919-1920 τής διδασκαλίας τής δημοτικής γλώσσης εϊς τήν Ε 'τά ξ ιν των δημοτικών σχολείων, θά διδάσκεται εν αύτφ έκ παραλλήλου καί ή καθαρεύουσα, αποφασίζει να παρακαλέση τό Σ<" Υπουργείου, > ω ς εύαρεστοόμενον καλέση δια δημοσιεύσεων |ν τώ ήμερησίφ τύπω καί δι’ οίουδήποτε άλλου μέτρου ηθελεν έγκρίνει τούς βουλομένους είς συγγραφήν Αναγνωστικού βιβλίου γεγραμμένου είς τήν καθαρεύουσαν γλώσσαν πρύ; νρήσιν των μαθητών τής Ε ' τάξεως τών δημοτικών σχολείων καί υποβλη- τεον είς τήν κρίσιν τού Εκπαιδευτικού συμβουλίου έντ0£ τής υπό του νόμου όριζομένης προθεσμίας, συστήση δέ είς αότους, δπως κατά την σύνταξιν του βιβλίου τούτου εχωσιν ύπ’ όψει τά έξης- 1) δτι ο κύριος σκοπός αύτού είναι ό γλωσσικός, 2) δτι ώς πρός τό είδος δυναται να είναι τό βιβλίον τούτο ή χρηστομάθεια περιέχουσα Ανα­ γνώσματα ή έκλογας έξ Αναγνωσμάτων έγκριτων Ελλήνων λογοτε­ χνών και συγγραφέων ή πρωτότυπον εργον ένιαίας ή μή ύλης, 3) δτι ως προς το περιεχόμενον πρέπει νά είναι Ανάλογον πρός τήν καθόλου Αντιληψιν των μαθητών τής Ε 'τάξεω ς των δημοτικών σχολείων, 4) οτι η γλωσσά του καθόλου δέον νά είν«ι ή συνήθης καθαρεύουσα απηλλαγμενη έξίσου Αρχαϊσμών καί δημοτικισμών, καί 5) δτι Ιδία άπο μόν συντακτικής Απόψεως, πρέπει νά επιδιώκεται λόγος κατά τό δυνατόν λιτός, και μικροπερίοδος, Από δέ γραμματικής δέον κατά τά πρώτα τουλάχιστον αναγνώσματα νά αποφευχθούν οί δυσμαθητότε- ροι και ξενοτροπώτεροι διά ιούς μαθητάς τόποι τής καθαρευουσης δεδομένου οτι οι μαθηταί οΰτοιδιά πρώτην φοράν διδάσκονται ταυτην. '_Αημ00*ύτη*«ν ΟίΜηγί,ς «δτ<{ μ α ζίμ έτό Ανν, , ;ι* έ πρ^ αμμα ^ Λ· παραρτημα άρ. 5 τοδ Δελτίο«, τοδ δπουργ.ίυυ (1920, 36 0,λ „ λεπτά 50). .144 Ά π ό τή σχολική καθιέρωση της δημοτικής Ά πό τή σχολική καθιέρωση της δημοτικής 145 8 . Ώ ρ α χ τ ικ δ τ ή ς σ υ ν τ α κ τ ικ ή ς τ π ι τ ρ ο π ή ς τ& ν α να γν ω σ τικ ώ ν τ ο ν κ ρ ά το υ ς . Γιά ν" άσφαλιοτή καλύτερα ή γλωοαοεκπαιίευτική μεταρρύθμιοί) κι ή έπί- τοχία της, £ νόμος περί διδακτικών πρόβλεπε τήν ανάθεση τής συγγραφής ανα­ γνωστικών τοδ δημοτικοδ σέ ιδιαίτερη συντακτική έπιτροπή (άρθρ. 12 τοδ νόμου 827: «έάν κριθή άναγκαίον δύναται ύ δπουργός διά Β . διατάγματος νά άναθέση εξαιρετικώς τήν σύνταξιν δημοτικού βιβλίου τής δημοτικής έκπαιδειίαεως «!ς τρι­ μελή Ιτατρόπείαν εκ προσώπων ειδικών. . . * κτλ.). Ή πρώτη συντακτική έπιτροπή ποό καταρτίστηκε γιά νά συγγράψη Αναγνωστικά γιά τίς τρεις πρώτες τάξεις τοδ δημοτικοδ σδνταξε τό παρακάτω πραχτικό, στ’ όποιο καθορίζει τις άρχές ποδ θ’ άκολοοθοδσε. Ά π ό τά μέλη τής Ιπιτροπής Αποχώρησαν, δστερ’ άπό τήν τρο­ ποποίηση τοδ κοδικοποιημένου νόμου 1332, ό κ . Α. Αάμψας κάί ό κ . Α. Τραυ- λαντώνης, έκπαιδευτικοί σύμβουλοι. Α ργότερα προστέθηκαν οί κ. κ . Π. Νιρβάνας, γιά τίς 3 πρώτες τάξεις καί δ κ. Γρ. Βενόπουλος, μαζί μέ τους άλλους δλους έκτός άπό τόν κ. Νιρβάνα, γιά τή συγγραφή τών άναγνωστικών τής Α" καί τής Ε". Τό πραχτικό είναι δημοσιεμένο καί στό Αελτίο τοδ δπουργείου τής παιδείας. Ή διά τού Β. διατάγματος τής 13 Φεβρουάριου 1918 όρισθεΐσα έπιτροπεία πρός σύνταξιν Αναγνωστικών βιβλίων τού δημοτικού σχο­ λείου άποτελουμένη έκ τών κ. κ. Δημ. Λάμψα, Ά ντ. Τραυλαντώνη, Ζαχ. Παπαντωνίου, Ά λ. Δελμοόζου, Μαν. Τριανταφυλλίδου καί Δημοσθ. Άνδρεάδου συνελθοΰσα είς επανειλημμένος συνεδριάσεις έν τψ γραφείψ τών Ανωτέρων έποπτών τής δημοτικής έκπαιδευσεως καθώρισεν, ώς επεται, τάς άρχάς επί τη βάσει τών οποίων θέλει προβή είς τήν σύνταξιν τών Ανατεθέντων εϊς αυτήν βιβλίων. Α ’ ^ 1. Ό κυριώτερος σκοπός τών άναγνωστικών βιβλίων είναι α ν α ­ γ ν ω σ τ ι κ ό ς καί γ λ ω σ σ ι κ ό ς , ήτοι ή άσκησις τού μαθητου είς τήν άπταιστον, φυσικήν καί Αβίαστον Ανάγνωσιν καί ή μόρφωσις τού γλωσσικού του αισθήματος. Πρός τούτο οφείλει τό Αναγνωστικόν νά είναι κατά τοιοΰτον τρόπον γεγραμμένον, ώστε νά δυναται νά άναγνωοθή υπό τού μαθη- τού φυσικώς καί Αβιάστως. Επιτυγχάνεται δέ τούτο τόσον περισσό­ τερον όσον είναι τό ύφος ζωντανόν, προσηρμοσμένον είς τήν ήλικίαν τού μαθητου καί τήν ψυχικήν του άνάπτυξιν καί πρό παντός πλήρες κινήσεως καί δράσεως. Μικροπερίοδος λόγος, φυσικός διάλογος, διη- γηματική περιγραφή είναι στοιχεία Απαραίτητα τοιοότου ύφους διά ολην τήν σχολικήν περίοδον καί δλας τάς τάξεις τού δημοτικού σχο­ λείου. ’Αλλά πλήν τούτων Ανάγκη Ακόμη καί ή πλοκή τού λόγου καθόλου, ή σύνταξις καί ή φρασεολογία νά είναι είς Ικάστην βαθμίδα 10 Ανάλογα πρός τήν γλωσσικήν Ανάπτυξιν τοΰ μαθητου. Έ π ί τούτοις δέ,ΐνα μορφωθή τό καλολογικόν συναίσθημα τών μαθητών,ή γλώσσα όφείλει, παρ’δλην τήν προσέγγισίν της προς τήν φυσικήν τών παίδων λαλιάν, νά είναι πρότυπος, κυριολεκτική, κλασική, τοιαύτη έν γένει οϊαν μόνον τά Αληθή λογοτεχνήματα δύνανται νά παρουσιάσουν. Έ ξ ί σ ο υ δ έ σ η μ α ν τ ι κ ό ς σ κ ο π ό ς τών αναγνωστικών βιβλίων είναι νά έπιδιώκωσι διά τοΰ περιεχομένου των τον καθολι­ κόν σκοπόν τοΰ σχολείου, ή τ ο ι τ ή ν θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ή ν , η θ ι κ ή ν κ α ι έ θ ν ι κ ή ν Α γ ω γ ή ν . Διά τοΰτο πρέπει τό περιεχόμενόν των νά στηρίζεται είς τήν θρησκευτικήν τών 'Ελλήνων μαθητών άντίλη- ψιν, είς μίαν άνωτέραν γενικώς Ανθρωπίνην ήθικήν καί είς τήν έθνι­ κήν συνείδησιν καί τήν έθνικήν ζωήν, αποδιδόμενης Ιδιαιτέρας σημασίας είς τήν Ιξαρσιν τών φυλετικών προτερημάτων καί τήν καταπολέμησιν τών έλαττωμάτων. ’Επειδή δέ τό Αναγνωστικόν βίβλων είς τάς τέσσαρας πρώτος τάξεις είναι πρός τό παρόν τό μόνον τοΰ δημοτικού σχολείου, ορθόν είναι νά εκτείνεται είς δσον τό δυνατόν ποικιλωτέραν ύλην καί μορ­ φωτικά στοιχεία έκ τών διδασκομένων είς έκάστην τάξιν είς τά διά­ φορα μαθήματα, κυρίως δέ τά φυσιογνωστικά. 2) Τό Αναγνωστικόν τόσον καλύτερον επιτυγχάνει τούς ποικίλους σκοπούς του, δσον έλκυστικώτερο.ν είναι διά τον μαθητήν καί διε­ γείρει τό ένδιαφέρον του. ’Αλλά τίποτε δέν είναι τόσον ενδιαφέρον καί διά μικρούς καί διά μεγάλους δσον δ ζ ω ν τ α ν ό ς Γ ό δ ρ ώ ν . Α ν θ ρ ω π ο ς . Ή δράσις Ατόμου ή Ατόμων εμψυχώνει τό παν καί αύτή κατ’ εξοχήν προκαλοϋσα συγκίνησιν, θαυμασμόν ή αποστρο­ φήν, προκαλοϋσα είς , μίμησιν ή άποτρέπουσα δύναται κάλλιστα νά πραγμάτωση την θρησκευτικήν, ήθικήν καί έθνικήν Αγωγήν. 'Η ανθρώπινη όμως δράσις διά νά έξασκήση τοιαύτην έπίδρασιν είναι Ανάγκη νά Ιξελίσσεται ανέτως είς όλόκληρα τμήματα ζωής, είς πρά­ ξεις όλοκλήρους. Διά τόν λόγον τούτον καί πολλούς Αλλους ψυχολο­ γικούς καί παιδαγωγικούς φρονοΰμεν δτι τό Αναγνωστικόν δέν πρέπει νά είναι κατατεμαχισμένον είς μικρά διηγημάτια καί άλλα τεμάχια Ιγκυκλοπαιδικοΰ περιεχομένου, Ασχετα πρός Αλληλα, Αλλά πρέπει νά Ιχη Ινιαίαν ύλην καί νά διέπεται Από πραγματικήν έσωτερικήν ένό- τητα. Ή δέ ένότης αύτη είναι δυνατόν ή νά εκτείνεται είς όλόκλη- ρον τό περιεχόμενόν τού Αναγνωστικού, τό όποιον Ιν τοιαύτη περι- πτώσει άποτελεΐται έκ μιας συνεχούς διηγήσεως, ή νά περιορίζεται είς δλίγας Ικτενείς διηγήσεις Ανεξαρτήτους άλλήλων, έκάστη μέν τών 146 Άπό τή σχολική καθιέρωση τής δημοτικής -όποιων Αποτελεί ιδίαν Ινότητα, δλαι όμως όμού υπάγονται είς την κεντρικήν ιδέαν ή τάς κεντρικάς Ιδέας, έπί τών όποίων θά στηρίζε­ ται τό Αναγνωστικόν έκάστης τάξεως. Καίτοι δέ θεωροΰμεν καί τά •δύο ταΰτα είδη έξ ίσου ορθά, είς τάς Ανωτέρας τάξεις καλόν είναι νά προτιμηθή τό δεύτερον. Π αρ’ δλην δμως πάλιν τήν εσωτερικήν ενότητα χρειάζεται τοιαύτη π ο ι κ ι λ ί α είς τά καθέκαστα, ώστε τό παιδί νά κινήται έλευθέρως μέσα είς κόσμον Αληθινά πλούσιον. Διά τοΰτο γύρω άπό τήν κεν­ τρικήν ιδέαν πρέπει νά Αναπτύσσονται πολλά Ιπεισόδια, σκηναί ποι-* κιλότροποι καί τά τοιαύτα. 3) Ή πραγμάτωσις τού θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ο ύ σ κ ο π ο ύ τών Ανα­ γνωστικών θά έπιτευχθή Αναλόγως πρός τήν ψυχικήν Ιξέλιξιν, τήν ■Αντιληπτικότητα τών παίδων καί τό επιδεκτικόν αληθούς θρησκευτι­ κής συγκινήσεως δσον τό δυνατόν άγνοτέρας. Εκκλησιαστικοί τελεταί, οίον ή λειτουργία τών Χριστουγέννων, τής Αναστάσεως, τού Ιπιταφίου θά δώσωσιν Αφορμήν είς τήν υπό καλαισθητικήν μορφήν πρόσκλησιν θρησκευτικής συγκινήσειος. Π ρο­ σέτι δέ καί τό θαυμάσιον ή έκπληκτικόν ή περικαλλές είς τήν φυσιν, θά ΰποβοηθήση τήν άνυψωσιν τού μαθητου πρός τό θειον. 4) Πρός πραγμάτωσιν τού η θ ι κ ο ύ καί I θ ν ι κ ο ΰ σκοπού τού Αναγνωστικού βιβλίου έπιβάλλεται δπως τό περιεχόμενόν αυτού στη- -ρίζεται είς σύστημα Ιδεών, τό όποιον φυσικά θά Ικπηγάζη άπό την δρδσιν αύτομάτως χωρίς νά προσφέρεται δογματικώς. Έ π ί τή βάσει τοΰ συστήματος τούτου τών ιδεών θά άναπτυχθή :βαθμιαίως διά τής σειράς τών Αναγνωστικών βιβλίων δλων τών τάξεων τού δημοτικού σχολείου, τό σύνολον τών κοινωνικών καί Ατο­ μικών Αρετών, ,ένσαρκουμένων είς διαφόρους τύπους καί χαρακτή­ ρας Έ κ τώ ν χαρακτήρων δέ τούτων ΘΑ είναι;δυνατόν νά διαγραφή δ πολυσύνθετος καί Ιδανικός τύπος τούΈ λληνος καί γενικώτερον τού -Ανθρώπου. Είς τήν άνάπτυξιν τού Ιδεολογικού συστήματος θά προσχωρή- -σωμεν σύμφωνα μέ τήν ψυχολογικήν καί είδικώς τήν πνευματικήν κατάστασιν καί Ιξέλιξιν τού παιδιού. Ε ίς εκάστην τάξιν τοΰ βιβλίου •θά προβάλλωνται οί τύποι καί οί χαρακτήρες, α ί Ιδέαι καί α ί Αρε- ταί, πού θά είναι δυνατόν νά κατανοηθούν καί νά συγκινησουν Αλη­ θώς την ψυχήν τού παιδιού. Ε ννοείται δτι ή βαθμιαία αυτη περίοδος δέν σημαίνει, δτι θά τεθούν χονδροειδώς διαγεγραμμένα δρια καί σχολαστικοί καί μονο- Ά πό τή σχολική καθιέρωση της δημοτικής 147 μερεΐς φραγμοί, λ. χ. είς μίαν τάξιν φιλοπατρία καί τίποτε άλλο, είς άλλην Αλτρουΐσμός καί τίποτε άλλο κ.τ.τ. Ά λλ’ δτι ώς κεντρική Ιδέα θά διέπη τό βιβλίον ή'Ανάπτυξις ώρισμένων άρετών, κατανοητών καί αισθητών είς μαθητήν ώρισμένης ήλικίας. Δέν πρέπει δ’ άλλως νά λησμονηθή, δτι άρεταί τινες, οίον ή ευσέβεια, ή φιλαλήθεια, ή ευγένεια, ή Ιργατικότης, ή ευγνωμοσύνη, ή εύθύτης καί άλλαι δέν ; ύπόκεινται είς περιορισμούς λόγψ τής ήλικίας καί τού αώρου τών μαθητών κάί έπομένως δύνανται νά πρόβαλλωνται είς τόν μαθητήν άπό τής πρώτης ήμέρας καί καθ’ δλον τόν χρόνον τής είς τό σχο- λεΐον φοιτήσεώς’του. Ή π ρ α γ μ ά τ ω σ ι ς τ ο ύ ε θ ν ι κ ο ύ σ κ ο π ο ύ τού αναγνω­ στικού Ιδιαιτέρως επιτυγχάνεται καί έμμέσως μέ τό νά άντλήσωμεν τό περιεχόμενον τών βιβλίων κυρίως άπό τήν Ιθνικήν ζωήν, τήν χώραν καί τήν φύσιν τής πατρίδος μας, άπό τά ήθη καί έθιμα τά ελληνικά, άπό τά παραμύθια, τούς θρύλους, τάς Ιθνικάς παραδόσεις, καί άμέσως διά καθαρώς φρονηματιστικής καί πατριωτικής διδα­ σκαλίας στηριζομένης κυρίως Ιπ ί τής εθνικής Ιστορίας. Καί τούτο φυσικά θά επιτευχθή σύμφωνα μέ τήν ψυχικήν έξέλιξιν τών μαθη­ τών, ώστε ή έθνική διδασκαλία νά στηρίζεται Ιπ ί πραγματικής κατα- νοήσεως καί συγκινήσεως τών μαθητών καί νά άποφευχθή ή κενή λογοκοπία. ’Επίσης δέ δέον νά δοθή προσοχή δπως άποφευχφή 6 σωβινι­ σμός, ώς εμβάλλων είς τάς ψυχάς τών μαθητών περιφρόνησιν, μίσος κατ’ άλλων λαών καί Ικδικητικότητα τυφλήν, Ιν φ ή φιλοπατρία πρέπει νά θεμελιωθή προ παντός είς τήν καθαράν αγάπην τής πατρί- δος καί τής Ιλευθερίας, είς τήν εκτίμησιν τού Ιθνικού πολιτισμού καί τόν πόθον ύπέρ τής συντηρήσεως καί τής προαγωγής του, όφεί- λοντα νά έξυψωθή μέχρις αυτοθυσίας ΰπέρ τής πατρίδος. ’Επίσης δέον νά δοθή προσοχή'δπως μή συγχέωνται οί θρύλοι, τά παραμύ­ θια καί α ί παραδόσεις πρός τάς προλήψεις και δεισιδαιμονίας (π .χ. ξόρκια, προλήψεις περί κουκουβάγιας κ.τ.τ.), αί όποΐαι πρέπει νά Ικριζωθοΰν άπό τήν ψυχήν τού παιδιού. 5) Τό σύστημα τών ιδεών, Ιπ ί τού όποιου θά στηρίζωνται τά αναγνωστικά πρέπει νά μή προβάλλεται δογματικώς καί μέ τήν μονομέρειαν καί τήν Ακαμψίαν καί τήν εμφανή διδακτικήν τάσιν, τήν συνήθη είς τοιαΰτα βιβλία, Αλλά νά πηγάζη Από τήν ποικιλίαν, εύκαμψίαν καί τό "ΐλνσύνθετον τής πραγματικής ζωής. Ο ί διάφοροι χαρακτήρες πρέπει νά διαγράφονται πραγματικοί καί νά Ιμφανί- 148 Ά π ό τή ’σχολική καθιέρωση τής δημοτικής Άπό ,τη σχολική καθιέρωση τής δημοτικής 149 ζουν τάς Αντιθέσεις τής ζωής. ’Ιδιαιτέρως δέ πρέπει νά επικρατή είς τά βιβλία ή ίλαρότης· ό δέ δλος τόνος νά προκαλή τήν χαράν τών παιδιών, τά όποια εχουσιν δλως ίδιάζουσαν ροπήν πρός τά ευάρε­ στα συναισθήματα. 6) Τοιαύτην ενσάρκωσιν ίδεολογικού κόσμου μόνον πραγματικόν Λογοτέχνημα δύναται νά δώση. Διά τούτο ή λογοτεχνική μορφή είναι Απαραίτητος, διά νά είναι τό Αναγνωστικόν Αληθώς μορφωτικόν βιβλίον. Ή δέ λογοτεχνική μορφή τών βιβλίων δέν πρέπει·νά θυσιά­ ζεται είς τούς άλλους σκοπούς. Β ' Ώ ς Ιλέχθη Ανωτέρω είς τήν δλην σειράν τών αναγνωστικών θά •γίνη προσπάθεια νά παρουσιασθή τό σύνολον τών τε Ατομικών καί τών κοινωνικών Αρετών Ά λλ’ Ιπειδή τό άτομον ζή εντός τής κοι­ νωνίας, δπου καί εκδηλώνονται καί α ί άτομικαί καί αί κοινωνικοί •Αρεταί καί δή Ιντός ώρισμένων κοινωνικών καί πολιτειακών όργα- νώσεων, είναι Ανάγκη ευθύς έξ Αρχής νά παρουσιάζεται είς τόν ■μαθητήν ή δράσις τού Ανθρώπου Ιντός τοιούτων δργανώσεων.