Η εικόνα της Αιγύπτου στην αρχαία ελληνική τραγωδία
Abstract
Η εργασία αυτή καταπιάνεται με τέσσερα βασικά στοιχεία: το πρώτο εστιάζει στην ιστορία της σχέσης μεταξύ των Αιγυπτίων και των Ελλήνων και τις καμπύλες της ανάμεσα στην συμπάθεια και την αντιπάθεια. Αυτό που στην πραγματικότητα μ’ ενδιαφέρει να τονίσω στο κομμάτι αυτό, είναι πως κατά τη διάρκεια της εποχής του έβδομου και έκτου αιώνα Π.Χ. και την εγκατάσταση των Ελλήνων στη Ναύκρατι, έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του υποβάθρου και της εικόνας της Αιγύπτου, και των αιγυπτιακών στοιχείων σε αμφότερες την ελληνική μυθολογία και τραγωδία. Επιπλέον, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας βοήθησαν στην δημιουργία ενός τέτοιου υποβάθρου την στιγμή που οι Αθηναίοι δεν είχαν καμία άμεση επικοινωνία με την Αίγυπτο, μέχρι τον πέμπτο αιώνα. Το βιβλίο ΙΙ του Ηρόδοτου – δίχως αμφιβολία – έχει συνεπικουρήσει στη διαμόρφωση μιας τέτοιας εικόνας, το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί σε μια περίοδο που λάμβαναν χώρα οι ελληνικές τραγωδίες, παρ’ όλο που οι μαρτυρίες του σχετίζονταν με την ιστορία της Αιγύπτου και όχι την ιστορία της επικοινωνίας της Ελλάδας με την Αίγυπτο και τους Αιγύπτιους, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψιν την ημερομηνία έκδοσης του βιβλίου ΙΙ και τις ημερομηνίες παρουσίασης αυτών των τραγωδιών που περιλαμβάνουν αυτές τις αιγυπτιακές αναφορές. Τα γραπτά του Ηροδότου – όπως γνωρίζουμε – είχαν ένα ευρύ κοινό, καθώς οι Έλληνες καλλιέργησαν ένα ηδονοβλεπτικό ενδιαφέρον σε ξένες παραδόσεις, παρ’ όλο που περιφρονούσαν του ίδιους τους ξένους.
Το δεύτερο στοιχείο καταπιάνεται με τους λόγους που ενθάρρυναν τον Αισχύλο να αναφέρει την Αίγυπτο και τα αιγυπτιακά στοιχεία καθ’ όλη τη διάρκεια των τραγωδιών του (π.χ. Ικέτιδες). Κατά την άποψή μου, ο Αισχύλος δεν επεδίωκε να χρησιμοποιήσει την δραματική διαμάχη μεταξύ των Δαναών και των γιων του Αιγύπτου στις Ικέτιδες, έτσι ώστε να εκφράσει, τη λεγόμενη, τεταμένη σχέση μεταξύ των Ελλήνων και των Αιγυπτίων των ημερών εκείνων, ή να διατηρήσει και ακόμα και να συμβάλλει σε μια τέτοια διαμάχη. Ο Αισχύλος δελεάστηκε να χρησιμοποιήσει τον μύθο των Δαναών λόγω της φύσεώς του που στην ουσία βασίζεται σε μια τέτοια συναρπαστική διαμάχη (Δαναός – γιος του Αιγύπτου), που θεωρείται ως ο βασικός παράγοντας του δράματος. Η διαμάχη στις Ικέτιδες του Αισχύλου, όπως μου φαίνεται, δεν ήταν Ελληνική – Αιγυπτιακή ή Δύση εναντίον Ανατολής, όπως έχει προσληφθεί από πολλούς ακαδημαϊκούς. Ήταν Ελληνική – Ελληνική, ή με άλλα λόγια παλιές πολιτικές και κοινωνικές ιδεολογίες (μοναρχία, εξωγαμία) και του νέου προτιμότερου σχήματος (δημοκρατία, ενδογαμία). Η Αίγυπτος ήταν για τον Αισχύλο η εικόνα της Ελλάδας στο παρελθόν και το παρόν, το σύμβολο και το καλύτερο πεδίο παραδείγματος, με το οποίο παρασύρει το αθηναϊκό κοινό στις μακρινές και παροντικές τους μέρες. Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι διαφορές ανάμεσα στα δύο πολιτικά και κοινωνικά συστήματα (Ελληνικό & Αιγυπτιακό) δεν σημαίνουν αναγκαστικά διαμάχη μεταξύ των δύο πολιτισμών, όπως πίστεψαν κάποιοι ακαδημαϊκοί, και η διαμάχη δεν σημαίνει νομοτελειακά βία. Ο αγώνας των Δαναών και των εναγόντων τους, δεν ήταν εν γένει ένας αγώνας μεταξύ σωστού και λάθους, αλλά ανάμεσα σε δύο σωστά, ένα παλιό και ένα νέο. Οι Ικέτιδες του Αισχύλου χρειάζονται μια νέα ανάγνωση από έναν επαρκή αριθμό άλλων απόψεων, καθώς νιώθω απογοητευμένος να εκφράσω πως η ρατσιστική μεροληψία κυριαρχεί σε πολλές από τις συμπεριφορές και απόψεις που έχουν εκφραστεί.
Το τρίτο μέρος της εργασίας ασχολείται με τα χρώματα των αρχαίων Αιγυπτίων σε όλη τη διάρκεια των τραγωδιών του Αισχύλου, και ειδικότερα τις Ικέτιδες. Ο κύριος στόχος μου είναι να ερευνήσω την αρχαία Ελληνική άποψη σχετικά με το θέμα, και τη στάση τους απέναντι σε άλλα έθνη, ειδικά προς τους Αιγυπτίους, των οποίων η όψη είναι αρκετά διαφορετική από αυτούς. Φρονώ, πως αν και οι Έλληνες είχαν συναντήσει Αιγύπτιους και Αιθίοπες, δεν προέκυψε κάποιο ιδιαίτερο αίσθημα εναντίον των μαύρων. Οι αρχαίοι δεν έπεφταν στην παγίδα του βιολογικού ρατσισμού. Το μαύρο χρώμα του δέρματος δεν αποτελούσε σημάδι κατωτερότητας. Η σκοτεινότητα του δέρματος των Αιγυπτίων, αναφέρεται συχνά στις Ικέτιδες να είναι, όπως και η ασυνήθιστη ομιλίας τους, ένα αναπόσπαστο κομμάτι του χαρακτήρα τους. δίνεται έμφαση στη μη – ελληνική τους εμφάνιση (γραμμές 277-290) από το γεγονός πως ο βασιλιάς δυσκολεύεται να πιστέψει την ιστορία των Δαναών, λόγω του ότι δεν είναι σαν τις παρθένες από το Άργος – αλλά σαν τους Λίβυους, τους Αιγυπτίους, του Αμαζόνες ή τους Νομάδες, όλοι πιθανότατα σκοτεινής απόχρωσης. Το να δείχνεις διαφορετικός, δεν είναι για τον Αισχύλο, ένα βασικό χαρακτηριστικό των ξένων, περισσότερο από το να μιλά κανείς διαφορετικά.
Το τέταρτο μέρος της εργασίας καταπιάνεται με την ιδέα της Αιγύπτου στις τραγωδίες του Ευριπίδη, και ειδικότερα στην Ελένη. Η διαμάχη στην Ελένη του Ευριπίδη, όπως μου φαίνεται, δεν ήταν Ελληνική – Αιγυπτιακή, αλλά πιθανώς Αιγυπτιακή – Τρωική ή Αθηναϊκή – Σπαρτιατική. Η στρατιωτική διαμάχη Αθήνας – Σπάρτης και οι πολιτικές σκέψεις του Ευριπίδη έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του έργου που δεν θα πρέπει να αγνοηθεί. Ο Ευριπίδης, αντίθετα, ήθελε με σθένος κατά τη διάρκεια ενός από τα έργα του (Ελένη) να εξαίρει την θέση της Αιγύπτου και των Αιγυπτίων καθ’ όλη τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, και την ευγένεια, την γενναιοδωρία και την ικανοποίηση που κρατήθηκε η αγνότητα της ωραίας Ελένης, ως δείγμα ευγνωμοσύνης προς την Αίγυπτο.
Τέλος, μπορούμε να συνοψίσουμε στα εξής: ενώ οι Ικέτιδες του Αισχύλου, τόνισαν, σε ένα βαθμό, την εξωτερική όψη του Αιγυπτιακού πολιτισμού (την γεωγραφία, την φυσική εμφάνιση, γλώσσα, ήθη και συνήθειες, πολιτικά και κοινωνικά συστήματα κ.α.), η Ελένη του Ευριπίδη, από την άλλη πλευρά, τόνισε την εσωτερική πλευρά του Αιγυπτιακού πολιτισμού, το βάθος του Αιγυπτιακού χαρακτήρα από πολλές διαφορετικές πλευρές (τις θρησκευτικές πτυχές, την ευγένεια και τους ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς στην αρχαία Αίγυπτο). Ο Ευριπίδης διαφοροποιείται επιπλέον από τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή αναφορικά με το ενδιαφέρον του για τη σχετική αξία του Ελληνικού πολιτισμού αλλά και αυτού των βαρβάρων.