καί •δή νά προβαίνωμεν άπό τάς εγγύτερας είς τόν μαθητήν πρός τάς συνθετωτέρας καί άνωτέρας, ΐνα καταλήξωμεν είς τήν όργάνωσιν τής πολιτείας. Ούτο>ς είς τήν Α ' τ ά ξ ι ν , ή δράσις θά περιστροφή εντός τού κύκλου τής ο ι κ ο γ έ ν ε ι α ς . Ώ ς συνολικόν σκοπόν θά Ιχη τήν Ανά- πτυξιν τής οικογενειακής ζωής καί τήν καλλιέργειαν τών συναισθη­ μάτων §φ’ ών θεμελιοΰται αύτη. Ά π ό τάς άτομικάς άρετάς θά εξαρθώσιν α ί συντείνουσαι είς τήν αύτοσυντηρησίαν, οίον καθαριό- της, εγκράτεια, θάρρος, φιλοπονία κ.τ.τ. από τάς κοινωνικάς ή Αγάπη πρός τούς γονείς, τούς Αδελφούς, ή φιλαλληλία, ή φιλαλήθεια, ή πει­ θαρχία, ή εύσχημοσύνη, ή αξιοπρέπεια, ή Αγάπη πρός τά ζφα. Είς τήν Β ' τ ά ξ ι ν θά έπιδιωχθή τό κορύφωμα τής Ατομικής ■αυθυπαρξίας, εν συνδυασμφ πρός τήν Αλληλοβοήθειαν καί Αλληλεγ­ γύην μετ’ άλλων Ατόμων. Πλήν τών Ανωτέρω Αρετών θά καλλιερ- •γηθώσιν ή Ανδρεία, ή Ιργατικότης, ή υπομονή, ή επιμονή, ή τάξις, ή φιλομάθεια, ή φιλαλληλία έξω τού οικογενειακού κύκλου, ή πει­ θαρχία, ή συνεργατικότης. Είς την Γ ' τ ά ξ ι ν ώς κυρία Ιδέα θά χρησιμεύση ή προαγωγή τής κ ο ι ν ο τ ι κ ή ς Α λ λ η λ ε γ γ ύ η ς , Ικ παραλλήλου πρός τήν τελειο- ποίησιν τής Ατομικότητος. Ή . δράσις είναι καλύτερον νά διεξάγηται άπό παιδιά, λ. χ. άπό μίαν σχολικήν τάξιν. Ούτω θά έμφανισθή μίσ. ομαδική Ινέργεια Ιντός της οποίας διά ποικίλων σκηνών και Ιπέι- σοδίων θά δοθή άφορμή νά Αναπτυχθούν πολλαΐ άτομικαι καί κοι- νωνικαί αρεταί. Κοινοτικά εργα, οΐον δρόμοι, Αλληλοβοήθεια κατ φιλανΟρωπική δράσις, Αλληλεγγύη, συνεργατικότης, κοινωνική πει­ θαρχία, κοινωνική δικαιοσύνη, ύποταγή είς τό κοινόν Αγαθόν, γνώ- σις καί Αγάπη τής έλληνικής φύσεως καί τών ελληνικών ήθών τού- Αγροτικούς ποιμενικού, ναυτικού ή Αστικού βίου ώς θεμέλιον τής. πρός τήν ελληνικήν πατρίδα Αγάπης σ κ η ν α ί θρησκευτικής ζωής,, προκαλούσαι θρησκευτικήν συγκίνησιν καί εξαρσιν πρός τό θεΐον* θά παρουσιασθώσιν είς τόν μαθητήν ώς στοιχεία συνυφασμένα πρός τήν κυρίαν ιδέαν τού έργου. Είς τήν Δ ' τ ά ξ ι ν ώς κυρία Ιδέα θά χρησιμεύση ή γνώσις καί Αγάπη τής π α τ ρ ί δ ο ς ώς συνόλου,. Ό μαθητής πρέπει νά γνωρίση τήν Ελλάδα, ώς τήν χώραν, !ν ή διεδραματίσθη τό υψηλόν δράμα τής πατρίου ιστορίας τής όποιας την πρώτην περίοδον, την Αρχαίαν, διδάσκεται είς αύτήν τήν τάξιν,. τήν. Ελλάδα επίσης ως χώραν ώραίαν καί ώς πηγήν πλούτου ’καί δυνάμεως διά τό τέκνα της, έάν Αγαπήσωσιν αύτήν καί θελήσωσι νά. έργασθώσιν Ιν αύτή καί ύπέρ αυτής. Ως κέντρον δράσεως δυνατόν νά χρησιμεύση ταξίδιον παιδιών- Ανά την 'Ελλάδα, ένυφαινομένων εΐς τήν δράσιν καί διηγήσεων !κ. ’τή? άρχαιας Ιδίως Ιστορίας, όποθεν καί παραδείγματα υψηλά Αγά­ πης καί θυσίας διά τήν πατρίδα θά αντληθώσι. Έ κτος Από τάς Ιπιτευχθείσας είς τάς άλλας τάξεις άρετάς θά καλ- λιεργηθώσιν ίδίρ ένταύθα ή φιλοπατρία ή Ανδρεία, δ αύτοσεβασμός,. ή συναίσθησις τού καθήκοντος, ή φιλοπονία, ή οικονομία. Ε ίς τήν Ε ' τ ά ξ ι ν ώς κυρία Ιδέα θά χρησιμεύση ή ό π έ ρ τ ή ς π α τ ρ ί δ ο ς α υ τ ο θ υ σ ί α . Ή αύτοθύσια ώς θυσία ζωής διά τήν Ιλευθερίαν καί τήν άμυναν τής πατρίδος καί τά Ιδανικά της καί ακόμη ως θυσία τών Ατομικών Αγαθών ύπέρ τών κοινών Αγαθών- καί τού Ιθνικοΰ καί γενικώς τοΰ Ανθρωπίνου πολιτισμοΰ.- Ως κέντρον τής δράσεως δύνανται νά χρησιμεύσωσι σύγχρονοι·, ή καί ιστορικαί πράξεις (ίδίρ έκ τής βυζαντινής Ιστορίας) είς μίαν ή καί περισσότερός ένότητας. Πλήν τών λοιπών Αρετών Ινταύθα θά τονισθή ή Ιν τή συγκροΰσει τών καθηκόντων ύπερίσχυσις τών πρός τό συνολον, θά Ιξαρθή δέ ομοίως ή ίδιάζουσα είςτήνέλληνικήν Ιστορίαν σχέσις τής θρησκευτικής πίστεως πρός τήν Αγάπην τής πατρίδος. 160 Ά π ό τή σχολική καθιέρωση τής δημοτικής Άπό τη σχολική καθιέρωση τής δημοτικής 151 Είς την Τ ' τ ά ξ ι ν ώς κυρία ιδέα θά χρησιμεύση. ή π ο λ ι ­ τ ε ι α κ ή δ ρ γ ά ν ω σ ι ς . Ή πολιτειακή όργάνωσις θά Ιξαρθή ώς έξυπηρετική τής συντηρήσεως καί προαγωγής τού συνόλου τών υλι­ κών καί πνευματικών καί έθνικών καθόλου Αγαθών. Ή πολιτεία δέν θά έμφανισθή ώς τό κράτος μιάς κοινωνικής τάξεως, Αλλά τού συνό­ λου ύπέρ τής προκοπής τοΰ οποίου έργάζεται· θά είναι ό ύπατος ρυθμιστής τών συμφερόντων τού συνόλου, καί ό φρουρός τών δικαιωμάτων Ικάστου πολίτου, Απαιτών τόν Αμοιβαΐον σεβασμόν τών δικαιωμάτων καί Ιπιβάλλων την έκπλήρωσιν τών καθηκόντων πρός τους λοιπούς πολίτας καί αύτήν την Πολιτείαν. Άλλ* ή Πολιτεία ρυθμίζουσα τάς κοινωνικάς Αντιθέσεις καί τά άλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα έξελίσσεται αύτή αύτη προοδευτικώς. Ά ρ α ή έννοια τής προόδου θά Ιξαρθή ώς προϊόν τής καλώς Ιννοουμένης καί τηρουμέ- νης πολιτειακής τάξεως. Α ί ατομικαί καί κοινωνικοί Αρεταί α ί όποϊαι θά καλλιεργηθώσι καί είς τήν τάξιν ταύτην θά συντρέχωσιν είς τήν έμφάνισιν ένός Ιδα­ νικού τύπου νεωτέρου Έλληνος, χριστιανού καί Ανθρώπου. Ώ ς κέντρον τής δράσεως δύναται νά χρησιμεύση είς μίαν ή καί πλείονας ενότητας Ιστορική τις έποχή καί δη έκ τής νεωτέρας ελλη­ νικής ιστορίας, ίσως ή έποχή τού Καποδιστρίου. Έ ν Ά θήναις τή 18 Μαρτίου 1918. Τά μέλη Δ. Λάμψας, Α. Τραυλαντώνης, Ζαχ. Παπαντωνίου. Ά λ. Δελμούζός, Μ. Τριανταφυλλίδης, Δ. Άνδρεάδης, Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η ΓΑ σ υ νέδρ ιο χ& ν ¿πι&Βο>ρητών. Έ πειτα άπό τή σειρά ιώ ν μαθημάτων καί φροντιστηρίων πού είχαν όργανωθή άπό τούς ανώτερους έπόπτες στήν ’Αθήνα καί στόν Πειραιά τήν άνοιξη τοδ 1918 καί 1919 γιά νά μυηθοδν οί δημοδιδάσκαλοι των δύο αδτών πόλεων στήν έκπαι- δευτική μεταρρύθμιση (βλ. Δελτίο 7 (1919) 212-214), γιά τόν ίδιο σκοπό είχε άπο- φασιστή από τό ’Εκπαιδευτικό συμβούλιο νά γίνουν ανάλογα μαθήματα καί συζη- τήσεις γιά τό σώμα τών έπιθεωρητών τής δημοτικής έκπαιδεύσεως (πράξ. 244, 26 Ίαν. 1919 καί πράξ. 259, 80 Μαρτ. 1919). Πρός τό σκοπό αυτό στάληκε στόν καθένα τους τό άκόλουθο γράμμα: Έ ν Άθήναις τή 15 Φεβρουάριου 1919 Κύριε Έπιθεωρητά, - 7 Ή διά τοΒ νόμου 1332 έγκαινισθείσα γλωσσική μεταρρΰθμισις είς τήν δημοτι­ κήν έκπαίδευσιν έχει ώς αποτέλεσμα νά μεταβάλλη είς πολλά ριζικώς τό σύστημα τής γλωσσικής διδασκαλίας, τό όποιον ήκολουθείτο μέχρι τοΒδε είς τό δημοτικόν σχολείον, φυσικόν δέ είναι νά γεννηθοδν άρκεταί δυσχέρειαι εις τό διδακτικόν προ­ σωπικόν μέχρις δτου προσανατολιοθή πρός τήν νέαν κατάστασιν, απαλλαγή άπό τά δεσμά τής μέχρι τοδδε γλωσσικής διδασκαλίας καί κινηθή έλευθέρως καί με νέαν δρμήν καί ζωήν εντός τοδ άνακαινιζομένου σχολείου. Διά νά δπερνικηθοδν ταχύτερον καί εόκολώτερον αί δυσχέρειαι αδται απαιτεί­ ται ιδιαιτέρα καθοδήγησις τοδ προσωπικού, πρωτίστως διά τών κ. κ. έπιθεωρητών τής δημοτικής έκπαιδεύσεως, οί όποιοι έρχονται είς συχνήν καί άμεσον επαφήν πρός τους διδασκάλους. Ά λ λ ’ ίνα καί οί κ . κ . έπιθεωρηταί προβαίνωοιν είς τήν καθοδήγησιν ταύτην τών διδασκάλων όρμώμενοι άπό ένιαίων άντιλήφεων έθιω- ρήθη σκόπιμον όπως συμφώνως πρός τό άρθρον 15 τοδ νόμου 1439 δοθώσιν είς τούς κ. κ . έπιθεωρητάς συνερχομένους είς Αθήνας σχετικαί όδηγίαι δπό τύπον διαλέξεων, μαθημάτων καί φροντιστηριακών άσκήσεων. Τό Ιργον τοδτο άνετέθη δι’ άποφάσεως τοδ Εκπαιδευτικού συμβουλίου, είς ήμας, ώς χρόνος δέ συγκεντρώ- σεως δμών είς ’Αθήνας ώρίσθη τό άπό 20 ’Απριλίου μέχρι τέλους Μαίου χρονικόν διάστημα. Ή ήμίρα της ενάρξεως των μαθημάτων θά γνωστοποίησή πρός δμάς έν καιρω δπό τοδ 2«6. Τπουργείου. ’Εκτός δέ των κατά τό εδ. δ', τοδ άρθρου 14 τοΟ νόμου 567 δδοιπορικών δμιδν εξόδων θέλει χορηγηθή είς έκαστον έξ δμων κατ’ άπό· φασιν τοδ Υπουργικοί) συμβουλίου έκτακτος άποζημίωσις μέλλουσα νά άνέλθη είς 300 δρ. ώς έγγιστα. Τά μαθήματα ταδτα, είς τά δποία ή συμμετοχή είναι κατά τό άρθρον 15 τοδ νόμου 1439 ύποχρεωτική, θά είναι α’) γ λ ω σ σ ι κ ά , β’) φ ι λ ο λ ο γ ι κ ά καί Τ’) π α ι δ α γ ω γ ι κ ά , προστιθεμένων είς τούς κυρίους τούτους κύκλους καί δ’) σειράς διαλέξεων περί τών φυσιογνωστικδν μαθημάτων καί ε’) διαλέξεων περί τής ίσχυούσης νομοθεσίας τής δημοτικής Ικπαιδεόσεως. Είς τήν διεξαγωγήν τών Τό συνέδριο τών έπιθεωρητών 153 μαθημάτων καί διαλέξεων θέλουσι μετάσχει πλήν ήμών καί οί κ. κ . Δ. Γληνός, Δ. Λάμψάς, Δ. Γεωργακάκις καί Ί . Βαχαβιόλος. "Ινα δέ ή έργασία, ή δποία θά συντελεσθή κατά τό άναγκαίως βραχύ διάστημα τής συνεργασίας ήμών τούτης, άποβή όσον τό δυνατόν τελεσφόρος, έθεωρήσαμεν σκόπιμον όπως γνωστοποιήσωμεν είς δμάς άπό τοδδε καί τών κυριωτέρων μαθη­ μάτων τόν σκοπόν καί τό γενικόν διάγραμμα καί τών φροντιστηρίων τά θέματα, ίνα δοθή είς δμάς άφορμή τοδτο μέν νά προσανατολισθήτε είς τήν έργασίαν ταύ­ την, τοδτο δέ νά προπαρασκευασθήτε διά τήν συμμετοχήν σας είς τά φροντιστήρια. Τά γ λ ω σ σ ι κ ά μαθήματα σκοπόν θά έχουν νά καταδείξουν τήν ιστο­ ρικήν γένεσιν, τήν γραμματικήν καί τήν σχολικήν χρησιμοποίησιν τής κοινής δμι- λουμένης (δημοτικής) γλώσσης, ή δποία εϊσάγεται είς τδ δημοτικόν σχολείον ώς κύριον γλωσσικόν δργανον καί σκοπος τής γλωσσικής διδασκαλίας, καί ή όποια κατά τήν χαρακτηριστικήν έκφρασιν τής εισηγητικής έκθέσεως τοδ σχετικού Δια­ τάγματος τής έν Θεσσαλονίκη προσωρινής Κυβερνήσεως, στηριζομένη «είς τά δπό τών δημοτικών ασμάτων καί των μεγάλων ποιητών τής νεωτέρας Ε λλάδος παρε­ χόμενα πρότυπα καί τό πανελλήνιον γλωσσικόν αίσθημα τοδ προφορικοί λόγου πρέπει νά άποφεύγη πάσαν τάσιν είτε πρός τόν καθαρισμόν καί τόν αρχαϊσμόν είτε πρός τόν καλούμενον μαλλιαρισμόν». Τά φ ι λ ο λ ο γ ι κ ά μαθήματα κύριον σκοπόν θά έχουν νά εισαγάγουν δμάς είς βαθυτέραν έπίγνωσιν τών λογοτεχνικών δημιουργημάτων τοδ έλληνικοδ λαοδ, τών έκπηγασάντων άπό τήν χρήσιν ίδίφ τής ζωντανής γλώσσης, έν αντιπαρα­ βολή καί πρός τήν λογίαν παράδοσιν μετά τών εξ αύτής έκπηγασάντων λογο­ τεχνημάτων. Τά δέ π α ι δ α γ ω γ ι κ ά μαθήματα σκοπόν θά έχουν νά αναπτύξουν πρός δμάς τό σύστημα τών περί νεοελληνικής αγωγής ίδεών άπό τών δποίων όρμάται καί ή γλωσσική καί ή καθόλου έκπαιδευτική μεταρρύθμισις, συνάμα δέ νά θίξουν διδα­ κτικά τινα προβλήματα σχετιζόμενα μέ τήν εισαγωγήν τής νέας γλώσσης είς τό δημοτικόν σχολείον. Τών δέ φ ρ ο ν τ ι σ τ η ρ ί ω ν θ έ μ α τ α ώρίσθησαν τά έξής: Α") Τά « Ψ η λ ά β ο υ ν ά». ’Αναγνωστικόν τής Γ' Δημοτικού. (Άνάλυσις τοδ έργου άπό άπόφεως περιεχομένου. Έκτίμησις αδτοδ έν συγκρίσει πρός τά παλαιό- τερα. Τρόπος διδασκαλίας). Β-) Αί νεοελληνικά! δημοτικαί π α ρ α δ ό σ ε ι ς καί ή χρησιμοποίησίς των είς τό δημοτικόν σχολείον. (Έκτίμησις τών παραδόσεων. Ε πιλογή διά τό δημοτικόν σχολείον. Τρόπος διδασκαλίας). Κύριον βοήθημα: Πολίτου, Νεοελληνικαί Παρα­ δόσεις. Τόμος Α’. Γ’) Α ί γ ρ α π τ α ί σ υ ν θ έ σ ε ι ς τών μαθητών τοδ δημοτικοΟ σχολείου. Σκοπός καί σημασία τών συνθέσεων. Χρόνος ένάρξεως τοδ μαθήματος. ’Εκλογή τών θεμάτων. Μεθοδική τής διδασκαλίας. Βοήθημα: Καλιάφα, Τό μάθημα τών συνθέσεων. Περιοδικόν Α γω γή , τόμ. 1. Δ') Κεντρικαί ίδέαιτοδ βιβλίου « Γλ ώσσ α κα ί Ζωή» τοδ Έ λ . Γιαννίδη, ίδίφ ώς πρός τήν σχέσιν γλώσσης καί σχολείου. Βοηθήματα: Φ. Φωτιάδη, Τό γλωσσικόν ζήτημα καί ή έκπαιδευτική μας άναγέννησις. Α. Δελμούξου, Τρία χρόνια δάσκαλος. Ε') Τό λ ε ξ ι λ ό γ ι ο ν τών νέων αναγνωστικών τών τριών πρώτων τάξεων τοδ βημοτικοδ σχολείου. (Σχέσις του λεξιλογίου τούτου πρός τό λεξιλόγιον τών 154 Επιθεώρηση μαθητών, Σύγκρισις πρός τό λβξιλόγιον τ®ν παλαιοτέρων βιβλίων. Ά ρεταί καί. έλαττώματα τών νέων βιβλίων δπό τήν Ιποψιν ταύτην. Διδακτικά πορίσματα τής νέας μορφής τδ ν άναγνωότικδν). Τ ') *0 Ε θ ν ι κ έ ς " Γ μ ν ο ς είς τό δημοτικόν σχολείον. (Έκτίμηοις τοΰ . ποιήματος τοΰ Σολωμοδ. θά διδαχθή δλόκληρον τό ποίημα ή μέρη μόνον καί ποια; καί είς ποίαν τάξιν; Πώς Θ4 διδάξωμεν τό προοίμιον (Στροφή 1-17) εις τήν Τ' τάξιν;) Βοηθήματα: Προλεγόμενα. Ί . Πολολα εις τήν έκδοσιν τών ποιημάτων τοδ Σολωμοδ (άνετοπώθηοαν εις τήν Έκπαιδεοτικήν Έπιθεώρησιν τόμ. Α’.) Προλεγό­ μενα Κ. Παλαμά εις τά έργα τοδ Σολωμοδ. Έκδοσις Βιβλιοθήκης Μαρασλή. Ζ') Ή ό ρ θ ο γ ρ α φ ί α των νέων άναγνωότικδν τδν τριών πρώτων τάξεων τοδ δημοτικοδ οχολείοο. (Ή τάσις πρός άπλοποίησιν τής όρθογραφίας. Έκτίμηοις τοδ όρθογραφικοδ οοοτήματος τδν νέων αναγνωστικών καί σύγκρισις πρός τήν όρθογραφίαν τδν παλαιών άναγνωότικδν. Βοηθήματα: Μ. Τριανταφυλλίδη, Ή όρθογραφία μας. Έ κ τδ ν θεμάτων τούτων ϊκαοτος έπιθεωρητής είναι ύποχρεωμένος μόλις λάβη καί μελετήοη τήν παροδοαν, νά έκλέξη Ιν εις τό όποιον θά άσχοληθή καί θά προ- παραοκεοαοθή ιδιαιτέρως έκτός τής -γενικής προπαραοκεοής, τήν δποίαν είναι, άνάγκη νά κάμη δι* βλα, ίνα δυνηθή μετΤΙπιτοχίας νά λάβη μέρος εις τάς οχετι- κάς συζητήσεις. Τό πρότιμηθέν θέμα είναι άνάγκη νά γνωσστοποιηθή άμέβως εις ήμδς διά τηλεγραφήματός σας. 'Ημείς δε έγκαίρως θέλομεν ειδοποιήσει δμδς άν ώρίσθητε εισηγητής ή σονβισηγητής τοδ θέματος. Κατά τήν διεξαγωγήν τοδ Φρον­ τιστηρίου δ μέν δρισθείς δ ς εισηγητής θέλει δμιλήσει πρώτος από χειρογράφου καί δή μέχρις ήμισείας κατ’ άνώτατον δριον ώρας, οί δέ δύο σονεισηγηταί, οίτινες θά είναι δυνατόν δλίγας ήμέρας πρό τοδ φροντιστηρίου νά λάβωσι γνώσιν τδν σκέψεων τοδ είσηγητοδ, θά δμιλήσωσιν επί έν τέταρτον τό πολύ συμπληροδντες ή άντικρούοντες ή καί συμφωνοδντες πρός τόν εισηγητήν. Μετά δέ ταδτα θέλει, έπακολουθήσει έλευθέρα συζήτησις έπί των κυρίων σημείων τοδ θέματος. Έ κ τδν άνωτέρω άναφερομένων βοηγηθημάτων άποστέλλομεν πρός δμδς τά έξής.... Ώ ς καλώς δ’ έννοείτε ή άκριβής συμμόρφωσις ήμών πρός τάς διά τής παροόσης διδο- μένας δδηγίας καί ή ζωηρά καί πρόθυμος δμών συμμετοχή είς τά μαθήματα είναι, έκ τδν πλέον σημαντικών δρων τής έπιτυχίας τής μεταρρυθμίσεως, ήτις κέκληται ν’ ανακαίνιση τό δημοτικόν σχολείον. Οί ανώτεροι έπόπται τής δημοτ. έκπαιδεύσεως Α. Δελμοδζος, Μ. Τριανταφυλλίδης. Στά θέματα γιά τή συζήτηση προστέθηκε στό μεταξύ καί «Τό νέο αλφαβητά­ ριο» (τοδ κράτους). Στους δμιλητές προστέθηκαν καί οί κ . κ . I. Σρυσάφης, τμη- ματάρχης τοδ ύπουργείου τής παιδείας- καί Σ. Ίασεμίδης, τμηματάρχης τοδ δπουργείου τής Γεωργίας, καί ώρίστηκε γιά τά μαθήματα τό άκόλουθο γ ε ν ι κ ό π ρ ό γ ρ α μ μ α : Γληνός. Ή ν ε ω τ έ ρ α έ κ π α ι δ ε υ τ ι κ ή κ ί ν η σ ι ς , Ιξεταζομένη ίδίως άπό τήν κοινωνιολογικήν άποψιν, Τά προβλήματα τής νεοελληνικής ψυχής.—Δ ιΙ - μονζος. *Η ν ε ο ε λ λ η ν ι κ ή λ ο γ ο τ ε χ ν ί α . Άνάλυσις τδ ν άξιολογωτέρων της έργων, άπό άπόψεως αισθητικής, εθνικής καί έκπαιδευτικής.— Λ όμψ ας. Αί κ α λ α ί τ έ χ ν α ι . Ζωγραφικά, γλυπτικά καί άρχιτεκτονικά έργα τοδ νέου έλλη- νισμοδ άπό άπόψεως αισθητικής, έθνικής καί έκπαιδευτικής.— Τριανταφυλλίδης. Η ν έ α σ χ ο λ ι κ ή γ λ ώ σ σ α . Εισαγωγή ιστορική είς τήν νέαν Ιλληνικήν. Ή Τό συνέδριο των έπιθβωρητών 15& σύστασις κ α ί ή γραμματική τής δημοτικής. Ή σχολική τη ς χρησιμοποίησις. Β α χ α β Μ ο ί .— Περί τοδ τρόπου τής ένεργείας τών έ π ι θ ε ω ρ η τ ώ ν έπί δια­ φόρων ζητημάτων.—Γ εφ ρ γα κ ά χ ιί. Μεθοδική τδ ν φ υ σ ι ο γ ν ω σ τ ι κ δ ν καί τής γ ε ω γ ρ α φ ί α ς .—Ί α σ ιμ ίδ η ί. Οί σ υ ν ε τ α ι ρ ι σ μ ο ί καί ή σημασία των.—Δ ά μ- φα?· Τό καθόλου έ ρ γ ο ν τ ώ ν έ π ι θ ε ω ρ η τ ω ν.—Χ ρναάφης. Τό νέον ανα­ λυτικόν πρόγραμμα τής γ υ μ ν α σ τ ι κ ή ς . Ε ι σ η γ η τ έ ς στά φροντιστηριακά θέματα είχαν δριστή στό μεταξύ οί Ακό­ λουθοι : 1) Νεοελληνικοί παραδόσεις, Δ. Κοντογιάννης, Δ. Δέπος—2) Γραπταί συν­ θέσεις, Γ. Σταματάτος, Β. Παπαγεωργίου, Σ. Κυριακίδης— 3) Ψηλά βουνά, Π. Παναγόπουλος, Ί . Καπερνάρος—4) Τό νέον άλφαβητάριον, Δ. Άνδρεάδης, Κ. Μ πακανάκης— 5) *0 έθνικός δμνος, Β. Σταματέλος, Κ. Βλάχος, Γ. Μπούρας— 6) Ή όρθογραφία τών νέων άναγνωότικδν, X. Λούπας, Α. Άνδρίτσος— 7) Τό βιβλίο τοδ Γιανίδη, Δ. Ζαφειρακόπουλος, I. Σταυρακάκης, Γ. Εαράτσαλος— 8) Τό λεξι­ λόγιο τδ ν νέων άναγνωότικδν, Π. Μπακανάκης, Ζ. Καπερνάρος, Μπρούστας. Στίς 24 ’Απριλίου π . μ . έγινε στό Σύλλογο τών ωφελίμων βιβλίων μιά ανεπίσημη συγκέντρωση τδ ν κ. κ . έπιθεωρητδν, όπου οί άνώτεροι έπόπτες καί δ γεν. γραμ­ ματέας τοδ δπουργείου έδωσαν μερικές γενικές έξηγήσεις καί βδηγίες, ίδίως γιά τή λειτουργία τδ ν φροντιστηρίων, καί στις 25 Ά π ρ . τό άπόγεμα έγινε ή επίσημη έναρξη στήν αίθουσα τής ’Αρχαιολογικής Ιταιρείας, δπου καί συνεχίστηκαν τά μαθήματα. Ό δπουργός κ. Λίγκας, περιστοιχισμένος άπό τό έκπαιδευτικό συμ­ βούλιο χαιρέτησε τούς καλεσμένους μέ τ’ ακόλουθα λόγια ι Α ξιότιμοι Κύριοι Τήν συνέλευσίν σας χαιρετίζω, ώς προϊστάμενος τής παιδείας, μετ’ έξαιρετι- κής εύχαριστήσεως καί χαρας. Ά φ ’ διού κατά τό 1895 διά του Νόμου .ΒΤΜΘ’ ίδρύθη δ θεσμός τδ ν έπιθεωρητδν τής Δημοτικής έκπαιδεύσεως, είναι ή πρώτη φορά, καθ’ ήν οί λειτουργοί τής σημαντικωτάτης τάύτης έκπαιδευτικής δπηρισίας συνέρχονται έπί τό αύτό πρός μελέτην ζητημάτων άμεσώτατα σχετιζομένων μέ τό έργον των. Καί έκ τής συγκεντρώοεως ταύτης δέν είναι δυνατόν ή νά προσδοκών- ται τά μέγιστα άγαθά διά τήν Δημοτικήν έκπαίδευσιν, διότι οί έπιθεωρηταί αύτής είναι οί μάλλον Ινδεδειγμένοι όπως γίνωνται οί ρυθμισταί τής καλής λειτουργίας καί οί μοχλοί τής προόδου τής λαϊκής παιδείας.... Ή έκπαίδευσίς μας, ώς γνωστόν, έχει νά έπιλύση πολλά καί έπείγοντα προ- βλήματά της. Καί δυνάμεθα νά είπωμεν, ότι ή πρόοδος άρχίζει διά πάντα κλάδον, άφ’ ής στιγμής ένατενίζονται θαρραλέως καί μετά σοβαρότητος καί είλικρινοδς προθέσεως πρός έπίλυσιν τά ίιφιστάμενα έν τή πραγματικότητι προβλήματα, όπως καί πάλιν στασιμότης δπάρχει έκεί δπου παραβλέπεται ή παρασιωπάται ή δέν είναι αισθητή ή Οπαρξις ζητημάτων πρός λύσιν. Έ κ τδ ν πολλών καί έπειγόντω νέκπαι- δευτικών ζητημάτων, άτινα άπασχολοδσι τήν πολιτείαν καί τήν κοινωνίαν καθό­ λου, δέν πρόκειται νά έξετασθώσι κατά τήν τωρινήν συγκέντρωσιν εί μή ολίγα τινά, τά κυριώδη- Μεταξύ τών οπουδαιοτέρων έξ αύτών είναι ή έξέτασις τής τελευ­ ταία; μεταρρυθμίσεως έν τή έκπαιδεύσει, ήν έπεχείρηόεν ή πολιτεία άπό διετίας διά τής εισαγωγής τής διδασκαλίας τής κοινής δμιλουμένης γλώασης είς τό δημο­ τικόν σχολείον. ’Από μακροδ δφίστατο ή κατά του δημοτικού σχολείου κατάκρισις ότι δέν άγει είς τέρμα ικανοποιητικόν τήν γλωσσικήν διδασκαλίαν καί ότι τοιουτοτρόπως Επιθεώρηση τά έννέα δέκατα τοδ λαοδ, τά άποφοιτώντα μόνον 4κ τοδ δημοτιχοβ σχολείου παραμένουν έσχερημένα γλωσσικού οργάνου πρός ίκανοποίησιν τών πνευματικών Αναγκών των καί πρός προαγωγήν των. Τήν θεμελιώδη ταύτην Ιλλειφρν έπιζητεί νά θεραπεύση ή εισαγωγή τής κοινής δμιλουμένης γλώσσης ώς γλωασικοδ οργά­ νου εις τό δημτιχόν σχολείον. Ή κυβίρνησις τών φιλελευθέρων, ήτις τήν δλην πολιτειακήν όργάνωσιν Αντιλαμβάνεται ίπί τό δημοκρατικώτερον καί μάλλον σύμ­ φωνον πρός τήν ψυχήν τοδ Έ λληνος, δέν ήτο δυνατόν παρά νά ζητήση καί έν τφ θέματι τούτφ τήν έπί τδ ίημοκρατικώτερον ρύθμισιν τής δημοτικής έκπαιδεύσεως, συμφώνως πράς τάς πραγματικός τοδ λαοδ άνάγκας. Αλλ ή έπίλυσις ένός τόοον θεμελιώδους προβλήματος είναι προφανές δτι απαιτεί, άφ’ ένός μέν σειράν πολιτειακών μέτρων κατατεινόντων εις τήν έπιτυχή έφαρμογήν τής προκριβείοης λύσεως, άφ' έτέρου δ* εργασίαν σύντονον των έκπαι- δβυτικών λειτουργών πρός άντιμετώπισιν τής νέας καταοτάσεως. ‘Η κεντρική δπηρεσία τοδ δπουργείου, προβαίνουσα μετά πολλής προσοχής καί περισκέψεως καί επί άσφαλών βάσεων εις δλα τά έκ τής μεταβολής ταύτης ένδεικνυόμενα μέτρα, έχει ανάγκην πρώτιστα τής δμετέρας συνεργασίας. Είναι Ανάγκη άφ’ ένδς μέν νά κατανοηθή καλώς ή έννοια, δ σκοπός καί ή ουσία τής έπιχειρουμένης μεταρρυθμίσεως καί ή μέθοδος τής έφαρμόγής αθτής, ίνα κατευθύνητε άναλόγως καί δμείς τήν έργασίαν σας εν τή περιφερέίφ τής δράσεώς σας, άφ' έτέρου δέ νά θποβειχθώσι καί έκ μέρους δμών δσα τυχόν μέτρα ήθέλατε κρίνει άναγκαϊφ πρός άσφαλεστέραν έπιτυχίαν τοδ έργου. Πλήν τοδ αντικειμένου τούτου τών έργασιών σας καί τών άλλων δσα οί άνώ- τεροι λειτουργοί τής παιδείας, οί μέλλοντες νά συνεργασθιοσι μεθ’ δμών, θέλουσι θίξει, όφείλω νά τονίσω δτι καί ή προσωπική καί άμεσος δπηρεσιακή ΰμών έπι- κοινωνία μετά τοδ κέντρου, εάν καλώς έπωφεληθήτε τοδ χρόνου τής ένταδθα παραμονής, δόναται πλείστων ωφελημάτων ν ’ άποβή πρόξενος. Δεν Ιχω καμίαν άμφιβολίαν δτι τό Ιργον σας θέλετε έκπληρώσει μετά ζήλου έξαιριτικοδ. Είς τήν έθνικήν παιδείαν τής δπσίας είσθε έκ τών κυριωτάτων δργά- νων καί σκαπανέων, έπιβάλλονται άπέναντι τοδ μεγαλουργοδντος καί μεγαλυνο- μένου έθνους διαρκώς νέα καί δψηλότερα καθήκοντα. Έργασθήτε με τήν ειλικρινή πρόθεσιν καί τόν ένθοοσιασμόν νά καταστήσητε τήν έθνικήν παιδείαν άνταξίαν τοδ παρελθόντος, τοδ παρόντος καί τοδ μέλλοντος τής φυλής μας καί ή έργασία δμών θά είναι καρποφόρος. Μέ τοιαύτας έλπίδας καί τοιαύτην πεποίθησιν χαιρετίζω δμάς καί κηρύσσω τήν έναρξιν τών έργασιών τοδ συνεδρίου σας. Ύστερ’ άπό τδν κ. δπουργό μίλησε ό ανώτερος έπόπτης κ. Τριανταφυλλίδης. Ά π ό τό χαιρετισμό του παίρνομε τήν άρχή καί τό τέλος: 'Εξαιρετική είναι ή αφορμή πού μάς έχει συγκεντρώσει έϊώ, απ' δλα τά μέρη τοδ κράτους, καί πού μέλλει νά φερη σέ άμεσώτερη πνευματική έπικοινωνία τους Ανώτερους λειτουργούς τής δημοτικής παιδείας μέ τήν κεντρική δπηρεσία τοδ δπουργείου μας, τοδ δπουργείου πού έργο του έχει νά καλλιεργή τήν έθνική παι­ δεία καί τά πνευματικά άγαθά τοδ έλληνικοδ λαοδ. Έ χει εξαιρετική σημασία αδτή μας ή συγκέντρωση σήμερα καί τά μαθήματα πού μ ’ αύτήν έγκαινιάζονται, γιατί σ' αότά έχομε τήν ευοίωνη άπαρχή γι’ άλλες συγκεντρώσεις καί συνέδρια, πού θά δώσουν ευκαιρία σ’ εγκάρδια συνεργασία καί Τ ο σ υ ν έ δ ρ ιο τ ώ ν έ π ιθ ε ω ρ η τ ώ ν 157 στενή Αλληλεπίδραση τών άνώτερων έκπαιδευτικών λειτουργών, πού θά συζητή­ σουν καί θά διευκρινήοουν τά πολλαπλά ζητήματα τής έλληνικής παιδείας. Α λ λ ά θά βρούμε στή σημερινή μας συγκέντρωση άκόμη περισσότερη σπου- δαιότητα, άμα συλλογιστούμε πώς δ κύκλος τών φετινών μαθημάτων μέ τίς συζη­ τήσεις πού θ’ Ακολουθήσουν βάση καί Αφετηρία έχει τή γλωσσοεκπαιδευτική μεταρ­ ρύθμιση, τό θεμέλιο, σύμφωνα μέ τό κυβερνητικό πρόγραμμα, γιά τήν αναγέννηση τής έλληνικής παιδείας. Ή σημασία τών μαθημάτων αυτών γίνεται μεγαλύτερη Ακόμη άμα συλλογι­ στούμε καί τήν ιδιαίτερη θέση τών επιθεωρητών μέσα στήν Ιεραρχία τών λειτουρ­ γιών τοδ κράτους καί τήν οικονομία τής έκπαιδευτικής του ζωής καί έργασίας- Μεταξύ τής δπηρεσίας τοδ κέντρου, πού άπό μακριά συνήθως προσπαθεί νά ρυθ­ μίση καί νά δψώση τή λαϊκή μόρφωση, καί τών χιλιάδων δημοδιδασκάλων, πού είναι σκορπισμένοι σέ δλες τίς έπαρχίες, σέ κάθε χωριό, καί πού αύτοί έχουν πραγ­ ματικά στά χέρια τους τή διαπαιδαγώγηση τής αΰριανής γενεάς, μέ τά φτωχά έφόδια πού τούς έχει δώσει ή πολιτεία καί ή μόρφωσή τους ή έπαγγελματική, εσείς, μέ τή διάμεση θέση σας είστε στόν κύκλο τής δικαιοδοσίας σας ό κατ’ έξο- χήν έκπολιτιστικός συντελεστής, πού πρώτοι Απ’ όλους θά φέρετε τά στοιχεία τής προόδου ώς τούς τελευταίους στρατιώτες τής έθνικής παιδείας καί μέ τήν καθη­ μερινή .προσωπική, προφορική, άμεση έπικοινωνία μαζί τους γίνεστε πολύτιμοι παράγοντες κάθε προκοπής. Γι’ αδτόν τό λόγο έξαρχής, μόλις δ νόμος θέσπισε τή γλωσσική μεταρρύθμιση, Αναγνώρισε τό κράτος τό ίδιο τή σημασία τών μαθημάτων αυτών καί καθώριοε ή κεντρική δπηρεσία τοδ δπουργείου μας τό πρόγραμμά τ ο υ ς ... . . . Στή γλωσσική μεταρρύθμιση έχομε Ινα θεμελιώδες χαρακτηριστικό, ότι τή διαπνέει πνεύμα θετικιστικό. "Ετσι, καλύτερο στήριγμα δέν μπορεί νά έχη Από τά μαθήματα τά φ υ σ ι ο γ ν ω σ τ ι κ ά , τόσο παραμελημένα δυστυχώς ώς τώρα Από τό δημοτικό μας σχολείο καί στή μέθοδο καί στό περιεχόμενο. Γι’ αυτό θά γίνη κοντά στά μαθήματα δσα σχετίζονται άμεσα μέ τή γλωσσοεκπαιδευτική μεταρ­ ρύθμιση, ιδιαίτερος κύκλος φυσιογνωστικών μαθημάτων. Οί άνάγκες του δημοτικού μας σχολείου είναι βέβαια μεγάλες καί πολλαπλές. Μά γι’ αυτό δέν είναι δυνατό ν’ άναπληρωθοδν δλες τους μέ μαθήματα λίγω» έβδομάδων, πού κέντρο τους έχουν, καί πρέπει νά έχουν, τή γλωσσική μεταρρύθ­ μιση. Σέ λίγα μόνο ζητήματα, μέ άμεση σχέση μέ τό έργο τών έπιθεωρητών, έπρεπε Από τώρα νά δοθούν συνοπτικές κατάλληλες δδηγίες. Έ τσι θά γίνουν μερικά Ακόμη μαθήματα σχετικά μέ τή ν ο μ ο ’λ ο γ ία καί τό I ρ γ ο τ ώ ν έ π ι ­ θ ε ω ρ η τ ώ ν , γιά τό νέο αναλυτικό πρόγραμμα τής γ υ μ ν α σ τ ι κ ή ς καί άκόμη γιά τούς σ υ ν ε τ α ι ρ ι σ μ ο ύ ς , τή μεγάλη αδτή έκπολιτιστική ιδέα ποδ από­ στολό της μοναδικό θά έχη σέ κάθε χωριό τό δάσκαλο. Παράλληλα μέ τά μαθήματα θά γίνουν τά φροντιστήρια. Μέ τίς εισηγήσεις πού θά γίνουν άπό σάς ,καί μέ τίς συζητήσεις πού κάθε φορά θ’ Ακολουθήσουν, όχι μόνο θά ξεκαθαριστούν καλύτερα τά πολλαπλά γλωσσοεκπαιδευτικά θέματα τών μαθημάτων, μά καί προπάντων θά δοθή εύκαιρία νά κρίνωμετόν τρόπο ποδ καθιε­ ρώνεται ή νέα σχολική γλώσσα μέ τά νέα Αναγνωστικά, τή 'σκοπιμότητα όσων έγιναν καί τίς Ατέλειες που ίσως παρουσιάζονται. 168 Επιθεώρηση Δύτό είναι σέ γενικώτατες γραμμές τό πρόγραμμα « α ί 6 σκοπός τών μαθημά­ των αύτών, πού θ’ Απαιτήσουν γιά μερικές έβδομάδες τή συνεργασία μας. Γλώσσα του δημοτικοϋ σχολείου καθιερώνεται τώρα ή ζωντανή γλώσσα, ή κοινή δμιλουμένη δημοτική, καθώς καλλιεργείται από καιρό στή σύγχρονη λογο­ τεχνία, κανονισμένη, σύμφωνα μέ τις σχολικές άνάγκες, μέ πνεύμα φιλελεύθερο καί δημοκρατικό, ώστε καί στό αίσθημα τών μορφωμένων, τών φωτισμένων δηλαδή, νά μήν άντιστρατεύεται, άλλα καί τού λαοδ τό γλωσσικό αίσθημα καί τά δικαιώματα στή γλώσσα νά μήν παραγνωρίζη τώρα, μέ τήν εκπαιδευτική μεταρ· ρύθμιση. Ακριβώς ή σημασία πού κρύβεται στή γλωσσική αύτή μεταρρύθμιση καί οί προσδοκίες κι^ οί άξιώσεις πού στηρίζουν σ’ αύτήν κράτος καί κοινωνία, κάνουν βαρύτερες τις εύθδνες καί τίς δποχριώσεις έκείνων πού θά τήν έφαρμόσουν, καί έπιβάλλουν νά μήν παραλείψωμε τίποτε άπ’ δ τι χρειάζεται ώστε ή έπίσημη καί άνεπιφύλαχτη αύτή άναγνώριση τής έθνικής γλώσσας, νά φέρη πλούσιους καρ­ πούς. Στό Ιργο αυτό σείς είστε καλεσμένοι νά συνεργαστήτε στήν πρώτη γραμμή, καί στό σκοπόν αυτό άποβλέπει δ κύκλος· ιώ ν μαθημάτων τοδ πρώτου αδτοδ συνεδρίου. Δέν δποτιμά βέβαια κανείς μας άλλες σημαντικές έλλείψεις τή ς λαϊκής παι­ δείας, καί δλοι μας γνωρίζομε πόσες έπείγόυσες άνάγκες έχει τό δημοτικό σχολείο καί οί λειτουργοί του. Γιά νά ύφωθή τό δημοτικό σχολείο στή θέση του, ανάγκη καί προϋπόθεση είναι νά έξυφωθή δ διδασκαλικός κλάδος, πνευματικά, ψυχικά καί οικονομικά, έπιθεωρητές καί διδάσκαλοι. Γι’ αυτό δμως έχομε τήν πεποίθηση πώς γρήγορα θά έφαρμοστοδν δλα τά μέτρα κι δλα τά νομοθετήματα, δσα θά έξασφαλίσουν τήν προκοπή τοδ δημοτικοδ μας σχολείου. Γιά τώρα δμως άπό «δριο μάς περιμένει ή έργασία τής όποίας τό σκοπό είδαμε. Εχομε τήν έλπίδα ότι τά μαθήματα πού θ’ άκούσετε, θά σάς δώσουν δλες τίς γνώσεις, καί κυρίως δλα τά στοιχεία δσα χρειάζοντ«ι γιά νά συνεργαστήτε μ’ έπι- τυχία στήν έκπαιδευτική μεταρρύθμιση, κι έλπίζομε άκόμη πώς άνάλογο θά είναι τό ένδιαφερον έκ μέρους σας καί ιδίως ή συμμ ετοχή-Ιντονη καί π ολυμ ερής-στίς τβ ν φροντιστηρίων. Γενικά, ό σ κ ο π ό ς τ ώ ν μ α θ η μ ά τ ω ν α ύ τ ώ ν είναι νά φωτιστήτε οί ίδιοι, γιά νά μπορέσετε, έπειτα νά φωτίσετε καλύτερα καί τούς άλλους, νά φωτι- στοδμε καί μείς άπό σάς, που συγκεντρώνετε τίς εντυπώσεις καί τήν πείρα δλό- κληρου τοδ δημοδιδασκαλικσδ μας κόσμου. Τά πορίσματα ιδίως «οΰ θά βγουν άπό τήν ανταλλαγή αύτή τής πείρας καί τήν πνευματική έπικοινωνία πού θ’ άναπτυ- χτή στις φροντιστηριακές συζητήσεις θά είναι πολύτιμα, ώστε ή μεταρρύθμιση πού άπλώνεται δλο πλατύτερα καί βαθύτερα στό δημοτικό μας σχολείο, νά προ- σαρμοστή δλο καί τελειότερα στις πραγματικές άνάγκες τής λαϊκής παιδείας. ' Το άξίζει δ μεγάλος σκοπός στόν δποίον δλοι μας άποβλέπομε, νά κορυφώ- σωμε τίς προσπάθειές μας καί νά συντονίσωμε τίς δυνάμεις μας, ώστε τό συνέδριο αύτό, πού τό έλπίζομε, θά είναι πρόδρομος άλλων συνεδρίων, πού θά καταγίνοον μέ άλλα πιά ζητήματα, νά φύγωμε δλοι περισσότερο φωτισμένοι ώς πρός τούς σκοπούς καί τά μέσα τής γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρυθμίσεως, μέ πλατύτερους όρίζοντες πνευματικούς, μέ πιό θερμή πίστη στό μέλλον τής λαϊκής παιδείας, μέ περισσότερη δρεξη νά έργαστοδμε γιά τήν αναγέννησή της. Τό συνέδριο τών έπιθεωρητών 159 Ή πνοή πού φυσά σήμερα μέ τή γλωσσική μεταρρύθμιση στήν παιδεία μας δέν πρέπει νά πάη χαμένη, καί ν’ άπομείνωμ* στό τέλος μέ μερικές έκατοντάδες λαϊ­ κούς τύπους καί λέξεις, πού πήραν τή θέση άλλων τόσων άρχαίων. Τώρα πού μαζί μέ τή γλωσσική του έλευθερία άποκτά τό δημοτικό σχολείο καί τήν έλευθερία του τήν ψυχική, πρέπει νά δείξη πώς τήν άξίζει. Πίσω άπό τήν άντικατάσταση τών άρχαίων τύπων, καί βαθύτερ’ άπό τήν άλλαγή τής γλωσσικής μορφής τών άναγνωστικών πρέπει νά αίσθανθοδμε τήν άνάγκη τής ζωής καί τήν προσπάθεια τής δημιουργίας, δημιουργίας πού έλεύθερη πιά άπό γλωσσικά δεσμά θά έργαστή καλύτερα μέσα στό σχολείο γιά νά τό δψώοη οτό σκοπό του. Τό φως πού ή πολιτεία δψώνει μέοα στό δημοτικό σχολέίο γιά νά φωτιστή καί νά προκόψη δ έλληνιχός λαός, τό Ιμπιστεύεται τώρα σέ σάς. Ε σ είς θά τόδαδουχήσετεσ’ δλη τήν'Ελλάδα, τή μεγαλωμένη σήμερα Ε λλάδα, καί θά φροντίσετε νά μή σβήση. Μαζί μέ το καλώς ώρίσατε εύχομαι νά πετύχη τό κοινό μας'έργο. Τά μαθήματα άρχισαν άπό τίς 26 Ά π ρ . κι εξακολούθησαν γιά 5 έβδομάδες, 8-11 π. μ . Τά φροντιστήρια γίνουνταν 8 - 5 φορές τό άπόγεμα άπό δυό τρεϊς ώρες. Τ ά πραχτικά τών συζητήσεων αυτών μαθαίνομε πώς θά δημοσιευτούν άπό τό ύπουργείο τής παιδείας σέ ιδιαίτερο τόμο. Περιλήψεις έχουν ήδη δημοσιευτή άπό τόν κ. Κυριακάτ© στόν ’Εκπαιδευτικό ερευνητή 3 (1913) άρ. 39 ά. Στις 28 Μαΐου σέ μία τελική συνάθροιση δ κ. Γληνός άνασκόπησε τό έργο πού Ιγινε, δ έπιθεωρητής κ. Π. Λιβαδάς, ευχαρίστησε άπό μέρος τών έπιθεωρητών τήν κεντρική ύπηρεσία τοδ δπουργείου καί τελευταία δ δπουργδς κ. Δίγκας κήρυξε τό τέλος τών έργασιών. f U TA DEA ΑΚΑΠΗΣΤΙΚΑ ΤβΤ 1914 KAI T R I ΚΡΙΤΙΚΗ THl KA I AEATA M I A Α Π Α Ν Τ Η Σ Η I . Π ο υ I j t i S ix to . Μέσα ατίς τόσες καί τόσες κριτικές πού γράφηκαν για τά καινούρια μας ανα­ γνωστικά ξεχωρίζει μια χαί μόνη, τής χ . Π. 2 . Δέλτα, πού δημοσιεύτηκε στον 7 τόμο τοδ Δελτίο« τοδ Έ κπ. Όμιλο« (1919, σ. 4 4 -7 3 ) χαί συνεχίζεται στό σημε­ ρινό. Ξεχωρίζει πρώτ’ άπ’ δλα γιατί είναι γραμμένη με ειλικρίνεια, χωρίς καμιά δστεροβουλία, παρά μ* τόν αποκλειστικό σκοπό, όπως λέει ή Ιδια, «νά βοηθήση δοτε οί νέες εκδόσεις, είτε αύτών (τών αναγνωστικών πού κρίνει) ε'ίτε άλλων ν& μπορέσουν νά γίνουν άρτιώτερες σύμφωνα μέ τίς ιδέες τοδ δημοτικισμού. “Επειτα ξεχωρίζει ή κριτική τής κ. Π. Σ. Δέλτα, γιατί θέλει ή ψευτιά πού χτυπήθηκε απο­ τελεσματικά στή γλώσσα, νά χτυπηβή αποτελεσματικά καί στήν οδσία γιατί αλλιώς ή μεταρρύθμιση θά καταντοδοε μονάχα αλλαγή τύπωνι Μιά τέτοια κριτική, στηριγμένη άπάνω σέ ήθικό ίπίπεδο, είναι καλοπρόσδε- χτη άπδ τούς συγγραφείς όσες υπερβολές ή ανακρίβειες κιάν Ιχη. Ηαί λυπάται κανείς γιατί χαί όσοι άλλοι έγραψαν γιά τά καινούρια μας αναγνωστικά δέν πήραν τήν άποψη τής κ. Δέλτα, καί προπάντων όσοι όρκίζονται πώς είναι σύμφωνοι μέ τή γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση κι ώστόσο περιωρίοτηκαν στό περιθώριο, σά νά θέλουν μέ τή στάση τους νά δείξουν πώς ή μεταρρύθμιση είχε σκοπό νά βάλη στή θέση τής γραμματικής πού είχαμε ώς πριν άπό τρία χρόνια μιάν άλλη. ’Εννοείται πώς δεν παραδέχομαι τήν αντίληψη τής κ. Δέλτα, πώς άν έβλεπε κάποια κριτική ν’ άξίζη τόν κόπο, αυτή δέ θά έγραφε. Ά ν είναι έτσι τότε καλύ­ τερα πού δέν έγραψε κανένας, όχι γιατί παραδέχομαι πώς δέν είχαν, άν ήθελαν, νά προσφέρουν πολλά στόν ευγενικό άγώνα μας, άλλά γιατί νομίζω πώς οί μορ­ φωμένες γυναίκες μας μποροδν νά προσφέρουν κάτι πιό θετικό γιά τή βελτίωση τών άναγνωοτιχών άπό κάθε άποψη. Καί τώρα έρχομαι στήν ούσία τής κριτικής τής κ. Δέλτα. Βρίσκω πολύ σωστά τ' άκόλουθα: 1) Πώς μπορείκαίπρέπεινάμεταχειριστή κανείς τήδημοτιχήχωρίς χυδαιότητα. 2) Πώς είναι άποκρουστική ή ταπεινοσύνη τοδ φτωχοδ μέ τό σκυφτό κεφάλι πού δέχεται τή μεγαλοδωρία τοδ άντιπαθητικοδ «πλούσιου». 3) Πώς είναι πρόστυχο νά μαθαίνωμε τά παιδιά νά περιμένουν Αμοιβή γιά κάθε καλή σκέψη ή πράξη καί νά τούς άρέση τό εύκολο κέρδος. 4) Πώς πρέπει ν’ Αποφεύγουν τ ’ Αναγνωστικά τόν ψευτορομαντισμό, νά είναι οί ήρωές τους δπερευαίσθητοι. δ) Είναι πολύ σωστά όσα λέει γιά τό Αληθινό θρησκευτικό αίσθημα καί τήν άληθινή φιλοπατρία. Τά κούφια λόγια δέν κάνουν τόν Αληθινό φιλόθρησκο καί φιλόπατρι. 6) Πώς τά παιδιά είναι Αφύσικο νά μιλούν μέ ρωμαντικό ύφος «'Εκεί έξω πού Γιά τά véa άναγνωστιχά 161 γλυκά μουρμουρίζει τό ποτάμι κ.τ.τ...» καί μάλιστα όταν θέλουν νά δείξουν τήν εύγνωμοσύνη στή μητέρα τους. 7) Πώς πρόστυχη δουλειά δέν δπάρχει παρά στό πνεύμα ¿κείνου πού τήν αισθάνεται πρόστυχη, καί πώς ό καθένας τή δουλειά τήν δψώνει ή τή χαμηλώνει έκεΐ πού στέκεται δ Ιδιος. 'Εδώ πρέπει νά σημειώσω πώς τ' Αναγνωστικά πού κρίνει ή κ . Δέλτα είναι τής πρώτης χρονιάς, όταν πρωτομπήκε οτά σχολεία ή δημοτική, καί είναι γνω­ στό πώς γράφηκαν πολύ βιαστικά. Μέ τούτο δέ θέλω νά είπώ πώς οί συγγραφείς μπορούν νά δικαιολογηθούν, μά μέσα σ’ ένα μήνα πού γράφηκαν ήταν πολύ φυσικό νά έχουν λάθη πολλά καί σημαντικά καί όσοι καταπιάνονται μέ τήν κριτική τών Αναγνωστικών πρέπει πολύ νά λογαριάζουν τή βία όχι μονάχα γιά κείνα πού πρωτογράφηκαν, μά καί γιά όσα θά γράφωνται γιά κάμποσα Ακόμη χρόνια. "Ετσι όταν έχωμε ώς βάση τήν καλή πίστη τών κριτών καί τίς δυσκολίες πού παρου­ σιάζονται Αναπόφευκτα στους συγγραφείς στις πρώτες τους προσπάθειες θά έχομε όπωσδήποτε ένα τέλειο μέτρο τού κατά πόσον προχωρούμε στήν πρόοδο ή όχι. I I . Π ο ν Sev ίχ » ι S ix to . Έ νας πού θά πρωτοδιαίάση τήν κριτική τής κ. ψέλτα καί δέν έχει παρακο­ λουθήσει τή βράση της, θά νομίση πώς μέ όλη τήν ειλικρίνεια πού είναι γραμμένη είναι καί λίγο προσωπική, Αν θέλετε μάλιστα καί κάπου πολύ προσωπική π. χ . στά μέρη πού κρίνει τ* Αλφαβητάρια τών Παπαμιχαήλ καί Συκώκη καί τόν Πέτρο Δάρα τής Β" δημοτικού τοδ Παπαμιχαήλ. Κάθε κριτικός βιβλίου χρειάζεται έκτός Από τήν άμεροληψία πρώτα νά ξεχωρίση τήν κεντρική ή.τίς κεντρικές ιδέες πού περιέχει τό βιβλίο κι έπειτα νά τονίση τά προτερήματά του, γιατί Ιτσι θά ξεχω- ρίση εδκολα τά έλαττώματα καί θά έρθουν φυσικά κι άβίαστα όσα πρέπει νά κατέχουν τό κέντρο καί όσα πρέπει νά τοποθετηθούν στό περιθώριο. Ά ν προχω­ ρούσε έτσι ή κ. Δέλτα ή κριτική της θά ήταν δλωσδιόλου Αψεγάδιαστη. Στό ’Αλφαβητάριο, μέρος Α" τοδ Παπαμιχαήλ βρίσκει έγωΐστικό νά μιλή ή Δαφνούλα όλο μέ τό έγώ. θ ά ήτ'αν σωστό Αν φαινόταν πώς μιλεί μέ έγωΐστικό σκοπό. Αδτό όμως δέ φαίνεται παρά πώς μιλεί, όπως μιλούν δλα τά παιδιά τής ήλικίας της ποδ πρώτη φορά παίρνουν συνείδηση τής άτομικότητάς τους. Στό Αλφαβητάριο, μέρος Β' τοδ Παπαμιχαήλ τά δυό Αδερφάκια S Γιώργος κι ή Δαφνούλα είναι όπως τά θέλει ή κ. Δέλτα καί όμως βρίσκει δυό τρία ψεγάδια καί δέ λέει ούτε Iva έπαινετικό λόγο. Είναι φυσικό καί τά παιδιά πού παίρνουν τήν πιό φροντισμένη Ανατροφή κάποτε καί Αθελά τους νά κάνουν κάτι Απρεπο καί ν’ Αναγκάζουν καί τήν πιό δπομονητική καί μορφωμένη μητέρα νά μεταχει- ριστή μέσο πού ή παιδωγωγική θεωρία ν’ άποκρούη. Έ πειτα ξέρομε πώς κι ό πιό τέλειος ήρωας έχει τίς Αδυναμίες του καί πώς οί Αδυναμίες αυτές δέ μένουν Απαρατήρητες Από τά παιδιά καί τό δάσκαλο. Ό δάσκαλος θά όδηγήση τά παιδιά νά κρίνουν τήν κάθε μιά πράξη χαί νά ξεχωρίζουν τό καλό άπό τό κακό, τό εύγε- νικό άπό τό πρόοτυχο κτλ. Κάπου λέει γιά τό Ιδιο Αναγνωστικό πώς δέν είχε σωστά τά μυαλά της ή Δαφνούλα πού ήθελε ν’ Αγκαλιάση τόν ήλιο. Νομίζω πώς δλα τά μικρά παιδιά έχουν παρόμοιες έπιθυμίες. Γιά τό Αλφαβητάριο, μέρος Β’ τοδ Συκώκη, έχω νά παρατηρήσω πώς μ’ όλες 11 Επιθεώρηση τις δπερβολές πού έχει μάς παρουσιάζει μιά οικογένεια όπου έπικρατεί μιά άτμο- σφαίρα αγάπης καί ήμερότητας μέ τρόπο πού μπορεί νώ έπηρεάση τά παιδιά καί τις οικογένειες πού θά τά διαβάζουν.. ΠαπαμιχαήΧ, Πέτρος Λ ά ρ α ς , ¿ναγτω στικό Β Δ ημοτικού .. ‘Ο Πέτρος Λάρας είναι διασκευή ίου Ροβινσόνα τού Δανιήλ Φώ μέ τό σκοπό νά διδάξη στά παιδιά μέ ποιους καί πόσους αγώνες ή ανθρωπότητα έφτασε στό σημερινό πολιτισμό. Γιά νά έπιτύχη τό σκοπό παρουσιάζει ϊνα παιδί πού δε θέλει νά μάθη τίποτα κι άν μαθαίνει κάτι τό μαθαίνει έπιπόλαια, κι δταν αργότερα έρχε- ται στήν ανάγκη νά τό χρησιμοποίηση τό θυμάται ύστερα από πολλή σκέψη. Γιά νά ζήση φαντάζεται πώς αρκεί νά ταξιίέψη μακριά άπό τήν πατρίδα του. Δε θέλει νά παραδεχτή τή συμβουλή τού πατέρα του πώς θά εΰτυχήση άν έργαστή στήν πατρίδα του καί μάλιστα άν έξακολουθήση τό επάγγελμά του. Φυσικά δ πατέρας του μπορούσε νά τόν κάνη ναυτικό, νά τόν άφηση δηλαδή ν' άκολουθήοη τήν κλίση του, μά 8έν τό θεώρησε καλό, αφού δέν είχε άλλο άγόρι, νά πάνε τόσιο χρονών κόποι χαμένοι.' Ό Πέτρος φεύγει μυστικά άπό τούς γονείς του καί τό καράβι πού ταξίδευε ναυαγεί σ" 8να έρημόνησο δπου τά κύματα τόν πετοΰν μόνο, γυμνό, χωρίς κανένα μέσο νά έπαρκέση στις πρώτες κι απαραίτητες ανάγκες του. θά ήταν άφύσικο ένας νέος κι άν ήταν 19 χρονών μέ τά διανοητικά εφόδια πόύ είχε νά μήν εχη τούς φόβους του πρωτόγονου άνθρώποο καί νά μείνη Ασυγκίνητος παραβάλλοντας τήν κατάντια του μέ τήν εύτυχία πού θά είχε άν Ακολουθούσε τις συμβουλές τοδ πατέρα του καί τής μητέρας του. Ό άναγνώστης τώρα άνυπομονεί νά μάθη έτσι πού κατάντησε τί θά κάμη ; θά μπορέση νά ζήση ; θά βρή μόνος του τό θάρρος πού τοδ χρειάζεται; Πολύ ψυχολογημένα έρχεται νά ζητήση προστασία άπό τό θεό, τό θεό πού άνταποκρίνεται στήν αντίληψη τοδ πρωτόγονου ανθρώπου μάκαί τοδ πιό μορφωμένου άνθρώπου, δσο κι άν τοδ άρέση νά παίζη μέ τις λέξεις. Στη­ ριγμένος λοιπόν στήν έλπίδα, τό θάρρος, τήν ύπομονή καί έπιμονή φτιάνει σπίτι, βολεύεται έκεί μέσα δσο μπορεί καλύτερα, γίνεται κυνηγός βοσκός, φτιάνει παπού­ τσια, ροδχα κτλ. Κι δταν άπό τις πολλές φροντίδες αρρωσταίνει δέν έπρεπε νά ίυμηθή τήν μητέρα του καί νά κλάψη ; Μετά τήν άρρώστεια του δ Πέτρος ρίχνεται μέ καινούριο θάρρος στή δουλειά νά κάμη δ τι μπορέσει γιά νά προκόψη ώς άτομο' γίνεται γεωργός, άπό τυχαίο γεγονός άποχτά φωτιά, φτιάνει τσουκάλι, ψένει ψωμί κτλ. καί στό τέλος κατα­ πιάνεται νά φτιάση βάρκα νά ξαναγυρίση στήν πατρίδα του. Είναι άλήθεια πώς δ Πέτρος φοβήθηκε δπερβολικά δταν είδε πατημασιές στήν άμμουδιά, σημάδι πώς πάτησαν στό νησί του άγριοι, μά τή στιγμή πού βλέπει τούς άγριους νά κυνηγοδν ίνα δμόφυλό τους αιχμάλωτο νά τόν σκοτώσουν παίρ­ νει θάρρος καί κατορθώνει νά σκοτώση τούς κακούργους καί νά σώση τόν αιχμάλωτο. Στό σημείο αυτό δ άναγνώστης έρωτά: τί θά κάμη τόν αιχμάλωτο δ Πέτρος; Καί μαθαίνει πώς δ ΙΗχρο: έχει μεγάλη χαρά πού θά έχη Ινα σύντροφο, τοδ μαθαίνει τή γλώσσα του καί φροντίζουν οί δυό τους νά καλυτερέψουν τή ζωή τους. Ά λ λ ο ναυάγιο τούς προμηθεύει διάφορα εργαλεία, ροδχα, τροφές βιβλία κι έτσι τά παιδιά μαθαίνουν τί μπορεί νά κάμη κανείς μόνος, μέ ένα σύντροφο καί χωρίς ξένα έργαλεία καί ξένα άγαθά καί στό τέλος μέ τά ξένα έργαλεία καί τά ξένα Γιά ΐά νέ« άναγνωστιχά 1β3 ■άγαθά. Έ τσ ι φτάνομε στήν άνάγκη τής κοινωνίας καί τής στενής Αλληλεγγύης τών μελών της. Στό μέρος αύτό έχει, δπως είπα, δίκαιο ή κ. Δέλτα, πώς δέν έπρεπε δ Πέτρος ■με τή ρητορεία νά προσπαθή νά γεννήση στό μαθητή του θρησκευτικά συναισθή­ μ α τα μέ μιά παρατήρηση πώς δέν μπορούσε νά τοδ είπή οδτε δσα λέει γιά τό έργο τοδ Χριστοϋ γιατί τά παιδιά τής Β' τάξεως πού τό διαβάζουν τό βιβλίο δέν είναι σέ θέση ν’ άντιληφθοδν Ακόμη τόσο άνώτερη διδασκαλία. Μέ δλα δσα λέει ή κ . Δέλτα πώς δ Πέτρος είναι δειλός, πολεμά μέ τόν άγριό του, τόν ϋαρασκευά καί ύπερασπίζει τά άγαθά του, πού μέ τόσους κόπους τά άπό- χτησε, μέ άλλους άγρίους καί έλευθερώνει τόν πατέρα τοδ Παρασκευά κι Ιναν Εύρωπαίο. Αδτός διηγείται πώς οί άγριοι πού τούς έφεραν στό νησί νά τούς φάνε έχουν αιχμαλώτους πατριώτες του καί τόν παρακαλεί νά τούς βοηθήση νά τούς έλευθερώσουν. Ό Πέτρος μαζί μέ τόν Παρασκευά, τόν πατέρα του καί τόν Εύρω­ παίο φροντίζει νά ίτοιμάση δ τι χρειάζεται γιά δεκάξι άλλους συντρόφους. Έδώ κάνει παρατήρηση ή κ. Δέλτα γιά τό έγγραφο πού έδωσε δ Πέτρος νά δπογρά- -ψουν δσοι ήθελαν νά έρθουν νά καθήσουν μαζί του. «Ό Πέτρος Λάρας είναι καί θά μείνη κύριος τοδ νηοιοδ. θ ά τόν άκοδμε σέ δ τι μάς προστάζει Έ χο μ ε χρέος νά είμαστε τίμιοι κι έργατικοί καί νά δπερασπιζόμαστε τόν άρχηγό μας Πέτρο Λάρα καί τήν άποικία του». «Φροντίζομε γιά τά σομφεροντάκια μας» λέει ή κ. Δέλτα. Δέν τό πιστεύω. Έδώ πρόκειται νά ουγκροτηθη ή πρώτη κοινωνία. Ή κοινωνία χρειάζεται τόν άρχηγό της. Δέν άξίζει νά είναι άρχηγός δ Πέτρος ; Δέν Ανήκει σ’ αύτόν τό νησί; "Επρεπε ν’ άφήση δποιον τύχη νά έρθη νά τοδ καταστρίψη δ τι μέσα σέ τόσα χρόνια καί μέ τόσους κόπους καί φροντίδες άπόχτησε; Ά λ λ ά έρωτά ή κ. Δ έλτα : καί τί θά εμπόδιζε νά δπογράψουν οί σύντροφοι τοδ Ευρωπαίου κι δστερα ν’ Αθε­ τήσουν τήν δπογραφή τους καί νά κάμουν δ τι ήθελαν; "Ε, βέβαια, τίποτε δέν τούς έμπόδιζε. Ά λ λ ά τότε μποροδμε νά είποδμε τό Ιδιο καί γιά τόσα άλλα έγγραφα -πού Ανταλλάσσουν μεταξύ τους οί άνθρωποι. Μιά σωστή πολύ σωστή παρατήρηση έχει στό παρακάτω. *0 Πέτρος Αφήνει τόν πατέρα τοδ Παρασκευά καί τόν Εδρωπαίο νά πάνε νά φέρουν τούς άλλους κι αύτός μέ τόν Παρασκευά μένουν στό νησί. ’Αλήθεια θά ήταν πιό γενναίο άν πήγαινε μαζί τους νά κινδυνέψη. Ό Παρασκευάς ανέβαινε κάθε πρωί νά ίδή άν θάφανή ή βά|οκα μέ τόν πατέρα του μέ τούς Εδρωπαίους. Μιά μέρα είδε νά πλησιάζη στό νησί μιά βάρκα μέ •Αγγλική σημαία. Τό πλήρωμα ένός άγγλικοδ καραβιοδ είχε στασιάσει κι έφερναν μερικοί ναδτες τόν πλοίαρχο νά τόν σκοτώσουν γιά νά τοδ πάρουν τό καράβι καί νά ζήσουν ώς πειρατές Ό Πέτρος, δ δειλός καί κλαψιάρης κατά τήν κριτική τής κ. Δέλτα μέ πολλή μεγάλη γενναιότητα πολεμά κι έλευθερώνει τόν πλοίαρχο καί καταστρώνει τό σχέδιο πώς θά ξαναπάρουν τό καράβι: Κι έδώ δέν ακολουθεί τόν πλοίαρχο δχι γιατί φοβάται παρά γιατί χρειαζόταν έξυπνάδα κι δ πλοίαρχος μέ ■τοδς ναδτες ποδ μετανόησαν ήταν ικανός νά πραγματοποιήση τό σχέδιο. Κι Αλη­ θινά δ πλοίαρχος κατώρθωσε νά ξαναπάρη τό καράβι κι άπό εδγνωμοσύνη φέρνει πίσω στήν πατρίδα του τόν Πέτρο Λάρα. Τούς πρωταίτιους αντάρτες τούς αφή­ νουν στό νησί νά τούς σωφρονίοη ή έργασία. Σάν πατέρας τούς συμβουλεύει πώς -θά ζήσουν καί τούς αφήνει δλα δσα άπόχτησε τόσα χρόνια κι δ τ ι άλλο ζήτησαν 164 Επιθεώρηση άπό id καράβι παρακαλεϊ τόν πλοίαρχο νά τούς τό δώση χαί δέν τούς 8ίνβι μόνο ροδμι γιατί αύτό τούς κατάντησε έγκληματικούς. Στό νησί πού έμενε τό δεύτερο χαράβι πού ναυάγηοε βρήκε χαί μιά κάσα λίρες. Στό γυρισμό σύμφωνα μέ τά γράμματα πού βρήκε μέσα ζητεί χαί βρίσκει τόν Ιδιο­ κτήτη χαί τού δίνει τά χρήματα χα ί 54 δέχεται νά τά μοιραστή μαζί του όπως τοδ έζήτηαε 4 χαλάς άνθρωπος σύμφωνα μέ τό δίκαιο. 44 ζητεί τήν εύτυχία του στό εύκολο κέρδος, v i γυρίση οτήν πατρίδα του μεγάλος χα ί τρανός μέ τή βοήθεια τής τυφλής τύχης. "Οταν γύρισε οτήν πατρίδα του βρίσκει πολό γέροντα τόν πατέρα του, γίνεται διευθυντής στό κατάστημά του, ζή μέ τήν έργασία του. 'Γποθέτω πώς Iva τέτοιον ήρωα δέν μπορεί νά τόν όνομάοη κανείς πρόστυχο, δειλό, κλαψιάρη χα ί συμφεροντολόγο. Ή ανάλυση μάς τόν παρουσίασε όλωσδιόλου διαφορετικό. Έ τσι τά ψεγάδια πού σημείωσε ή χ . Δέλτα μένουν όλα σχεδόν στό περιθώριο. *0 αναγνώστης μικρός ή μεγάλος θά προσέξη σέ όσα παραπάνω έση- μείωσα χαί τά άλλα ή δέ θά τά προσέξη διόλου ή θά είπή άν διορθωθούν όσα προ­ ξενούν χα χή έντόπωση χαί μειώνουν τήν άξια τού ήρωά του πώς τό βιβλίο άξίζει νά διαβαστή άπό τά έλληνόπουλα. Τέλος πρέπει νά τονιστή καί τούτο*-Οτή θέση τού Πέτρου είναι πολλοί μά πάρα πολλοί Έ λληνες πού πάνε χαμένοι. ' í i í τήν έλπίδα τοδ εύκολου κέρδους πολλοί άφησαν τά χωράφια τους, τήν έτοιμη έργασία τους καί χωρίς τά έφόδια πού χρειάζονται νά προκόψουν οικονόμησαν μονάχα τό ναύλο χαί πήγαν οτήν Άμεριχή. Έ χε ι κατά γενιχόν κανόνα ρίχτηκαν σέ χάθε δουλειά πού κατά τήν ιδέα τους θά τούς Ιχανε γρήγορα πλούσιους. Καμιά συστηματική έργασία χαί κανένας δπολογισμός παρά όπως πάνε οί στραβοί στόν "Αδη. Καί είναι αλήθεια πώς άπό τούς πολλούς μερικοί έγιναν πλούσιοι χαί άρχετοί εύποροι μά οί περισ­ σότεροι είναι σωστοί τυχοδιώκτες στά τυφλά. *0 Πέτρος Αάρας μπορεί νά διδάξη πολλούς μιχρούς νά μήν ακολουθήσουν τό παράδειγμα των μεγάλων πού χωρίς λόγο χαί χαμιά προετοιμασία έφυγαν άπό τήν πατρίδα τους όπου μπορούσαν νά ζήσουν πολύ χαλά. Α θήνα 5 Νοέμβρη 1919 Νώντας "E iatof Υ Π Ο Μ Ν Η Μ Α Τ ό συνέδριο» τ&ν δημοδιδασκάλων 'Αργολίδος μετά βα&εΖαν, ίμ π ορκ η α τα - μ ένη ν χ α ί ¿νδελεχή μελέτην τ ών π α ρ ’ ήμΓν ΐκπαιδτντικ& ν πραγμάτω ν Ψηφίζει 1) Εκφράζει απόλυτον χαί όλόθερμον τήν εύγνωμοσύνην αυτού πρός τήν 2ύν Κυβέρνησιν διά τήν ύπέρ τής λαϊκής έχπαιδεύσεως πατρικήν μέριμναν αυτής, Ιχδηλουμένην διά τής έχπαιδευτιχής μεταρρυθμίσεων σκοπός τής όποιας είναι ή απολύτρωσή τού δημοτικού σχολείου άπό τοδ μεσαιωνισμού εις τόν όποιον ήτο δποχρεωμένον μέχρι σήμερον νά δουλεύη κατά τόν μάλλον δουλικόν τρόπον. 2) Καθικετεύει Αύτήν,.όπως εύαρεστηθή καί μεριμνήση περί τής ταχυτέρας έπεχτάσεως τής έχπαιδευτιχής μεταρρυθμίσεως εϊς τε τά έλληνιχά σχολεία χα ί Ψήφισμα δημοδιδασκάλων Άργολίδος 166 γυμνάσια επ’ άγαθφ τού τε έλληνιχού λαού χαί τών Ιλληνιχών γραμμάτων. Κατά τήν έν λόγψ μεταρρόθμισιν άνάγχη νά καθορισθή σαφώς ό σκοπός, 8ν όφείλει νά έπιδιώξη έκαστον σχολείον, παύση δέ τό κατώτερον νά είναι έξυπερετικόν τού Αμέσως άνωτέροο, τής έν τφ δημοχιχφ σχολβίφ φοιτήσεως καθοριζομένης γενι- χώ ς έξαετούς τουλάχιστον. 3) Τό.συνέδριον δχι ευχαρίστως παρετήρησε μίαν άκραν συντηρητιχότητα, άφορώσαν εις τήν έχτασιν τής έχπαιδευτιχής μεταρρυθμίσεως, Ιδίφ δέ τής γλωσ­ σικής, αισθάνεται δέ ύποχρέωσίν του νά γνωρίοη τή 2 4 Κυβερνήσει ότι εύχαρίστως θά έβλεπε τήν μεταρρόθμισιν βιζοσπαστιχωτέραν, είδιχώτερον δέ θεωρεί απαραί­ τητον τήν χατάργησιν τών πνευμάτων χαί τόνων, άντιχαθισταμένων τών τελευ­ ταίων δι’ ένός σημείου, άφ’ οδ ούδείς λόγος ούτε σχοπιμότητος, ούτε έχπαιδευτιχός έπιβάλλει τήν εξ αιτίας τούτων τυραννίαν μαθητών χαί διδασκάλων. 4) Καθικετεύει ΑΟτήν έπίσης, όπως ώς τάχιστα μεριμνήση περί συγκροτήσεως τής παρ’ ήμίν γυναικείας έκπαιδεύσεως, άπαραιτήτου καί στοιχειώδους παράγον­ το ς έκπολιτισμού τοΟ έλληνικοβ λαού. 5) Ε πίσης τό συνέδριον τών δημοδιδασκάλων Άργολίδος θεωρεί δπερτάτην -ύποχρέωσίν αύτού νά παρακαλέση θερμώς τήν Σύ* Κυβέρνησιν, όπως ταχέως έπί­ σης μεριμνήση περί ίδρόσεως πρακτικών σχολών πάσης φύσεως, ίνα μή τό Ιλλη- νικόν Κράτος φαίνεται έπί τοσοδτον καθυστερούν εις τήν πρακτιχήν μόρφωσίν του, -ή άνάγκη τής όποιας, πάντοτε μέν, έπ’ έσχάτων μάλιστα κατέστη προφανής χαί -έπιταχτική. 6) Διαθέρμως έπίσης καθικετεύει τήν Σήν Κυβέρνησιν όπως λαμβάνουσαν 6π’ -βψιν τήν όσημέραι προφανεστέραν χαθισταμένην έλλειψιν τοδ προσωπικού τών -δημοτικών σχολείων, μεριμνήση περί ουστάσεως τών άπαραιτήτων διδασκαλείων άρρένων χαί θηλέων, δι’ ών θέλει χαταστή δυνατή ή έπάρκεια τού προσωπικού, διότι τό Συνέδριον θεωρ?ί άγαχρονισμόν πλήρη τό νά μένουν έπί έτη ήδη σχολεία άνευ διδασκάλων. 7) Φρονεί ότι τά μέγιστα ήθελε συντελέση εις τήν δημιουργίαν καλού χαί ■φωτισμένου προσωπικού ή άποστολή έτησίως 30 τουλάχιστον δημοδιδασκάλων άμφοτέρων τών φύλων είς τήν Εύρώπην πρός εύρυτέρας σπουδάς χαί πρός τούτο θερμώς παραχαλεί τήν Σήν Κυβέρνησιν. 8 ) Αισθάνεται, τέλος δπέρτατον αϋτοδ καθήκον τό Συνέδριον νά γνωρίση τή .24 Κυβερνήσει ότι πρός πάσαν ένέργειαν αυτής είς τήν έκπαιδευτικήν'μεταρρύθ- μισιν άποβλέπουσαν χαί έ χ τής όποιας μεταρρυθμίσεως τό Συνέδριον προσδοκά τήν άναγέννησιν τοδ έλληνιχού λαού χαί τήν δημιουργίαν νεοελληνικού πολιτισμού, -θέλει εδρη πάντα διδάσκαλον πρόθυμον χαί άφοσαβμένον δπηρέτην, δηλοί δέ άπρο- χαλύπτως καί διακηρύττει στεντορείως ότι τάσσεται προθύμως χαί δπερηφάνως παρά τό πλευράν αυτής έτοιμον πρός πάσαν θυσίαν δπέρ τής έπιχρατήσεως μιάς λάίχω τέρας χαί έθνιχωτέρας ιδεολογίας εις τήν έχπαίδευσιν. Εόπειθέστατοι Ο! δημοδιδάσκαλοι Άργολίδος ("Επονται αΐ ύπογραφαιΙ 166 Επιθεώρηση «Ο» ΥΠ Ο Ν Ο Μ ΕΥΤΑΙ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛ Λ ΣΣΗ Σ ΚΑΙ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝ ΑΤΡΟ Φ Η Σ Ο κ. Γ . Ν. ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΚΑΙ ΚΑ ΤΗ ΓΟ ΡΕΙ» M i τ έ τ ο ιο ν τ ί τ λ ο δ η μ ο σ ιε ύ ε τ α ι τ ί ς ή μ έ ς τ ς α ύ τ έ ς σ τ ή ν ‘Ε φ η μ ε ρ ίδ α « Έ μ ^ ε σ ς - ό λ ό - κ λ η ρ η asiçà άηύ ά ρύ ρα τοϋ κ . Χ α τ ξ ιδ ά κ ι γ ι ά τ ή ν έ κ κ α ώ β υ τ ικ ή μ ε τ α β ο ύ θ μ ισ η . Σ τί> χρ&το τ ο υ Δ Κι X . έ π ικ φ ίν ε ι τ ο έ ν α ^ κ τ ή ρ ιο μ ά Φ η μ α τ ο ύ κ . Δ ε λ μ ο ύ ξ ο ν σ τ ο ύ ς δ η μ ο δ ιδ α σ κ ά ­ λ ο υ ς , π ο ύ δ η μ ο σ ιε ύ τ η κ ε σ τ ο υ ς « ε β α σ μ έ ν ο υ ς τ ό μ ο υ ς τ ο ϋ Δ ε λ τ ίο υ τ ο β Ε . Ο . κ α ί β γ ή κ ε c à ί δ ι α ί τ ε ς ο π α ς ά ^ τ η μ α τ ο ϋ Δ ε λ τ ίο υ τ ο ϋ 'Υ π ο υ β γ ε ίο υ . ’Α ν τ ί γ ιΑ κ<ΗΗ ά λ λ η κ ο ι τ ι κ ή ξ α ν α δ η · μ ο σ ιβ ύ ο μ ε σ τ ίς σ τ ή λ ε ς τ ο ϋ Δ ε λ τ ίο υ μ α ; ό λ ό χ λ η ρ ο α ϋ τ ά τ ο ά ρ ϋ ρ ο , γ ι α τ ί υ, α ύ τ ο ό κ . X . -Α π ο κ α λ ύ π τ ε ι» κ ά τ ι π ο ύ ή τ α ν * ιΑ κ α ι ν ό ς ν ά ξ ε ο κ β π α σ τ ή κ α ί γ ι ό τ δ ν π ο λ υ ν κ ό σ μ ο * , Α πο­ κ α λ ύ π τ ε ι . τ ύ ν χ . Χ α τ ζ ώ ά χ ι κ α ί 6 ; έ π ιο ε ή μ ο ν α κ α ί ώ ς χ α β α κ τ ή β α . 01 κ. κ . ανώτεροι έπόπται τό έκπαιδευτικόν αύτών σύστημα èv μέν τή πράξει Ιφήρμοοαν είς τά άναγνωστικά βιβλία, τά δποία Υπ’ αύτών σιινετάχθησαν ή Υπό άλλων σονταχθέντα μετερρύθμισαν κατά τάς γλωσσικός αύτών θεωρίας, θεωρη- τικώς δέ έξέθηκαν εις τρία παρατήματα, ών το πρώτον συνέγραψεν δ κ. Αελ- μοδζος, τό β ’ δ κ. Μπούτουρας καί το γ' δ κ. Τριαντάφυλλίδης.’Επειδή 9έ περί τού τρίτο«, φέροντος τήν έπιγραφήν «Ή γραμματική διδασκαλία τών τριών π ρ ώ ­ τα/γ τάξεων τον δημοτικού σχολείου » Ιγινεν ήδη δ προσήκων λόγος, περιορι- ζδμεθα είς τήν έξέτασιν τών δύο άλλων. Έ ν τφ πρώτφ παραρυήματι, φέροντι τήν πομπώδη έπιγραφήν Πρός τήν έκπαιδευτική Αναγέννηση, έκτίθεται τδ έκπαιδευτικόν σύστημα, τδ ίποίον οί. άναλαβόντες νά εφαρμόσουν τήν μεταρρύθμισιν κ . κ . Ιπόπται μ*τά τού κ. Γεν. Γραμ- ματέω ς,είχον ήδη πρδ πολλών έτών, άπό τού 1910, καλλιεργήσει καί διατυπώσει, είς τδ -δελτίο τον 'Ομίλου αύτών. Άναγινώσκων τις τδ σύστημα τούτο, προσ­ κρούει είς πολλά, καί πρώτα πρώτα *ίς τό κυριώτατον, είς τόν σκοπόν τού οχο- λ«ίοο. Τδ σχολείο έχει, ώς έπί Χέξει λέγεται έν σελ. 4, σκοπδ νά μόρφωση Α νθρώ πους π ού νά μπορούν νά ζήσουν παραγω γικά και δημιουργικά οτδν τύπο π ο ύ Ανήκουν».’Αλλοτε έδιδάσκοντο δτι σκοπός τοΟ'σχολείου ήτο ή άγω γή (9ι' 8 καί παιδαγω γοί ώνομάοθησαν οί έξοχώτεροι διδάσκαλοι) καί μάλιστα. άγωγή ή θ ιχ ή , θρησκευτική κ α ί έθ ν ικ ή . Σήμερον δέ έν τφ σκοπφ τού σχολείου τών κ. κ . άνωτέρων έποπτών ούτε άγωγή ούτε θρησκεία ή βεός ούτε πατρίς ή. παρελθόν τού ’Εθνους ήμών περιλαμβάνεται. Ούδέ έν σελ. 14 δποο αναγράφεται «τδ περιεχόμενο και ό κύκλος τώ ν μαθημάτων» γίνεται μνεία τις ή λόγος περί. τών πραγμάτων τούτων. Πάντα ταΰτα έχουν, ώς φαίνεται, καθ’ δλοκληρίαν έξοβε- λισθή δπό τής νέας παιδαγωγικής τών κ. κ . έποπτών. Καί άληθώς οϋδέν ίχνος τούτων εύρίοκεται είς τδ δπό τών κ. κ . δποπτών συνταχθέν αναγνωστικόν «τά- ψηλά βουνά». Παρόμοιον σκοπόν ίπιδιώκει καί ή μδρφωσις χαρακτήρων, δπως: έν τή αύτή σελίδι άναγινώσκεται «Λίέ τή μόρφωση χαρακτήρων π ο ύ νά μ π ο ­ ρούν νά ζήσουν παραγω γικά Hai δημιουργικά στον τόπο τους, προκόβουν τ’ άγα θά τού έθ ν ικ οΰ πολιτισμού . . . ». Ά λ λ ά τότε έρωτδται: Τί διαφέρει τό σχολείον τούτο τών κ. κ. έποπτών άπό τό έργαστήριον τού σαγματοποιού ή τού Υποδηματοποιού ή οίουδήποτε άλλου τεχνίτου; Καί εκεί μορφώνονται οί μαθητευόμενοι ούτως ώστε «νά μπορούν νά ζήσουν παραγω γικά κ α ι δημιουρ­ γικά οτδν τόπο π ού Ανήκουν. « Ό κ. Γ . Ν. Χατζιδάχις άποκαλΰπτει» 167 Ά λ λ ’ άν τοιουτοτρόπως έχβάλλωνται σήμερον έκ τού δημοτικού σχολείου στοιχεία απαραίτητα κρινόμενα πρότερον, θρησκεία, πατρίς, ίστορία κλπ. είσά- γεται δμώς άλλο τι δπερ χαρακτηρίζεται ώς ν εο ελ λ η ν ικ ή π ρ α γ μ α τ ιχ ό τ η ς , καί έφ’ ής, ώς λέγουν, στηρίζεται τό σχολείον αύτών. Τί πράγμα δέ είναι ή νεοελ­ ληνική αύτη πραγματικότης, τίνα τά στοιχεία αύτής ; Ταύτα αναγράφονται έν σ. 5 ούτως: ! Έ χουμε δύο μεγάλους βοηθούς, τή φύση καί τήν αλήθεια. Φ α ντα σ τεί τ ί θά εϊμασταν σήμερα άν ακολουθούσαμε τού Βηλαρδ τις ιδέες καί τί δέν είμαστε γιατί δέ μάς άφισαν οί λογιώτατοι νά τόν άκούσουμε. — «Τό Ιθνος άπέοτρεψε τό πρόσωπον άπό τής εύκολίας τών λύσεων τού- Τ(βν» § τ * μ&ς λέν* βήμιρα άχόμα οί λογιότατο*. Οχι τό Ιθνος βέβαια. Ά φ τό δέν έίτανε οέ θέση νά διακρίνει χαί νά έκλέξει. Αν τό φωτίζανε , ( ζητοδο* άπ’ άλήθεια δ Βηλαράς, τό Ιθνος μέ χαρά χαί προ­ θυμία θά το δεχότανε. ’Αλλά τόνε συκοφαντήσανε — καλή ώρα ««ως σήμερα έμβς δημοχοπώντας οτδνομα τού κλασικισμού πώς ήθελε τάχα νά καταστρέ­ φει, νά διασπάσει κτλ.— Τά ίδια πάντα. Ά ς είναι δά. Τώρα ί ς δοδμε τ£ μπορεί νά γίνει. Ό σοι ξαίρουνε τήν παραδεγμένη τήν όρθογραφία άς τή γράφουν άμα θέλουνε, μά γιά λογαριαομί τους. Καθένας θά τή γράφει βέβαια μέ τό σύστημά του. Κανέ- ν άχούΜ τέν δλλονε *ίτοια ζητήματα- άφτή είναι ή φύοη τών πρα­ μάτων: χιαφτό χάνει αίσθητή τή οόχιβή, χΙτοι μάς φέρνει γρηγορότερα στό σχόπο μας. Ό οοι όμως δέν τήν ξαίρουνε - χείναι τό περιοσότερο Ιθνος - πρέπει νά φωτι­ στούνε πώς δ έ ν ε ί ν α ι χ α θ ό λ ο υ λ.άθ ο ς ν ά γ ρ ά φ ο υ ν ε μ έ τ ή φ ω ν ι- τ ι χ ή ό ρ θ ο γ ρ α φ ί α , δηλ. νά παραστήνουν κάθε φορά τόν ίδιο φθόγγο μέ τό ίδιο ψηφί, τό άπλότερο: <, *, ο, ον, γκ , αψ , α6, εφ , εβ, ζμ , Πρέπει μάλιστα νά διδαχτούνε, πώς είναι τό πιό σωοτό, τό πιό Επιστημονικό, γιά τούτο καθόλου βέν είναι ντροπή νά γράφει κανείς Ιτσι, γιατί έπί τέλους ακο­ λουθεί Ινα σύστημα, Ινώ άπεναντίμς ντροπή είναι ,νά βάζει τις έψιλογιώτες χαί καί τις όμιχρογιώτες χαί τάλλα παρόμοια μπιχλιμπίδια όπου τύχει κι όπως τύχει. Ά πάνου σαφτήν τήν ιδέα νά γίνουνται δημόσιες όμιλίες, άρθρα, δημοσιεύματα, διδασκαλία, κήρυγμα, προπαγάντα σωστή τέλος πάντων άπό όλους πού φροτίζουνε τίμια γιά τού λαού τήν χαλυτέρεψη. *Αμα τό υιοθετήσουμε μέ στοργή τό ζήτημα. Αμα δηλαδή έργαστούμε όχι γιά τό έγώ 'μας’ δχι δηλ. γιά μωροφιλοδοξίες, όχι γιά συμφέροντα άτομικά κ τλ .ά λλά γιά τήν άληθινή φώτιση τού λαού, τού Ιθνους (που αφτή ύστερα φέρνει καί δόξα καί ωφέλεια δλική στόν καλοθελητή) πιστεύω πως κάτι μπορεί νά γίνει. Καί θά είναι ώραίο νά γίνει. Α ργότερα νά βγεί καί μιά λαϊκή ^ημερίδα μέ τέτοια γραφή. Τώρα έρχεται τό ρώτημα: Καί στό σκολειό τί θά γίνει; -Έ ν ό ο ο τό έπίσημο Κράτος δέ δέχεται πέρα ώς πέρα στά σχολειά τή γλώσσα τού έθνους, άλλά τήν περιορίζει μόνο στά δημοτικά, λόγος γιά όρθογρα- φική μεταρρύθμιση στό σκολειό δέν μπορεί νά γίνει, θ ά έξακολουθεί ή σύγχυση που τόσο ώμά τήν ξεσκεπάζει ό Τριανταφυλλίδης στή μελέτη του γιά τήν όρβο- γραφία μο* (κοίτα σελίδες 2 0 -2 1 ,6 7 -8 5 ,1 6 3 -1 6 8 ) . 'Ωστόσο οί καλοσυν.ίδητοι δάσκαλοι θα πρέπει νά λένε στά παιδιά πώς, άμα δέν είναι σέ θέση νά γράψουν όρθά τήν ιστορική γραφή, νάκολουθοδνε τή φωνητική γραφή μέ τά πιό άπλά ψηφιά που έχουμε πιό άπάνω. Ό τα ν άποφασίσει ποτέ τό Κράτος νά βάλει τή δημοτική στά σκολειά πέρα ώς πέρα τότε θά σκεφτεί χα ί γιά τό ζήτημα τής όρθογραφίας. Ά ν μάλιστα Ιχει κατορθωθεί ώς τότε νάπλοχωρέοει στό λαό τό σύστημα τού Βηλαρά πού λέμε ’Α π ’ δσα μάς γράφουν 181 έδώ, τότε δέν Ιχει νά σκεφθεί.πιά τίποτε τό Κράτος, παρά νά βάλει τήν όρθή γραφή. Ά φ τά πού λένε, πώς δέ διαβάζεται τάχα τέτοια γραφή κτλ. είναι πράματα άπλοίκά καί άφιλοσόφητα. ’Αρκεί νά διαβάσει κανείς μερικές σελίδες καί τό μάτι συνειθίζει μιά χαρά. Ώ ς πρός τό ζήτημα τού τονισμού δέν Ιχω νάντισταθώ καθόλου σέκείνους πού θέλουν όλότελα τό άπορρήξιμο κάθε τονικοΰ σημείου. Διαβάζουνται καί τάτόνιστα εξίσου δμορφα δπως καί τά τονισμένα. 'Ωστόσο μπορούσε νά μπαίνει μιά οξεία όπου τονίζεται πραγματικά ή λέξη,έξόν τις προκλιτικές καί τις έγκλιτικές πού πρέπει νά μένουν άτόνιατες, άφού είναι άτονες. ’Ακόμα θά μπαίνει άπόστροφος δπου λείπει φθόγγος καί κορωνίδα όπου γίνε­ ται συναίρεση ή κράση, γιά νά φαίνεται πώς είναι δυό οί λέξες. Τό άλλο πού λένε: πώς θά νοιώθουμε τις δμόηχες άλλά μέ διαφορετική γραφή καί νόημα λέξες, (λ . χ . λ ύ ρ α καί λ ί ρ α κτλ .), άμα θά τις γράφαυμε δλες Ινα; είναι πιό άπλοίκό. Έ χουμε άπειρες άλλες λ ίξες δμοια γραμμένες μέ πολύ διαφορετικά νοήματα πού καθόλου δέν τά συχίζουμε δτα μιλούμε. À. χ . ή λέξη καιρός σημαίνει πρώτο τόν χρόνον τών άρχαίων καί δβφτερο τήν κατάσταση τής άτμοσφαίρας, πού δέν πιστεύω νάχουνε τά .δυό καμίαν άμεση άντάμωση μεταξύ τους. Οί Τούρκοι έχουνε λέξες όλότελα διαφορετικές γιά τό καθέν’άπ’άφτά τά νοήματα. Τό πρώτο τό λένε vaejit· τό δέφτερο τό λένε hava καί καθόλου τό ένα δέν τούς θυμίζει τό άλλο. Πρβλ. άκόμα: λόγος= parole καί 1ο'γος=cause. Τώρα, γιατί οί ’Εγγλέζοι ή οί Φραντσέζοι ή δέν ξαίρω ποιοι άλλοι, Ιχουνε στραβή γραφή, δέν πιστεύω νά είναι σοβαρός λόγος πώς πρέπει γιά τούτο καί μόνο νάχουμε τέτοιαν κέμεΐς,πού τώρα δά μορφώνουμε τό γραφτό μας λόγο καί πρέπει νά τόν κάμουμε όσο μπορούμε τελειότερο, δηλ. άπλότερο, γιά νά μή μάς βλαστημούν οί μεταγενέστεροι. Μ . Φιλήντας 6 . Πρός τήν άηλοποίηοη τού τονισμού.— Ή χα&αρεύονσα υοτερ’ άπό τή γίο ισ σ οεκπ α ιίεν ιική μεταρρύθμιση. I Στό περασμένο Δελτίο διάβασα τήν απόφαση τών επιθεωρητών τή σχετική μέ τήν αντικατάσταση τών τόνων μέ μιά τελεία καί τήν κατάργηση τών πνευμάτων. Σ’ αύτή τήν άπόφαση δπόγραψα κι έγώ, όχι γιατί ήμουν σύμφωνος μ’ αύ'Φΐ όπως διατυπώθηκε, άλλά γιά νά μή νομισθή ότι θέλω νά διατηρηθούν οί τόνοι καί τά πνεύματα καί βρίσκωμαι σέ άντίφαση μέ όσα είπα στήν ίμιλία πού έκαμα κατά τό όρθογραφικό φροντιστήριο. Ά ν θυμούμαι καλά, τήν ϊδια μέ μένα γνώμη είχε καί δ κ . Π. Μπακανάκης καί ύπογράψαμε τότε, γιατί δυστυχώς δέ θέλησε ή πλειο- ψηφία νά γραφή ή γνώμη μας, γιά νά μή θεωρηθούμε δπερασπιστές τών τόνων, σέ στιγμή πού είχαμε μιά ριζοσπαοτικώτερη ιδέα γι’ αύτούς. Είχαμε τή γνώμη ότι άν θέλουμε νά Ιχουμε άληθινά δημοκρατική έκπαίδευση πρέπει νά λείψουν οί τόνοι όχι μοναχά άπό τό δημοτικό σχολείο, άλλά άπό όλα τά σχολεία, άπό τά δημόσια Ιγγραφα, άπό,τά βιβλία, άπό τήν άλληλογραφία. Ά ν διδάσκονται στά ανώτερα σχολεία’, νά διδάσκεται μοναχά γιά νά μαθαί- νωνται σά μέρος τής φιλολογίας καί όχι γιά νά γράφονται στήν καθημε­ ρινή ζωή άπό έκείνους, πού θά τύχη ν’ ακούσουν μαθήματα στή Μέση έκπαί­ δευση. Ά ν γίνη αλλιώς αύτοί πού θά τελειώσουν τό δημοτικό σχολείο θά ντρέ- 182 “Α π ’ όσα μάς γράφουν πωνται νά γράφουν γιατί θά φαίνωνται Αγράμματοι μπροστά σ’ ¿κείνους πού- έπειδή φοίτησαν οέ σχολεία τής Μέσης έκπαιίεύσεως ξέρουν νά τονίσουν καί τονίζουν σύμφωνα μέ κανόνες. Μέ τέτοιους δρους έγώ είμαι τής γνώμης δτι είνε καλύτερο νά ϊιϊάσκωνται οί τόνοι καί βτό δημ. σχολείο, γιατί δέν καταλα- βαίνω πώς.θέλουμε νά τούς άποκλείσουμε άπό αύτό, άφοδ δέν τολμοδμε νά. είπουμε δτι είνε άχρηστοι, έκτος άν θέλουμε νά Απαλλάξουμε τό δάσκαλο τοδ δημ. σχολείου άπό Ινα βάσανο καί νά φορτώσουμε στόν καθηγητή, από τό ένα μέρος, καί άπό τό άλλο νά δημιουργήσουμε αριστοκρατία 'Ελλήνων τονιζόντων μέ πολ­ λούς τόνους καί σύμφωνα μέ κανόνες καί λαό πού θά τονίζη μ' έναν τόνο. Συνέπεια τής γνώμης ποΟ Αναφέρω παραπάνω είνε καί ή γνώμη πού είπα στό Συνέδριο «νά άντικατασταθουν οί τόνοι μέ μία δξεΐα καί δχι μέ τελεία, γιά. νά μήν Απέρχεται σύγχυση μέ τά σημεία τής στίξεως». Δέ γνωρίζω άν έξηγήθηκα. καλά, στή συζήτηση δμως πού έγινε κάπως βιαστικά τότε δέ μπόρεσα νά καταλάβω· άλλη ώφέλεια μέ τή συντηρητική κατάργηση τών τόνων μόνον στό δημοτικό σχο­ λείο, άπό τήν Απαλλαγή τοδ δασκάλου τοδ δημ. σχολείου άπό ένα βάσανο, καί τό μέσο, νά γνωρίζουμε άπό δείγμα γραφής τούς τελειόφοιτους τού δημ. σχολείου Από εκείνους πού πήγαν στό έλληνιπό. Ή ίδέα μου γιά τούς τόνους είνε Απόρροια τής γνώμης πού έχω γιά τό όρθογραφικό καί έν γένει τό γλωσσικό ζήτημα. Ό σον Αφορά τό όρθογραφικό, προκειμένου γιά τΙς έκθέσεις, ύποστηρίχτηκε. στό Συνέδριο Από μερικούς συναδέλφους δτι δέν πρέπει κατά τή διόρθωση τών έκθέοεων νά δίνουμε προσοχή στήν όρθογραφία, τήν όποία μ’ δλα ταδτα θά διδά- σκόυμε. Έ γώ δποστήριξα δτι πρέπει νά Απλοποιήσουμε τήν όρθογραφία Αλλά τήν Απλοποιημένη αύτή όρθογραφία νά τήν έπιβάλουμε στις έκθέσεις καί νά τήν καλλιεργήσουμε προπάντων μέ τις έκθέσεις. Γιατί δέν καταλαβαίνω γιατί τότε θά μαθαίνουν τά παιδιά δρθογραφία, άν δχι γιά νά γράφουν ορθά. Προκειμένου πάλι γιά τή γλώσσα στήν όποία θά γράφουν τις έκθέσεις μαζί μέ τήν πλειονότητα τών συναδέλφων είπα δτι δέν μπορώ νά έννοήσω άλλη γλώοσα γιά τό δήμ. σχολείο άπό τή δημοτική, Αλλά ύπόβαλα καί τή γνώμη δτι δσο έπίσημη γλώσσα τοδ κράτους, τών δικαστηρίων κτλ. είνε ή καθαρεύουσα πρέπει στίς ανώτερες τάξεις νά γίνωνται καί έκθέσεις στήν καθαρεύουσα προπάν­ των ύπό τύπον Αναφορών, γραμματίων, αιτήσεων, Αποδείξεων κτλ., γιατί πάλι δέ μ π ο ^ ν ά έννοήσω τί είδους μόρφωση θά είναι αύτή τοδ τελειόφοιτου τοδ δημ. σχολείου, άν δοο έπίοημη γλώσσα τοδ κράτους είνε ή καθαρεύουσα, αύτός*δέν τή διδάσκεται καθόλου καί δέν κατορθώνει νά καταλάβη τί λέει ένας νόμος μιά έγκύ- κλιος κτλ. ή νά κάνη μιά Αναφορά, θά είπήτε: «Τώρα ξέρει»; Πρέπει νά ξέρη έν έσω αύτή είναι ή έπίσημη γλώσσα τοδ Κράτους, γιατί άλλως έχουμε τήν Αριστο­ κρατία πού σπούδασε σέ σχολεία τής μέοης έκπαιδεύσεως καί γνωρίζει νά έννοή τί γυρεύει Απ’ αύτή τό κράτος μέ τούς νόμους, έγκυκλίους, ειδοποιήσεις του καί τί νά γυρέψη αύτή μέ τις Αναφορές της, καί τό λαό πού πέρασε τό σχολείο, ποδ θά τοδ δώση τή γενική μόρφωση καί δέν έννρεϊ τίποτε άπό αύτά. Ά ν τώρα ουφέρνη νά χάνη τό σχολείο τόν καιρό του μαθαίνοντας μιά γλώσσα πού μόνο θά γράφεται καί δέ μιλιέται, σ’ έποχή πού τόοα έχει νά μάθη ή πρέπει ή πολιτεία νά μιλάή μέ τούς νόμους της, έγκυκλίους, γραπτά της δλα, στή γλώσσα πού τήν καταλαβαίνουν έκείνοι γιά τούς δποίους τά γράφει είνε άλλο ζήτημα. Κιλκίς 1 Δεκ. 1919. Γ . I I . Κ ο χ χ ίν η ς ’Επ ιθεωρητήί ’Απ’ δσα μάς γράφουν 183 7 . H ô te &ά χαταργη& ονν ο ί τόκοι ; Κ νρu γραμματέα, Ά π ό τό Δελτίο πού μοδ στείλατε καθώς καί άπό τήν «’Ορθογραφία» τοδ κ. Τριανταφυλλίδη επιτρέψετε μου νά σχηματίσω τή γνώμη, πώς δ Έ κπ. Ό μιλος πού διευθύνει τή γλωσσ. μεταρρύθμιση περπατεί πολύ συντηρητικό δρόμο. ’Εμείς ’ τουλάχιοτο, δ δυστυχισμένος κλάδος πού ύπόφερε πολλά καί ύποφέρει Ακόμη άπό τήν έρμη καθαρεύουσα περιμέναμε τόν Ό μιλο πλιό ριζοσπαστικό καί μάλιστα στή φοβερή ορθογραφία. "Αλλά πρέπει φαίνεται τό ζήτημα αυτό, πού τυραννδ τό'τρυ­ φερό παιδικό μυαλό άδικα, νά τό λύσουν αύθαίρετα οί δημοδιδάσκαλοι. Είμαστε ανυπόμονοι πότε θά σταλοδν στό Αρχαιολογικό μουσείο, τουλάχιστο γιά τώρα, οί τόνοι καί τά πνεύματα καί σιγά σιγά— μά γρήγορα δμως— τ’ άλλα ψευτοσήμαδα τών Αρχαίων η , ν , ω , αι, οί δίφθογγοι, πού γιά διδασκαλία των κόβε­ ται ή ώρα τών φυσιογνωστικών μαθημάτων, πού σέ μόνα αύτά πρέπει νά στραφή ή προσοχή μας. θέλομε μόνο νά μάς χειραγωγήσετε στό τυπικό τής δημοτικής καί στό-διά- λεγμα τών πραγματικά δημοτικών λέξεων, γιατί γράφονται Από μερικούς κάτι χυδαϊσμοί πού δέν ύποφέρονται- καλύτερα λέξες καθαρές μά μέ τυπικό δμως τής δημοτικής. θ ά παρακαλούσαμε νά μάς γνωρίσετε άν Ιτσι σιωπηρά-σιωπηρά τουλάχιστο μάς Ιπιτρέπεται ν’ Ακολουθήσωμε τόν παραπάνω δρόμο γιά τό συμφέρο τών παι­ διών, πού μιά μέρα πού τά είπα πώς γρήγορα θά καταργηθοδν τά παραπάνω, Ιση- κώθηκαν δλα καί κρεμασμένα άπό τά χείλη μου μοδ φώναζαν: «Πότε; μά πότε; Κύριε» ; Τά παιδιά τής Ε’ καί Τ ’ ζηλεύουν τά βιβλία τών κατώτερων τάξεων. Τά δικά τους τά σιχαίνονται, θ ’ άργήοη νά ξαπλωθή σ’ δλο τό δημοτικό ή δημοτική ; Κρήτη m ίπ ό λη ψ ι Κ . Π . 8 . Ή γΧωσσιχη μετσρρύ&μιση.— Μιά &πά*τηοη. Διάβασα μέ προσοχή δσα δ «Προτεστάντης» γράφει στή «Σάλιτ&γα» τής 27 Μαΐου I . 8. γιά τό γλωσσικό ζήτημα. Κατακρίνει τούς δημοτικιστάς δτι δέν έδωσαν δημοσιότητα εις τάς έργασίας τοδ Έπιθεωρητικοδ συνεδρίου. Αναπτύσσει συγκριτικώς μέ τή δημοτική τά καλά τής καθαρευούσης καί καταλήγει στό ουμ- πέρασμα πώς δέ ψταίει ή γλώσσα καί ούτε θέλει μεταρρύθμιση, Αλλά φταίει τό άλλο παιδευτικό μας σύστημα συνεπείφ του δποίου Ιχει καταρρακωθή δ δημο­ διδάσκαλος ήθικώς καί ύλικώς. Είναι Αλήθεια θαυμάσια τά γραφόμενά του. ’Επαναλαμβάνω δτι είναι μελε­ τημένα καλά, Αλλά δέν Ιπεται έξ αύτοδ δτι δέν είναι καί συζητήσιμα, θέλω νά συζητήσω μέ τόν άγνωστον αύτόν άξιότιμον κ . «Προτεοτάντην» καί γι’ αύτό βαπτίζομαι είς «όρθόδοξον». Ό ς πρός τό πρώτο μέρος, τής δημοσιότητος δήλα δή, τοδ Έπιθεωρητικοδ συνεδρίου δέν μπορώ νά είπώ τίποτε, διότι μένω μακρυά άπό τήν Α θήνα στά ψηλά βουνά τής Ρούμελης καί δέν ξέρω τί γίνεται αύτοδ κάτω, άν καί καθώς 184 ’Απ’ δσα μας γράφουν βλέπω στήν ίδια «Σάλπιγγα» δπάρχουν περιλήψεις τών έργααιών του συνεδρίου. β ς πρός τό δεύτερο μέρος τής γλώσσης, έχω νά εΐπω δτι δέν πρέπει νά σταματήσομε έτσι άδοξα τό ρεδμα πού έδημιουργήθη γιά τό γλωσσικό ζήτημα. Γιά νά έπιμένη τό δπουργείο, άρκβτοί καλοί παιδαγωγοί, άρκετοί διδάσκαλοι, για τή μεταρρύθμιση θά πή πώς κάτι συμβαίνει. Μπορεί νά είναι κακό. μπορεί νά είναι καί καλό. Νομίζω πώς ή κ α θ α ρ ε ύ ο υ σ α γλώσσα, όπως ώς τώρα έδι- βάσκετο στά σχολεία δέν μπορεί νά φέρη καρπούς. Έ ξ άλλου ήμεϊς δέ διαφερό- μεθα καί δέν πρέπει νά διαφερώμεθα στό δημοτικό σχολείο τόσο γιά τή γλώσσα., όσο γιά τά πράγματα. Έ ξ , καί πράγματι τέσσαρα «ν μή καί λιγώτερα είναι τά χρόνια τοδ δημοτικοΒ σχολείου. Τί θά πρωτομάθη τά παιδί έκεϊ μέσα; γλώσσα, ή γνώσεις; καί ποιό είναι χρησιμώτερο ή γλώσσα ή ή γνώση άπό τις δποίες θά δια- μορφωθή ό χαρακτήρας; Ή καθαρεύουσα είναι γλώσσα άρχαιοπρεπής, άλλ" άπ' αύτήν πηγάζει ή δημοτική. Κανείς δέν μπορεί νά είπη κατά τής. καθαρευούσης. Είναι γλώσσα καλή, θαυμασία, καθώς ή Ξενοφώντειος, ή 'Ομηρική άλλά είναι γλώσσα νεκρουμένη ήμίρφ τή ήμέρφ. Είναι γλώσσα γραφομένη μοναχά καί όμι- λουμένη δπό μερίδος διανοουμένων καί ρητόρων. Είναι γλώσσα στήν όποια έγρά- φησαν καί γράφονται συγγράμματα αιώνων καί ώς τοιαύτη βέβαια θά μαθαίνεται άπό τούς γλωσσολόγους καί τούς ανεπτυγμένους καθώς καί ή δμηρική κτλ. Γλώσσα δμως ζωντανή, λαϊκή, δημοκρατική δέν είναι. Ή μόδα άρχισε νά περνάη. 4έν έπέρασβν άκόμα, άλλά θά περάση. 4έν μπορεί ποτέ νά μείνη στά ίδια της μιά γλώσσα, θ ά δποστή τό νόμο τής έξελίξεως. Αυτό διδάσκει ή ιστορία. Ή έξέλιξις τής καθαρευούσης είναι ή δημοτική. Εχομ® ΧΡόνια 0Τ° δασκαλικό έπάγγελμα. 4έν μπορεί νά γίνη διδασκαλία καρποφόρος στήν καθαρεύουσα, δπως στή δημοτική. Ή διδασκαλία μας ή ζωντανή γίνεται στή δημοτική, εκτός πλέον άν θελήοουμε νά κατατριδώμεθα μέ τύπους· νά κατορθώσουμε στάς εξετάσεις νά παρουσιάζουμε μαθητάς άποστοματίζοντας τό μακρόν πρό βραχέος κτλ. καί μέ κεφάλι κούφιο. Είναι καιρός τής ούσίας. *0 άνθρωπος σήμερα ίδημιούργησε δποχρεώσεις. Γ ι ά τ ό β ί ο μ α ν θ ά ν ο μ ε . Κάτω λοιπόν οι τύποι. Ε μπρός ή ούσία. Ή γλώσσα έγινε γιά τόν άνθρωπο καί δχι δ άνθρωπος γιά τή γλώσσα. Τώρα, ποιό γλωσσικό ιδίωμα πρέπει νά έπικρατήση ώς δημοτική γλώσσα, «ύ-ό είναι άλλο ζήτημα. Πρέπει δμως νά Ιχωμεν δπ' δφει, δτι ή δημοτική δέν είναι ιίποτ* πϊ^ισσότερο, τίποτε λιγώτερο παρά άπλοποίησις τής καθαρευούσης, δπως τή διεμόρφώθη δπό τοδ πολλοδ Ιλληνικοδ λαοδ τής Στερεάς, Πελοποννήσου, Μακεδονίας, ’Ηπείρου καί δχι τοδ Βελβενιοδ, τής Τσακωνιάς, τοδ Πόντου. Ος προς τό τελευταίο ζήτημα τής άνυψώσεως τών λειτουργών τής Έκπαι- δεύσεως, είμαι τελείως σύμφωνος μέ τόν «Προτεστάντην>. Τίποτε μά διόλου τίποτε δέν θά γίνη δχι μέ μιά δημοτική, άλλά με έκατό τέτοιες, άν δέν διαμορφώ­ σουμε τό δασκαλο. Καί άν άλλοτε τέλος πάντων ένας δάσκαλος κατόρθωνε νά γελάη έπί τέλους τά μάτια τοδ κόσμου με τό νά διδάσκη τό ρήμα λύω καί ρήγνυμι, αδριο θά γυμνωθή, διότι πρέπει νά διδάξη στά παιδιά πράγματα γεωρ­ γικά, βασικά, ιατρικά, νομικά, πολιτικά καί κ α ί τόσα άλλα, τά δποΓ* αυτός πρώτος πρέπει νά ξέρη καλά. Γι αυτό πρεπει 4 δημοδιδάσκαλος νά τελειώνη καί τό πανεπιστήμιο άκόμα. Πυκναί όμάδες δημοδιδασκάλων νά πηγαίνουν πρός έκπαίδευση στήν Εύρώπη καί νά μάς φέρνουν νεώτερα συστήματα άπό Ικεί. "Ετσι, μόνον έτσι μπορούμε νά μιλάμε γιά έλευθερία στόν έλληνικό λαό. Μόνον έτσι άπ’ άκρου είς άκρον ή Ε λλά δα θά δημοκρατοποιηθή. Ό ζ& ό δ ο ξ ο ί δημοδιδάσκαλοί στή Δ(ορίδα θ . Ή γλωσσική μΐτα ρρνφ μ ιοη. Έ χω χρόνια ατό διδασκαλικό έπάγγελμα. "Αλλαξα πολλές φορές τό μαθητή μέ τό δάσκαλο, άφοδ καί πρό μηνός ακόμη μαθητής ήμουν καί νομίζω δτι κατά­ λαβα καλά τί άξίζει ή γλώσσα στή μάθηση. Είδα μέσα στά σχολειά δτι οί γνώ­ σεις μεταβίνονται εύκολώτερα μέ εδκολη γλώσσα. Έ χομ ε άνάγκην άπό γνώσεις μέ τις δποίες θά διαμορφωθή δ χαρακτήρας καί δχι γλωσσικούς τόπους, θέλομε οδσία καί δχι τύπους. Ή γλώσσα γιά τό δημοτικό σχολείο είναι τό δργανον καί δχι δ σκοπός. Σκοπός είναι οί γνώσεις, ή πνευματική καί σωματική άνάπτυξις, δ χαρακτήρ τέλος. Ή έλληνική κοινωνία άπό καιρό έχει καταδικάσει τό παιδευτικόν μας σύστημα. Ά ν ή κοινωνία είρωνικώς μάς καλεί δασκάλους σχολαστικούς, ακριβώς τόκάμνει, άσυναισθήτως βέβαια, διότι καταδικάζει τοδς γραμματικούς τύπους τοδ σχολαστι­ κισμού. Καί άν δ μακαρίτης Ά ννινος ¿προσωποποίησε τό δάσκαλο τών Ά περαν- τίων είς «τό πολλών δεινών καί άφορήτιογ >, τό έκαμε ώς άντιπρόσωπος τής έλληνικής κοινωνίας χαταδικαζούσης τό δάσκαλο τών τύπων. Είναι ώς νά έλεγε ή έλληνική κοινωνία, τέτοιους σχολαστικούς δασκάλους άνδρείκελα τών τύπων κτλ. δέν τοδς θέλω. Ή θελε δασκάλους τής ούσίας καί τής ζωής, ικανούς νά διδάξωσι πράγματα χρήσιμα, πράγματα γιά τό βίο καί γιά τή ζωή. Καί έρχε­ ται τώρα ή ίδια νέα έλληνική κοινωνία καί εξεγείρεται κατά τής έκπαιδευτικής μεταρρυθίσεως άσυναισθήτως πάντοτε. 4έν θά στείλω τά παιδιά μου στό σχολείο λέγει. Μάς εχάλασαν τή γλώσσα. Έ λ α δά δμως, έλα στά καλά σου έλληνική κοι­ νωνία! πές μου τί θέλεις; 4έν θέλεις μεταρρύθμιση, τότε τί θέλεις; θέλεις τό παληό σύστημα; δχι; Τότε πές μας ένα νέο. Τοιαύτας συζητήσεις έκαμα μέ πολ­ λούς μορφωμένους καί στό τέλος έπείοθησαν οδτοι. Είναι άλήθεια πώς τό λαϊκό σχολείο άν δέν άπετέλεσε θαύματα, μέχρι τοδδε, έν μέρει έφερεν δμως άποτελέσματα. Έγκαταλελειμμένο άπό τό κέντρο περιφρο- νημένο άπό τήν κοινωνία, μέ δασκάλους δούλους πότε στό κόμμα, πότε στή φτώ­ χεια καί μή έκτιμωμένους έπαρκώς, είργάσθη σάν τό μυρμήγκι διά· μέσου τών χρόνων. Μέ μόνα τά δλικά πού τοδ έδωκεν 6 μέγας Καποδίστριας καί τά δποία Ιθέρμανε όλίγον 4 αείμνηστος Πετρίδης, τό λαϊκό σχολείο είργάσθη καί έφερε καρπούς πάντως. Ά ν τοδτο έπετεύχθη, βεβαίως όφείλεται στή μεγάλη καρδιά τοδ Έ λλη νος ,ό δποϊος ποτέ δέν έπτοήθη,οδτε κατά τοδς χρόνους τής σ κ λ ^ ιά ς οδτε τής έλευθεριάς. ’Οφείλεται είς τό δημιουργικό πνεϋμα τοδ Έ λληνος. 'ι^ρί^εται τέλος είς μέγα μέρος τών λαϊκών διδασκάλων οί όποιοι βίργάσθησαν μέ ,-το- τυπία είς τά σχολεία των, οί όποίοι ώς ζωντανή γλώσσα έν τή διδασκαλ. -"'τών μετεχειρίοθησαν τή δημοτική. Είναι χαραυγή λαμπράς άπεράντου αίωνίας ήμέρας γιά τόν Ε λληνικό λαό ή έμφάνιση τής έκπαιδευτικής μεταρρυθμίσεως. Α νοίγει διάπλατα ή μεγάλη θόρα τοδ μέχρι χθές κεκλβισμένου μορφωτικοδ μεγάρου καί καλείται 4 έλληνικός λαός νά μιτάσχη τών άπλουμένων έν τή μεγάλη τραπέζη, έντός, άγαθών τής μορφώ- σεως. Ή πνευματική άνάπτυξη δέν θά είναι πλέον κτήμα τών δλίγων είναι κοινόν καί τών πλουσίων καί πτωχών καί τοδ άριστοκράτου καί τοδ πένητος. Ε . Γ . ’Α π ’ δσα μάς γράφουν 180 Δ Ι Α Φ Ο Ρ Α Τ Α Μ ΙΑ Κ Η Κ ΙΝΗΣΗ Ε Κ Π Α ΙΔ ΕΥ Τ ΙΚ Ο Υ Ο Μ ΙΛ Ο Υ 1918 κ. 1919 α ) ΑΙΙ0Λ0ΓΙ2Μ0Σ τών ’Εσόδων καί τώ ν ’Εξόδων άπό τήν 1 Ία νο υα - ρίου ώς τήν 31 Δεκεμβρίου 1918. β ) ΠΡΟΓΠΟΛΟΓΙΣΜΟί τώ ν ’Εσόδων καί τώ ν ’Εξόδων ά π δ τήν 1 Ίανουαρίου ώς τήν 31 Δεκεμβρίου 1919. ΕΚΘ ΕΣΗ Τ Η Σ ΕΞ ΕΛ ΕΓΚ Τ ΙΚ Η Σ ΕΠ ΙΤΡΟ ΠΗ Σ Τ Ο Υ Ε Κ Π Α ΙΔ ΕΥ Τ ΙΚΟ Υ Ο Μ ΙΛ Ο Υ Γ ΙΑ Τ Η ΧΡΟ Ν ΙΑ Τ Ο Υ 1918 Κύριοι Συνάδελφοι, Σύμφω να μέ τό καταστατικό τοΟ Ό μ ίλο υ έξελέγξαμε τούς λογα ­ ριασμούς του γ ιά τή χρονιά τοΟ 1918 καί τούς βρήκαμε δλους τα χ τ ι­ κούς: Στό βιβλίο τοΟ Τ αμ ία καί στό καθολικό είναι τακτικά περα ­ σμένα δ,τι πή ρε κα ί Ιδω σε ό "Ο μιλος τήν περασμένη χρονιά. Κ αί ό άπολογισμός του είναι ταχτικός· Ι χ ε ι Ισοδα δραχμές Έ ξ ο δ α δραχμ ές 5 ,6 6 0 .3 2 καί ύπόλοιπο δραχμές 3 ,746 .94 . 'ΐ»(Η *Αθήνα 5 τον.Φλεβάρη 1919. . Ή ¿ ξ ιΧ ιγχ τίΜ η ¿ π ιτβ ο π ή 12. ΠΑΝΤΕΡΜΑΛΗΣ I. ΚΑΜΠΙΡΗΣ < <«Κ·» 0 3 — ΚΙ 01 4 5 5 ο Μ Ι Μ Ο < 3 ο Μ Ο I- > II) < < Π.κ ω οο-·) Ιοί Ο ε I < Ο < 5 ο ω Ιί5 ΐΟ ιΟ I*· ^ φ π ^ έΟ ιΟ Ο^ 00 ^ * 1— ιΟ Η Ρ · » χ Φ_ ιΛ — 0053____ δ Ι­Ο© «3 Μ β * ρ· *5 - I « ί(Ο © 8 3^Λ «_ β 4 * -2 *8 -4 Ο, * 0" «> δ <4 4 2- 3 Ι ΐ * ^ I Μ Β &© £ ο I (Αν8 . 5. = £ 4 I I ιΛ Ο Η Ο & I I I I ! I Μ I $ § ** * * * ©ο Λ β * • * ΟΧ δ * 01 60 1 1 § <© 91 Φ X * » Λ * * * • Β <3 Α Μ <1 <© Φ Φ φ Γ-X X ψ-4 X >-Η «Η X Φ φ Φ Φ Γ 1 Φ φ Φ ΦX χ X Μ «Η χ X X X X — 3 2 ! 1 Φ &· ■Γν* , 8 δ*8 Λ δ Τ ' <23. ο , ΤΤ* “2 ^ Ρ 5 © δ ^< 1 0 - 4 — ^ Ο 60 * > Ρ ·5 I > εΟ Όμ υ> Ο η *ο> 8 * « «X £κ $ ©**3 Μ »■Ο «ι Η Φ 8 - ιέ* 8 δ 3 *•<3 8ΔΡ*X **©β- !Ρ ΕΚ ΠΑ ΙΔ ΕΥ ΤΙ ΚΟ Σ Ο Μ ΙΛ Ο Σ ι < < 0 »1 ω 0) ν 0) 0 μ < Ε Μ 0 Μ Ζ 0 < ο € > . 0 α . , € ·?· < ο Μ ω 1 1 1 1 1 1 1 1 1 3 13 10 00 18 00 30 0 15 0 10 0 50 0 20 00 15 00 ΡΟ Λ 1Φ 8? ϋ -»· ε θ - -ϋ . * I - 1 2 «> 5 δ· κ Ζ · 3 2 « <§· Λ “§ -5- 8- 2 » · « · > · ρ 3 <§■ *»οχ Μ& I Εβ β. ϊ2 Μ Ο Ζ 5 ο*ο6 ΜΕ 5Β §. 1 3 §= 1 -2 -8 Β 1. θ ί · <1 ^ Ρ I I I I I 1 «£>9. V» Οκ ^ α-ο Κ 8 5- «9 «5 05 3 ΤΑΜΙΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ 1919 κ. 1920 λ ' ) ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ τδν ’Εσόδων καί τ&ν Εξόδων άπδ τήν 1 Ιανουά­ ριου ώς τήν 31 Δεκεμβρίου 1919. β’) ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ τδ»ν Εσόδων καί τδ>ν Εξόδων άπδ τήν 1 Ίανουαρίου ώς τήν 31 Δεκεμβρίου 1920. ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ 1919 • Κύριοι Συνάδελφοι, ’Εφέτος ό Συνάδελφός μου κ. I. Παντερμαλής λείπει στήν Πόλη καί έξέλεγξα μόνος μου τούς λίγους λογαριασμούς τοΟ Όμίλου μας γιά τή χρονιά τού 1919 πού μάς περασε. Έάν" θέλετε μπορεί νά δεχθήτε τήν Ικθεσή μου αύτή καί νά τήν έγκρίνετε γιά τήν τάξη τσΟ καταστατικού. Ό π ω ς κάθε χρόνο καί Ιφέτος 6 Ταμίας τού Όμίλου κ. Δ. Πετρο- κόκκινος έχει τά βιβλία σέ καλή τάξη καί στό Ταμείο καί στο Καθο­ λικό δλα είναι καλά καταγραμμένα, δσα πήρε καί Ιδωσετκ,ιά τόν Ό μιλο. \ λ Ό Απολογισμός του καί αύτές είναι ταχτικός καί μέ λεπτομέ­ ρειες πολύ χρήσιμες. Τά Ιξοδά μας έφετος είναι δραχμές 8,248.16 καί τό υπόλοιπο σέ μετρητά καί σέ κατάθεση στήν Τράπεζα Χίου είναι δραχμές 3,155-30. ‘Αθήνα 10 του Φλεβάρη 1920. Ά α ό τήν ίξτίεγχττπή ¿πιτ^οηή I . ΚΑΜΠΙΓΗΣ 22 < 22 <ι . ο £ « ο Μ α 3 1 5 δ μ 1 5 3 0 Ο ^ 1 φ ? Ο ^ - Ο Ι ι 5 ή · - 0 ί ΐ 0 5 Ο ^ Μ Μ 0 4 '«Ρ 0 0 ( Ο Ο 0 4 Γ * « Η ιΛ 0 0 ί ο |Α 0 4 ϋ 0 0 βο § «4 § 1 δδ 75 Ο .■ο ιΔΦ 09*ώ «ο φ* —· σ> »Λ 0 0 5 » 1 -Η ζ : Ο « α ο I I I . μ 8 3. β ·ΰ .ο - κX ■ •8 9 . ' ! § ■5Ϊ¡* 8 * ! « δ ο ον • • 2 Ο 8 δ * 5 X ο £ . Η 8 Ι ί Ζ ?* ϋ μ ο < 1 ο Μ Ο X Η > III < < ο ω Ο Ι - Ί Ο 1 I—-; Ο Ο «= Ο < < ο Ν Ιϋ Η Β 5 « Ν 3. ο 9 ζ *ο * ο Β. ϋ π «ο 05 9·* £* 8 ν * 20 , 0 5 >- Ρ V ο 5 ^ ο * « Κ3 Ο 23 15 8 3 β - 5 - 8 ~ ο „ ί * 1 ¿ δ “5 2 ,* κ * 1Γ δ. 3 »•X -8 5 <© 8 . « ® Ρ 3·&|·8 . β ■& 6. 5" 6“ ^ ^ Ο 2 “ δ £ Μ 8 ** VΡ « ο . α . ** ** «» Η : 5 2 ΛΜ«ι Ο Ον Ο Ο Φ Ο Ο Λ « Α Ο Ο Ο Φ Ο ν ο ο ^ ^ ^ Η φ ι δ « Φ Ο 2?ζ· Γ-Ιϋ Ο Ν 9 Α ^ Φ • ·* · α ν <**043< * — — 2 2 < 0 0 5 φ ^ « αν^ -ν — - - — -, 05 05 05 0*05 Ον 5 *4 »·* ^ -4 *4 ψ* * 3 , Ό * * * α«Ο ** Λ φιΛΟ Ο Ο ίΟ Ν0« 03 . 6β · ** * . _ < <15^5_β> ι β ν < 0 ( · ( · 0 9 2? *"* 1—I «4 -Η €4 Ο* 05 05 05 05 05 0> 05 3 Οο <οV ->8 5V ο. *1ο 5- * Ο 5 9. . Ο Γ< 3. * ο *»ο ο - ο ρ ο ο κ *#Γ< «*•Ο <*. «* 3>- <ι ο Η * Ί /< α α . ? τ , «-< ο > ?3 ο ^ X “ί I* υ» 8<ρ· * 2 > 5 5 «-< Β *ο >«· ■8 I ν< 3>9 (β .8 3 Ο 8.6 •5 5·*5 ο .5 -2 & I ο ό 5*·£ 1 5 β » (η -οι « 4ί Φ 8 - β 8κ ■“ Ε - ■δ 5 § ο Ν Β-3-8· η V 5 9- <Μ05 I «>Λ| ίΤ Η α Ε-2 Π Ρ Ο Ϋ Π Ο Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ Τ Ο Υ -1 9 2 0 I I I I I § £ιΛ « ςρ 03 Ά & 99 < < Ο 14 « X δ 2 ο 2 ·° Η ί7 3 Η 3 . *« ο . ** * 5Ο . £» 3. Ο 5 «Ο 5 *· δ Λ β •5=· «X I I 5 -8 »- Κ 8 £ 3. * 8- ? *8 8 ¥5 « . < 9 8 3. Β Ο Ο Ο. _ ο ο ο ■ , ώ Λ ( * Ο *ί.*3 < % ο κ ο* Ρ >11 < < < < ο Μ Μ X X ρ- Ο. * >Μ» β 3 Μ > § § *■ αο £ 2 - 3 ;3 •8 5 83ρ·X 3 ό <1 54 'Α θή να , 20 ’Ια νο υά ρι ον 19 20 Ό Τα μί ας το ν 'Ε κπ αι δε υτ ικ όν Ό μ ίλ ο Δ. Π. Π ΕΤ ΡΟ Κ Ο Κ ΚΙ Ν Ο Σ 192 Διάφορα Γ ά το ύ ; συνδρομητή τον Δελτίον. Κάθε γράμμα, συνδρομή κτλ. γιά τόν Ό μιλο ή τό Δελτίο στέλνεται στην «'Επιτροπή τοδ ’Εκπαιδευτικού ’Ομίλου», καί δχι σέ άτομα. ' Συνδρομητές στό Δελτίο γράφονται στά γραφεία τοδ 'Ομίλου, 48. Λέκα 4, καί στό Βιβλιοπωλείο Βασιλείου, 48. Σταδίου 42. Πολλοί άπό τούς συνδρομητές τού Δελτίου αλλάζουν κατοικία χωρίς νά μας τδ αναγγείλουν, κι έπειτα παραπονιούνται δτι δέ λαβαίνουν τό Δελτίο. Γιαυτό παρακαλοδμε κ ά β ε σ υ ν δ ρ ο μ η τ ή π ο υ α λ λ ά ζ ε ι σ ύ σ τ α σ η ν ά μ ά ς ε ί δ ο π ο ι ή α μ έ σ ω ς μ’ ένα δελτάριο, γιά νά μή γίνεται άκαταστασία ή αργο­ πορία στήν αποστολή του Δελτίου. Γ ιέ τ ο ν ; σ υ ν ε ρ γ ά τ ε ς τ ο ν Δελτίου, Μελέτες, άρθρα καί βιβλιοκρισίες πού καταχωρίζονται στό Δελτίο ανάγκη νά είναι γραμμένες στή δημοτική, ή τουλάχιστο νά μήν απομακρύνονται έξω άπό κάποια όρια πού ώρίστηκαν άπό τή σύνταξη τοδ περιοδικού. Ό σο γιά τήν όρθο- γραφία, τό περιοδικό ακολουθεί Ινα σύστημα Ινιαίο, πού βρίσκεται περίπου διατυ­ πωμένο στόν τρίτο τόμο τοδ Δελτίου, καί παρακαλοδμε τούς συνεργάτες νά Φροντίζουν νά τήν άκολουθοδν σέ δσα άρθρα μάς σνέλνουν, ώστε νά ευκολύνουν τή δημοσίευσή τους. κ Τήν εύθύνη γιά κάθε άρθρο μέ δπογραφή τήν έχει φυσικά 4 συγγραφέας. Δέ γυρίζομε πίσω τά χειρόγραφα. Ή συνεργασία στό Δελτίο πληρώνεται. Ν ίε ς ¿ χ δ ό σ ε ις το υ ' Ε κ π α ιδ ε υ τ ικ ο ύ Ό μ ιλ ο ν . Ά π ό τό καλοκαίρι τοδ 1917 βγήκαν: Στή σειρά τής Διαφωτιοτικής μας βιβλιο- θήκης: Α . Δελμούζον, πρός τήν έκπαιδευτική Αναγέννηση, 1919 ,20 σελ. (ά ρ .8 ) καί ΚΓ. Τριανταφνλλίδη, πρός τήν έκπαιδευτική Αναγέννηση, ή σχολική γλώσσα, 1919, 23 σελ. (άρ . 9 ) . Καί οί δυό αύτές μελέτες πρωτοτυπώθηκαν στό Δελ­ τίο τοδ 1919. Στή σειρά πάλι τής παιδικής βιβλιοθήκης δημοσιεύτηκαν άπό πέρσι:’/ο ν λ ια ; Δραγοίμη, Ό λ ο ι μαζί, 1919, 180 σελ. δρ. 3.50, (Αρ. 7, έκδ. Σ ι δ έ ρ η ς), καί Ιουλίας Δραγοϋμη, Ό βάτραχος πού βαριέται καί άλλες Ιστορίες (γιά νά τις διαβάζουν οί μεγάλοι στά μικρά παιδιά), 1919, 66 σελ. δρ. 1.40 (άριθ. 8, έκδ. Σ ι δ έ ρ η ς). Ά η ά τ ά π ε ρ ι ο δ ι κ ά μα ς. Ή κίνηση τών περιοδικών θά βημοσιευτή στόν ερχόμενο τόμο. N í a β ι β λ ί α . Ό σα λάβαμε ώ ί τον 'Απρίλιο του 1920. Σημειώνονται άμα οταλή Ινα Αντίτυπο στά Γραφεία τοδ Εκπαιδευτικού'Ομί­ λου — Μέσα σέ παρένθεση, στό τέλος τού τίτλου κάθε βίβλίου, σημειώνεται 4 έκδότης άμα δπάρχει — Ά μ α δέ σημειώνεται ποδ βγήκε τό βιβλίο καί τί σχήμα έχει, τότε θά έννοήση 4 Αναγνώστης: Ά θ ή ν α, καί ο χ . 8".— Κρίσεις' γιά μερικά απ' αύτά τά βιβλία θά δημοσιευτούν στό έρχόμενο Δελτίο. Διάφορα 195 P a p a m a u ro s M ., V orschläge zu e in er Reform der griech ischen Sclm iver- fassung. Εναίσιμη διατριβή. Ίένα 1916,119 σελ. Ά ργυροπούλον A ., 'Απόλλων ήτοι άσματα παιδαγωγικά μετά διδακτικής - τού παιδαγωγικού άσματος, 1919,88 σελ., δρ. 10. Μ ιχαηλίδου Κ ., Ό μικρός Θαλής, Αλφαβητάριου, κατά τάς τελευταίας δβη- γίας τοδ Υπουργείου τής Παιδείας'Σμύρνη 1919,87 σελ. Κοντογιάννη Δ., Συλλογή δημοτικών παραδόσεων. 1920,96 σελ,,δρ. 3 .— Ζ αφ ειριού Ν ., Ψυχολογία τών παίδων. Σάμος 1920, 99 σελ. Φασσανέλλη Ί., Σχολικ. ιατρού, ενιαυσία έκθεσις τής δγιεινής καταστάσεως τών σχολείων τής α' ’Εκπαιδευτικής περιφερείας (Α ττική ς), σχολικόν έτος 1917- 18. Ύπουργείον Εκκλησιαστικών κτλ., τμ’ήμα ύγιεινής, 1918 ,45 σελ. Πώς θά γίνης δόκιμος πρόσκοπος, τεδχ. Α', Βιβλιοθήκη προσκόπων, 1919, 3 0 σελ. 16. Μ παλάνον Β ., Ή περίθαλψις τών ορφανών έν τφ έλληνικφ κράτει, Τπουρ- γείον περιθάλψεως. 1919,96 σελ. T he inauguration of th e world a sso cia tio n to r a d u ite d u c a tio n . B u l­ le t in I. Λονδίνο 1919, 29 σελ. 1 σελίνι. Η γραμματική διδασκαλία τών τριών πρώτων τάξεων τού Δημοτικού σχο­ λείου, Δβλτίον Τπουργ. Εκκλησιαστικών κτλ. παράρτημα άρ. 3 ,1 9 1 9 ,8 3 σελ. Σταματέλον Β -, ‘Π γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση καί ή γραμματική τής κοινής δημοτικής. Πάτρα 1920,96 σελ. Δελμούζον, *11 Αντίδραση, 1919, 13 σελ., Ανατύπωση άπό τό Δελτίο τού ’Εκπαιδευτικού Ό μίλου. τόμ. 7. Δελμούζον Ά ., Πρός τήν έκπαιδευτική Αναγέννηση, 1919, 20 σελ. Δελτίον Τπουργείου ’Εκκλησιαστικών κτλ. Παράρτημα Αρ. 1. Μ ποϋτονρα Α ., Έπισκόπησις τής Ιστορίας τοδ γλωσσικού ζητήματος καί κριτική Ιπί τών σχετικών γνωμών. Απόσπασμα έκ τής ιστορικής γραμματικής τής νεοελληνικής. 1919, 51 σελ. Δελτίον 'Γποοργείου Εκκλησιαστικών κτλ. Παράρτημα άρ. 2. Ά μ ά ν τ ο ν Κ ., Τό γλωσσικόν ζήτημα, 1920, 21 σελ., Απόσπασμα Από τήν « ’Ανθρωπότητα», άρ. 2. Α ιβαδά Μ., Παρατηρήσεις εις τήν καθ’ ήμδς νομικήν γλώσσαν, 1 ^ .9 ,2 3 σελ., (Άπόσμασμα άπό τήν Έπιστημον. Επετηρίδα τοδ Πανεπιστημίου 1917 · Ï91Ç). ΠαΧαμα Κ ., Τά παράκαιρα, μ' Ινα πρόλογο,[1919], 161 σελ. (Σ ιδέρης):'Δ ρ.5. Δροαίνη Γ ., Ό Μπαρμπαδήμος, διηγήσεις Αγωνιστοδ. [1919] 188 σ ^ . ( Σι δ έ - ρ η ς ) Δρ. 5. Χ ατζοπούλον Κ ., Α π λο ί τρόποι, 1920, 94 σελ. Δρ. 5 (Ζηκάκης), Δρ. 5. Χυρτιώτισσας, Τραγούδια, [1919] 3 2 σελ. ( ‘Εταιρεία Τ ύ π ο ς ) . Θεοτόχη Κ ., Ό κατάδικος, [1919] 145 σελ. ( Β α σ ι λ ε ί ο υ , «Ε κλεκτά Ιργα», άρ. 11). K o s te t P alam as, L ife im m ovable, translated b y P h o u tr id e s A . Harvard U niversity Press, 1919, 237 σελ. Δολάρια 21 Κατσίμπαλη Κ ., Τά Ρουμπαγιάτ τοδ Ό μάρ Καγιάμ, [1919], 128 σελ., δρ. 10. Κωσεαντινίδη Κ ., Τό τραγούδι τής Ή λιόκαλης, Αλεξάνδρεια 1 9 1 7 ,8 σελ. Β λ α χ ο γ ιά ν ν η Γ., Ή πεταλούδα, 1920 ,16 σελ. 13 194 Διάφορά Π α λ α μ ϋ Κ ., Ίαμβοι καί ανάπαιστοι, 2 ίκδ. 1920,61 σελ. (Ζ η κ ά ν ,η ς ) δρ. 2.50. Π α λ α μ ά Κ . , θάνατος παλληκαριοδ, 2 Ικ5., 1920,63 σελ. (Ζη κ ά κ η ς) δρ .2 . Κ α μ π ο ν ρ ο γλ ο υ Δ., Ό Αναδρομάρης τής Α ττική ς. Λογοτεχνικαί έκδόσεις Ζ η κ ά κ ή. 1920, 148 σελ. Δρ. 3.50. O eijers ta m Ο., Τό αγόρι τής Κ υρα-Λ ίνης, διήγημα, δρ. 1.75 (Βασίλειο«). O eije rs ta m Ο-, Ό Πέτρος μέ τό ’να μάτι. Χιονισμένος χειμώνας, διηγήματα, ' -ίραχ. 1.75. H a m su n Κ ·, Ή βασίλισσα του Σαβά κι άλλα διηγήματα, δρ. 2. K ie lla n d A ., Ή μάχη του Βατερλά), Δυό φίλοι, διηγήματα, δρ. 1.35. Φβλτάϊτς Κ ., Ή ναυμαχία τής Έ λλης, Ιστόρημα. 1919,52 σελ. Μ π α λ ά ν ο ν Δ ., Σύμβολα καί συμβολικά βιβλία. 1919 ,40 σελ. [Δ ο α ίο υ Κ . , (εισηγητή)/, Ή ίλληνική αστική ιδιοκτησία. Ά πάντησις είς τίσήγησιν δποβληθείσαν είς τήν έπιτροπήν τοδ επισιτισμού. 1919,28 σελ. Μ α λ τέξ ο ν Κ ., Ό Ιπιστημονικός πολιτισμός καί ή έξέλιξις αύτοδ μέχρι τής Αναγεννήσεως. Εναρκτήριος λόγος. 1919, 47 σελ. H e ise n b e rg Α ·, D ialekte und U m gangssprache im N eugriech ischen . F es­ tred e. Μόναχο 1918, 70 σελ. H e sse lln g D ., L’A chilléïde byzantine, publiée avec une in troduction , des obsérvations et un index. Άμστελόδάμο 1^19,150 σελ. Πρακτικά τής βασιλικής Ακαδημίας τών επιστημών στο Άμστελόδάμο, τμήμα φιλολογίας, νέα σειρά, .•μέρος-19, άρ. 3. Έ ρ ε υ ν α γιά τίς μελλοντικές κατευθύνσεις τής φυλής. ’Αλεξάνδρεια 1919, 176 σελ., ίκδ. Γραμμάτων. . Κ α ρ χ α β ίτσ α Α ·, Παλιές αγάπες, 2. εκδ. επιδιορθωμένη. 1919,184 σελ. 5 δρ. devTÿtvov Ε Ιρ . Κ α τ . , Ό Σολωμός στήν εποχή του, διάλεξη στό Σύλλογο τών δασκάλων τής Κερκύρας τήν 8 Ία ν. 1919, 1919, 12 σελ., Απόσπασμα από τα • Γράμματα» άρ. 40 .. Δ η μ η τρ α χ ο π ο ν λ ο υ Π ., Ή σιδηρά διαθήκη, κοινωνική φυσιολογία [1919], 2 4 8 σελ. (Σ ί δ ε ρ η ς ) . Περίληψις τής σ τ α τ ισ τ ικ ή ς τής ορθοδόξου ελληνικής έ χ χ λ η α ία ς καί τών λοι­ πών έν τφ^κράτει θρησκευμάτων. Δελτίον Ίπουργείου ’Εκκλησιαστικών κτλ. Παράρτημα άρ. 4, 1919, 45 σελ. Σ α λ α ρ ρ ύ τη A ., Ό σύντροφος τοδ στρατιώτου, Ικδ. 3., 1919,88 σελ. Ν εο χ ά σ μ ο υ [Γρηγοριάδη, λοχαγοδ), 0 στρατός μας στά ξένα (Ρωσσία-Ρου- :μανία) Σμύρνη, τυπογραφ. Άμαλθείας, 1919, 50 σελ., δρ. 2.50. Α ο ν β α ρ ι Ν ., Εισαγωγή είς τάς περί Παύλου σπουδάς. Θεσσαλονίκη 1919, 175 σελ. 4°, δρ. 15. K a lltsu n a k ls E ., M ittel - und N engriech ische E rklärungen bei Eusta- th ius. Βερολίνο 1919, 118 σελ. ( ’Απόσπασμα άπό τίς M itteilungen des S em i­ nars für O rientalische Sprachen, Abteil. II, 12. 1909, 13. 1910, 16. 1913, 17. 1919). Σ α χ ελ λ α ρ ίο ν I f- , Περί τής έξελίξεως καί της σημασίας τής γεωμετρίας, 8 σελ., 4° (άπόσπασμα άπό τόν ’Αρχιμήδη, 20 (1919) άρ. 5 ). F err lm a n Z ., Som e en g lish philhellenes. VI. Lord Guilford. Λονδίνο, 1919,109 σελ., 3 πένες. T he anglohellen ic leagu e. Διάφορα 195 C o o p e r W ., At Αξιώσεις τής έργασίας καί τοδ κεφαλαίου, πρόλογ. Ο. R o b er ts , ςμετάφρ- Κ . Δ οσίου, [1919], 116 σελ., Σύλλογ. πρός διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Αρ. 28. (Σ ι δ έ ρ η ς ) . ψάλτη Σ τ , Ή Θράκη καί ή δύναμις τοδ έν αύτή έλληνικοδ στοιχείου. Α', Ζιατιστικαί περί τοδ Έλληνικοδ πληθυσμό» πληροφορίαι [μέ 5 χάρτες]. Σύλλογ. πρός διάδ. ’Επιτροπεία κτλ. Αρ. 2 , 1919, 367 σελ. (Σ ι δ έ ρ η ς). Κ υ ρ ια χ ίδ ο ν Η ., Ή Δυτική Θράκη καί οί Βούλγαροι, Σύλλογ. πρός διάδο- •σιν ώφελίμων βιβλίων, ’Επιτροπεία εθνικών δημοσιευμάτων, άρ. 4, 1919, 222 σελ. (Σ ιδ 4 ρ η ς ) . Π απαδοπούλαν Α ., Ό δπόδουλος έλληνισμός τής ασιατικής 'Ελλάδος έθνι- •κώς καί γλωσσικώς έξεταζόμενος. Σύλλογος ώφελ. βιβλ., Έ πιτρ. έθνικών δημ., Αρ. 3, 1919, 144 σελ. ( 2 1 δ έ ρ η ς ) . Ά μ ά ντου Κ ., Ό έλληνισμός τής μικράς Ά σίας κατά τόν μιοαίωνα, Σύλλογος -κτλ.,Ε πιτροπεία κτλ., Αρ. 5, 1 9 1 9 ,1 4 8 σελ. ( Σ ι δ έ ρ η ς ) . Φ ω τίου , Επίσημα έγγραφα καί Ιστορικαί σημειώσεις περί τής Βουλγαρικής -πολιτικής καί τών βουλγαρικών κακουργών πρός έξόντωσιν τοδ έλληνισμοδ τής ’Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914), Σύλλογος κτλ., ’Επιτροπή κτλ., Α ρ .6 ,1919, 463 σελ. ( Σ ι δ έ ρ η ς ) . Στεφανίδου ΛI., Φυσιογνωστική όνοματολογία, (Λεξικογρ. ’Αρχείο μέσης καί νεωτέρ. έλληνικής). ΛΓ. Σρενδινοποΰλου, ‘Η φιλία, ’Αλεξάνδρεια, 1919, 21 σελ., άπό τά βιβλία τής ζωής, ϊκδ. Γραμμάτων. Έ χ & ε σ ις τής έπιτροπείας καί πρακτικά τής σ χώ ή ς διά τήν έκλογήν τακτι­ κού καθηγητοδ τής Μεσαιωνικής καί νέας έλ λ η ν^ Κ γλώσσης καί φιλολογίας, 1918, 118 σελ. Β ι β λ ι ο θ ή κ η τ ο δ Γ ε ω ρ γ ο ύ , Βασιλική γεωργική έταφεία’ Αρ. 10. Κας Δενδραμή Η., Ή κότα, 1917, 19 σελ.’ Αρ. 11. Γενναδίου Π ., Ή άπαλλοτρίωοις τών τσιφλικιών καί ή διανομή αυτών καί τών δημοσίων κτημάτων είς τούς -άκτήμονας γεωργούς. 1917, 20 σελ. "Αρχισε να τυπώ νεται τδ Νοέμβριο του 1 919 . Κ υκλοφόρησε στις 2 0 Βίαιου 1 9 2 0 . ! / ν Στέλνεται μόνο στους παλιούς συνδρομητές π ού έχουν πληρωμένη τή -συνδρομή τους γ ιά τόν 7 τόμο του Δελτίου (1 9 1 9 ) . Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α 8 T Ö M O Y Μ tXitgg. σελίδα Λ . Π α λ α μ ά , Ό ποιητής 1. Ν. Γρυπάρης . - - ................................. 1— 1fr Π. S. Δ έ λ τ α , Τά καινούρια αναγνωστικά μ α ς ..................... 1 9 — 30 Π. Κ ω ν σ τ α ν τ ι ν ο π ο ύ λ ο υ , Οί νεοελληνικές παραδόσεις στό δημο­ τικά σ χ ο λ ε ί ο .................................................................................. 3 1 — 48 Μ. Τ ρ ι α ν τ α φ υ λ λ ι ό η, Ή γλώσσα μας στά χρόνια 1914-1916 . 4 9 — 99 Μ. Π α π α μ α ύ ρ ο υ , *0 Dr Lietz καί τό Ιργο τ ο υ .................................100— 1 1 5 ~Aq&$